2014-08-31 07:04:06
Πώς η Τουρκία περνά από τον κεμαλισμό στον νεο-οθωμανισμό
Η εκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην προεδρία της γείτονος χώρας δεν ήταν παρά ένα στάδιο στο φιλόδοξο σχέδιό του για αλλαγή του προσώπου της Τουρκίας. Με αφορμή την ανάδειξή του στο ύπατο αξίωμα, το οποίο σύντομα σκοπεύει να ενισχύσει με εξουσίες, το pontos-news.gr δημοσιεύει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Αμερικανού διανοουμένου και συγγραφέα Ρόμπερτ Κάπλαν και της αντιπροέδρου της Global Analysis Ρέβα Μπάλα. Το κείμενο δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Stratfor την 1η Μαΐου 2013, όμως επιβεβαιώνεται ακόμα και σήμερα. Ακολουθεί το κείμενο:
Σε μια εποχή που η Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου κυβερνώνται από μετριότητες που γρήγορα θα λησμονηθούν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρωθυπουργός της Τουρκίας για μια δεκαετία τώρα, εξάπτεται από φιλοδοξία. Ο μόνος, ίσως, έτερος ηγέτης ενός μεγάλου κράτους, με τέτοια δυναμική είναι ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον οποίον η Δύση δεν νιώθει καθόλου άνετα.
Ο Ερντογάν και ο Πούτιν είναι φιλόδοξοι διότι είναι άνδρες που εκμεταλλεύονται ανερυθρίαστα τη γεωπολιτική. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι κάθε υπεύθυνος Ρώσος ηγέτης διασφαλίζει για τη χώρα του κάποιου είδους ζώνες προστασίας σε μέρη όπως η Ανατολική Ευρώπη και ο Καύκασος. Ο Ερντογάν ξέρει ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει μια σημαντική δύναμη στην Εγγύς Ανατολή για να αποκτήσει βαρύτητα στην Ευρώπη. Το πρόβλημα του Ερντογάν είναι ότι η τουρκική γεωγραφική θέση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση ενέχει τόσα τρωτά σημεία όσα και οφέλη. Αυτό τον κάνει μερικές φορές να τραβάει το σκοινί. Υπάρχει ωστόσο μια ιστορική και γεωγραφική λογική στις υπερβολές του.
Η ιστορία αρχίζει μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Επειδή η οθωμανική Τουρκία ήταν από την πλευρά των χαμένων αυτού του πολέμου (μαζί με τη Γερμανία του Γουλιέλμου Β΄ και την Αυστρία των Αψβούργων), οι νικητές Σύμμαχοι με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 διέσπασαν την Τουρκία, δίνοντας εδάφη και ζώνες επιρροής στην Ελλάδα, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η τουρκική αντίδραση σ’ αυτή την ταπείνωση ήταν ο κεμαλισμός, η φιλοσοφία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (το προσωνύμιο «Ατατούρκ» σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων»), του μοναδικού αήττητου Οθωμανού στρατηγού ο οποίος θα ηγηθεί μιας στρατιωτικής εξέγερσης εναντίον των νέων κατοχικών δυνάμεων και θα δημιουργήσει ένα κυρίαρχο τουρκικό κράτος στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Ο κεμαλισμός προθύμως παραχώρησε τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βρίσκονταν πέραν της Ανατολίας απαιτώντας, σε αντιστάθμισμα, ένα μονοεθνικό τουρκικό κράτος στην ίδια την Ανατολία. Χαμένοι ήταν οι «Κούρδοι» για παράδειγμα. Στο εξής θα είναι γνωστοί ως «Ορεινοί Τούρκοι». Χαμένο, στην πραγματικότητα, ήταν ολόκληρο το πολυεθνικό οικοδόμημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο κεμαλισμός και τα πεπραγμένα του
Ο κεμαλισμός απέρριψε όχι μόνο τις μειονότητες αλλά και την αραβική γραφή της τουρκικής γλώσσας. Ο Ατατούρκ διακινδύνευσε υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού για να δώσει στη γλώσσα λατινική γραφή. Κατήργησε τα μουσουλμανικά θρησκευτικά δικαστήρια και αποθάρρυνε τις γυναίκες από το να φορούν μαντήλα και τους άνδρες από το να φορούν φέσια. Επιπλέον, ανέπλασε τους Τούρκους σαν Ευρωπαίους (χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στο κατά πόσο οι Ευρωπαίοι θα τους αποδέχονταν ως τέτοιους), σε μια προσπάθεια να αναπροσανατολίσει την Τουρκία μακριά από τη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μέση Ανατολή, προς την Ευρώπη.
Ο κεμαλισμός ήταν ένα κάλεσμα στα όπλα: η πολεμική τουρκική αντίδραση στη Συνθήκη των Σεβρών, στον ίδιο βαθμό που ο νεοτσαρισμός του Πούτιν ήταν η αυταρχική αντίδραση στην αναρχία του Μπόρις Γιέλτσιν στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990. Για δεκαετίες η ευλάβεια προς τον Ατατούρκ, στην Τουρκία, ξεπερνούσε την προσωπολατρία: ο Κεμάλ ήταν περισσότερο ένας αυστηρός, καλοσυνάτος, προστατευτικός ημίθεος, του οποίου το πορτρέτο επέβλεπε κάθε κλειστό δημόσιο χώρο.
Η «προσαρμογή» υπό τον Τουργκούτ Οζάλ
Το πρόβλημα ήταν ότι το όραμα του Ατατούρκ να προσανατολίσει την Τουρκία τόσο σταθερά προς τη Δύση συγκρούστηκε με τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας, ακροβατούσα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια προσαρμογή ήταν απαραίτητη. Ο Τουργκούτ Οζάλ, ένας θρησκευόμενος Τούρκος με τάσεις προς τον σουφισμό, ο οποίος εξελέγη πρωθυπουργός το 1983, την εξασφάλισε.
Τουργκούτ Οζάλ
Η πολιτική ικανότητα του Οζάλ του επέτρεψε, σταδιακά, να αποσπάσει τον έλεγχο τόσο της εσωτερικής όσο και (σε εντυπωσιακό βαθμό) της εξωτερικής πολιτικής από τους φανατικά κεμαλιστές Τούρκους στρατιωτικούς. Ενώ ο Ατατούρκ και οι γενιές των Τούρκων αξιωματικών που τον ακολούθησαν σκέφτονταν την Τουρκία ως προσάρτημα της Ευρώπης, ο Οζάλ μίλησε για μια Τουρκία της οποίας η επιρροή θα εκτείνεται από το Αιγαίο μέχρι το Μεγάλο Τείχος της Κίνας. Στη σκέψη του Οζάλ η Τουρκία δεν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ήταν γεωγραφικά θεμελιωμένη και στις δύο, συνεπώς πολιτικά θα έπρεπε να ενσωματώσει και τους δύο κόσμους.
Ο Οζάλ κατέστησε δημοσίως το Ισλάμ αξιοσέβαστο ξανά στην Τουρκία μολονότι υπήρξε ενθουσιώδης υποστηρικτής του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν κατά την τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου. Με το να είναι τόσο φιλοαμερικανός αλλά και επιδέξιος στη διαχείριση του κεμαλικού κατεστημένου, στη Δύση, ο Οζάλ –περισσότερο από τους προκατόχους του– επιβίωσε παρά την ισλαμική του ταυτότητα.
Η γένεση του όρου «νεο-οθωμανισμός» επί Οζάλ
Ο Οζάλ χρησιμοποίησε τη γλώσσα του πολιτισμού του Ισλάμ για να ανοίξει τις πόρτες στην αποδοχή των Κούρδων. Η τουρκική αποξένωση από την Ευρώπη, που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1980, επέτρεψε στον Οζάλ να αναπτύξει οικονομικούς δεσμούς στα ανατολικά της Τουρκίας. Σταδιακά ενδυνάμωσε τους ευσεβείς μουσουλμάνους στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ο Οζάλ, δύο δεκαετίες πριν από τον Ερντογάν, είδε την Τουρκία σαν πρωταθλητή του μετριοπαθούς Ισλάμ στον μουσουλμανικό κόσμο, αψηφώντας την προειδοποίηση του Ατατούρκ ότι μια τέτοια πανισλαμική πολιτική θα υπέσκαπτε την ισχύ της Τουρκίας και θα την εξέθετε στις αδηφάγες ξένες δυνάμεις. Ο όρος νεο-οθωμανισμός χρησιμοποιήθηκε πράγματι για πρώτη φορά κατά τα τελευταία χρόνια της εξουσίας του Οζάλ.
Ο αιφνίδιος θάνατός του, το 1993, πυροδότησε μια δεκαετία ασύνδετης τουρκικής πολιτικής που σημαδεύτηκε από αυξανόμενα περιστατικά διαφθοράς και αναποτελεσματικότητα εκ μέρους της (εν υπνώσει ευρισκομένης) τουρκικής κοσμικής ελίτ. Όλα άνοιγαν το δρόμο ώστε οι υποστηρικτές του ισλαμιστή Ερντογάν να κερδίσουν καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 2002. Ενώ ο Οζάλ προερχόταν από το κεντροδεξιό κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, ο Ερντογάν προερχόταν από το –πιο ανοικτά ισλαμικών τάσεων– κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αν και ο ίδιος ο Ερντογάν αλλά και μερικοί από τους συμβούλους του είχαν σταδιακά μετριάσει τις απόψεις τους. Βεβαίως, υπήρχαν πολλές παραλλαγές της ισλαμικής πολιτικής σκέψης και πολιτικής στην Τουρκία την περίοδο ανάμεσα στον Οζάλ και τον Ερντογάν, αλλά ένα πράγμα είναι καθαρό: και οι δύο ήταν σαν δυο βιβλιοστάτες της περιόδου εκείνης. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με οποιονδήποτε ηγέτη σήμερα στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν είχε πράγματι ένα όραμα παρόμοιο με του Οζάλ – ένα όραμα περαιτέρω αποστασιοποίησης από τον κεμαλισμό.
Σε αντίθεση με την έμφαση που έδινε ο Ατατούρκ στο στρατό, ο Ερντογάν, όπως και ο Οζάλ, έδωσε βάρος στην ήπια δύναμη του πολιτισμού και των οικονομικών συνδέσεων για να ξαναδημιουργήσει μια πιο αγαθή και διακριτική εκδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Βόρεια Αφρική ως τα υψίπεδα του Ιράν και την Κεντρική Ασία. Κατά την ερμηνεία ενός εκ των καλύτερων μελετητών του Ισλάμ στη Δύση, του αείμνηστου Marshall G.S. Hodgson, του Πανεπιστημίου του Σικάγου, η ισλαμική πίστη ήταν αρχικά μια θρησκεία εμπόρων η οποία ένωνε τους πιστούς από όαση σε όαση ορίζοντας μια ηθική στις συναλλαγές τους. Στην ισλαμική ιστορία, καθαρά θρησκευτικές συνδέσεις στον κόσμο της Μέσης Ανατολής και του Ινδικού Ωκεανού μπορούσαν –και το έκαναν– να οδηγήσουν σε υγιείς επιχειρηματικές συνδέσεις και πολιτική προστασία. Νά λοιπόν η διασύνδεση του μεσαιωνισμού με τον μεταμοντέρνο κόσμο.
Ο Ερντογάν τώρα συνειδητοποιεί ότι η προβολή της μετριοπαθούς τουρκικής μουσουλμανικής δύναμης σε όλη τη Μέση Ανατολή είναι γεμάτη με ενοχλητικές πολυπλοκότητες. Πράγματι, καθόλου βέβαιον δεν είναι ότι η Τουρκία έχει την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα να υλοποιήσει ένα τέτοιο όραμα. Εν ολίγοις, μπορεί να βάζει τα δυνατά της για να ενισχύσει τις εμπορικές της συναλλαγές με τους ανατολικούς γείτονές της, αλλά απέχει από τον μεγάλο όγκο εμπορικών συναλλαγών που έχει με την Ευρώπη, η οποία είναι βυθισμένη τώρα σε ύφεση.
Παιχνίδια εξωτερικής πολιτικής
Στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία η Τουρκία αναζητά επιρροή επί τη βάσει της γεωγραφικής και γλωσσικής συγγένειας. Ωστόσο η Ρωσία του Πούτιν συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, και με την εισβολή της και τους επακόλουθους πολιτικούς ελιγμούς στη Γεωργία έχει θέσει το Αζερμπαϊτζάν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Στη Μεσοποταμία η τουρκική επιρροή είναι απλώς άνιση εκείνης του πολύ εγγύτερα ευρισκόμενου Ιράν. Στη Συρία ο Ερντογάν και ο ΥΠΕΞ του, Αχμέτ Νταβούτογλου, σκέφθηκαν (λανθασμένα όπως αποδεικνύεται) ότι θα μπορούσαν να διαμορφώσουν αποτελεσματικά μια μετριοπαθή σουνιτική ισλαμική αντιπολίτευση για να αντικαταστήσουν το αλεβιτικό καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Άσαντ. Και ενώ ο Ερντογάν κέρδισε πόντους στον μουσουλμανικό κόσμο για την αντίδρασή του έναντι του Ισραήλ, έμαθε ότι γι’ αυτό υπάρχει τίμημα: η αναζωπύρωση των σχέσεων του Ισραήλ με την Ελλάδα και το ελληνικό τμήμα της Κύπρου,* που επιτρέπει, τώρα, στους αντιπάλους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο να συνεργαστούν στο πεδίο των υδρογονανθράκων.
Η γεωμορφολογία της Τουρκίας και οι Κούρδοι
Η ρίζα του προβλήματος είναι εν μέρει γεωγραφική. Βουνά και υψίπεδα δεσπόζουν στη χερσόνησο της Ανατολίας – χερσαία γέφυρα ανάμεσα στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Δεν διεισδύει ομοιογενώς σε έναν τόπο, όπως το Ιράν στο Ιράκ π.χ. Επιπλέον, η τουρκική γλώσσα δεν έχει πλέον το πλεονέκτημα της αραβικής γλώσσας η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει πολιτιστικά την Τουρκία σε διάφορα μέρα του Λεβάντε. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η Τουρκία βασανίζεται από τον κουρδικό πληθυσμό της, κάτι που περιπλέκει τις προσπάθειες να ασκήσει επιρροή σε γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας δημογραφικά κυριαρχούν οι Κούρδοι, οι οποίοι γειτνιάζουν με αχανείς κουρδικές εκτάσεις στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Η διάλυση της Συρίας που βρίσκεται σε εξέλιξη δυνητικά απελευθερώνει τους εκεί Κούρδους ώστε να ενωθούν με τους ριζοσπάστες Κούρδους της Ανατολίας για να υπονομεύσουν την Τουρκία. Η ντε φάκτο διάλυση του Ιράκ αναγκάζει την Τουρκία να ακολουθήσει πολιτική εποικοδομητικής ανάσχεσης με τους Κούρδους του Ιράκ στον Βορρά, αλλά αυτό υπονομεύει την τουρκική επιρροή στο υπόλοιπο του Ιράκ, κι αυτό με τη σειρά του υπονομεύει τις τουρκικές προσπάθειες επιρροής στο Ιράν. Η Τουρκία θέλει να επηρεάσει τη Μέση Ανατολή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό μέρος της για να απαγκιστρωθεί από την πολυπλοκότητα της περιοχής.
Ξεριζώνοντας τα θεμέλια του κεμαλισμού
Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι θα πρέπει να λύσει εν μέρει το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό ώστε να κερδίσει μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή. Έχει μάλιστα χρησιμοποιήσει την αραβική λέξη βιλαέτι, που συνδέεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η λέξη υποδηλώνει μια ημιαυτόνομη επαρχία – μια έννοια που μπορεί να αποτελεί το κλειδί για μια διευθέτηση με τους τοπικούς Κούρδους αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αναθερμάνει τους εθνικιστές αντιπάλους του στο εσωτερικό της Τουρκίας. Συνεπώς πρόκειται για ένα μεγάλο συμβολικό βήμα που στόχο έχει να εξουδετερωθούν τα ίδια τα θεμέλια του κεμαλισμού (που εμφατικά πρεσβεύουν μια συμπαγή τουρκική Ανατολία). Ωστόσο, με δεδομένο το πόσο έχει αποδυναμώσει τον τουρκικό στρατό –κάτι που λίγοι θεωρούσαν πιθανό λίγες δεκαετίες νωρίτερα–, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί πριν υποτιμήσουμε τον Ερντογάν. Προσοχή στην άκρατη φιλοδοξία του. Την ώρα που οι δυτικές ελίτ επιδίδονται σε κενούς χλευασμούς κατά του Πούτιν, στις διμερείς συναντήσεις τους ο Ερντογάν κρατάει σημειώσεις.
*Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει «ελληνικό τμήμα της Κύπρου» αλλά τα ελεύθερα εδάφη της μόνης νόμιμης Αρχής, της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα κατεχόμενα από τους Τούρκους. Η αναφορά, ωστόσο, διατηρήθηκε από το αρχικό, αγγλικό κείμενο.
Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το Τμήμα σύνταξης του pontos-news.gr
Η εκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην προεδρία της γείτονος χώρας δεν ήταν παρά ένα στάδιο στο φιλόδοξο σχέδιό του για αλλαγή του προσώπου της Τουρκίας. Με αφορμή την ανάδειξή του στο ύπατο αξίωμα, το οποίο σύντομα σκοπεύει να ενισχύσει με εξουσίες, το pontos-news.gr δημοσιεύει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Αμερικανού διανοουμένου και συγγραφέα Ρόμπερτ Κάπλαν και της αντιπροέδρου της Global Analysis Ρέβα Μπάλα. Το κείμενο δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Stratfor την 1η Μαΐου 2013, όμως επιβεβαιώνεται ακόμα και σήμερα. Ακολουθεί το κείμενο:
Σε μια εποχή που η Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου κυβερνώνται από μετριότητες που γρήγορα θα λησμονηθούν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρωθυπουργός της Τουρκίας για μια δεκαετία τώρα, εξάπτεται από φιλοδοξία. Ο μόνος, ίσως, έτερος ηγέτης ενός μεγάλου κράτους, με τέτοια δυναμική είναι ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον οποίον η Δύση δεν νιώθει καθόλου άνετα.
Ο Ερντογάν και ο Πούτιν είναι φιλόδοξοι διότι είναι άνδρες που εκμεταλλεύονται ανερυθρίαστα τη γεωπολιτική. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι κάθε υπεύθυνος Ρώσος ηγέτης διασφαλίζει για τη χώρα του κάποιου είδους ζώνες προστασίας σε μέρη όπως η Ανατολική Ευρώπη και ο Καύκασος. Ο Ερντογάν ξέρει ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει μια σημαντική δύναμη στην Εγγύς Ανατολή για να αποκτήσει βαρύτητα στην Ευρώπη. Το πρόβλημα του Ερντογάν είναι ότι η τουρκική γεωγραφική θέση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση ενέχει τόσα τρωτά σημεία όσα και οφέλη. Αυτό τον κάνει μερικές φορές να τραβάει το σκοινί. Υπάρχει ωστόσο μια ιστορική και γεωγραφική λογική στις υπερβολές του.
Η ιστορία αρχίζει μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Επειδή η οθωμανική Τουρκία ήταν από την πλευρά των χαμένων αυτού του πολέμου (μαζί με τη Γερμανία του Γουλιέλμου Β΄ και την Αυστρία των Αψβούργων), οι νικητές Σύμμαχοι με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 διέσπασαν την Τουρκία, δίνοντας εδάφη και ζώνες επιρροής στην Ελλάδα, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η τουρκική αντίδραση σ’ αυτή την ταπείνωση ήταν ο κεμαλισμός, η φιλοσοφία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (το προσωνύμιο «Ατατούρκ» σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων»), του μοναδικού αήττητου Οθωμανού στρατηγού ο οποίος θα ηγηθεί μιας στρατιωτικής εξέγερσης εναντίον των νέων κατοχικών δυνάμεων και θα δημιουργήσει ένα κυρίαρχο τουρκικό κράτος στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Ο κεμαλισμός προθύμως παραχώρησε τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βρίσκονταν πέραν της Ανατολίας απαιτώντας, σε αντιστάθμισμα, ένα μονοεθνικό τουρκικό κράτος στην ίδια την Ανατολία. Χαμένοι ήταν οι «Κούρδοι» για παράδειγμα. Στο εξής θα είναι γνωστοί ως «Ορεινοί Τούρκοι». Χαμένο, στην πραγματικότητα, ήταν ολόκληρο το πολυεθνικό οικοδόμημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο κεμαλισμός και τα πεπραγμένα του
Ο κεμαλισμός απέρριψε όχι μόνο τις μειονότητες αλλά και την αραβική γραφή της τουρκικής γλώσσας. Ο Ατατούρκ διακινδύνευσε υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού για να δώσει στη γλώσσα λατινική γραφή. Κατήργησε τα μουσουλμανικά θρησκευτικά δικαστήρια και αποθάρρυνε τις γυναίκες από το να φορούν μαντήλα και τους άνδρες από το να φορούν φέσια. Επιπλέον, ανέπλασε τους Τούρκους σαν Ευρωπαίους (χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στο κατά πόσο οι Ευρωπαίοι θα τους αποδέχονταν ως τέτοιους), σε μια προσπάθεια να αναπροσανατολίσει την Τουρκία μακριά από τη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μέση Ανατολή, προς την Ευρώπη.
Ο κεμαλισμός ήταν ένα κάλεσμα στα όπλα: η πολεμική τουρκική αντίδραση στη Συνθήκη των Σεβρών, στον ίδιο βαθμό που ο νεοτσαρισμός του Πούτιν ήταν η αυταρχική αντίδραση στην αναρχία του Μπόρις Γιέλτσιν στη Ρωσία τη δεκαετία του 1990. Για δεκαετίες η ευλάβεια προς τον Ατατούρκ, στην Τουρκία, ξεπερνούσε την προσωπολατρία: ο Κεμάλ ήταν περισσότερο ένας αυστηρός, καλοσυνάτος, προστατευτικός ημίθεος, του οποίου το πορτρέτο επέβλεπε κάθε κλειστό δημόσιο χώρο.
Η «προσαρμογή» υπό τον Τουργκούτ Οζάλ
Το πρόβλημα ήταν ότι το όραμα του Ατατούρκ να προσανατολίσει την Τουρκία τόσο σταθερά προς τη Δύση συγκρούστηκε με τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας, ακροβατούσα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια προσαρμογή ήταν απαραίτητη. Ο Τουργκούτ Οζάλ, ένας θρησκευόμενος Τούρκος με τάσεις προς τον σουφισμό, ο οποίος εξελέγη πρωθυπουργός το 1983, την εξασφάλισε.
Τουργκούτ Οζάλ
Η πολιτική ικανότητα του Οζάλ του επέτρεψε, σταδιακά, να αποσπάσει τον έλεγχο τόσο της εσωτερικής όσο και (σε εντυπωσιακό βαθμό) της εξωτερικής πολιτικής από τους φανατικά κεμαλιστές Τούρκους στρατιωτικούς. Ενώ ο Ατατούρκ και οι γενιές των Τούρκων αξιωματικών που τον ακολούθησαν σκέφτονταν την Τουρκία ως προσάρτημα της Ευρώπης, ο Οζάλ μίλησε για μια Τουρκία της οποίας η επιρροή θα εκτείνεται από το Αιγαίο μέχρι το Μεγάλο Τείχος της Κίνας. Στη σκέψη του Οζάλ η Τουρκία δεν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ήταν γεωγραφικά θεμελιωμένη και στις δύο, συνεπώς πολιτικά θα έπρεπε να ενσωματώσει και τους δύο κόσμους.
Ο Οζάλ κατέστησε δημοσίως το Ισλάμ αξιοσέβαστο ξανά στην Τουρκία μολονότι υπήρξε ενθουσιώδης υποστηρικτής του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν κατά την τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου. Με το να είναι τόσο φιλοαμερικανός αλλά και επιδέξιος στη διαχείριση του κεμαλικού κατεστημένου, στη Δύση, ο Οζάλ –περισσότερο από τους προκατόχους του– επιβίωσε παρά την ισλαμική του ταυτότητα.
Η γένεση του όρου «νεο-οθωμανισμός» επί Οζάλ
Ο Οζάλ χρησιμοποίησε τη γλώσσα του πολιτισμού του Ισλάμ για να ανοίξει τις πόρτες στην αποδοχή των Κούρδων. Η τουρκική αποξένωση από την Ευρώπη, που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1980, επέτρεψε στον Οζάλ να αναπτύξει οικονομικούς δεσμούς στα ανατολικά της Τουρκίας. Σταδιακά ενδυνάμωσε τους ευσεβείς μουσουλμάνους στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ο Οζάλ, δύο δεκαετίες πριν από τον Ερντογάν, είδε την Τουρκία σαν πρωταθλητή του μετριοπαθούς Ισλάμ στον μουσουλμανικό κόσμο, αψηφώντας την προειδοποίηση του Ατατούρκ ότι μια τέτοια πανισλαμική πολιτική θα υπέσκαπτε την ισχύ της Τουρκίας και θα την εξέθετε στις αδηφάγες ξένες δυνάμεις. Ο όρος νεο-οθωμανισμός χρησιμοποιήθηκε πράγματι για πρώτη φορά κατά τα τελευταία χρόνια της εξουσίας του Οζάλ.
Ο αιφνίδιος θάνατός του, το 1993, πυροδότησε μια δεκαετία ασύνδετης τουρκικής πολιτικής που σημαδεύτηκε από αυξανόμενα περιστατικά διαφθοράς και αναποτελεσματικότητα εκ μέρους της (εν υπνώσει ευρισκομένης) τουρκικής κοσμικής ελίτ. Όλα άνοιγαν το δρόμο ώστε οι υποστηρικτές του ισλαμιστή Ερντογάν να κερδίσουν καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 2002. Ενώ ο Οζάλ προερχόταν από το κεντροδεξιό κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, ο Ερντογάν προερχόταν από το –πιο ανοικτά ισλαμικών τάσεων– κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αν και ο ίδιος ο Ερντογάν αλλά και μερικοί από τους συμβούλους του είχαν σταδιακά μετριάσει τις απόψεις τους. Βεβαίως, υπήρχαν πολλές παραλλαγές της ισλαμικής πολιτικής σκέψης και πολιτικής στην Τουρκία την περίοδο ανάμεσα στον Οζάλ και τον Ερντογάν, αλλά ένα πράγμα είναι καθαρό: και οι δύο ήταν σαν δυο βιβλιοστάτες της περιόδου εκείνης. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με οποιονδήποτε ηγέτη σήμερα στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν είχε πράγματι ένα όραμα παρόμοιο με του Οζάλ – ένα όραμα περαιτέρω αποστασιοποίησης από τον κεμαλισμό.
Σε αντίθεση με την έμφαση που έδινε ο Ατατούρκ στο στρατό, ο Ερντογάν, όπως και ο Οζάλ, έδωσε βάρος στην ήπια δύναμη του πολιτισμού και των οικονομικών συνδέσεων για να ξαναδημιουργήσει μια πιο αγαθή και διακριτική εκδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Βόρεια Αφρική ως τα υψίπεδα του Ιράν και την Κεντρική Ασία. Κατά την ερμηνεία ενός εκ των καλύτερων μελετητών του Ισλάμ στη Δύση, του αείμνηστου Marshall G.S. Hodgson, του Πανεπιστημίου του Σικάγου, η ισλαμική πίστη ήταν αρχικά μια θρησκεία εμπόρων η οποία ένωνε τους πιστούς από όαση σε όαση ορίζοντας μια ηθική στις συναλλαγές τους. Στην ισλαμική ιστορία, καθαρά θρησκευτικές συνδέσεις στον κόσμο της Μέσης Ανατολής και του Ινδικού Ωκεανού μπορούσαν –και το έκαναν– να οδηγήσουν σε υγιείς επιχειρηματικές συνδέσεις και πολιτική προστασία. Νά λοιπόν η διασύνδεση του μεσαιωνισμού με τον μεταμοντέρνο κόσμο.
Ο Ερντογάν τώρα συνειδητοποιεί ότι η προβολή της μετριοπαθούς τουρκικής μουσουλμανικής δύναμης σε όλη τη Μέση Ανατολή είναι γεμάτη με ενοχλητικές πολυπλοκότητες. Πράγματι, καθόλου βέβαιον δεν είναι ότι η Τουρκία έχει την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα να υλοποιήσει ένα τέτοιο όραμα. Εν ολίγοις, μπορεί να βάζει τα δυνατά της για να ενισχύσει τις εμπορικές της συναλλαγές με τους ανατολικούς γείτονές της, αλλά απέχει από τον μεγάλο όγκο εμπορικών συναλλαγών που έχει με την Ευρώπη, η οποία είναι βυθισμένη τώρα σε ύφεση.
Παιχνίδια εξωτερικής πολιτικής
Στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία η Τουρκία αναζητά επιρροή επί τη βάσει της γεωγραφικής και γλωσσικής συγγένειας. Ωστόσο η Ρωσία του Πούτιν συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, και με την εισβολή της και τους επακόλουθους πολιτικούς ελιγμούς στη Γεωργία έχει θέσει το Αζερμπαϊτζάν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Στη Μεσοποταμία η τουρκική επιρροή είναι απλώς άνιση εκείνης του πολύ εγγύτερα ευρισκόμενου Ιράν. Στη Συρία ο Ερντογάν και ο ΥΠΕΞ του, Αχμέτ Νταβούτογλου, σκέφθηκαν (λανθασμένα όπως αποδεικνύεται) ότι θα μπορούσαν να διαμορφώσουν αποτελεσματικά μια μετριοπαθή σουνιτική ισλαμική αντιπολίτευση για να αντικαταστήσουν το αλεβιτικό καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Άσαντ. Και ενώ ο Ερντογάν κέρδισε πόντους στον μουσουλμανικό κόσμο για την αντίδρασή του έναντι του Ισραήλ, έμαθε ότι γι’ αυτό υπάρχει τίμημα: η αναζωπύρωση των σχέσεων του Ισραήλ με την Ελλάδα και το ελληνικό τμήμα της Κύπρου,* που επιτρέπει, τώρα, στους αντιπάλους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο να συνεργαστούν στο πεδίο των υδρογονανθράκων.
Η γεωμορφολογία της Τουρκίας και οι Κούρδοι
Η ρίζα του προβλήματος είναι εν μέρει γεωγραφική. Βουνά και υψίπεδα δεσπόζουν στη χερσόνησο της Ανατολίας – χερσαία γέφυρα ανάμεσα στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Δεν διεισδύει ομοιογενώς σε έναν τόπο, όπως το Ιράν στο Ιράκ π.χ. Επιπλέον, η τουρκική γλώσσα δεν έχει πλέον το πλεονέκτημα της αραβικής γλώσσας η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει πολιτιστικά την Τουρκία σε διάφορα μέρα του Λεβάντε. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η Τουρκία βασανίζεται από τον κουρδικό πληθυσμό της, κάτι που περιπλέκει τις προσπάθειες να ασκήσει επιρροή σε γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας δημογραφικά κυριαρχούν οι Κούρδοι, οι οποίοι γειτνιάζουν με αχανείς κουρδικές εκτάσεις στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Η διάλυση της Συρίας που βρίσκεται σε εξέλιξη δυνητικά απελευθερώνει τους εκεί Κούρδους ώστε να ενωθούν με τους ριζοσπάστες Κούρδους της Ανατολίας για να υπονομεύσουν την Τουρκία. Η ντε φάκτο διάλυση του Ιράκ αναγκάζει την Τουρκία να ακολουθήσει πολιτική εποικοδομητικής ανάσχεσης με τους Κούρδους του Ιράκ στον Βορρά, αλλά αυτό υπονομεύει την τουρκική επιρροή στο υπόλοιπο του Ιράκ, κι αυτό με τη σειρά του υπονομεύει τις τουρκικές προσπάθειες επιρροής στο Ιράν. Η Τουρκία θέλει να επηρεάσει τη Μέση Ανατολή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό μέρος της για να απαγκιστρωθεί από την πολυπλοκότητα της περιοχής.
Ξεριζώνοντας τα θεμέλια του κεμαλισμού
Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι θα πρέπει να λύσει εν μέρει το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό ώστε να κερδίσει μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή. Έχει μάλιστα χρησιμοποιήσει την αραβική λέξη βιλαέτι, που συνδέεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η λέξη υποδηλώνει μια ημιαυτόνομη επαρχία – μια έννοια που μπορεί να αποτελεί το κλειδί για μια διευθέτηση με τους τοπικούς Κούρδους αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αναθερμάνει τους εθνικιστές αντιπάλους του στο εσωτερικό της Τουρκίας. Συνεπώς πρόκειται για ένα μεγάλο συμβολικό βήμα που στόχο έχει να εξουδετερωθούν τα ίδια τα θεμέλια του κεμαλισμού (που εμφατικά πρεσβεύουν μια συμπαγή τουρκική Ανατολία). Ωστόσο, με δεδομένο το πόσο έχει αποδυναμώσει τον τουρκικό στρατό –κάτι που λίγοι θεωρούσαν πιθανό λίγες δεκαετίες νωρίτερα–, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί πριν υποτιμήσουμε τον Ερντογάν. Προσοχή στην άκρατη φιλοδοξία του. Την ώρα που οι δυτικές ελίτ επιδίδονται σε κενούς χλευασμούς κατά του Πούτιν, στις διμερείς συναντήσεις τους ο Ερντογάν κρατάει σημειώσεις.
*Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει «ελληνικό τμήμα της Κύπρου» αλλά τα ελεύθερα εδάφη της μόνης νόμιμης Αρχής, της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα κατεχόμενα από τους Τούρκους. Η αναφορά, ωστόσο, διατηρήθηκε από το αρχικό, αγγλικό κείμενο.
Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το Τμήμα σύνταξης του pontos-news.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έχει παραγίνει το κακό στα φανάρια του Αγίου Δημητρίου στο Αγρίνιο...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ