2014-08-14 13:17:08
Πλειάδα ακτών καταβυθίζονται αλλά και ανυψώνονται κατά μήκος των ελληνικών ακτογραμμών, σύμφωνα με τη γεωλογική και γεωμορφολογική έρευνα και χαρτογράφηση της Νίκης Ευελπίδου, αναπληρώτριας καθηγήτριας του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι Κυκλάδες παρουσιάζουν μία σειρά από απότομες καταβυθίσεις της τάξης των 3 μέτρων, ενώ σύμφωνα με εργασία της, που πρόσφατα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών «για εργασία με την οποία προωθείται η γεωλογική γνώση του ελληνικού χώρου», η πιο πρόσφατη καταβύθιση έλαβε χώρα εξαιτίας του σεισμού της Αμοργού το 1956. Η βαθύτερη ακτογραμμή στις Κυκλάδες βυθίστηκε από σεισμό που έλαβε χώρα 3.300 χρόνια πριν από σήμερα και ο οποίος κατέστρεψε οικίες στον Νεολιθικό Οικισμό της Γρόττας στη Νάξο.
«Οι 7 καταβυθίσεις που χαρτογραφήσαμε στις Κυκλάδες ήταν πραγματική έκπληξη για εμάς. Οι περισσότερες από αυτές είχαν τέτοια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά που μαρτυρούσαν την απότομη, συν-σεισμική (ταυτόχρονα με το σεισμό) καταβύθισή τους. Κολύμπησα κατά μήκος όλων των ακτογραμμών των Κυκλάδων και καταδύθηκα όπου απαιτήθηκε προκειμένου να χαρτογραφηθούν όλες οι παλιές ακτογραμμές, οι οποίες είναι δυνατό να μείνουν απολιθωμένες μόνο στα ανθρακικά πετρώματα», λέει στο «Εθνος» η Νίκη Ευελπίδου.
Η μεθοδολογία που ανέπτυξε η καθηγήτρια για την αξιολόγηση της μορφολογίας και του προφίλ των παλιρροϊκών εγκοπών υπολογίζει έμμεσα τη διάρκεια που η στάθμη της θάλασσας παρέμεινε σταθερή (απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία της γεωμορφής αυτής) και ερμηνεύει τις διεργασίες που έλαβαν χώρα, για παράδειγμα αν η καταβύθιση ήταν σταδιακή ή αποτέλεσμα απότομου τεκτονικού γεγονότος.
«Στοιχεία βυθισμένων ακτογραμμών αναγνωρίζονται μόνον όπου το πέτρωμα δεν είναι πολύ στρωματοποιημένο και είναι ευνοϊκή η βιοδιάβρωση. Οι αρχαίες ακτογραμμές αναγνωρίστηκαν μέσω βυθισμένων παλιρροϊκών εγκοπών», τονίζει η ερευνήτρια.
Και οι Σποράδες έχουν υποστεί επαναλαμβανόμενες καταβυθίσεις συχνά συν-σεισμικές, παρότι το κάθε νησί ακολούθησε διαφορετική πορεία (εντοπίστηκαν 6 βυθισμένες ακτογραμμές στη Σκόπελο, 7 στην Αλόννησο, 2 στη Σκύρο). «Τα αποτυπώματα της παλιάς στάθμης θάλασσας είναι ?απολιθωμένα? στο κρημνώδες τμήμα της ακτογραμμής. Η ταχεία καταβύθιση άφησε τα σαφέστατα αυτά χαρακτηριστικά αναλλοίωτα, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ξεδιπλώσουμε τη γεωλογική ιστορία της περιοχής».
Στον αντίποδα των Κυκλάδων και των Σποράδων, που καταβυθίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν, βρίσκεται το Ιόνιο, όπου παρατηρούνται τόσο τεκτονικές ανυψώσεις όσο και καταβυθίσεις. Ειδικά στην Κεφαλονιά, «ο σεισμός του 1953 (7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ) ανύψωσε το νοτιοανατολικό τμήμα κατά 50 cm από τον Καραβόμυλο μέχρι και τη Σκάλα. Ωστόσο, το βορειότερο τμήμα της Κεφαλονιάς, η χερσόνησος της Ερίσσου, που δεν υπέστη ζημιές από τους πρόσφατους σεισμούς, έχει υποστεί τεκτονικές καταβυθίσεις στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν». Η Ιθάκη έχει επίσης καταβυθιστεί με έναν ρυθμό πριν από τον 19ο αιώνα που κυμαίνεται από 0,25-1,25 mm/έτος.
Η Αττική έχει ανυψωθεί δύο φορές. Ωστόσο, στην ίδια περιοχή έχουν εντοπιστεί φαινόμενα πρόσφατης καταβύθισης. Τα τεκτονικά αυτά γεγονότα έχουν χρονολογηθεί με 14C (ραδιενεργός άνθρακας) από την ερευνήτρια και σύντομα αναμένονται τα αποτελέσματα της έρευνάς της να δημοσιευτούν σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του Ευβοϊκού, στην περιοχή της Μαλεσίνας, έχουν εντοπιστεί φαινόμενα καταβύθισης. Κατά μήκος τουλάχιστον 22 χιλιομέτρων ακτογραμμής φαίνεται η καταβύθιση αυτή, η οποία σύμφωνα με τη Νίκη Ευελπίδου αποδίδεται στον σεισμό που έλαβε χώρα το 1894 και ο οποίος προκάλεσε κύμα τσουνάμι, το οποίο χρονολογήθηκε από οργανισμούς που βρέθηκαν σε ογκόλιθους που μετέφερε στην ξηρά.
«Από την άλλη πλευρά του Ευβοϊκού, η Εύβοια φαίνεται να έχει ανυψωθεί μέχρι και 4 μέτρα. Ημασταν πολύ τυχεροί», μας λέει η Νίκη Ευελπίδου, «βρήκαμε απολιθωμένους βιολογικούς οργανισμούς και στις δύο ανυψωμένες ακτογραμμές που σήμερα βρίσκονται στα 1,7 μ. και 3,8 μ. αντίστοιχα πάνω από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη, τους οποίους χρονολογήσαμε με την μέθοδο του 14C και έτσι μπορούμε να ξέρουμε ότι οι ανυψώσεις αυτές έγιναν το 360 μ.Χ. και το 4795 π.Χ.».
«Η έρευνα δεν σταματάει ποτέ», μας λέει. Η Νίκη Ευελπίδου συνεχίζει τις έρευνές της χειμώνα - καλοκαίρι και γνωρίζει πολύ καλά τόσο τον υποθαλάσσιο χώρο της Ελλάδας όσο και τον τρόπο για να τον μελετήσει.
Από τον Οκτώβριο το ερευνητικό ενδιαφέρον της μεταφέρεται στην ακτογραμμή από τη Σάμο και μέχρι τη νήσο Ρω, μία ακτογραμμή αρκετά μεγάλη που θα χρειαστεί τουλάχιστον 2 χρόνια για να την εξερευνήσει και να τη χαρτογραφήσει, ενώ είναι υπό δημοσίευση τα αποτελέσματά της σε Κάσο και Κάρπαθο, όπου το τεκτονικό καθεστώς άλλαξε τα τελευταία χρόνια και οι συνεχείς τεκτονικές ανυψώσεις έδωσαν τη θέση τους σε συνεχείς καταβυθίσεις, που χαρτογραφήθηκαν και μετρήθηκαν από την επιστήμονα το 2013.
Η ερευνήτρια
Η κ. Ευελπίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μεταξύ άλλων κάτοχος δύο διδακτορικών διπλωμάτων, της Γεωλογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και της Γεωαρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Franche Compte (Γαλλία). Εχει βραβευτεί για την έρευνά της από νωρίς, ενώ το 2014 έλαβε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι κάτοχος δύο ευρεσιτεχνιών και το ερευνητικό της έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 250 δημοσιεύσεις σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και 17 συγγράμματα με τη μορφή βιβλίων, ενώ έχει δώσει πλήθος διαλέξεων και σεμιναρίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι εθνικός εκπρόσωπος σε πλήθος ευρωπαϊκών δράσεων.
Τι σημαίνουν τα φαινόμενα για εμάς
«Κατ' αρχάς κατανοούμε την τάση μιας περιοχής. Για να δούμε το μέλλον, πρέπει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε το παρελθόν», λέει η Νίκη Ευελπίδου ερμηνεύοντας τα φαινόμενα καταβύθισης και ανύψωσης.
«Από την άλλη πλευρά», συνεχίζει, «όταν μία περιοχή βυθίζεται, ένα κομμάτι ξηράς χάνεται, το οποίο ανάλογα με την τοπογραφία της περιοχής μπορεί να αντιστοιχεί σε πολλά τετραγωνικά μέτρα παράκτιας ζώνης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αιγιαλός, τόσο πολύτιμος σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, κινδυνεύει τόσο από την καταβύθισή του, αλλά και το τμήμα που απομένει στη στεριά υφίσταται εντονότερα τα φαινόμενα της θαλάσσιας διάβρωσης. Αντιθέτως, όταν ανυψώνεται η περιοχή, δημιουργούνται νέα κομμάτια γης που παλαιότερα βρίσκονταν βυθισμένα κάτω από το νερό».
Πηγή Tromaktiko
Οι Κυκλάδες παρουσιάζουν μία σειρά από απότομες καταβυθίσεις της τάξης των 3 μέτρων, ενώ σύμφωνα με εργασία της, που πρόσφατα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών «για εργασία με την οποία προωθείται η γεωλογική γνώση του ελληνικού χώρου», η πιο πρόσφατη καταβύθιση έλαβε χώρα εξαιτίας του σεισμού της Αμοργού το 1956. Η βαθύτερη ακτογραμμή στις Κυκλάδες βυθίστηκε από σεισμό που έλαβε χώρα 3.300 χρόνια πριν από σήμερα και ο οποίος κατέστρεψε οικίες στον Νεολιθικό Οικισμό της Γρόττας στη Νάξο.
«Οι 7 καταβυθίσεις που χαρτογραφήσαμε στις Κυκλάδες ήταν πραγματική έκπληξη για εμάς. Οι περισσότερες από αυτές είχαν τέτοια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά που μαρτυρούσαν την απότομη, συν-σεισμική (ταυτόχρονα με το σεισμό) καταβύθισή τους. Κολύμπησα κατά μήκος όλων των ακτογραμμών των Κυκλάδων και καταδύθηκα όπου απαιτήθηκε προκειμένου να χαρτογραφηθούν όλες οι παλιές ακτογραμμές, οι οποίες είναι δυνατό να μείνουν απολιθωμένες μόνο στα ανθρακικά πετρώματα», λέει στο «Εθνος» η Νίκη Ευελπίδου.
Η μεθοδολογία που ανέπτυξε η καθηγήτρια για την αξιολόγηση της μορφολογίας και του προφίλ των παλιρροϊκών εγκοπών υπολογίζει έμμεσα τη διάρκεια που η στάθμη της θάλασσας παρέμεινε σταθερή (απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία της γεωμορφής αυτής) και ερμηνεύει τις διεργασίες που έλαβαν χώρα, για παράδειγμα αν η καταβύθιση ήταν σταδιακή ή αποτέλεσμα απότομου τεκτονικού γεγονότος.
«Στοιχεία βυθισμένων ακτογραμμών αναγνωρίζονται μόνον όπου το πέτρωμα δεν είναι πολύ στρωματοποιημένο και είναι ευνοϊκή η βιοδιάβρωση. Οι αρχαίες ακτογραμμές αναγνωρίστηκαν μέσω βυθισμένων παλιρροϊκών εγκοπών», τονίζει η ερευνήτρια.
Και οι Σποράδες έχουν υποστεί επαναλαμβανόμενες καταβυθίσεις συχνά συν-σεισμικές, παρότι το κάθε νησί ακολούθησε διαφορετική πορεία (εντοπίστηκαν 6 βυθισμένες ακτογραμμές στη Σκόπελο, 7 στην Αλόννησο, 2 στη Σκύρο). «Τα αποτυπώματα της παλιάς στάθμης θάλασσας είναι ?απολιθωμένα? στο κρημνώδες τμήμα της ακτογραμμής. Η ταχεία καταβύθιση άφησε τα σαφέστατα αυτά χαρακτηριστικά αναλλοίωτα, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ξεδιπλώσουμε τη γεωλογική ιστορία της περιοχής».
Στον αντίποδα των Κυκλάδων και των Σποράδων, που καταβυθίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν, βρίσκεται το Ιόνιο, όπου παρατηρούνται τόσο τεκτονικές ανυψώσεις όσο και καταβυθίσεις. Ειδικά στην Κεφαλονιά, «ο σεισμός του 1953 (7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ) ανύψωσε το νοτιοανατολικό τμήμα κατά 50 cm από τον Καραβόμυλο μέχρι και τη Σκάλα. Ωστόσο, το βορειότερο τμήμα της Κεφαλονιάς, η χερσόνησος της Ερίσσου, που δεν υπέστη ζημιές από τους πρόσφατους σεισμούς, έχει υποστεί τεκτονικές καταβυθίσεις στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν». Η Ιθάκη έχει επίσης καταβυθιστεί με έναν ρυθμό πριν από τον 19ο αιώνα που κυμαίνεται από 0,25-1,25 mm/έτος.
Η Αττική έχει ανυψωθεί δύο φορές. Ωστόσο, στην ίδια περιοχή έχουν εντοπιστεί φαινόμενα πρόσφατης καταβύθισης. Τα τεκτονικά αυτά γεγονότα έχουν χρονολογηθεί με 14C (ραδιενεργός άνθρακας) από την ερευνήτρια και σύντομα αναμένονται τα αποτελέσματα της έρευνάς της να δημοσιευτούν σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του Ευβοϊκού, στην περιοχή της Μαλεσίνας, έχουν εντοπιστεί φαινόμενα καταβύθισης. Κατά μήκος τουλάχιστον 22 χιλιομέτρων ακτογραμμής φαίνεται η καταβύθιση αυτή, η οποία σύμφωνα με τη Νίκη Ευελπίδου αποδίδεται στον σεισμό που έλαβε χώρα το 1894 και ο οποίος προκάλεσε κύμα τσουνάμι, το οποίο χρονολογήθηκε από οργανισμούς που βρέθηκαν σε ογκόλιθους που μετέφερε στην ξηρά.
«Από την άλλη πλευρά του Ευβοϊκού, η Εύβοια φαίνεται να έχει ανυψωθεί μέχρι και 4 μέτρα. Ημασταν πολύ τυχεροί», μας λέει η Νίκη Ευελπίδου, «βρήκαμε απολιθωμένους βιολογικούς οργανισμούς και στις δύο ανυψωμένες ακτογραμμές που σήμερα βρίσκονται στα 1,7 μ. και 3,8 μ. αντίστοιχα πάνω από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη, τους οποίους χρονολογήσαμε με την μέθοδο του 14C και έτσι μπορούμε να ξέρουμε ότι οι ανυψώσεις αυτές έγιναν το 360 μ.Χ. και το 4795 π.Χ.».
«Η έρευνα δεν σταματάει ποτέ», μας λέει. Η Νίκη Ευελπίδου συνεχίζει τις έρευνές της χειμώνα - καλοκαίρι και γνωρίζει πολύ καλά τόσο τον υποθαλάσσιο χώρο της Ελλάδας όσο και τον τρόπο για να τον μελετήσει.
Από τον Οκτώβριο το ερευνητικό ενδιαφέρον της μεταφέρεται στην ακτογραμμή από τη Σάμο και μέχρι τη νήσο Ρω, μία ακτογραμμή αρκετά μεγάλη που θα χρειαστεί τουλάχιστον 2 χρόνια για να την εξερευνήσει και να τη χαρτογραφήσει, ενώ είναι υπό δημοσίευση τα αποτελέσματά της σε Κάσο και Κάρπαθο, όπου το τεκτονικό καθεστώς άλλαξε τα τελευταία χρόνια και οι συνεχείς τεκτονικές ανυψώσεις έδωσαν τη θέση τους σε συνεχείς καταβυθίσεις, που χαρτογραφήθηκαν και μετρήθηκαν από την επιστήμονα το 2013.
Η ερευνήτρια
Η κ. Ευελπίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μεταξύ άλλων κάτοχος δύο διδακτορικών διπλωμάτων, της Γεωλογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και της Γεωαρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Franche Compte (Γαλλία). Εχει βραβευτεί για την έρευνά της από νωρίς, ενώ το 2014 έλαβε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι κάτοχος δύο ευρεσιτεχνιών και το ερευνητικό της έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 250 δημοσιεύσεις σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και 17 συγγράμματα με τη μορφή βιβλίων, ενώ έχει δώσει πλήθος διαλέξεων και σεμιναρίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι εθνικός εκπρόσωπος σε πλήθος ευρωπαϊκών δράσεων.
Τι σημαίνουν τα φαινόμενα για εμάς
«Κατ' αρχάς κατανοούμε την τάση μιας περιοχής. Για να δούμε το μέλλον, πρέπει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε το παρελθόν», λέει η Νίκη Ευελπίδου ερμηνεύοντας τα φαινόμενα καταβύθισης και ανύψωσης.
«Από την άλλη πλευρά», συνεχίζει, «όταν μία περιοχή βυθίζεται, ένα κομμάτι ξηράς χάνεται, το οποίο ανάλογα με την τοπογραφία της περιοχής μπορεί να αντιστοιχεί σε πολλά τετραγωνικά μέτρα παράκτιας ζώνης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αιγιαλός, τόσο πολύτιμος σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, κινδυνεύει τόσο από την καταβύθισή του, αλλά και το τμήμα που απομένει στη στεριά υφίσταται εντονότερα τα φαινόμενα της θαλάσσιας διάβρωσης. Αντιθέτως, όταν ανυψώνεται η περιοχή, δημιουργούνται νέα κομμάτια γης που παλαιότερα βρίσκονταν βυθισμένα κάτω από το νερό».
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ