2014-08-23 12:30:19
Ως δυσθυμία ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει καταθλιπτικό συ- ναίσθημα μικρότερης έντασης από αυτό που απαιτείται για τη διάγνωση του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου. Το καταθλιπτικό συναίσθημα μπορεί να μην είναι σταθερό και να παρουσιάζει διακυμάνσεις της έντασής του και ικανή αντι- δραστικότητα σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, δηλαδή να βελτιώνεται όταν συμβαίνει κάτι ευχάριστο. Επίσης, δεν απαιτείται η καθημερινή του παρουσία, αλλά αρκεί να εμφανίζεται «σχεδόν κάθε μέρα».
Η διάγνωση της δυσθυμίας τίθεται εφόσον η κατάσταση αυτή διαρκεί επί τουλάνιστον δύο χρόνια, δεν διακόπτεται από περίοδο φυσιολογικού συναισθήματος διάρκειας_μεγαλύτερης των δύο μηνών, επηρεάζει σαφώς τη λειτουργικότητα του ατόμου ή του προκαλεί σημαντική δυσφορία, δεν είναι επακόλουθο σχιζοφρένειας ή άλλης ψυχωσικής διαταραχής, δεν οφείλεται στην άμεση επίδραση κάποιας ουσίας ή σωματικής νόσου και δεν ακολουθεί τη μερική ύφεση μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου (στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για «μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο σε μερική αποδρομή»). Πριν από την ευρεία εφαρμογή των διεθνών νοσολογικών συστημάτων, η δυσθυμία αναφερόταν ως «νευρωσική κατάθλιψη».
Συνήθη κλινικά χαρακτηριστικά της δυσθυμίας είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης, οι ασταθείς ενοχές, η έλλειψη ενδιαφέροντος, η τάση για αδράνεια και απόσυρση από τις δραστηριότητες, η κοινωνική απομόνωση και η ευερεθιστότητα. Αλλα χαρακτηριστικά είναι η διαταραχή στην όρεξη και τον ύπνο, τα συχνά κλάματα, η δυσκολία συγκέντρωσης και η αναποφασιστικότητα. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από υποκειμενικά κυρίως ενοχλήματα και πολύ σπάνια υπάρχουν αντικειμενικά ελεγχόμενα σημεία, όπως ψυχοκινητική ανησυχία ή επιβράδυνση.
Κλινική εικόνα, πορεία
Συνήθως η δυσθυμία είναι χρόνια διαταραχή με μακρά πορεία. Έχει μάλιστα προταθεί να χαρακτηρίζεται και ως «διαταραχή προσωπικότητας με καταθλιπτικό στοιχεία», αλλά η κρατούσα άποψη είναι ότι, παρά τη χρονιότητά της, δεν πληροί τα κριτήρια της σταθερότητας και της έναρξης πάντοτε κατά την εφηβεία (ή αμέσως μετά), που εμφανίζουν οι διαταραχές προσωπικότητας.
Είναι πιθανό σε υπάρχουσα δυ^θυμίπ να επικαθήσει μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο. Στην περίπτωση αυτή η διαταραχή ονομάζεται «διπλή κατάθλιψη» και έχει χειρότερη πρόγνωση από τη μείζονα κατάθλιψη, καθόσον η δυσθυμία συνήθως επιμένει μετά την αποδρομή του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικά καταθλιπτικά συμπτώματα και κατά τις περιόδους μεταξύ των μειζόνων επεισοδίων.
Πρόγνωση
Η δυσθυμία εξελίσσεται προς μείζονα κατάθλιψη (διπλή κατάθλιψη) περίπου στο 20% των πασχόντων και προς διπολική διαταραχή (συνήθως τύπου II) σε άλλο ένα 20%. Στους περισσότερους ασθενείς, πάντως, παραμένει ως σταθερή διάγνωση για πολλά χρόνια, εάν δεν υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση.
Επιδημιολογία
Θεωρείται ότι από δυσθυμία μπορεί να διαγνωστεί ότι πάσχει το 5-6% του γενικού πληθυσμού. Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Συχνά συνυπάρχει με άλλες ψυχιατρικές νόσους (αγχώδεις διαταραχές, χρήση ουσιών, αλκοολισμό κ.λπ.) και διαταραχές της προσωπικότητας (κυρίως μεθοριακή διαταραχή προσωπικότητας).
Διαφορική διάγνωση
Κυρίως αφορά τη διάκριση από την ελάσσονα κατάθλιψη (στην οποία όμως η διάρκεια είναι μικρότερη αυτής της δυσθυμίας και παρατηρείται επιστροφή στο φυσιολογικό συναίσθημα) και τη διαταραχή με υποτροπιάζοντα βραχέα καταθλιπτικά επεισόδια (όπου τα επεισόδια έχουν γενικά βαρύτερη συμπτωματολογία, βραχύτερη διάρκεια και σαφή υποτροπιάζοντα χαρακτήρα). Στη διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνονται και άλλες ψυχικές διαταραχές ή διαταραχές προσωπικότητας που μπορεί να συνυπάρχουν με τη δυσθυμία, καθώς και οι περισσότερες από τις σωματικές νόσους και τις φαρμακευτικές και άλλες ουσίες που αναφέρθηκαν στη διαφορική διάγνωση της μείζονος κατάθλιψης.
Πηγή: boro
xespao
Η διάγνωση της δυσθυμίας τίθεται εφόσον η κατάσταση αυτή διαρκεί επί τουλάνιστον δύο χρόνια, δεν διακόπτεται από περίοδο φυσιολογικού συναισθήματος διάρκειας_μεγαλύτερης των δύο μηνών, επηρεάζει σαφώς τη λειτουργικότητα του ατόμου ή του προκαλεί σημαντική δυσφορία, δεν είναι επακόλουθο σχιζοφρένειας ή άλλης ψυχωσικής διαταραχής, δεν οφείλεται στην άμεση επίδραση κάποιας ουσίας ή σωματικής νόσου και δεν ακολουθεί τη μερική ύφεση μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου (στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για «μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο σε μερική αποδρομή»). Πριν από την ευρεία εφαρμογή των διεθνών νοσολογικών συστημάτων, η δυσθυμία αναφερόταν ως «νευρωσική κατάθλιψη».
Συνήθη κλινικά χαρακτηριστικά της δυσθυμίας είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης, οι ασταθείς ενοχές, η έλλειψη ενδιαφέροντος, η τάση για αδράνεια και απόσυρση από τις δραστηριότητες, η κοινωνική απομόνωση και η ευερεθιστότητα. Αλλα χαρακτηριστικά είναι η διαταραχή στην όρεξη και τον ύπνο, τα συχνά κλάματα, η δυσκολία συγκέντρωσης και η αναποφασιστικότητα. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από υποκειμενικά κυρίως ενοχλήματα και πολύ σπάνια υπάρχουν αντικειμενικά ελεγχόμενα σημεία, όπως ψυχοκινητική ανησυχία ή επιβράδυνση.
Κλινική εικόνα, πορεία
Συνήθως η δυσθυμία είναι χρόνια διαταραχή με μακρά πορεία. Έχει μάλιστα προταθεί να χαρακτηρίζεται και ως «διαταραχή προσωπικότητας με καταθλιπτικό στοιχεία», αλλά η κρατούσα άποψη είναι ότι, παρά τη χρονιότητά της, δεν πληροί τα κριτήρια της σταθερότητας και της έναρξης πάντοτε κατά την εφηβεία (ή αμέσως μετά), που εμφανίζουν οι διαταραχές προσωπικότητας.
Είναι πιθανό σε υπάρχουσα δυ^θυμίπ να επικαθήσει μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο. Στην περίπτωση αυτή η διαταραχή ονομάζεται «διπλή κατάθλιψη» και έχει χειρότερη πρόγνωση από τη μείζονα κατάθλιψη, καθόσον η δυσθυμία συνήθως επιμένει μετά την αποδρομή του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικά καταθλιπτικά συμπτώματα και κατά τις περιόδους μεταξύ των μειζόνων επεισοδίων.
Πρόγνωση
Η δυσθυμία εξελίσσεται προς μείζονα κατάθλιψη (διπλή κατάθλιψη) περίπου στο 20% των πασχόντων και προς διπολική διαταραχή (συνήθως τύπου II) σε άλλο ένα 20%. Στους περισσότερους ασθενείς, πάντως, παραμένει ως σταθερή διάγνωση για πολλά χρόνια, εάν δεν υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση.
Επιδημιολογία
Θεωρείται ότι από δυσθυμία μπορεί να διαγνωστεί ότι πάσχει το 5-6% του γενικού πληθυσμού. Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Συχνά συνυπάρχει με άλλες ψυχιατρικές νόσους (αγχώδεις διαταραχές, χρήση ουσιών, αλκοολισμό κ.λπ.) και διαταραχές της προσωπικότητας (κυρίως μεθοριακή διαταραχή προσωπικότητας).
Διαφορική διάγνωση
Κυρίως αφορά τη διάκριση από την ελάσσονα κατάθλιψη (στην οποία όμως η διάρκεια είναι μικρότερη αυτής της δυσθυμίας και παρατηρείται επιστροφή στο φυσιολογικό συναίσθημα) και τη διαταραχή με υποτροπιάζοντα βραχέα καταθλιπτικά επεισόδια (όπου τα επεισόδια έχουν γενικά βαρύτερη συμπτωματολογία, βραχύτερη διάρκεια και σαφή υποτροπιάζοντα χαρακτήρα). Στη διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνονται και άλλες ψυχικές διαταραχές ή διαταραχές προσωπικότητας που μπορεί να συνυπάρχουν με τη δυσθυμία, καθώς και οι περισσότερες από τις σωματικές νόσους και τις φαρμακευτικές και άλλες ουσίες που αναφέρθηκαν στη διαφορική διάγνωση της μείζονος κατάθλιψης.
Πηγή: boro
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΥΤΟΙ... ΕΧΟΥΝ ΑΡΧΙΣΕΙ ΤΟ ΤΡΕΞΙΜΟ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΥΡΩΛΙΓΚΑΣ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η 12ΑΔΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΥΝΤΟΜΠΑΣΚΕΤ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ