2014-08-19 14:34:32
Του Κώστα Ράπτη
Η περασμένη Πέμπτη δεν ήταν ημέρα αισιοδοξίας για την ευρωζώνη. Η ανακοίνωση των στοιχείων της Eurostat για το δεύτερο τρίμηνο του έτους εμφάνισε τους ρυθμούς ανάπτυξης να μένουν στάσιμοι για τον χώρο του κοινού νομίσματος και να περιορίζονται στο 0,2% για την Ευρώπη των «28». Τις ισχυρότερες επιδόσεις στην πρώτη περίπτωση είχε η Λετονία με 1% (ακολουθούν η Ισπανία και η Πορτογαλία με 0,6%) και μεταξύ των λοιπών κρατών μελών η Βρετανία και η Ουγγαρία με 0,8%.
Την κυριότερη πηγή ανησυχίας ωστόσο αποτελούν οι ρυθμοί ανάπτυξης των «μεγάλων» της ευρωζώνης, με την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας να είναι μηδενική και με την Γερμανία και την Ιταλία να καταγράφουν συρρίκνωση της τάξης του 0,2%.
Στην Κομισιόν ακολουθούν την πεπατημένη, κάνοντας λόγο για «μεικτή εικόνα» και επισημαίνοντας ότι οι χώρες που εφάρμοσαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται σε καλύτερη θέση.
Στο Βερολίνο, πάλι, στέκονται κυρίως στους συγκυριακούς παράγοντες, με τον Σοσιαλδημοκράτη αντικαγκελάριο Sigmar Gabriel να αναδεικνύει «τα γεωπολιτικά ρίσκα στην ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή».
Μικρό πρόβλημα: τα στοιχεία δευτέρου τριμήνου δεν ενσωματώνουν τον αντίκτυπο των κυρώσεων (και αντικυρώσεων) μεταξύ Ρωσίας και Ε.Ε. που έχουν οδηγήσει τον δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης της Γερμανίας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 μηνών.
Οι αποδόσεις των δεκαετών γερμανικών ομολόγων έπεσαν για πρώτη φορά στα χρονικά κάτω από το 1%, χωρίς ακόμη να είναι σαφές αν αυτό αποτελεί προάγγελο μακράς ύφεσης ή απλώς την προετοιμασία των επενδυτών για την επικείμενη «ποσοστική διευκόλυνση» από μέρους της ΕΚΤ.
Η Φραγκφούρτη πάντως δεν επείγεται. Σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις του Mario Draghi, η ΕΚΤ θα εξετάσει το ενδεχόμενο αγοράς τίτλων αφού πρώτα αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων και του τελευταίου προγράμματος παροχής ρευστότητας έναντι ενεχύρου (TLTRO) τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο αντιστοίχως. Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαϊκές τράπεζες μόνο σε επέκταση των ισολογισμών τους δεν προσανατολίζονται, καθώς παραμονεύουν τα stress tests και οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας της «Βασιλείας 3».
Η Πέμπτη ήταν όμως και η μέρα της γαλλικής «ανταρσίας», καθώς ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Michel Sapin με άρθρο του στην εφημερίδα Le Monde και συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο RTL κατέστησε σαφές ότι η χώρα του εγκαταλείπει το συμφωνημένο με τις Βρυξέλλες χρονοδιάγραμμα μείωσης του ελλείμματός της.
«Είναι απολύτως αναγκαίο να προσαρμόσουμε τον ρυθμό μείωσης του ελλείμματος στις εξαιρετικές συνθήκες που αντιμετωπίζουμε. Η ανάπτυξη είναι ιδιαίτερα χαμηλά στην Ευρώπη και ο πληθωρισμός επίσης. Πρέπει να σταματήσουμε να τροφοδοτούμε τις αιτίες της ύφεσης» τόνισε o Sapin, προτείνοντας «να αντιμετωπίσουμε τα στοιχεία ενώπιόν μας με ρεαλισμό». «Καλύτερα να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα παρά να ελπίζουμε για κάτι που δεν θα συμβεί» παρατήρησε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών δεν δίστασε να επιρρίψει την ευθύνη στη Γερμανία, καθώς «η μεγάλη μηχανή της Ε.Ε. βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος, γεγονός που συνιστά πρόβλημα για τη Γαλλία και πρόβλημα για την Ευρώπη».
Η υποχώρηση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας το 2014 από το 1% στο 0,5% (και στο 1% από 1,7% το 2015) συνεπάγεται κατά τον Sapin και την υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής «με το κατάλληλο ρυθμό»: η διετής παράταση που χορήγησαν οι Βρυξέλλες θέτοντας ως στόχο τη διαμόρφωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και στο προβλεπόμενο από το Σύμφωνο Σταθερότητας 3% του χρόνου, προφανώς δεν είναι αρκετή Σημειώνεται ότι το κοινό νόμισμα είναι κατά περίπου 20% υπερτιμημένο σε σχέση με τις ανάγκες που επιβάλλουν τα δομικά γνωρίσματα της γαλλικής οικονομίας, ενώ και το «φυσικό» επίπεδο του πληθωρισμού, που θα αντιστοιχούσε σε πλήρη αξιοποίηση των πραγωγικών συντελεστών είναι ανώτερο του γερμανικού. Επιπλέον, η δημογραφική συρρίκνωση της Γερμανίας (σε αντίθεση με τη Γαλλία) συνεπάγεται ότι το γερμανικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ δύναται να παραμένει σταθερό ή και να αυξάνεται, ακόμη και σε συνθήκες υποχώρησης του συνολικού ΑΕΠ.
Το Βερολίνο είναι βέβαιο ότι θα απαντήσει κλιμακώνοντας τις επικρίσεις για τις «διαρθρωτικές ακαμψίες» της Γαλλίας. Θα είναι όμως δύσκολο να πράξει το ίδιο και με την Ιταλία η οποία, καίτοι διαθέτει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2%, μόνο και μόνο λόγω του χαμηλού πληθωρισμού βρίσκεται αντιμέτωπη με διαρκώς μεγαλύτερα πραγματικά επιτόκια που οδηγούν το χρέος της σε αχαρτογράφητη περιοχή. Πάντως η χώρα του Matteo Renzi, που είχε εμπορικό πλεόνασμα έναντι της Γερμανίας πριν την είσοδό της στην νομισματική ένωση, δεν χαρακτηρίζεται από αγορά εργασίας λιγότερο ελαστική από τη γερμανική.
Πηγή:www.capital.gr
Η περασμένη Πέμπτη δεν ήταν ημέρα αισιοδοξίας για την ευρωζώνη. Η ανακοίνωση των στοιχείων της Eurostat για το δεύτερο τρίμηνο του έτους εμφάνισε τους ρυθμούς ανάπτυξης να μένουν στάσιμοι για τον χώρο του κοινού νομίσματος και να περιορίζονται στο 0,2% για την Ευρώπη των «28». Τις ισχυρότερες επιδόσεις στην πρώτη περίπτωση είχε η Λετονία με 1% (ακολουθούν η Ισπανία και η Πορτογαλία με 0,6%) και μεταξύ των λοιπών κρατών μελών η Βρετανία και η Ουγγαρία με 0,8%.
Την κυριότερη πηγή ανησυχίας ωστόσο αποτελούν οι ρυθμοί ανάπτυξης των «μεγάλων» της ευρωζώνης, με την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας να είναι μηδενική και με την Γερμανία και την Ιταλία να καταγράφουν συρρίκνωση της τάξης του 0,2%.
Στην Κομισιόν ακολουθούν την πεπατημένη, κάνοντας λόγο για «μεικτή εικόνα» και επισημαίνοντας ότι οι χώρες που εφάρμοσαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται σε καλύτερη θέση.
Στο Βερολίνο, πάλι, στέκονται κυρίως στους συγκυριακούς παράγοντες, με τον Σοσιαλδημοκράτη αντικαγκελάριο Sigmar Gabriel να αναδεικνύει «τα γεωπολιτικά ρίσκα στην ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή».
Μικρό πρόβλημα: τα στοιχεία δευτέρου τριμήνου δεν ενσωματώνουν τον αντίκτυπο των κυρώσεων (και αντικυρώσεων) μεταξύ Ρωσίας και Ε.Ε. που έχουν οδηγήσει τον δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης της Γερμανίας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 μηνών.
Οι αποδόσεις των δεκαετών γερμανικών ομολόγων έπεσαν για πρώτη φορά στα χρονικά κάτω από το 1%, χωρίς ακόμη να είναι σαφές αν αυτό αποτελεί προάγγελο μακράς ύφεσης ή απλώς την προετοιμασία των επενδυτών για την επικείμενη «ποσοστική διευκόλυνση» από μέρους της ΕΚΤ.
Η Φραγκφούρτη πάντως δεν επείγεται. Σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις του Mario Draghi, η ΕΚΤ θα εξετάσει το ενδεχόμενο αγοράς τίτλων αφού πρώτα αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων και του τελευταίου προγράμματος παροχής ρευστότητας έναντι ενεχύρου (TLTRO) τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο αντιστοίχως. Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαϊκές τράπεζες μόνο σε επέκταση των ισολογισμών τους δεν προσανατολίζονται, καθώς παραμονεύουν τα stress tests και οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας της «Βασιλείας 3».
Η Πέμπτη ήταν όμως και η μέρα της γαλλικής «ανταρσίας», καθώς ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Michel Sapin με άρθρο του στην εφημερίδα Le Monde και συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο RTL κατέστησε σαφές ότι η χώρα του εγκαταλείπει το συμφωνημένο με τις Βρυξέλλες χρονοδιάγραμμα μείωσης του ελλείμματός της.
«Είναι απολύτως αναγκαίο να προσαρμόσουμε τον ρυθμό μείωσης του ελλείμματος στις εξαιρετικές συνθήκες που αντιμετωπίζουμε. Η ανάπτυξη είναι ιδιαίτερα χαμηλά στην Ευρώπη και ο πληθωρισμός επίσης. Πρέπει να σταματήσουμε να τροφοδοτούμε τις αιτίες της ύφεσης» τόνισε o Sapin, προτείνοντας «να αντιμετωπίσουμε τα στοιχεία ενώπιόν μας με ρεαλισμό». «Καλύτερα να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα παρά να ελπίζουμε για κάτι που δεν θα συμβεί» παρατήρησε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών δεν δίστασε να επιρρίψει την ευθύνη στη Γερμανία, καθώς «η μεγάλη μηχανή της Ε.Ε. βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος, γεγονός που συνιστά πρόβλημα για τη Γαλλία και πρόβλημα για την Ευρώπη».
Η υποχώρηση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας το 2014 από το 1% στο 0,5% (και στο 1% από 1,7% το 2015) συνεπάγεται κατά τον Sapin και την υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής «με το κατάλληλο ρυθμό»: η διετής παράταση που χορήγησαν οι Βρυξέλλες θέτοντας ως στόχο τη διαμόρφωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και στο προβλεπόμενο από το Σύμφωνο Σταθερότητας 3% του χρόνου, προφανώς δεν είναι αρκετή Σημειώνεται ότι το κοινό νόμισμα είναι κατά περίπου 20% υπερτιμημένο σε σχέση με τις ανάγκες που επιβάλλουν τα δομικά γνωρίσματα της γαλλικής οικονομίας, ενώ και το «φυσικό» επίπεδο του πληθωρισμού, που θα αντιστοιχούσε σε πλήρη αξιοποίηση των πραγωγικών συντελεστών είναι ανώτερο του γερμανικού. Επιπλέον, η δημογραφική συρρίκνωση της Γερμανίας (σε αντίθεση με τη Γαλλία) συνεπάγεται ότι το γερμανικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ δύναται να παραμένει σταθερό ή και να αυξάνεται, ακόμη και σε συνθήκες υποχώρησης του συνολικού ΑΕΠ.
Το Βερολίνο είναι βέβαιο ότι θα απαντήσει κλιμακώνοντας τις επικρίσεις για τις «διαρθρωτικές ακαμψίες» της Γαλλίας. Θα είναι όμως δύσκολο να πράξει το ίδιο και με την Ιταλία η οποία, καίτοι διαθέτει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2%, μόνο και μόνο λόγω του χαμηλού πληθωρισμού βρίσκεται αντιμέτωπη με διαρκώς μεγαλύτερα πραγματικά επιτόκια που οδηγούν το χρέος της σε αχαρτογράφητη περιοχή. Πάντως η χώρα του Matteo Renzi, που είχε εμπορικό πλεόνασμα έναντι της Γερμανίας πριν την είσοδό της στην νομισματική ένωση, δεν χαρακτηρίζεται από αγορά εργασίας λιγότερο ελαστική από τη γερμανική.
Πηγή:www.capital.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Turkey’s only Greek-language newspaper faces closure
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ