2014-07-27 07:30:57
Ειδικού Συνεργάτη
Η πρόσφατη παρουσίαση στο Λονδίνο, των 20 θαλασσίων «οικοπέδων» που θα προκηρυχθούν για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων αποτελεί σημαντικό ορόσημο, τόσο για το έργο που επιτελέσθηκε μέχρι τώρα, όσο και για αυτά που θα ακολουθήσουν. Δεν πρέπει, όμως, να πιστέψουμε ότι τα προβλήματά μας λύθηκαν δια παντός. Αναμφιβόλως, αισθανόμαστε ότι υπάρχει μια προοπτική που δημιουργεί ελπίδες για το μέλλον, γνωρίζουμε όμως ότι πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά και πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι « είναι όλα κιόλας ξεπουλημένα». Είναι συνεπώς εύλογο να επικρατεί αβεβαιότητα για την ενδεικνυόμενη μακροπρόθεσμη πολιτική στον τομέα των υδρογονανθράκων. Σ΄ αυτόν τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε τους τρόπους που επέλεξαν άλλες χώρες για να αξιοποιήσουν το πετρέλαιο και το αέριό τους.
Είναι, εξάλλου, σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η χώρα διέρχεται μια συνεχιζόμενη κρίση δημοσίου χρέους, για την οποία οι δανειστές μας πιστεύουν ακράδαντα ότι φέρουμε την πλήρη ευθύνη. Οποιοδήποτε «στραβοπάτημα» μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Πόσο μάλλον, όταν οι μεγάλες πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες είναι στενά συνδεδεμένες με τις κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών που διακρατούν ή ελέγχουν το δημόσιο χρέος μας.
Περαιτέρω, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι συντομότατα τα 20 θαλάσσια «οικόπεδα» θα αναληφθούν από ξένες εταιρείες, οι οποίες θα κάνουν τα πάντα για να παραγάγουν γρήγορα πετρέλαιο και αέριο και , έτσι, θα «σωθούμε» εν μια νυκτί από την σημερινή κρίση. Αντιθέτως, η πείρα έχει διδάξει ότι η διαδικασία κατακύρωσης των «οικοπέδων» σε εταιρείες ή κοινοπραξίες εταιρειών είναι χρονοβόρα και μεταξύ των διερευνητικών γεωτρήσεων και της παραγωγής μεσολαβούν αρκετά χρόνια. Ακόμη όμως και όταν αρχίσει η εξόρυξη, προηγείται η απόσβεση των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται για την εκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων. Εν ολίγοις, το «ελντοράντο» είναι ακόμη πολύ μακριά.
Είναι, λοιπόν, σκόπιμο να χαράξουμε την πολιτική μας με μακροπρόθεσμη πνοή κα να πείσουμε τους διεθνείς πετρελαϊκούς «παίκτες» ότι είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι εταίροι.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται να αρχίσουν οι διαδικασίες για την ίδρυση και λειτουργία Εθνικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων - όπως το έπραξαν πολλές χώρες πριν από μας – με μετα- σχηματισμό της υπάρχουσας εταιρείας ΕΔΕΥ ΑΕ. Η εταιρεία αυτή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει με ένα μικρό ποσοστό, λ.χ. 5%, σε κάθε κοινοπραξία που θα αναλαμβάνει την έρευνα και εκμετάλλευση εκάστου «οικοπέδου». Η χρηματοδότηση της μικρής αυτής συμμετοχής θα εξασφαλίζεται στο πλαίσιο της συνολικής χρηματοδότησης της κοινοπραξίας. Με τον τρόπο αυτό, τα στελέχη της εταιρείας θα συμμετέχουν πλήρως στις διαδικασίες λειτουργίας εκάστης κοινοπραξίας, ούτως ώστε να διασφαλίζουν την εθνική κυριαρχία επί των κοιτασμάτων που θα ανακαλυφθούν και να αποτρέπουν κάθε κίνδυνο αλόγιστων ενεργειών των μελών της κοινοπραξίας.
Σταδιακά, η εταιρεία αυτή θα καταστεί ικανή να εκμεταλλευτεί τα μικρά κοιτάσματα που θα ανακαλυφθούν που κατά κανόνα δεν ενδιαφέρουν τις ξένες εταιρείες. Αυτή, όμως, η δυνατότητα θα έρθει ως αποτέλεσμα ενδελεχούς και μακροχρόνιας εμπλοκής της εταιρείας στο κύκλωμα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, σήμερα δεν υπάρχει.
Παράλληλα με τις μακρόχρονες διαδικασίες που προαναφέρθηκαν, είναι σημαντικό να ληφθούν οι πιο σωστές αποφάσεις για την διάθεση των εσόδων από τους υδρογονάνθρακες. Εκεί θα κριθεί κατά πόσο η χώρα είναι διατεθειμένη να «γυρίσει σελίδα», ή θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται όπως πριν. Κοινωνικές παροχές που δεν θα δικαιολογούνται από την περίσταση δεν θα πρέπει καν να συζητηθούν. Η χώρα έχει ανάγκη από πολλές επενδύσεις, ελληνικές και ξένες, οι οποίες θα δημιουργήσουν και θα διασφαλίσουν νέες θέσεις εργασίας. Οι επενδύσεις, όμως, δεν γίνονται σε υπερχρεωμένες χώρες, όταν μάλιστα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος «πισωγυρισμάτων». Αντίθετα, η δυνατότητα μιας χώρας να εξυπηρετήσει το δημόσιό της χρέος και να το θέσει σε σταθερή πτωτική τροχιά επιτρέπει σε πολλούς επενδυτές να εισέλθουν στην αγορά αυτής της χώρας, εκτιμώντας ότι οι κίνδυνοι για τις επενδύσεις τους είναι, από την πλευρά αυτή, διαχειρίσιμοι.
Κατά συνέπεια, επιβάλλεται όπως ένα μέρος των εσόδων, λ.χ. το 60%, κατευθυνθεί εξαρχής για την αντιμετώπιση του δημοσίου μας χρέους. Η απόφαση αυτή, όσο οδυνηρή και αν φαίνεται, είναι επιβεβλημένη, όχι για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των δανειστών, αλλά διότι θα ωφελήσει πρωτίστως την οικονομία μας. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι, ως δια μαγείας, ένα γεωτρύπανο θα αρχίσει αύριο να επιχειρεί στο καθένα από τα 20 «οικόπεδα». Ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή θα είναι τραχύς και ανηφορικός. Θα είμαστε τυχεροί αν αρχίσουμε με ένα ή δύο γεωτρύπανα. Η αποστολή του ισχυρού μηνύματος ότι τα έσοδα από τους υδρογονάνθρακες θα αξιοποιηθούν για την τακτική πληρωμή του χρέους θα παρακινήσει πολλές πετρελαϊκές εταιρείες - που θα είναι «διστακτικές» να επενδύσουν στην Ελλάδα - να αναθεωρήσουν τις αποφάσεις τους και να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση των υπολοίπων οικοπέδων. Το ίδιο θα συμβεί και με εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς. Θα μπορέσει, έτσι, η οικονομία μας να εισέλθει σε ένα άλλο κύκλο, πλέον βιώσιμο και ελπιδοφόρο, μακριά από τις παλαιές πρακτικές που αμαύρωσαν την εικόνα του Έλληνα στον κόσμο. Συγχρόνως δε, η τακτική και συστηματική πληρωμή του δημοσίου χρέους του παρελθόντος και η μη παραγωγή νέου χρέους θα απελευθερώσουν άλλους πόρους από τον προϋπολογισμό, οι οποίοι θα κατευθυνθούν σε αναπτυξιακές επενδύσεις. Τέλος, ένας προϋπολογισμός απαλλαγμένος από τα βάρη του δημοσίου χρέους και των δημοσίων επενδύσεων θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει ευχερέστερα μια στοχευμένη κοινωνική πολιτική.
InfoGnomon
Η πρόσφατη παρουσίαση στο Λονδίνο, των 20 θαλασσίων «οικοπέδων» που θα προκηρυχθούν για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων αποτελεί σημαντικό ορόσημο, τόσο για το έργο που επιτελέσθηκε μέχρι τώρα, όσο και για αυτά που θα ακολουθήσουν. Δεν πρέπει, όμως, να πιστέψουμε ότι τα προβλήματά μας λύθηκαν δια παντός. Αναμφιβόλως, αισθανόμαστε ότι υπάρχει μια προοπτική που δημιουργεί ελπίδες για το μέλλον, γνωρίζουμε όμως ότι πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά και πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι « είναι όλα κιόλας ξεπουλημένα». Είναι συνεπώς εύλογο να επικρατεί αβεβαιότητα για την ενδεικνυόμενη μακροπρόθεσμη πολιτική στον τομέα των υδρογονανθράκων. Σ΄ αυτόν τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε τους τρόπους που επέλεξαν άλλες χώρες για να αξιοποιήσουν το πετρέλαιο και το αέριό τους.
Είναι, εξάλλου, σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η χώρα διέρχεται μια συνεχιζόμενη κρίση δημοσίου χρέους, για την οποία οι δανειστές μας πιστεύουν ακράδαντα ότι φέρουμε την πλήρη ευθύνη. Οποιοδήποτε «στραβοπάτημα» μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Πόσο μάλλον, όταν οι μεγάλες πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες είναι στενά συνδεδεμένες με τις κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών που διακρατούν ή ελέγχουν το δημόσιο χρέος μας.
Περαιτέρω, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι συντομότατα τα 20 θαλάσσια «οικόπεδα» θα αναληφθούν από ξένες εταιρείες, οι οποίες θα κάνουν τα πάντα για να παραγάγουν γρήγορα πετρέλαιο και αέριο και , έτσι, θα «σωθούμε» εν μια νυκτί από την σημερινή κρίση. Αντιθέτως, η πείρα έχει διδάξει ότι η διαδικασία κατακύρωσης των «οικοπέδων» σε εταιρείες ή κοινοπραξίες εταιρειών είναι χρονοβόρα και μεταξύ των διερευνητικών γεωτρήσεων και της παραγωγής μεσολαβούν αρκετά χρόνια. Ακόμη όμως και όταν αρχίσει η εξόρυξη, προηγείται η απόσβεση των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται για την εκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων. Εν ολίγοις, το «ελντοράντο» είναι ακόμη πολύ μακριά.
Είναι, λοιπόν, σκόπιμο να χαράξουμε την πολιτική μας με μακροπρόθεσμη πνοή κα να πείσουμε τους διεθνείς πετρελαϊκούς «παίκτες» ότι είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι εταίροι.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται να αρχίσουν οι διαδικασίες για την ίδρυση και λειτουργία Εθνικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων - όπως το έπραξαν πολλές χώρες πριν από μας – με μετα- σχηματισμό της υπάρχουσας εταιρείας ΕΔΕΥ ΑΕ. Η εταιρεία αυτή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει με ένα μικρό ποσοστό, λ.χ. 5%, σε κάθε κοινοπραξία που θα αναλαμβάνει την έρευνα και εκμετάλλευση εκάστου «οικοπέδου». Η χρηματοδότηση της μικρής αυτής συμμετοχής θα εξασφαλίζεται στο πλαίσιο της συνολικής χρηματοδότησης της κοινοπραξίας. Με τον τρόπο αυτό, τα στελέχη της εταιρείας θα συμμετέχουν πλήρως στις διαδικασίες λειτουργίας εκάστης κοινοπραξίας, ούτως ώστε να διασφαλίζουν την εθνική κυριαρχία επί των κοιτασμάτων που θα ανακαλυφθούν και να αποτρέπουν κάθε κίνδυνο αλόγιστων ενεργειών των μελών της κοινοπραξίας.
Σταδιακά, η εταιρεία αυτή θα καταστεί ικανή να εκμεταλλευτεί τα μικρά κοιτάσματα που θα ανακαλυφθούν που κατά κανόνα δεν ενδιαφέρουν τις ξένες εταιρείες. Αυτή, όμως, η δυνατότητα θα έρθει ως αποτέλεσμα ενδελεχούς και μακροχρόνιας εμπλοκής της εταιρείας στο κύκλωμα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, σήμερα δεν υπάρχει.
Παράλληλα με τις μακρόχρονες διαδικασίες που προαναφέρθηκαν, είναι σημαντικό να ληφθούν οι πιο σωστές αποφάσεις για την διάθεση των εσόδων από τους υδρογονάνθρακες. Εκεί θα κριθεί κατά πόσο η χώρα είναι διατεθειμένη να «γυρίσει σελίδα», ή θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται όπως πριν. Κοινωνικές παροχές που δεν θα δικαιολογούνται από την περίσταση δεν θα πρέπει καν να συζητηθούν. Η χώρα έχει ανάγκη από πολλές επενδύσεις, ελληνικές και ξένες, οι οποίες θα δημιουργήσουν και θα διασφαλίσουν νέες θέσεις εργασίας. Οι επενδύσεις, όμως, δεν γίνονται σε υπερχρεωμένες χώρες, όταν μάλιστα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος «πισωγυρισμάτων». Αντίθετα, η δυνατότητα μιας χώρας να εξυπηρετήσει το δημόσιό της χρέος και να το θέσει σε σταθερή πτωτική τροχιά επιτρέπει σε πολλούς επενδυτές να εισέλθουν στην αγορά αυτής της χώρας, εκτιμώντας ότι οι κίνδυνοι για τις επενδύσεις τους είναι, από την πλευρά αυτή, διαχειρίσιμοι.
Κατά συνέπεια, επιβάλλεται όπως ένα μέρος των εσόδων, λ.χ. το 60%, κατευθυνθεί εξαρχής για την αντιμετώπιση του δημοσίου μας χρέους. Η απόφαση αυτή, όσο οδυνηρή και αν φαίνεται, είναι επιβεβλημένη, όχι για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των δανειστών, αλλά διότι θα ωφελήσει πρωτίστως την οικονομία μας. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι, ως δια μαγείας, ένα γεωτρύπανο θα αρχίσει αύριο να επιχειρεί στο καθένα από τα 20 «οικόπεδα». Ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή θα είναι τραχύς και ανηφορικός. Θα είμαστε τυχεροί αν αρχίσουμε με ένα ή δύο γεωτρύπανα. Η αποστολή του ισχυρού μηνύματος ότι τα έσοδα από τους υδρογονάνθρακες θα αξιοποιηθούν για την τακτική πληρωμή του χρέους θα παρακινήσει πολλές πετρελαϊκές εταιρείες - που θα είναι «διστακτικές» να επενδύσουν στην Ελλάδα - να αναθεωρήσουν τις αποφάσεις τους και να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση των υπολοίπων οικοπέδων. Το ίδιο θα συμβεί και με εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς. Θα μπορέσει, έτσι, η οικονομία μας να εισέλθει σε ένα άλλο κύκλο, πλέον βιώσιμο και ελπιδοφόρο, μακριά από τις παλαιές πρακτικές που αμαύρωσαν την εικόνα του Έλληνα στον κόσμο. Συγχρόνως δε, η τακτική και συστηματική πληρωμή του δημοσίου χρέους του παρελθόντος και η μη παραγωγή νέου χρέους θα απελευθερώσουν άλλους πόρους από τον προϋπολογισμό, οι οποίοι θα κατευθυνθούν σε αναπτυξιακές επενδύσεις. Τέλος, ένας προϋπολογισμός απαλλαγμένος από τα βάρη του δημοσίου χρέους και των δημοσίων επενδύσεων θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει ευχερέστερα μια στοχευμένη κοινωνική πολιτική.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κουρσάροι στη Μεσόγειο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ναός του Διός Μειλιχίου στο Μετς
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ