2014-10-30 03:02:12
Τους λόγους για τους οποίους οι Γερμανοί είναι τόσο διαφορετικοί από τους Έλληνες αλλά και όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εξηγεί με σημερινή ανάλυσή της η -ειδική επί του θέματος- Deutsche Bank.
Η ανάλυση επιχειρεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο πληθωρισμός και οι μισθοί δεν αυξάνονται παρά τα αντισυμβατικά μέτρα που εφαρμόζει η ΕΚΤ, αλλά την ίδια στιγμή, ρίχνει φως στα όσα χωρίζουν τους Γερμανούς από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης.
Και βέβαια, η βαθύτερη αιτία βρίσκεται στη συλλογική μνήμη του αποπληθωρισμού, που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Deutsche Bank εξηγεί:
Είναι αλήθεια ότι και άλλες βιομηχανικές χώρες έχουν υποφέρει από περιόδους ακραία υψηλού πληθωρισμού. Αλλά ο γερμανικός υπερπληθωρισμός του 1923 και η περίοδος του υψηλού πληθωρισμού που τελείωσε με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1948, ξεχωρίζουν. Για παράδειγμα, η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε από τα 3,5 μάρκα το 1922 στα 700 μάρκα τον Ιανουάριο του 1923 και έως και στα 670 εκατ. μάρκα τον Οκτώβριο. Η νομισματική μεταρρύθμιση χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς ως “η μεγαλύτερη απαλλοτρίωση της γερμανικής ιστορίας για τους κατόχους μετρητών (τα μετρητά και οι καταθέσεις μετατράπηκαν σε αναλογία 100 προς 6,5).
Με δεδομένο ότι ο υπερπληθωρισμός ήταν αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της σύγκρουσης για τις πολεμικές αποζημιώσεις, που ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κανείς αντιλαμβάνεται γιατί η υπερβολική αύξηση των τιμών καταναλωτή αποτελούν τη “μητέρα όλων των κακών” στη συλλογική αντίληψη των Γερμανών.
Τέτοιες τομές αντανακλώνται στη συλλογική μνήμη και την πολιτιστική κληρονομιά μιας κοινωνίας. Από τη μία πλευρά, μέσω της κοινωνικοποίησης, καθώς οι γονείς δίνουν έμφαση σε κάποια στοιχεία του χαρακτήρα, μεγαλώνοντας τα παιδιά τους. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί γονείς θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό το να μεγαλώνουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις αρχές της λιτότητας.
Αλλά την ίδια στάση τηρούν και στους θεσμούς τους, κάτι το οποίο βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στην Bundesbank. Όπως σημείωνε το 1992 ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, όλοι οι Γερμανοί δεν πιστεύουν στο Θεό, αλλά όλοι οι Γερμανοί πιστεύουν στην Bundesbank.
Ο ιστορικός Herfried Münkler εξηγεί ότι το μάρκο και το γερμανικό οικονομικό θαύμα αποτέλεσε ιδρυτικό μύθο της ομοσπονδίας: “Ο καθένας κουβαλούσε μαζί του το νόμισμα σαν ένα χειροπιαστό υπόστρωμα του ιδρυτικού μύθου και μπορούσε να τσεκάρει κάθε μέρα εάν οι υποσχέσεις που του είχαν δώσει εξακολουθούσαν να τηρούνται”. Και αυτό αποδεικνύει γιατί η σταθερότητα των τιμών αποτελεί για τους Γερμανούς ζήτημα εθνικού πρεστίζ.
Είναι ενδεικτικό ότι στο Faust ο Goethe, ο σημαντικότερος Γερμανός ποιητής, προειδοποιούσε πριν από 200 χρόνια για τις πληθωριστικές επιπτώσεις ενός συστήματος με βάση το χρήμα. Αλλά έως και σήμερα, οι Γερμανοί έχουν μία στρεβλή αντίληψη των τιμών. Για παράδειγμα, το 58% όσων ερωτήθηκαν σε έρευνα δήλωσαν ότι είχαν την αίσθηση ότι οι τιμές αυξήθηκαν το 2013 περισσότερο από το 1,5% που έδειξαν τα επίσημα στοιχεία.
Και οι πολιτισμικές διαφορές με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους δεν τελειώνουν εδώ. Έρευνα δείχνει τη μακροπρόθεσμη στάση που τηρούν οι Γερμανοί απέναντι στα πράγματα, καταγράφοντας την προθυμία τους να κάνουν προσπάθειες γνωρίζοντας ότι αυτές θα αποδώσουν μόνο στο μέλλον. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι το 89% των Γερμανών φοιτητών που ερωτήθηκαν προτιμούν να λάβουν 3.800 δολάρια σε ένα μήνα, από ό,τι 3.400 δολάρια άμεσα. Αντίθετα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, το ποσοστό των ερωτηθέντων που έδωσε την ίδια απάντηση είναι χαμηλότερο του 50%.
Πηγή
Tromaktiko
Η ανάλυση επιχειρεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο πληθωρισμός και οι μισθοί δεν αυξάνονται παρά τα αντισυμβατικά μέτρα που εφαρμόζει η ΕΚΤ, αλλά την ίδια στιγμή, ρίχνει φως στα όσα χωρίζουν τους Γερμανούς από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης.
Και βέβαια, η βαθύτερη αιτία βρίσκεται στη συλλογική μνήμη του αποπληθωρισμού, που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Deutsche Bank εξηγεί:
Είναι αλήθεια ότι και άλλες βιομηχανικές χώρες έχουν υποφέρει από περιόδους ακραία υψηλού πληθωρισμού. Αλλά ο γερμανικός υπερπληθωρισμός του 1923 και η περίοδος του υψηλού πληθωρισμού που τελείωσε με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1948, ξεχωρίζουν. Για παράδειγμα, η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε από τα 3,5 μάρκα το 1922 στα 700 μάρκα τον Ιανουάριο του 1923 και έως και στα 670 εκατ. μάρκα τον Οκτώβριο. Η νομισματική μεταρρύθμιση χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς ως “η μεγαλύτερη απαλλοτρίωση της γερμανικής ιστορίας για τους κατόχους μετρητών (τα μετρητά και οι καταθέσεις μετατράπηκαν σε αναλογία 100 προς 6,5).
Με δεδομένο ότι ο υπερπληθωρισμός ήταν αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της σύγκρουσης για τις πολεμικές αποζημιώσεις, που ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κανείς αντιλαμβάνεται γιατί η υπερβολική αύξηση των τιμών καταναλωτή αποτελούν τη “μητέρα όλων των κακών” στη συλλογική αντίληψη των Γερμανών.
Τέτοιες τομές αντανακλώνται στη συλλογική μνήμη και την πολιτιστική κληρονομιά μιας κοινωνίας. Από τη μία πλευρά, μέσω της κοινωνικοποίησης, καθώς οι γονείς δίνουν έμφαση σε κάποια στοιχεία του χαρακτήρα, μεγαλώνοντας τα παιδιά τους. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί γονείς θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό το να μεγαλώνουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις αρχές της λιτότητας.
Αλλά την ίδια στάση τηρούν και στους θεσμούς τους, κάτι το οποίο βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στην Bundesbank. Όπως σημείωνε το 1992 ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, όλοι οι Γερμανοί δεν πιστεύουν στο Θεό, αλλά όλοι οι Γερμανοί πιστεύουν στην Bundesbank.
Ο ιστορικός Herfried Münkler εξηγεί ότι το μάρκο και το γερμανικό οικονομικό θαύμα αποτέλεσε ιδρυτικό μύθο της ομοσπονδίας: “Ο καθένας κουβαλούσε μαζί του το νόμισμα σαν ένα χειροπιαστό υπόστρωμα του ιδρυτικού μύθου και μπορούσε να τσεκάρει κάθε μέρα εάν οι υποσχέσεις που του είχαν δώσει εξακολουθούσαν να τηρούνται”. Και αυτό αποδεικνύει γιατί η σταθερότητα των τιμών αποτελεί για τους Γερμανούς ζήτημα εθνικού πρεστίζ.
Είναι ενδεικτικό ότι στο Faust ο Goethe, ο σημαντικότερος Γερμανός ποιητής, προειδοποιούσε πριν από 200 χρόνια για τις πληθωριστικές επιπτώσεις ενός συστήματος με βάση το χρήμα. Αλλά έως και σήμερα, οι Γερμανοί έχουν μία στρεβλή αντίληψη των τιμών. Για παράδειγμα, το 58% όσων ερωτήθηκαν σε έρευνα δήλωσαν ότι είχαν την αίσθηση ότι οι τιμές αυξήθηκαν το 2013 περισσότερο από το 1,5% που έδειξαν τα επίσημα στοιχεία.
Και οι πολιτισμικές διαφορές με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους δεν τελειώνουν εδώ. Έρευνα δείχνει τη μακροπρόθεσμη στάση που τηρούν οι Γερμανοί απέναντι στα πράγματα, καταγράφοντας την προθυμία τους να κάνουν προσπάθειες γνωρίζοντας ότι αυτές θα αποδώσουν μόνο στο μέλλον. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι το 89% των Γερμανών φοιτητών που ερωτήθηκαν προτιμούν να λάβουν 3.800 δολάρια σε ένα μήνα, από ό,τι 3.400 δολάρια άμεσα. Αντίθετα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, το ποσοστό των ερωτηθέντων που έδωσε την ίδια απάντηση είναι χαμηλότερο του 50%.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΓΣΕΒΕΕ: Με πολλές «γκρίζες ζώνες» το προσχέδιο για τα «κόκκινα» δάνεια
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ