2012-04-27 10:37:52
του Αρ. Δοξιάδη
Η ανάπτυξη είναι το πιο αμφιλεγόμενο από τα πεδία των μεταρρυθμίσεων. Για τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, όπως έγραψα, σχεδόν κανένας δεν διαφωνεί ρητά, απλώς τις σαμποτάρουν σιωπηρά. Για το κοινωνικό κράτος συγκρούονται ομάδες συμφερόντων, αλλά αν βάλετε πέντε καλοπροαίρετους οικονομολόγους με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές σε ένα δωμάτιο, θα συμφωνήσουν σε μεγάλο βαθμό για τις προτεραιότητες της αναμόρφωσης του ελληνικού συστήματος. Για την ανάπτυξη, δεν υπάρχει καν συμφωνία οτι χρειάζονται μεταρρυθμίσεις.
Πολλοί πιστεύουν ότι για να έρθει η ανάκαμψη χρειάζονται κυρίως μέτρα ποσοτικά: να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, ή/και να μειωθούν οι φόροι, ή/και να μπουν κεφάλαια στις τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις (αυτό το τελευταίο θα γίνει με την ανακεφαλαιοποίηση που προβλέπει η δανειακή σύμβαση). Οι μεταρρυθμίσεις, σε αυτή την οπτική, δεν πολυχρειάζονται, ή δεν έχουν προτεραιότητα.
Θα ήταν σωστή αυτή η θέση σε άλλες συνθήκες. Είναι, περίπου, η κλασική Κεϋνσιανή συνταγή που έχει βγάλει πολλές χώρες από την ύφεση – και την Ελλάδα παλιότερα. Τώρα όμως δεν είναι λύση, ή δεν είναι λύση χωρίς και μεταρρυθμίσεις. Γιατί, πρώτο, θα έπρεπε να βρεθούν πρόσθετα δάνεια για το κράτος ώστε να μπορεί να ξοδεύει περισσότερα μέχρι να μπούμε σε τροχιά ανάπτυξης – τέτοια δάνεια δεν υπάρχουν.
Δεύτερο, και κυριότερο, η οικονομία που φτιάξαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν μπορεί πια να μετατρέπει τις δημόσιες δαπάνες σε σταθερά εισοδήματα. Αυτό δηλώνει το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ), που ακόμα και μέσα στη βαθειά ύφεση παραμένει στο 10% του ΑΕΠ. Μόλις μπουν κάποια χρήματα στην τσέπη των νοικοκυριών, ένα μεγάλο μέρος φεύγει σε εισαγόμενα τρόφιμα, πετρέλαιο, κτλ. (πολύ περισσότερο από όσο δηλώνει το ποσοστό του ελλείματος του ΙΤΣ στο ΑΕΠ, γιατί υπάρχει και το εισόδημα του εισαγωγέα, του διανομέα, του εμπόρου). Αν δεν έχουμε αρκετά έσοδα από εξαγωγές, δεν θα έχουμε πώς να πληρώσουμε τις εισαγωγές.
Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι να ξεπεράσουμε το εμπόδιο αυτό. Ή θα αυξήσουμε τις εξαγωγές, ή θα υποκαταστήσουμε τις εισαγωγές (θα αγοράζουμε εγχώρια τρόφιμα αντί για εισαγόμενα), ή θα βρούμε (προσωρινά) επενδυτές και δανειστές που θα φέρουν κεφάλαια στη χώρα. Ή, τέλος, θα συνεχίσουμε να φτωχαίνουμε, να καταναλώνουμε όλο και λιγότερα, μέχρι οι εισαγωγές πέσουν στο φτωχό επίπεδο των εξαγωγών μας.
Αυτό είναι το πιο θεμελιακό πρόβλημα της οικονομίας. Πολλών κομμάτων τα προγράμματα απλώς το αγνοούν: αναλώνονται σε επινοήσεις για τα δημοσιονομικά και το χρέος (διαγραφή χρέους και «σκληρή» φορολογια στους πλούσιους, ή, στην άλλη άκρη, περισσότερα δάνεια από τους εταίρους). Αλλά δεν έχουν καμμιά πρόταση για το πώς θα παράγουμε περισσότερα και πιο ανταγωνιστικά προϊόντα.
Η αλήθεια είναι πως το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει άμεσα η πολιτική, καμμιά πολιτική. Τις παραγωγικές δουλειές, αυτές που διαμορφώνουν το ισοζύγιο (τις «εμπορεύσιμες»), τις κάνουν οι ιδιώτες. Δεν λέει κανένας στα σοβαρά, εκτός από το ΚΚΕ, οτι πρέπει τα εργοστάσια, οι αγροί και τα ξενοδοχεία να είναι κρατικά (αν είχαμε πετρέλαιο, πολλοί θάθελαν να το εκμεταλλευόμαστε με κρατικές επιχειρήσεις – αλλά δεν έχουμε). Η πολιτική, λοιπόν, δεν μπορεί να ορίσει πώς θα φερθούν οι ιδιώτες: πού θα επενδύσουν και πού θα πάνε να δουλέψουν. Μπορεί μόνο να τους επηρεάσει έμμεσα: να απαγορεύσει ή να επιτρέψει, να αυξήσει ή να μειώσει τους φόρους, να παρέμβει στις σχέσεις εργασίας, να φτιάξει υποδομές.
Επειδή οι επιδράσεις είναι έμμεσες, και πολλές φορές απρόβλεπτες, κανένα πακέτο μεταρρυθμίσεων για την ανάπτυξη δεν μπορεί να σχεδιαστεί μια κι έξω, είτε από την τρόικα ή είτε από μια κυβέρνηση, να θεσμοθετηθει, και μετά να φέρει αυτόματα τα προσδοκώμενα.
Παραδειγμα, το άνοιγμα των επαγγελμάτων, μια από τις βασικές μεταρρυθμίσεις στο μνημόνιο. Υποτίθεται οτι θα επηρεάσει το εξωτερικό ισοζύγιο επειδή θα μειωθούν οι αμοιβές και το κόστος των μη-εμπορεύσιμων υπηρεσιών, που τις καταναλώνει το κράτος, οι εμπορεύσιμες επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι. Χρειάζεται όμως μια μεγάλη αλυσίδα επιδράσεων για να φτάσουμε από την απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην αύξηση των εξαγωγών. Η σχέση δεν είναι καθόλου ασήμαντη (όπως έχω εξηγήσει εδώ καιεδώ), αλλά δεν είναι και αυτόματη.
Αντίθετα, η άρση του καμποτάζ στις κρουαζιέρες πιθανότατα θα έχει άμεση θετική επίδραση στα έσοδα και στην απασχόληση στον τουρισμό (αν και αυτό μένει να φανεί). Πού πρέπει λοιπόν να δοθεί προτεραιότητα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι «παντού» γιατί η ενέργεια των υπουργών και η δυνατότητα της διοίκησης να εφαρμόσει αλλαγές είναι περιορισμένη. Κάποιος θα επιλέγει πού να δόσει τις πολιτικές μάχες και να επιμείνει στην υλοποίηση.
Μια ειδική και σημαντική ομάδα μεταρρυθμίσεων αναφέρεται στις εργασιακές σχέσεις. Κλαδικές συμβάσεις, βασικός μισθός, υπερωρίες, προϋποθέσεις για απολύσεις. Εδώ υπάρχει έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση, και είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο όπου οι μεταρρυθμίσεις «έχουν πρόσημο», ή τουλάχιστο έτσι φαίνεται. Και επειδή έχουν πρόσημο, η κυρίαρχη άποψη λέει πως ότι και να κάνει μια κυβέρνηση θα είναι λάθος: είτε θα παγιώσει την ακινησία, είτε θα φέρει τον εργασιακό μεσαίωνα.
Σε άλλες χώρες αυτά τα λύνουν με σοβαρή διαπραγμάτευση, που προϋποθέτει, όμως και σοβαρή πολιτική ηγεσία. Και εδώ η σωστή ιεράρχιση μπορεί να βοηθήσει να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας στους εμπορεύσιμους κλάδους χωρίς να εξαθλιωθούν άλλοι εργαζόμενοι και χωρίς μεγάλες συγκρούσεις.
Το ζήτημα του βασικού μισθού είναι χαρακτηριστικό. Στο πρώτο μνημόνιο δεν υπήρχε πρόβλεψη να μειωθεί. Η τρόικα αποφάσισε να απαιτήσει τη μείωση πολύ αργότερα (πέρσι τον Οκτώβριο), όταν, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, φάνηκε οτι οι άλλες μεταρρυθμίσεις προχωρούν πολύ αργά, και η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται. Σε αντιδιαστολή, στην Ιρλανδία, όπου έχουν έναν από τους πιο ψηλούς βασικούς μισθούς στην Ευρώπη, υπήρξε μεν μείωση (κατά15%), αλλά παρέμεινε πολύ ψηλά συγκριτικά με άλλες χώρες. Δεν προβλέπεται ότι θα ζητηθεί άλλη μείωση εκεί.
Στην Ελλάδα, πολλοί οικονομολόγοι (όπως και ο υποφαινόμενος) υποστήριζαν οτι δεν χρειάζεται να μειωθεί ο βασικός μισθός για να γίνουμε ανταγωνιστικοί, ενώ ζητούσαν από νωρίς να καταργηθεί η δυσκαμψία των κλαδικών συμβάσεων (σε διάφορες παραλλαγές). Οταν όμως ήρθε η ώρα για το Μνημόνιο 2, μια σειρά παράγοντες έφεραν το γνωστό αποτέλεσμα. Εφταιξε η μέχρι τότε ολιγωρία στις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, η μικρή επαφή του οικονομικού επιτελείου με την πραγματικότητα των επιχειρήσεων, η ανικανότητα να διαμορφώσουν μια στρατηγική προσαρμογής των εργασιακών σχέσεων που θα κρατά σταθερό τον βασικό μισθό.
Θα έπρεπε, λένε μερικοί, η κυβέρνηση να έπαιρνε γραμμή από τους «κοινωνικούς εταίρους» για να επιλέξει τα όποια μέτρα – και πράγματι αυτοί είχαν ταχθεί ενάντια στη μείωση του βασικού μισθού. Πλην όμως, οι κοινωνικοί εταίροι είναι οι εντός των τειχών. Δεν εκπροσωπούν το ένα εκατομμύριο άνεργους, ούτε τους νέους επιχειρηματίες που θέλουν να ανοίξουν επιχείρηση αύριο. Στην Ελλάδα ειδικά η σύνθεση των κοινωνικών εταίρων αντανακλά το ξοφλημένο μοντέλο της εσωστρεφούς και κρατικοδίαιτης οικονομίας. Οι προτάσεις τους συχνά προστατεύουν τους ήδη προστατευμένους, και έτσι μπλοκάρουν την ανάπτυξη, σε μια εποχή όπου η αναδιάρθρωση της παραγωγής είναι εθνική επιταγή.
Ετσι λοιπόν, τα τελευταία δύο χρόνια, ξεκινήσαμε με ένα σχέδιο προσαρμογής που πρόβλεπε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και οι εξαγωγές μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και καταλήξαμε να μας λένε ότι μόνο αν πλησιάσουμε τους μισθούς της Βουλγαρίας θα γίνουμε ανταγωνιστικοί. Το λένε διάφοροι τεχνοκράτες από την πλευρά της τρόικα, αλλά το εννοούν, και ας μη το λένε, και αυτοί που προτείνουν δραχμή -- γιατί αυτό σημαίνει να επιδιώκεις να γίνεις ανταγωνιστικός μέ υποτιμήσεις του νομίσματος.
Αυτή η εξελιξη δεν ήταν αναπόφευκτη, και μπορεί να αντιστραφεί. Κλειδί είναι να ξαναβρούμε τη σειρά των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέπουν σε εξωστρεφείς επιχειρήσεις να αναπτυχθούν χωρίς περιττές επιβαρύνσεις και περιορισμούς. Να στοχεύσουμε κατά προτεραιότητα αυτές τις αλλαγές. Αυτή η σειρά δεν μπορεί να έρθει σαν έτοιμη συνταγή, του τύπου «κόψτε μισθούς, ανοίξτε επαγγέλματα», όχι επειδή αυτά τα γενικά είναι λάθος, αλλά επειδή οι γενικές συνταγές έχουν τόσες πολλές παραλλαγές. Η επιτυχία και η αποτυχία κρίνονται στην εξειδίκευση, στην παρακολούθηση, στην επιμονή και στην αναπροσαρμογή. Δεν φτάνει η συνταγή, πρέπει να ξέρει κι ο μάγειρας.
Για να γίνουν σωστά, πρέπει αυτοί που θα τις αναλάβουν να έχουν κάποιες ιδιότητες μάλλον σπάνιες για έλληνες πολιτικούς. Πρώτο, να έχουν την πεποίθηση οτι οι θεσμοί, τα κίνητρα και τα αντικίνητρα παίζουν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη -- αυτό αποκλείει τους βαθειά κρατιστές. Δεύτερο, να καταλαβαίνουν πρακτικά ζητήματα των επιχειρήσεων – αυτό αποκλείει τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, και περίπου το σύνολο των σημερινών βουλευτών. Τρίτο, να μπορούν να δουν πέρα από τα συμφέροντα αυτών που έχουν εργασία, επιχείρηση και εκπροσώπηση, στα συμφέροντα αυτών που δεν έχουν τίποτε από αυτά – αυτό αποκλείει όσους βόλευαν πελάτες. Οι μεταρρυθμιστές θα είναι πραγματιστές και εξωσυστημικοί.
*O Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος.
PROTAGON
InfoGnomon
Η ανάπτυξη είναι το πιο αμφιλεγόμενο από τα πεδία των μεταρρυθμίσεων. Για τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, όπως έγραψα, σχεδόν κανένας δεν διαφωνεί ρητά, απλώς τις σαμποτάρουν σιωπηρά. Για το κοινωνικό κράτος συγκρούονται ομάδες συμφερόντων, αλλά αν βάλετε πέντε καλοπροαίρετους οικονομολόγους με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές σε ένα δωμάτιο, θα συμφωνήσουν σε μεγάλο βαθμό για τις προτεραιότητες της αναμόρφωσης του ελληνικού συστήματος. Για την ανάπτυξη, δεν υπάρχει καν συμφωνία οτι χρειάζονται μεταρρυθμίσεις.
Πολλοί πιστεύουν ότι για να έρθει η ανάκαμψη χρειάζονται κυρίως μέτρα ποσοτικά: να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, ή/και να μειωθούν οι φόροι, ή/και να μπουν κεφάλαια στις τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις (αυτό το τελευταίο θα γίνει με την ανακεφαλαιοποίηση που προβλέπει η δανειακή σύμβαση). Οι μεταρρυθμίσεις, σε αυτή την οπτική, δεν πολυχρειάζονται, ή δεν έχουν προτεραιότητα.
Θα ήταν σωστή αυτή η θέση σε άλλες συνθήκες. Είναι, περίπου, η κλασική Κεϋνσιανή συνταγή που έχει βγάλει πολλές χώρες από την ύφεση – και την Ελλάδα παλιότερα. Τώρα όμως δεν είναι λύση, ή δεν είναι λύση χωρίς και μεταρρυθμίσεις. Γιατί, πρώτο, θα έπρεπε να βρεθούν πρόσθετα δάνεια για το κράτος ώστε να μπορεί να ξοδεύει περισσότερα μέχρι να μπούμε σε τροχιά ανάπτυξης – τέτοια δάνεια δεν υπάρχουν.
Δεύτερο, και κυριότερο, η οικονομία που φτιάξαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν μπορεί πια να μετατρέπει τις δημόσιες δαπάνες σε σταθερά εισοδήματα. Αυτό δηλώνει το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ), που ακόμα και μέσα στη βαθειά ύφεση παραμένει στο 10% του ΑΕΠ. Μόλις μπουν κάποια χρήματα στην τσέπη των νοικοκυριών, ένα μεγάλο μέρος φεύγει σε εισαγόμενα τρόφιμα, πετρέλαιο, κτλ. (πολύ περισσότερο από όσο δηλώνει το ποσοστό του ελλείματος του ΙΤΣ στο ΑΕΠ, γιατί υπάρχει και το εισόδημα του εισαγωγέα, του διανομέα, του εμπόρου). Αν δεν έχουμε αρκετά έσοδα από εξαγωγές, δεν θα έχουμε πώς να πληρώσουμε τις εισαγωγές.
Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι να ξεπεράσουμε το εμπόδιο αυτό. Ή θα αυξήσουμε τις εξαγωγές, ή θα υποκαταστήσουμε τις εισαγωγές (θα αγοράζουμε εγχώρια τρόφιμα αντί για εισαγόμενα), ή θα βρούμε (προσωρινά) επενδυτές και δανειστές που θα φέρουν κεφάλαια στη χώρα. Ή, τέλος, θα συνεχίσουμε να φτωχαίνουμε, να καταναλώνουμε όλο και λιγότερα, μέχρι οι εισαγωγές πέσουν στο φτωχό επίπεδο των εξαγωγών μας.
Αυτό είναι το πιο θεμελιακό πρόβλημα της οικονομίας. Πολλών κομμάτων τα προγράμματα απλώς το αγνοούν: αναλώνονται σε επινοήσεις για τα δημοσιονομικά και το χρέος (διαγραφή χρέους και «σκληρή» φορολογια στους πλούσιους, ή, στην άλλη άκρη, περισσότερα δάνεια από τους εταίρους). Αλλά δεν έχουν καμμιά πρόταση για το πώς θα παράγουμε περισσότερα και πιο ανταγωνιστικά προϊόντα.
Η αλήθεια είναι πως το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει άμεσα η πολιτική, καμμιά πολιτική. Τις παραγωγικές δουλειές, αυτές που διαμορφώνουν το ισοζύγιο (τις «εμπορεύσιμες»), τις κάνουν οι ιδιώτες. Δεν λέει κανένας στα σοβαρά, εκτός από το ΚΚΕ, οτι πρέπει τα εργοστάσια, οι αγροί και τα ξενοδοχεία να είναι κρατικά (αν είχαμε πετρέλαιο, πολλοί θάθελαν να το εκμεταλλευόμαστε με κρατικές επιχειρήσεις – αλλά δεν έχουμε). Η πολιτική, λοιπόν, δεν μπορεί να ορίσει πώς θα φερθούν οι ιδιώτες: πού θα επενδύσουν και πού θα πάνε να δουλέψουν. Μπορεί μόνο να τους επηρεάσει έμμεσα: να απαγορεύσει ή να επιτρέψει, να αυξήσει ή να μειώσει τους φόρους, να παρέμβει στις σχέσεις εργασίας, να φτιάξει υποδομές.
Επειδή οι επιδράσεις είναι έμμεσες, και πολλές φορές απρόβλεπτες, κανένα πακέτο μεταρρυθμίσεων για την ανάπτυξη δεν μπορεί να σχεδιαστεί μια κι έξω, είτε από την τρόικα ή είτε από μια κυβέρνηση, να θεσμοθετηθει, και μετά να φέρει αυτόματα τα προσδοκώμενα.
Παραδειγμα, το άνοιγμα των επαγγελμάτων, μια από τις βασικές μεταρρυθμίσεις στο μνημόνιο. Υποτίθεται οτι θα επηρεάσει το εξωτερικό ισοζύγιο επειδή θα μειωθούν οι αμοιβές και το κόστος των μη-εμπορεύσιμων υπηρεσιών, που τις καταναλώνει το κράτος, οι εμπορεύσιμες επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι. Χρειάζεται όμως μια μεγάλη αλυσίδα επιδράσεων για να φτάσουμε από την απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην αύξηση των εξαγωγών. Η σχέση δεν είναι καθόλου ασήμαντη (όπως έχω εξηγήσει εδώ καιεδώ), αλλά δεν είναι και αυτόματη.
Αντίθετα, η άρση του καμποτάζ στις κρουαζιέρες πιθανότατα θα έχει άμεση θετική επίδραση στα έσοδα και στην απασχόληση στον τουρισμό (αν και αυτό μένει να φανεί). Πού πρέπει λοιπόν να δοθεί προτεραιότητα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι «παντού» γιατί η ενέργεια των υπουργών και η δυνατότητα της διοίκησης να εφαρμόσει αλλαγές είναι περιορισμένη. Κάποιος θα επιλέγει πού να δόσει τις πολιτικές μάχες και να επιμείνει στην υλοποίηση.
Μια ειδική και σημαντική ομάδα μεταρρυθμίσεων αναφέρεται στις εργασιακές σχέσεις. Κλαδικές συμβάσεις, βασικός μισθός, υπερωρίες, προϋποθέσεις για απολύσεις. Εδώ υπάρχει έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση, και είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο όπου οι μεταρρυθμίσεις «έχουν πρόσημο», ή τουλάχιστο έτσι φαίνεται. Και επειδή έχουν πρόσημο, η κυρίαρχη άποψη λέει πως ότι και να κάνει μια κυβέρνηση θα είναι λάθος: είτε θα παγιώσει την ακινησία, είτε θα φέρει τον εργασιακό μεσαίωνα.
Σε άλλες χώρες αυτά τα λύνουν με σοβαρή διαπραγμάτευση, που προϋποθέτει, όμως και σοβαρή πολιτική ηγεσία. Και εδώ η σωστή ιεράρχιση μπορεί να βοηθήσει να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας στους εμπορεύσιμους κλάδους χωρίς να εξαθλιωθούν άλλοι εργαζόμενοι και χωρίς μεγάλες συγκρούσεις.
Το ζήτημα του βασικού μισθού είναι χαρακτηριστικό. Στο πρώτο μνημόνιο δεν υπήρχε πρόβλεψη να μειωθεί. Η τρόικα αποφάσισε να απαιτήσει τη μείωση πολύ αργότερα (πέρσι τον Οκτώβριο), όταν, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, φάνηκε οτι οι άλλες μεταρρυθμίσεις προχωρούν πολύ αργά, και η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται. Σε αντιδιαστολή, στην Ιρλανδία, όπου έχουν έναν από τους πιο ψηλούς βασικούς μισθούς στην Ευρώπη, υπήρξε μεν μείωση (κατά15%), αλλά παρέμεινε πολύ ψηλά συγκριτικά με άλλες χώρες. Δεν προβλέπεται ότι θα ζητηθεί άλλη μείωση εκεί.
Στην Ελλάδα, πολλοί οικονομολόγοι (όπως και ο υποφαινόμενος) υποστήριζαν οτι δεν χρειάζεται να μειωθεί ο βασικός μισθός για να γίνουμε ανταγωνιστικοί, ενώ ζητούσαν από νωρίς να καταργηθεί η δυσκαμψία των κλαδικών συμβάσεων (σε διάφορες παραλλαγές). Οταν όμως ήρθε η ώρα για το Μνημόνιο 2, μια σειρά παράγοντες έφεραν το γνωστό αποτέλεσμα. Εφταιξε η μέχρι τότε ολιγωρία στις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, η μικρή επαφή του οικονομικού επιτελείου με την πραγματικότητα των επιχειρήσεων, η ανικανότητα να διαμορφώσουν μια στρατηγική προσαρμογής των εργασιακών σχέσεων που θα κρατά σταθερό τον βασικό μισθό.
Θα έπρεπε, λένε μερικοί, η κυβέρνηση να έπαιρνε γραμμή από τους «κοινωνικούς εταίρους» για να επιλέξει τα όποια μέτρα – και πράγματι αυτοί είχαν ταχθεί ενάντια στη μείωση του βασικού μισθού. Πλην όμως, οι κοινωνικοί εταίροι είναι οι εντός των τειχών. Δεν εκπροσωπούν το ένα εκατομμύριο άνεργους, ούτε τους νέους επιχειρηματίες που θέλουν να ανοίξουν επιχείρηση αύριο. Στην Ελλάδα ειδικά η σύνθεση των κοινωνικών εταίρων αντανακλά το ξοφλημένο μοντέλο της εσωστρεφούς και κρατικοδίαιτης οικονομίας. Οι προτάσεις τους συχνά προστατεύουν τους ήδη προστατευμένους, και έτσι μπλοκάρουν την ανάπτυξη, σε μια εποχή όπου η αναδιάρθρωση της παραγωγής είναι εθνική επιταγή.
Ετσι λοιπόν, τα τελευταία δύο χρόνια, ξεκινήσαμε με ένα σχέδιο προσαρμογής που πρόβλεπε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και οι εξαγωγές μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και καταλήξαμε να μας λένε ότι μόνο αν πλησιάσουμε τους μισθούς της Βουλγαρίας θα γίνουμε ανταγωνιστικοί. Το λένε διάφοροι τεχνοκράτες από την πλευρά της τρόικα, αλλά το εννοούν, και ας μη το λένε, και αυτοί που προτείνουν δραχμή -- γιατί αυτό σημαίνει να επιδιώκεις να γίνεις ανταγωνιστικός μέ υποτιμήσεις του νομίσματος.
Αυτή η εξελιξη δεν ήταν αναπόφευκτη, και μπορεί να αντιστραφεί. Κλειδί είναι να ξαναβρούμε τη σειρά των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέπουν σε εξωστρεφείς επιχειρήσεις να αναπτυχθούν χωρίς περιττές επιβαρύνσεις και περιορισμούς. Να στοχεύσουμε κατά προτεραιότητα αυτές τις αλλαγές. Αυτή η σειρά δεν μπορεί να έρθει σαν έτοιμη συνταγή, του τύπου «κόψτε μισθούς, ανοίξτε επαγγέλματα», όχι επειδή αυτά τα γενικά είναι λάθος, αλλά επειδή οι γενικές συνταγές έχουν τόσες πολλές παραλλαγές. Η επιτυχία και η αποτυχία κρίνονται στην εξειδίκευση, στην παρακολούθηση, στην επιμονή και στην αναπροσαρμογή. Δεν φτάνει η συνταγή, πρέπει να ξέρει κι ο μάγειρας.
Για να γίνουν σωστά, πρέπει αυτοί που θα τις αναλάβουν να έχουν κάποιες ιδιότητες μάλλον σπάνιες για έλληνες πολιτικούς. Πρώτο, να έχουν την πεποίθηση οτι οι θεσμοί, τα κίνητρα και τα αντικίνητρα παίζουν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη -- αυτό αποκλείει τους βαθειά κρατιστές. Δεύτερο, να καταλαβαίνουν πρακτικά ζητήματα των επιχειρήσεων – αυτό αποκλείει τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, και περίπου το σύνολο των σημερινών βουλευτών. Τρίτο, να μπορούν να δουν πέρα από τα συμφέροντα αυτών που έχουν εργασία, επιχείρηση και εκπροσώπηση, στα συμφέροντα αυτών που δεν έχουν τίποτε από αυτά – αυτό αποκλείει όσους βόλευαν πελάτες. Οι μεταρρυθμιστές θα είναι πραγματιστές και εξωσυστημικοί.
*O Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος.
PROTAGON
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κλειστή η κάθοδος της Μεσογείων
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ