2014-10-02 16:37:45
Το εισαγωγικό σημείωμα από το πρώτο μέρος του αφιερώματος του ν. Λόγιου Ερμή στον Παναγιώτη Κονδύλη. Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα κυκλοφορήσει στον ΝΛΕ τ. 11 (αρχές Νοεμβρίου).
Ο ν. Λόγιος Ερμής, σε αυτό το τεύχος του (τ. 10), εγκαινιάζει ένα εκτενές αφιέρωμα στη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη, αφιέρωμα που, εξαιτίας της μεγάλης του έκτασης, θα αναπτυχθεί σε δύο ή τρία συνεχόμενα τεύχη του περιοδικού.
Μέσα στη γενικευμένη παρακμή του νεώτερου ελληνισμού, την οποία βιώνουμε με τραγικό τρόπο, ο Παναγιώτης Κονδύλης αποτελεί έναν οδοδείκτη που καταδεικνύει ίσως τις «κρυμμένες» δυνατότητές μας, με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαμε να τις εκδιπλώσουμε! Έρχεται δε να προστεθεί στον Κώστα Παπαϊωάννου και τον Κορνήλιο Καστοριάδη που, στην αμέσως προηγούμενη γενιά, ανέδειξαν από την πλευρά τους αυτές τις δυνατότητες. Δυστυχώς, τόσο στην περίπτωσή τους όσο και σε εκείνη του Κονδύλη, αυτό μπόρεσε να γίνει γιατί σε μεγάλο βαθμό έζησαν, έδρασαν –και αναγνωρίστηκαν– εκτός Ελλάδας
. Γεγονός που υπογραμμίζει, αφ’ ενός, την ασφυκτική μετριοκρατία που πνίγει την ελληνική πνευματική ζωή, αφ’ ετέρου το απαραίτητο συμπλήρωμά της, τον μιμητικό παρασιτισμό. Τίποτε συμβολικότερο εξ άλλου από την απόρριψη της υποψηφιότητας του Κονδύλη από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου, αντ’ αυτού, ανεδείχθη ο… Γουλιμής! Εν τέλει, ο Κονδύλης, όπως και ο Καστοριάδης, αλλά και ο Παπαϊωάννου, μπόρεσαν να γίνουν γνωστοί και να επηρεάσουν την ελληνική πνευματική σκέψη γιατί είχαν ήδη καταξιωθεί εκτός Ελλάδας.
Ο Κονδύλης, ήδη από τη δεκαετία του ’80, έχει μια διαρκή παρουσία και στην ελληνική πνευματική ζωή, τόσο με τη σειρά των μεταφράσεών του όσο και με την έκδοση των βιβλίων του, ενώ, από τη δεκαετία του ’90, αρχίζει πλέον να αναμειγνύεται πιο ενεργά στην ελληνική πνευματική κίνηση – βλέπε τη σειρά των συνεντεύξεών του, των άρθρων του σε εφημερίδες και περιοδικά, που πυκνώνουν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Δυστυχώς, αν και θα μπορούσαμε να περιμένουμε μία επίταση αυτής της συμμετοχής του στα ελληνικά πράγματα, ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας του στέρησε τη ζωή σε ηλικία πενήντα έξι ετών, το 1998, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη όχι μόνο η συγγραφική του δραστηριότητα αλλά και ο ίδιος ο προσανατολισμός της σκέψης του.
Μετά τον θάνατό του, βέβαια, όπως δυστυχώς συμβαίνει τόσο συχνά, άρχισε να διευρύνεται το ενδιαφέρον γι’ αυτόν και πολλαπλασιάστηκαν κείμενα, ημερίδες και αφιερώματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Εμείς ελπίζουμε να δώσουμε, μέσα από τη σειρά των αφιερωμάτων που ετοιμάζουμε, μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη και κριτική παρουσίαση της σκέψης του.
*****
Ο Κονδύλης, όπως εξ άλλου είχε συμβεί και με τον Παπαϊωάννου ή τον Καστοριάδη, αλλά σε άλλη κλίμακα και σε διαφορετική συγκυρία, υπήρξε παιδί της μεγάλης «απογοήτευσης» του δεύτερου ημίσεως του 20ού αιώνα, μετά την εμπειρία των επαναστάσεων, του γκουλάγκ και του Άουσβιτς, που είχαν σημαδέψει το πρώτο ήμισυ εκείνου του αιώνα. Ο Κονδύλης, δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια νεώτερος από τους προγενέστερους, οδηγεί αυτή την ιστορική απογοήτευση στα έσχατα: Το τέλος της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προσδοκίας υπήρξε ταυτόχρονα η ακρότατη συνέπεια και η εξάντληση του ίδιου του δυτικού διαφωτισμού, γι’ αυτό και η φιλοσοφία του «βάφει με γκρίζο πάνω στο γκρίζο».
Η αποστασιοποίησή του, λειτούργησε απολύτως θετικά, από μια πλευρά τουλάχιστον. Σε μία στιγμή, στη δεκαετία του 1970 και 1980 όταν η διανόηση της Δύσης, και της Ελλάδας κατ’ εξοχήν, φυλακιζόταν σε ένα «χρυσό κλουβί», η απόστασή που έπαιρνε, του επέτρεπε να διακρίνει με μεγαλύτερη ενάργεια αυτά που οι «σφαίρες οι τυλιγμένες με ζάχαρη» απαγόρευαν στην πλειοψηφία των υπολοίπων. Ο Κονδύλης μπόρεσε να δει, μακριά από υλικούς περισπασμούς και συμφέροντα, το τέλος της επαναστατικής προσδοκίας του 20ού αιώνα. Στις μέρες του, η επαναστατική «πρωτοπορία» είτε θα ενσωματωθεί απόλυτα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, είτε θα βαδίσει στο θανατερό σόλο της τρομοκρατίας, όπως στη Γερμανία και την Ιταλία.
Από τα νεανικά του χρόνια είχε κατανοήσει πως το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν μπορούσε να ερμηνευτεί –όπως έκανε ο «κρiτικός μαρξισμός» όλων των αποχρώσεων–, μόνο μέσα από την γραφειοκρατική παραμόρφωση ή ακόμα και την κρατικο-καπιταλιστική μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αλλά θα έπρεπε να συμπεριλάβει την ίδια τη μαρξιστική θεωρία ως κανονιστική θεωρία. Διότι η μονοδιάστατη αντίληψη για τον κόσμο και τις αντιθέσεις του, στηριγμένη αποκλειστικά στην οικονομική διάσταση, καθώς και η πεποίθηση του μαρξισμού και του διαφωτισμού πως η διαμόρφωση των ανθρώπων καθορίζεται αποκλειστικά από την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών, βρίσκονταν στη βάση των αστοχιών και της αποτυχίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τον Κονδύλη, ο Μαρξ παραμένει ο μεγάλος στοχαστής που ανέλυσε τον καπιταλισμό στα βασικά του χαρακτηριστικά –ανάλυση η οποία παραμένει έγκυρη μέχρι σήμερα–, αλλά όταν θέλει να μεταβληθεί στον προφήτη μιας νέας εγκόσμιας θρησκείας, λαθεύει τραγικά.
Εκκινώντας από αυτή τη βασική διαπίστωση –την οποἰα συμμερίζεται με αρκετούς στοχαστές, ανάμεσά τους και τον Κώστα Παπαϊωάννου, ο οποίος είχε ήδη καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα από τη δεκαετία του ’50– προχωράει στην συγκρότηση μιας «κονδυλικής» ανθρωπολογίας και οντολογίας, η οποία διατυπώνεται με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο στο βασικό θεωρητικό του έργο, Ισχύς και Απόφαση. Για τον Κονδύλη, η φύση του ανθρώπου παραμένει αναλλοίωτη, όπως την έχουν περιγράψει ήδη ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλι ή και ο Χομπς. Το βασικό του κίνητρο είναι η επιβεβαίωση της ισχύος, ατομικά ή συλλογικά, και πάνω σε αυτό ορθώνονται όλες οι ιδεολογίες και οι κοινωνικές κατασκευές μόνο μια «περιγραφική θεωρία», που αυτο-αποκλείεται από κάθε επιδίωξη ισχύος, θα μπορούσε να συλλάβει την πραγματικότητα, χωρίς να εμπλέκεται η ίδια σε κανονιστικές επιδιώξεις ισχύος. Πάνω σε αυτό το ζήτημα, δημοσιεύουμε ήδη, στο τρέχον τεύχος του ν. Λόγιου Ερμή, την εκτενέστατη ανάλυση του Ρεϋμόνδου Πετρίδη ενώ στο προσεχές τεύχος θα δημοσιευθούν και άλλες σχετικές κριτικές θεωρήσεις.
Άσχετα με τη συμφωνία ή τις πιθανές αντιρρήσεις σε αυτή την τοποθέτηση του Κονδύλη, γύρω από το ζήτημα της ισχύος και εν τέλει της «φύσης του ανθρώπου», η ευριστική της δυνατότητα ήταν εξαιρετική, διότι, σε μία εποχή κατάρρευσης των επαναστατικών εγχειρημάτων, προσέφερε τη δυνατότητα μιας αποστασιοποιημένης μελέτης της παγκόσμιας και της ελληνικής πραγματικότητας. Του προσέφερε τη δυνατότητα να δει με καθαρή ματιά την κρίση του ευρωπαϊκού αστικού πολιτισμού, τη μετάβαση σε μια πλανητική εποχή σύγκρουσης μεγάλων παγκόσμιων σχηματισμών και την κατάρρευση της παραδοσιακής τυπικής δημοκρατίας – όπως τα περιγράφει στα βιβλία του για τη γεωπολιτική ή για θεωρία του πολέμου, χωρίς ματογυάλια και ψευδοειρηνισμούς. Στην ίδια κατεύθυνση θα του επιτρέψει να δει με πιο καθαρή ματιά τόσο τη φιλοσοφία του διαφωτισμού –και του ελληνικού– καθώς και τη βαθύτατη παρακμή του ελληνικού κόσμου και του ελληνικού έθνους-κράτους.
Ο Κονδύλης, ιδιαίτερα στις αντιλήψεις του για τον πόλεμο και το έθνος, ως οπαδός της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, κατεδείκνυε την αυξανόμενη σημασία του έθνους-κράτους, σε μια εποχή επίτασης των πλανητικών συγκρούσεων. Αυτές οι θέσεις του, οι οποίες προκάλεσαν έντονη συζήτηση και προβληματισμό, βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη, στην ελληνική ιδεολογία της εποχής, θεωρία της παγκοσμιοποίησης και της απομείωσης του ρόλου των εθνών-κρατών, εντέλει και των ίδιων των εθνών. Έτσι ο Κονδύλης, ενώ μέχρι τη δεκαετία του ’80 γινόταν αποδεκτός από το πνευματικό κατεστημένο «της αριστεράς και της προόδου», ως ένας αναγνωρισμένος φιλόσοφος στη… Γερμανία, έστω και αιρετικός, τώρα πια έμπαινε σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, ιδιαίτερα μετά το επίμετρό του στη Θεωρία του Πολέμου, που αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και υποστήριζε πως η Ελλάδα είτε θα αντιταχθεί στον τουρκικό επεκτατισμό είτε θα υποταχθεί σε αυτόν.
Στη δεκαετία του ’90 λοιπόν, θα γίνει γνωστός από τα έργα του για τη γεωπολιτική, τον πόλεμο και τη μοίρα του ελληνισμού, και έτσι θα αποκτήσει πρόσβαση σε ένα ευρύτερο κοινό. Σε αντίθεση με την αφετηριακή του αντίληψη, μιας «απομάκρυνσης από τα εγκόσμια», θα αρχίσει να εμπλέκεται σταδιακώς στις εγχώριες πολιτικές αντιπαραθέσεις, με αποτέλεσμα οι φιλοσοφικές καταβολές του έργου του να ξεχαστούν εν μέρει, ή να αγνοούνται. Αν μάλιστα παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τα τελευταία του κείμενα, και ιδιαίτερα τις τρεις μεγάλες συνεντεύξεις, που δημοσιεύθηκαν λίγο πριν από τον θάνατό του, θα διακρίνει αδιαμφισβήτητα μία σταδιακή μετεξέλιξη και της ίδιας της φιλοσοφικής σκέψης του. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος του ελληνισμού, τάσσεται υπέρ του ενδογενούς εκσυγχρονισμού και εγκαταλείπει εντελώς τη «διεθνιστική» ευαισθησία των ιδεολογικών καταβολών του στον «αντιπατριωτικό» κριτικό μαρξισμό.
Η θεωρητική του απομάκρυνση από τις κανονιστικές ιδεολογίες είχε λειτουργήσει ως όχημα για μια «ψυχρή», αποστασιοποιημένη και περισσότερο αντικειμενική θεώρηση των διεθνών σχέσεων και της θέσης του ελληνικού έθνους-κράτους στον κόσμο.
Δυστυχώς, το νήμα της ζωής του κόπηκε σε μια κομβική, ίσως, στιγμή της ίδιας της πνευματικής του πορείας. Πάντως, όλα αυτά παραμένουν υποθέσεις και θα πρέπει να περιοριστούμε στο υπαρκτό έργο του.
Σε αυτό λοιπόν το τεύχος του ν. Λόγιου Ερμή, εκτός από το προαναφερθέν κείμενο του Ρεϋμόνδου Πετρίδη, δημοσιεύονται τα εξής κείμενα: Ο Μελέτης Μελετόπουλος, από αδημοσίευτη μελέτη του, παραθέτει ένα εκτενές απόσπασμα με βιογραφικά στοιχεία για τον Παναγιώτη Κονδύλη ο Σπύρος Κουτρούλης αναφέρεται στις απόψεις του περί έθνους ο Γιάννης Ταχόπουλος προβαίνει σε μία σύγκριση μεταξύ Καστοριάδη και Κονδύλη. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως αυτή η πρώτη απόπειρα σύγκρισης ανάμεσα στους δύο στοχαστές παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι και οι δύο συνδέονται πνευματικά με μία κοινή ρίζα στον «κριτικό μαρξισμό», που είχε ως αφετηρία τον Άγη Στίνα. Τέλος, για να κάνουμε ευκολότερη την πρόσβαση του αναγνώστη στο έργο του, αναδημοσιεύουμε ένα μεγάλο μέρος από την τελευταία συνέντευξή του στον Σπύρο Κουτρούλη, το 1998.
Στα επόμενα τεύχη του περιοδικού θα δημοσιευθούν, μεταξύ άλλων, κείμενα του Φώτη Δημητρίου, του Γιώργου Ευαγγελόπουλου, του Θεόδωρου Ζιάκα, του Γιάννη Ιωαννίδη, του Γιώργου Καραμπελιά, του Γιώργου Μερτίκα, του Μιχάλη Μερακλή, ενώ θα δημοσιευτούν ανέκδοτα κείμενα, επιστολές κ.λπ.
άρδην
InfoGnomon
Ο ν. Λόγιος Ερμής, σε αυτό το τεύχος του (τ. 10), εγκαινιάζει ένα εκτενές αφιέρωμα στη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη, αφιέρωμα που, εξαιτίας της μεγάλης του έκτασης, θα αναπτυχθεί σε δύο ή τρία συνεχόμενα τεύχη του περιοδικού.
Μέσα στη γενικευμένη παρακμή του νεώτερου ελληνισμού, την οποία βιώνουμε με τραγικό τρόπο, ο Παναγιώτης Κονδύλης αποτελεί έναν οδοδείκτη που καταδεικνύει ίσως τις «κρυμμένες» δυνατότητές μας, με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαμε να τις εκδιπλώσουμε! Έρχεται δε να προστεθεί στον Κώστα Παπαϊωάννου και τον Κορνήλιο Καστοριάδη που, στην αμέσως προηγούμενη γενιά, ανέδειξαν από την πλευρά τους αυτές τις δυνατότητες. Δυστυχώς, τόσο στην περίπτωσή τους όσο και σε εκείνη του Κονδύλη, αυτό μπόρεσε να γίνει γιατί σε μεγάλο βαθμό έζησαν, έδρασαν –και αναγνωρίστηκαν– εκτός Ελλάδας
Ο Κονδύλης, ήδη από τη δεκαετία του ’80, έχει μια διαρκή παρουσία και στην ελληνική πνευματική ζωή, τόσο με τη σειρά των μεταφράσεών του όσο και με την έκδοση των βιβλίων του, ενώ, από τη δεκαετία του ’90, αρχίζει πλέον να αναμειγνύεται πιο ενεργά στην ελληνική πνευματική κίνηση – βλέπε τη σειρά των συνεντεύξεών του, των άρθρων του σε εφημερίδες και περιοδικά, που πυκνώνουν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Δυστυχώς, αν και θα μπορούσαμε να περιμένουμε μία επίταση αυτής της συμμετοχής του στα ελληνικά πράγματα, ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας του στέρησε τη ζωή σε ηλικία πενήντα έξι ετών, το 1998, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη όχι μόνο η συγγραφική του δραστηριότητα αλλά και ο ίδιος ο προσανατολισμός της σκέψης του.
Μετά τον θάνατό του, βέβαια, όπως δυστυχώς συμβαίνει τόσο συχνά, άρχισε να διευρύνεται το ενδιαφέρον γι’ αυτόν και πολλαπλασιάστηκαν κείμενα, ημερίδες και αφιερώματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Εμείς ελπίζουμε να δώσουμε, μέσα από τη σειρά των αφιερωμάτων που ετοιμάζουμε, μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη και κριτική παρουσίαση της σκέψης του.
*****
Ο Κονδύλης, όπως εξ άλλου είχε συμβεί και με τον Παπαϊωάννου ή τον Καστοριάδη, αλλά σε άλλη κλίμακα και σε διαφορετική συγκυρία, υπήρξε παιδί της μεγάλης «απογοήτευσης» του δεύτερου ημίσεως του 20ού αιώνα, μετά την εμπειρία των επαναστάσεων, του γκουλάγκ και του Άουσβιτς, που είχαν σημαδέψει το πρώτο ήμισυ εκείνου του αιώνα. Ο Κονδύλης, δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια νεώτερος από τους προγενέστερους, οδηγεί αυτή την ιστορική απογοήτευση στα έσχατα: Το τέλος της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προσδοκίας υπήρξε ταυτόχρονα η ακρότατη συνέπεια και η εξάντληση του ίδιου του δυτικού διαφωτισμού, γι’ αυτό και η φιλοσοφία του «βάφει με γκρίζο πάνω στο γκρίζο».
Η αποστασιοποίησή του, λειτούργησε απολύτως θετικά, από μια πλευρά τουλάχιστον. Σε μία στιγμή, στη δεκαετία του 1970 και 1980 όταν η διανόηση της Δύσης, και της Ελλάδας κατ’ εξοχήν, φυλακιζόταν σε ένα «χρυσό κλουβί», η απόστασή που έπαιρνε, του επέτρεπε να διακρίνει με μεγαλύτερη ενάργεια αυτά που οι «σφαίρες οι τυλιγμένες με ζάχαρη» απαγόρευαν στην πλειοψηφία των υπολοίπων. Ο Κονδύλης μπόρεσε να δει, μακριά από υλικούς περισπασμούς και συμφέροντα, το τέλος της επαναστατικής προσδοκίας του 20ού αιώνα. Στις μέρες του, η επαναστατική «πρωτοπορία» είτε θα ενσωματωθεί απόλυτα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, είτε θα βαδίσει στο θανατερό σόλο της τρομοκρατίας, όπως στη Γερμανία και την Ιταλία.
Από τα νεανικά του χρόνια είχε κατανοήσει πως το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν μπορούσε να ερμηνευτεί –όπως έκανε ο «κρiτικός μαρξισμός» όλων των αποχρώσεων–, μόνο μέσα από την γραφειοκρατική παραμόρφωση ή ακόμα και την κρατικο-καπιταλιστική μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αλλά θα έπρεπε να συμπεριλάβει την ίδια τη μαρξιστική θεωρία ως κανονιστική θεωρία. Διότι η μονοδιάστατη αντίληψη για τον κόσμο και τις αντιθέσεις του, στηριγμένη αποκλειστικά στην οικονομική διάσταση, καθώς και η πεποίθηση του μαρξισμού και του διαφωτισμού πως η διαμόρφωση των ανθρώπων καθορίζεται αποκλειστικά από την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών, βρίσκονταν στη βάση των αστοχιών και της αποτυχίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τον Κονδύλη, ο Μαρξ παραμένει ο μεγάλος στοχαστής που ανέλυσε τον καπιταλισμό στα βασικά του χαρακτηριστικά –ανάλυση η οποία παραμένει έγκυρη μέχρι σήμερα–, αλλά όταν θέλει να μεταβληθεί στον προφήτη μιας νέας εγκόσμιας θρησκείας, λαθεύει τραγικά.
Εκκινώντας από αυτή τη βασική διαπίστωση –την οποἰα συμμερίζεται με αρκετούς στοχαστές, ανάμεσά τους και τον Κώστα Παπαϊωάννου, ο οποίος είχε ήδη καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα από τη δεκαετία του ’50– προχωράει στην συγκρότηση μιας «κονδυλικής» ανθρωπολογίας και οντολογίας, η οποία διατυπώνεται με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο στο βασικό θεωρητικό του έργο, Ισχύς και Απόφαση. Για τον Κονδύλη, η φύση του ανθρώπου παραμένει αναλλοίωτη, όπως την έχουν περιγράψει ήδη ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλι ή και ο Χομπς. Το βασικό του κίνητρο είναι η επιβεβαίωση της ισχύος, ατομικά ή συλλογικά, και πάνω σε αυτό ορθώνονται όλες οι ιδεολογίες και οι κοινωνικές κατασκευές μόνο μια «περιγραφική θεωρία», που αυτο-αποκλείεται από κάθε επιδίωξη ισχύος, θα μπορούσε να συλλάβει την πραγματικότητα, χωρίς να εμπλέκεται η ίδια σε κανονιστικές επιδιώξεις ισχύος. Πάνω σε αυτό το ζήτημα, δημοσιεύουμε ήδη, στο τρέχον τεύχος του ν. Λόγιου Ερμή, την εκτενέστατη ανάλυση του Ρεϋμόνδου Πετρίδη ενώ στο προσεχές τεύχος θα δημοσιευθούν και άλλες σχετικές κριτικές θεωρήσεις.
Άσχετα με τη συμφωνία ή τις πιθανές αντιρρήσεις σε αυτή την τοποθέτηση του Κονδύλη, γύρω από το ζήτημα της ισχύος και εν τέλει της «φύσης του ανθρώπου», η ευριστική της δυνατότητα ήταν εξαιρετική, διότι, σε μία εποχή κατάρρευσης των επαναστατικών εγχειρημάτων, προσέφερε τη δυνατότητα μιας αποστασιοποιημένης μελέτης της παγκόσμιας και της ελληνικής πραγματικότητας. Του προσέφερε τη δυνατότητα να δει με καθαρή ματιά την κρίση του ευρωπαϊκού αστικού πολιτισμού, τη μετάβαση σε μια πλανητική εποχή σύγκρουσης μεγάλων παγκόσμιων σχηματισμών και την κατάρρευση της παραδοσιακής τυπικής δημοκρατίας – όπως τα περιγράφει στα βιβλία του για τη γεωπολιτική ή για θεωρία του πολέμου, χωρίς ματογυάλια και ψευδοειρηνισμούς. Στην ίδια κατεύθυνση θα του επιτρέψει να δει με πιο καθαρή ματιά τόσο τη φιλοσοφία του διαφωτισμού –και του ελληνικού– καθώς και τη βαθύτατη παρακμή του ελληνικού κόσμου και του ελληνικού έθνους-κράτους.
Ο Κονδύλης, ιδιαίτερα στις αντιλήψεις του για τον πόλεμο και το έθνος, ως οπαδός της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, κατεδείκνυε την αυξανόμενη σημασία του έθνους-κράτους, σε μια εποχή επίτασης των πλανητικών συγκρούσεων. Αυτές οι θέσεις του, οι οποίες προκάλεσαν έντονη συζήτηση και προβληματισμό, βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη, στην ελληνική ιδεολογία της εποχής, θεωρία της παγκοσμιοποίησης και της απομείωσης του ρόλου των εθνών-κρατών, εντέλει και των ίδιων των εθνών. Έτσι ο Κονδύλης, ενώ μέχρι τη δεκαετία του ’80 γινόταν αποδεκτός από το πνευματικό κατεστημένο «της αριστεράς και της προόδου», ως ένας αναγνωρισμένος φιλόσοφος στη… Γερμανία, έστω και αιρετικός, τώρα πια έμπαινε σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, ιδιαίτερα μετά το επίμετρό του στη Θεωρία του Πολέμου, που αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και υποστήριζε πως η Ελλάδα είτε θα αντιταχθεί στον τουρκικό επεκτατισμό είτε θα υποταχθεί σε αυτόν.
Στη δεκαετία του ’90 λοιπόν, θα γίνει γνωστός από τα έργα του για τη γεωπολιτική, τον πόλεμο και τη μοίρα του ελληνισμού, και έτσι θα αποκτήσει πρόσβαση σε ένα ευρύτερο κοινό. Σε αντίθεση με την αφετηριακή του αντίληψη, μιας «απομάκρυνσης από τα εγκόσμια», θα αρχίσει να εμπλέκεται σταδιακώς στις εγχώριες πολιτικές αντιπαραθέσεις, με αποτέλεσμα οι φιλοσοφικές καταβολές του έργου του να ξεχαστούν εν μέρει, ή να αγνοούνται. Αν μάλιστα παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τα τελευταία του κείμενα, και ιδιαίτερα τις τρεις μεγάλες συνεντεύξεις, που δημοσιεύθηκαν λίγο πριν από τον θάνατό του, θα διακρίνει αδιαμφισβήτητα μία σταδιακή μετεξέλιξη και της ίδιας της φιλοσοφικής σκέψης του. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος του ελληνισμού, τάσσεται υπέρ του ενδογενούς εκσυγχρονισμού και εγκαταλείπει εντελώς τη «διεθνιστική» ευαισθησία των ιδεολογικών καταβολών του στον «αντιπατριωτικό» κριτικό μαρξισμό.
Η θεωρητική του απομάκρυνση από τις κανονιστικές ιδεολογίες είχε λειτουργήσει ως όχημα για μια «ψυχρή», αποστασιοποιημένη και περισσότερο αντικειμενική θεώρηση των διεθνών σχέσεων και της θέσης του ελληνικού έθνους-κράτους στον κόσμο.
Δυστυχώς, το νήμα της ζωής του κόπηκε σε μια κομβική, ίσως, στιγμή της ίδιας της πνευματικής του πορείας. Πάντως, όλα αυτά παραμένουν υποθέσεις και θα πρέπει να περιοριστούμε στο υπαρκτό έργο του.
Σε αυτό λοιπόν το τεύχος του ν. Λόγιου Ερμή, εκτός από το προαναφερθέν κείμενο του Ρεϋμόνδου Πετρίδη, δημοσιεύονται τα εξής κείμενα: Ο Μελέτης Μελετόπουλος, από αδημοσίευτη μελέτη του, παραθέτει ένα εκτενές απόσπασμα με βιογραφικά στοιχεία για τον Παναγιώτη Κονδύλη ο Σπύρος Κουτρούλης αναφέρεται στις απόψεις του περί έθνους ο Γιάννης Ταχόπουλος προβαίνει σε μία σύγκριση μεταξύ Καστοριάδη και Κονδύλη. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως αυτή η πρώτη απόπειρα σύγκρισης ανάμεσα στους δύο στοχαστές παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι και οι δύο συνδέονται πνευματικά με μία κοινή ρίζα στον «κριτικό μαρξισμό», που είχε ως αφετηρία τον Άγη Στίνα. Τέλος, για να κάνουμε ευκολότερη την πρόσβαση του αναγνώστη στο έργο του, αναδημοσιεύουμε ένα μεγάλο μέρος από την τελευταία συνέντευξή του στον Σπύρο Κουτρούλη, το 1998.
Στα επόμενα τεύχη του περιοδικού θα δημοσιευθούν, μεταξύ άλλων, κείμενα του Φώτη Δημητρίου, του Γιώργου Ευαγγελόπουλου, του Θεόδωρου Ζιάκα, του Γιάννη Ιωαννίδη, του Γιώργου Καραμπελιά, του Γιώργου Μερτίκα, του Μιχάλη Μερακλή, ενώ θα δημοσιευτούν ανέκδοτα κείμενα, επιστολές κ.λπ.
άρδην
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ