2014-08-04 00:07:45
Το 19ο αιώνα, αυξήθηκαν οι εμπορευόμενοι κοσμικοί και οι κελιώτες μοναχοί ζωγράφοι και χαλκογράφοι χάρτινων θρησκευτικών εικόνων πού ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής και με δεδομένη την ελεύθερη πώληση ειδών θρησκευτικής τέχνης, όπως εικόνες, κομβοσχοίνια και ξυλόγλυπτα[1], μετακινήθηκαν στην περιοχή των Καρεών, όπου βρέθηκαν δίπλα σε κοσμικούς[2] και ίδρυσαν εργαστήρια για την καλύτερη διάθεση των προϊόντων της εργοχειριακής τους απασχόλησης[3].
Αποκαλυπτική είναι η αναφορά τού Ρώσου αρχαιολόγου N. P. Kondakov μετά το ταξίδι του (1900) στα Βαλκάνια πού καταγράφεται στο βιβλίο του με τον τίτλο Μακεδονία, Αρχαιολογικό Ταξίδι πού εκδόθηκε από τη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών στην Αγία Πετρούπολη το 1909: «Την καημένη ελληνική Ανατολή μπορούμε να την λυπηθούμε, επειδή επιβιώνοντας κάτω από τον τουρκικό ζυγό, πλημμυρίζει από το σκάρτο των ρωσικών εκκλησιαστικών «εμπορευμάτων» χαμηλής ποιότητας (πού παράγονται σε τεράστιες ποσότητες από τις βιοτεχνίες τής Μόσχας) με άσχημο «ρωσικό συνοδικό γούστο» πού σκοτώνει τα τελευταία ίχνη τής γνήσιας ελληνικής τέχνης. Μετά από παρόμοια προϊόντα, με ευχαρίστηση απολαμβάνεις ακόμα και χειροτεχνίες των αγιορειτών μοναχών»[4].
Ο αρχιμανδρίτης τής Μονής Εσφιγμένου Γεράσιμος Σμυρνάκης ανέφερε το 1903: «Υπάρχουσι μεν και νυν εν Αγίω Όρει πάμπολλοι αγιογράφοι Μοναχοί και τινές λαϊκοί εν τε Καρυαίς και εν τοις ελληνικοίς κελλίοις[5] και ο Ν. Γ. Ιγγλέσης: «… οπου είναι … και οι επαγγελματίαι …»[6].
Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι την ίδια περίοδο διακόπηκε η δημιουργία τοιχογραφιών[7], με εξαίρεση μεμονωμένες παραστάσεις. Μικρά σύνολα εντοπίζονται σε προστώα μπροστά από τις κεντρικές εισόδους μονών, διακοσμημένες με μορφές αγίων στις Μονές Γρηγορίου (1896), Αγίου Παύλου, στο υπέρθυρο του κυριακού της Λακκοσκήτης (1899), στρατιωτικούς και άλλους αγίους, διδακτικά θέματα, όπως ή ελεημοσύνη και φυτικά μοτίβα στη Μονή Εσφιγμένου στις αρχές του 20ού αι. (εικ. 2)[8]. Μεμονωμένες παραστάσεις, όπως ειδυλλιακή τοιχογραφία με γενική άποψη του οικοδομικού συγκροτήματος τής Μονής Παντελεήμονος (1893)[9] και ο Μυστικός Δείπνος σώζονται στην Τράπεζα τής ίδιας μονής (εικ. 1)[10]. Μεγάλες επιφάνειες στο εσωτερικό ναών έμειναν ακόσμητες η με λίγες μεμονωμένες παραστάσεις, όπως χαρακτηριστικά παρατηρείται στους κυριακούς ναούς των σκητών Αγίου Ανδρέα στις Καρυές (1900, εικ. 3)[11] και τού Προφήτη Ηλία (1900).
Σταδιακά η καλλιτεχνική παραγωγή περιορίσθηκε σε φορητές εικόνες, ενώ διαμορφώθηκε μια επαγγελματική τάξη ζωγράφων και τα έργα τους αναγνωρίσθηκαν ως τα πλέον «ευγενή» εργόχειρα κελιωτών[12]. Το χρονολογικό τόξο αυτού του συρμού καλύπτει το 19ο αιώνα[13] και φθάνει από την άλλη πλευρά στην αρχή του 20ού αιώνα.
Δρ Νικόλαος Μπονόβας,
Αρχαιολόγος Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού
[1] Χατζηφώτης, Τα εργαστήρια και η αγορά των Καρυών, 19.
[2] Αλέξανδρος Λαυριώτης, «Το Άγιον Όρος κατά την Οθωμανικήν κατάκτησιν», 241.
[3] Χατζηφώτης, Τα εργαστήρια και η αγορά των Καρυών, 11· Χρυσοχοίδης, «Πρωτάτο. Το κέντρο τού αθωνικού μοναχισμού», 37· ο ίδιος, «Τα Κελλιά των Καρυών», 31· Βλάχος, Η χερσόνησος του Αγίου Όρους, 99.
[4] Η. Π. KoHgaKOBa, MaKegoHia, Apxeonomiecioe nyremecTBie, ct 12 τaBπMaMM Φοτοτμπιμ, 1 ^B^TOK> aBTOTMmero μ 194 pMcym agioritikesmnimes
Αποκαλυπτική είναι η αναφορά τού Ρώσου αρχαιολόγου N. P. Kondakov μετά το ταξίδι του (1900) στα Βαλκάνια πού καταγράφεται στο βιβλίο του με τον τίτλο Μακεδονία, Αρχαιολογικό Ταξίδι πού εκδόθηκε από τη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών στην Αγία Πετρούπολη το 1909: «Την καημένη ελληνική Ανατολή μπορούμε να την λυπηθούμε, επειδή επιβιώνοντας κάτω από τον τουρκικό ζυγό, πλημμυρίζει από το σκάρτο των ρωσικών εκκλησιαστικών «εμπορευμάτων» χαμηλής ποιότητας (πού παράγονται σε τεράστιες ποσότητες από τις βιοτεχνίες τής Μόσχας) με άσχημο «ρωσικό συνοδικό γούστο» πού σκοτώνει τα τελευταία ίχνη τής γνήσιας ελληνικής τέχνης. Μετά από παρόμοια προϊόντα, με ευχαρίστηση απολαμβάνεις ακόμα και χειροτεχνίες των αγιορειτών μοναχών»[4].
Ο αρχιμανδρίτης τής Μονής Εσφιγμένου Γεράσιμος Σμυρνάκης ανέφερε το 1903: «Υπάρχουσι μεν και νυν εν Αγίω Όρει πάμπολλοι αγιογράφοι Μοναχοί και τινές λαϊκοί εν τε Καρυαίς και εν τοις ελληνικοίς κελλίοις[5] και ο Ν. Γ. Ιγγλέσης: «… οπου είναι … και οι επαγγελματίαι …»[6].
Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι την ίδια περίοδο διακόπηκε η δημιουργία τοιχογραφιών[7], με εξαίρεση μεμονωμένες παραστάσεις. Μικρά σύνολα εντοπίζονται σε προστώα μπροστά από τις κεντρικές εισόδους μονών, διακοσμημένες με μορφές αγίων στις Μονές Γρηγορίου (1896), Αγίου Παύλου, στο υπέρθυρο του κυριακού της Λακκοσκήτης (1899), στρατιωτικούς και άλλους αγίους, διδακτικά θέματα, όπως ή ελεημοσύνη και φυτικά μοτίβα στη Μονή Εσφιγμένου στις αρχές του 20ού αι. (εικ. 2)[8]. Μεμονωμένες παραστάσεις, όπως ειδυλλιακή τοιχογραφία με γενική άποψη του οικοδομικού συγκροτήματος τής Μονής Παντελεήμονος (1893)[9] και ο Μυστικός Δείπνος σώζονται στην Τράπεζα τής ίδιας μονής (εικ. 1)[10]. Μεγάλες επιφάνειες στο εσωτερικό ναών έμειναν ακόσμητες η με λίγες μεμονωμένες παραστάσεις, όπως χαρακτηριστικά παρατηρείται στους κυριακούς ναούς των σκητών Αγίου Ανδρέα στις Καρυές (1900, εικ. 3)[11] και τού Προφήτη Ηλία (1900).
Σταδιακά η καλλιτεχνική παραγωγή περιορίσθηκε σε φορητές εικόνες, ενώ διαμορφώθηκε μια επαγγελματική τάξη ζωγράφων και τα έργα τους αναγνωρίσθηκαν ως τα πλέον «ευγενή» εργόχειρα κελιωτών[12]. Το χρονολογικό τόξο αυτού του συρμού καλύπτει το 19ο αιώνα[13] και φθάνει από την άλλη πλευρά στην αρχή του 20ού αιώνα.
Δρ Νικόλαος Μπονόβας,
Αρχαιολόγος Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού
[1] Χατζηφώτης, Τα εργαστήρια και η αγορά των Καρυών, 19.
[2] Αλέξανδρος Λαυριώτης, «Το Άγιον Όρος κατά την Οθωμανικήν κατάκτησιν», 241.
[3] Χατζηφώτης, Τα εργαστήρια και η αγορά των Καρυών, 11· Χρυσοχοίδης, «Πρωτάτο. Το κέντρο τού αθωνικού μοναχισμού», 37· ο ίδιος, «Τα Κελλιά των Καρυών», 31· Βλάχος, Η χερσόνησος του Αγίου Όρους, 99.
[4] Η. Π. KoHgaKOBa, MaKegoHia, Apxeonomiecioe nyremecTBie, ct 12 τaBπMaMM Φοτοτμπιμ, 1 ^B^TOK> aBTOTMmero μ 194 pMcym agioritikesmnimes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με ποιόν κάνει selfie στην κρεβατοκάμαρά της η Kim Kardashian;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ