2014-10-13 14:55:47
Γαλλίδα, μικρόσωμη με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά... στο πρόσωπο και την φωνή της, που κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι η ηχώ της αδυναμίας της ανθρωπότητας, το ανελέητο κενό της ύπαρξης της ή απλά ότι ακούγεται σαν να πάλλονται φωνητικές χορδές σε έναν γδαρμένο λαιμό.
Η Εντίθ Πιάφ είναι μία διεθνώς αναγνωρισμένη καλλιτέχνης που έγινε σύμβολο της Γαλλίας κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ θεωρείται ως η πιο σημαντική παρουσία της βαριετέ σκηνής της χώρας της. Γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1915 και ανέβηκε στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα την δεκαετία του ’40 ως σύμβολο του γαλλικού πάθους.
Η ζωή της ήταν δύσκολη, τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από την εγκατάλειψη της μάνας της και παρόλο που έλαμπε πάνω στη σκηνή, πολεμούσε συνεχώς με τους προσωπικούς της δαίμονες. Μία γυναίκα που δεν πέρασε ρόδινα, αλλά αναγνωρίστηκε. Η Εντίθ Πιάφ ήταν ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας, μοναδικός θα έλεγε κανείς, ένας άνθρωπος ιδιόρρυθμος που κατάφερε να γράψει την δική του ιστορία.
«Δεν υπήρξε ποτέ άλλη Πιαφ ούτε θα ξαναϋπάρξει», είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ο Zαν Kοκτό. Και, πράγματι, μισό αιώνα μετά τον θάνατό της η σπουδαία ερμηνεύτρια θεωρείται -πια- ένας αξεπέραστος μύθος
Η Εντίθ Πιάφ σε μικρή ηλικία
Γεννήθηκε ως Εντίθ Τζιοβάνα Γκασιόν στο Μπέλεβιλ του Παρισιού και πήρε το όνομα της από την Βρετανή νοσοκόμα Εντίθ Καβέλ που εκτελέστηκε κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επειδή βοηθούσε στρατιώτες να διαφύγουν των Γερμανών. Η μητέρα της, Ανέτ Τζιοβάνα Μελάρντ ήταν μία μέτρια λυρική τραγουδίστρια σε καφέ και ο πατέρας της, Λουίς Αλφόνς Γκασιόν ήταν πλανόδιος ακροβάτης.
Ήταν μόλις λίγων εβδομάδων όταν η Εντίθ βρέθηκε εγκαταλελειμμένη στο σπίτι της γιαγιάς της, από την ίδια της την μάνα. Όταν ήταν δύο ετών, ο πατέρας της αποφάσισε να την πάει στη μάνα του, στο Μπέρνε της Νορμανδίας και η Εντίθ βρέθηκε μαζί με την γιαγιά της που ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής.
Το 1919, η Εντίθ αρρωσταίνει λόγω της κακής ποιότητας ζωής και η πάθηση που είχε στον εγκέφαλο της στέρησε την όραση της. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν εφτά χρονών, όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γαλλία. Στα δέκα της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους.
H Πιάφ περιμένει να ξεκινήσει το επόμενο τραγούδι της
Ο πατέρας της, την έμαθε πώς να «πουλάει» και να πλασάρει τον εαυτό της. Στην ηλικία των 15 περίπου ετών η Εντίθ έφυγε από το πλευρό του για να κάνει την δική της καριέρα σαν τραγουδίστρια του δρόμου στο Παρίσι και τις γύρω περιοχές. Στα 17 της, απέκτησε μια κόρη που την ονόμασε Μαρσέλ. Η μικρή, πέθανε από μηνιγγίτιδα δύο χρόνια αργότερα. Η Πιάφ ήταν τόσο φτωχή τότε, που πολλοί κακεντρεχείς είπαν ότι κοιμόταν με διαφορετικούς άνδρες την ίδια μέρα ώστε να μαζέψει χρήματα για να κηδέψει την κόρη της.
Το 1935, ο Λουί Λεπλέ, διευθυντής του πιο κομψού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία την είδε στο δρόμο και μαγεμένος από το νεύρο, την ενέργεια και το μικρό της ανάστημα της έδωσε το ψευδώνυμο που θα την ακολουθούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της: «La Môme Piaf» (Το σπουργιτάκι). O Λεπλέ πίστεψε σε αυτήν και έκανε μία μεγάλη διαφημιστική καμπάνια για το ντεμπούτο της.
Η επιτυχία της Πιάφ ήταν τόσο μεγάλη που την ίδια χρονιά έκανε δύο δίσκους. Την άνοιξη του 1936, ο Λεπλέ δολοφονήθηκε και τότε οι έρευνες των αρχών στράφηκαν προς την ίδια για συνεργία στο έγκλημα. Ήταν τότε που η μεγάλη τραγουδίστρια ανέλαβε να φτιάξει την εικόνα της. Υιοθέτησε το όνομα Εντίθ Πιάφ μόνιμα πλέον και ερμήνευε τραγούδια που εξιδανίκευαν τη ζωή της στους δρόμους, τονίζοντας το πάθος και την εσωτερική της δύναμη.
Στα πρώτα της βήματα
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμάλωτους πολέμου. Οι συναυλίες που έκανε για τους Γερμανούς στρατιώτες ήταν αμφιλεγόμενες, αν και αργότερα δήλωσε ότι εργαζόταν για την γαλλική Αντίσταση. Δεν είναι ακριβές τι συνέβη με τη δράση της, ωστόσο έγινε γνωστό ότι βοήθησε έναν μεγάλο αριθμό ατόμων να διαφύγουν από τις διώξεις των Ναζί.
Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει. Μετά τον πόλεμο, η φήμη της εξαπλώθηκε γρήγορα. Περιόδευσε σε Ευρώπη, Νότια Αμερική και Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό κοινό αρχικά δεν ενθουσιάστηκε από την κατήφεια και τα σκούρα ρούχα της, η Πιάφ συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές που δικαιολόγησαν την ύπαρξη της σε δύο τηλεοπτικές εκπομπές του «The Ed Sullivan Show».
Η προσωπική ζωή της Εντίθ Πιάφ ήταν σχεδόν δραματική
Είχε ειδύλλια με πολλούς συνεργάτες της και μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Γαλλίας. Την δεκαετία του ’40 και ενώ γνώριζε μεγάλες δόξες στην Νέα Υόρκη, ερωτεύτηκε τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν. Οι δυο τους έζησαν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντζα εκείνης της εποχής.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1946 η Πιάφ είχε έρθει στην Ελλάδα για να δώσει συναυλία στο θέατρο Κοτοπούλη. Τότε, γνώρισε τον 25χρονο Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Εκείνος όμως δεν ανταποκρινόταν, γεγονός που την πλήγωσε.
Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά. Κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1950 κι ενώ ήταν ήδη εθισμένη στο αλκοόλ, «χτυπήθηκε» από ρευματοειδή αρθρίτιδα, βιώνοντας έναν μόνιμο και συνεχή πόνο. Κάπως έτσι ξεκίνησε η εξάρτησή της από τα παυσίπονα.
Εντίθ Πιάφ και Μερσέλ Σερντάν
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.
Η Πιάφ δεν ολοκλήρωσε κανένα πρόγραμμα απεξάρτησης ενώ είχε και τρία σοβαρά τροχαία ατυχήματα, από τα οποία κληρονόμησε αρκετά κατάγματα και φριχτούς πόνους. Ο εθισμός της στη μορφίνη για να απαλύνει όλους τους πόνους, ήταν μονόδρομος. Το 1959, κατέρρευσε στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, πιθανότατα επειδή έκανε την εμφάνισή της κάποιου είδους ηπατική νόσος.
Δεν είναι σαφές εάν ήταν καρκίνος ή κίρρωση ή και τα δύο, αλλά φαίνεται ότι υποβλήθηκε σε τουλάχιστον μία χειρουργική επέμβαση στο συγκεκριμένο σημείο. Στις τελευταίες συναυλίες της, η κοιλιά της ήταν διογκωμένη. Ένοχος γι αυτή την κατάσταση τότε, θεωρήθηκε ο καρκίνος.
Το 1960, τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) του Σαρλ Ντυμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει «Τεό Σαραπό» από το «Σ' αγαπώ» και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο ΒΡΑΒΕΙΟ της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.
Η Πιάφ δεν ένιωθε καλά και το 1963 πήγε μαζί με τον Τεό στην βίλα της στην Γαλλική Ριβιέρα. Η κατάσταση της επιδεινώθηκε γρήγορα και το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου πέθανε. Η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων και των βιογράφων της υποστηρίζει ότι ο θάνατός της επήλθε από καρκίνο, κατά πάσα πιθανότητα από το ήπαρ. Ωστόσο, η αδελφή του συζύγου της, είπε ότι ο Τεό ήταν σχεδόν βέβαιος ότι πέθανε λόγω ενός εγκεφαλικού ανευρύσματος.
Δεν έγινε νεκροψία, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποκαλυφθεί η πραγματική αιτία. Για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι (πιθανώς επειδή η Πιάφ είχε δηλώσει ότι ήθελε να πεθάνει στο Παρίσι, την πόλη όπου γεννήθηκε και έκανε καριέρα), ο σύζυγός της και μια νοσοκόμα, μετέφεραν με ένα αυτοκίνητο τη σορό της στο Παρίσι όπου ανακοινώθηκε ο θάνατός της το επόμενο πρωί. Ήταν 47 ετών.
Ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού αρνήθηκε να την κηδέψει λόγω της «αμετανόητης και αμαρτωλής ζωής της». Τελικά έθαψαν τη σορό της στο νεκροταφείο Περέ Λασέρ στο Παρίσι, δίπλα στον τάφο της κόρης της και στην κηδεία της παρευρέθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι.
Εντίθ Πιάφ και Τεό Σαραπό
Η Πιάφ πέθανε φτωχή αφήνοντας στον σύζυγο της πάρα πολλά χρέη και μία σπουδαία καριέρα με πάνω από 200 τραγούδια. Κατάφερε να γραφεί στο πάνθεον των ερμηνευτών λόγω της μοναδικής της φωνής-ανεξαρτήτως γούστου-και του ιδιόρρυθμου και παθιασμένου χαρακτήρα της. Παρόλο που ο βίος της ήταν ταραγμένος και εκείνη υπέφερε, κατάφερε να επιβιώσει σαν ένας άνθρωπος που μαζεύει εμπειρίες, τις εκφράζει μέσα από την τέχνη του, και γι αυτό «δεν μετανιώνει για τίποτα».
Πηγή
Tromaktiko
Η Εντίθ Πιάφ είναι μία διεθνώς αναγνωρισμένη καλλιτέχνης που έγινε σύμβολο της Γαλλίας κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ θεωρείται ως η πιο σημαντική παρουσία της βαριετέ σκηνής της χώρας της. Γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1915 και ανέβηκε στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα την δεκαετία του ’40 ως σύμβολο του γαλλικού πάθους.
Η ζωή της ήταν δύσκολη, τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από την εγκατάλειψη της μάνας της και παρόλο που έλαμπε πάνω στη σκηνή, πολεμούσε συνεχώς με τους προσωπικούς της δαίμονες. Μία γυναίκα που δεν πέρασε ρόδινα, αλλά αναγνωρίστηκε. Η Εντίθ Πιάφ ήταν ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας, μοναδικός θα έλεγε κανείς, ένας άνθρωπος ιδιόρρυθμος που κατάφερε να γράψει την δική του ιστορία.
«Δεν υπήρξε ποτέ άλλη Πιαφ ούτε θα ξαναϋπάρξει», είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ο Zαν Kοκτό. Και, πράγματι, μισό αιώνα μετά τον θάνατό της η σπουδαία ερμηνεύτρια θεωρείται -πια- ένας αξεπέραστος μύθος
Η Εντίθ Πιάφ σε μικρή ηλικία
Γεννήθηκε ως Εντίθ Τζιοβάνα Γκασιόν στο Μπέλεβιλ του Παρισιού και πήρε το όνομα της από την Βρετανή νοσοκόμα Εντίθ Καβέλ που εκτελέστηκε κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επειδή βοηθούσε στρατιώτες να διαφύγουν των Γερμανών. Η μητέρα της, Ανέτ Τζιοβάνα Μελάρντ ήταν μία μέτρια λυρική τραγουδίστρια σε καφέ και ο πατέρας της, Λουίς Αλφόνς Γκασιόν ήταν πλανόδιος ακροβάτης.
Ήταν μόλις λίγων εβδομάδων όταν η Εντίθ βρέθηκε εγκαταλελειμμένη στο σπίτι της γιαγιάς της, από την ίδια της την μάνα. Όταν ήταν δύο ετών, ο πατέρας της αποφάσισε να την πάει στη μάνα του, στο Μπέρνε της Νορμανδίας και η Εντίθ βρέθηκε μαζί με την γιαγιά της που ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής.
Το 1919, η Εντίθ αρρωσταίνει λόγω της κακής ποιότητας ζωής και η πάθηση που είχε στον εγκέφαλο της στέρησε την όραση της. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν εφτά χρονών, όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γαλλία. Στα δέκα της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους.
H Πιάφ περιμένει να ξεκινήσει το επόμενο τραγούδι της
Ο πατέρας της, την έμαθε πώς να «πουλάει» και να πλασάρει τον εαυτό της. Στην ηλικία των 15 περίπου ετών η Εντίθ έφυγε από το πλευρό του για να κάνει την δική της καριέρα σαν τραγουδίστρια του δρόμου στο Παρίσι και τις γύρω περιοχές. Στα 17 της, απέκτησε μια κόρη που την ονόμασε Μαρσέλ. Η μικρή, πέθανε από μηνιγγίτιδα δύο χρόνια αργότερα. Η Πιάφ ήταν τόσο φτωχή τότε, που πολλοί κακεντρεχείς είπαν ότι κοιμόταν με διαφορετικούς άνδρες την ίδια μέρα ώστε να μαζέψει χρήματα για να κηδέψει την κόρη της.
Το 1935, ο Λουί Λεπλέ, διευθυντής του πιο κομψού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία την είδε στο δρόμο και μαγεμένος από το νεύρο, την ενέργεια και το μικρό της ανάστημα της έδωσε το ψευδώνυμο που θα την ακολουθούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της: «La Môme Piaf» (Το σπουργιτάκι). O Λεπλέ πίστεψε σε αυτήν και έκανε μία μεγάλη διαφημιστική καμπάνια για το ντεμπούτο της.
Η επιτυχία της Πιάφ ήταν τόσο μεγάλη που την ίδια χρονιά έκανε δύο δίσκους. Την άνοιξη του 1936, ο Λεπλέ δολοφονήθηκε και τότε οι έρευνες των αρχών στράφηκαν προς την ίδια για συνεργία στο έγκλημα. Ήταν τότε που η μεγάλη τραγουδίστρια ανέλαβε να φτιάξει την εικόνα της. Υιοθέτησε το όνομα Εντίθ Πιάφ μόνιμα πλέον και ερμήνευε τραγούδια που εξιδανίκευαν τη ζωή της στους δρόμους, τονίζοντας το πάθος και την εσωτερική της δύναμη.
Στα πρώτα της βήματα
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμάλωτους πολέμου. Οι συναυλίες που έκανε για τους Γερμανούς στρατιώτες ήταν αμφιλεγόμενες, αν και αργότερα δήλωσε ότι εργαζόταν για την γαλλική Αντίσταση. Δεν είναι ακριβές τι συνέβη με τη δράση της, ωστόσο έγινε γνωστό ότι βοήθησε έναν μεγάλο αριθμό ατόμων να διαφύγουν από τις διώξεις των Ναζί.
Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει. Μετά τον πόλεμο, η φήμη της εξαπλώθηκε γρήγορα. Περιόδευσε σε Ευρώπη, Νότια Αμερική και Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό κοινό αρχικά δεν ενθουσιάστηκε από την κατήφεια και τα σκούρα ρούχα της, η Πιάφ συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές που δικαιολόγησαν την ύπαρξη της σε δύο τηλεοπτικές εκπομπές του «The Ed Sullivan Show».
Η προσωπική ζωή της Εντίθ Πιάφ ήταν σχεδόν δραματική
Είχε ειδύλλια με πολλούς συνεργάτες της και μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Γαλλίας. Την δεκαετία του ’40 και ενώ γνώριζε μεγάλες δόξες στην Νέα Υόρκη, ερωτεύτηκε τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν. Οι δυο τους έζησαν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντζα εκείνης της εποχής.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1946 η Πιάφ είχε έρθει στην Ελλάδα για να δώσει συναυλία στο θέατρο Κοτοπούλη. Τότε, γνώρισε τον 25χρονο Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Εκείνος όμως δεν ανταποκρινόταν, γεγονός που την πλήγωσε.
Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά. Κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1950 κι ενώ ήταν ήδη εθισμένη στο αλκοόλ, «χτυπήθηκε» από ρευματοειδή αρθρίτιδα, βιώνοντας έναν μόνιμο και συνεχή πόνο. Κάπως έτσι ξεκίνησε η εξάρτησή της από τα παυσίπονα.
Εντίθ Πιάφ και Μερσέλ Σερντάν
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.
Η Πιάφ δεν ολοκλήρωσε κανένα πρόγραμμα απεξάρτησης ενώ είχε και τρία σοβαρά τροχαία ατυχήματα, από τα οποία κληρονόμησε αρκετά κατάγματα και φριχτούς πόνους. Ο εθισμός της στη μορφίνη για να απαλύνει όλους τους πόνους, ήταν μονόδρομος. Το 1959, κατέρρευσε στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, πιθανότατα επειδή έκανε την εμφάνισή της κάποιου είδους ηπατική νόσος.
Δεν είναι σαφές εάν ήταν καρκίνος ή κίρρωση ή και τα δύο, αλλά φαίνεται ότι υποβλήθηκε σε τουλάχιστον μία χειρουργική επέμβαση στο συγκεκριμένο σημείο. Στις τελευταίες συναυλίες της, η κοιλιά της ήταν διογκωμένη. Ένοχος γι αυτή την κατάσταση τότε, θεωρήθηκε ο καρκίνος.
Το 1960, τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) του Σαρλ Ντυμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει «Τεό Σαραπό» από το «Σ' αγαπώ» και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο ΒΡΑΒΕΙΟ της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.
Η Πιάφ δεν ένιωθε καλά και το 1963 πήγε μαζί με τον Τεό στην βίλα της στην Γαλλική Ριβιέρα. Η κατάσταση της επιδεινώθηκε γρήγορα και το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου πέθανε. Η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων και των βιογράφων της υποστηρίζει ότι ο θάνατός της επήλθε από καρκίνο, κατά πάσα πιθανότητα από το ήπαρ. Ωστόσο, η αδελφή του συζύγου της, είπε ότι ο Τεό ήταν σχεδόν βέβαιος ότι πέθανε λόγω ενός εγκεφαλικού ανευρύσματος.
Δεν έγινε νεκροψία, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποκαλυφθεί η πραγματική αιτία. Για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι (πιθανώς επειδή η Πιάφ είχε δηλώσει ότι ήθελε να πεθάνει στο Παρίσι, την πόλη όπου γεννήθηκε και έκανε καριέρα), ο σύζυγός της και μια νοσοκόμα, μετέφεραν με ένα αυτοκίνητο τη σορό της στο Παρίσι όπου ανακοινώθηκε ο θάνατός της το επόμενο πρωί. Ήταν 47 ετών.
Ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού αρνήθηκε να την κηδέψει λόγω της «αμετανόητης και αμαρτωλής ζωής της». Τελικά έθαψαν τη σορό της στο νεκροταφείο Περέ Λασέρ στο Παρίσι, δίπλα στον τάφο της κόρης της και στην κηδεία της παρευρέθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι.
Εντίθ Πιάφ και Τεό Σαραπό
Η Πιάφ πέθανε φτωχή αφήνοντας στον σύζυγο της πάρα πολλά χρέη και μία σπουδαία καριέρα με πάνω από 200 τραγούδια. Κατάφερε να γραφεί στο πάνθεον των ερμηνευτών λόγω της μοναδικής της φωνής-ανεξαρτήτως γούστου-και του ιδιόρρυθμου και παθιασμένου χαρακτήρα της. Παρόλο που ο βίος της ήταν ταραγμένος και εκείνη υπέφερε, κατάφερε να επιβιώσει σαν ένας άνθρωπος που μαζεύει εμπειρίες, τις εκφράζει μέσα από την τέχνη του, και γι αυτό «δεν μετανιώνει για τίποτα».
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πόσο δίκαιες είναι οι απόψεις της Τουρκίας για την “ΑΟΖ” της Κύπρου;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ