2014-11-09 00:10:39
To Τείχος του Βερολίνου (γερμ. Berliner Mauer), ήταν τμήμα των ενδογερμανικών συνόρων, δηλ. των συνόρων που χώριζαν τη Γερμανία σε δύο κράτη, στην περιοχή του Βερολίνου. Από την ανέγερσή του, από τους Ανατολικογερμανούς, στις 13 Αυγούστου 1961 μέχρι την πτώση του στις 9 Νοεμβρίου 1989 χώριζε το Δυτικό Βερολίνο από το Ανατολικό και τη γύρω περιοχή της Ανατολικής Γερμανίας. Υπήρξε το γνωστότερο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και της διαίρεσης της Γερμανίας, ως επιστέγασμα του αποκλεισμού του Βερολίνου που είχε αρχίσει το 1948. Κατά την προσπάθειά τους να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από τις καλά φρουρούμενες συνοριακές εγκαταστάσεις του Τείχους θανατώθηκαν τουλάχιστον 86 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και 2 Έλληνες, από βίαιες ενέργειες των ανατολικογερμανικών δυνάμεων ασφάλειας. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στους 238 προσμετρώντας και τα ατυχήματα, θύματα των οποίων τελικά κατέληξαν.
Ανέγερση του τείχους
-Το 1945, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις Ζώνες Κατοχής, οι οποίες ελέγχονταν και διοικούνταν από τους Συμμάχους (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία) σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου της Γιάλτας. Με ανάλογο τρόπο μοιράστηκε και το Βερολίνο, η πρώην πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας, σε τέσσερις τομείς. Ταυτόχρονα άρχιζε ο Ψυχρός Πόλεμος σε όλα τα επίπεδα. Το Βερολίνο έγινε το κεντρικό θέατρο επιχειρήσεων στην μάχη των μυστικών υπηρεσιών από Ανατολή και Δύση. Το 1948 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη κρίση με τον αποκλεισμό του Βερολίνου από την Σοβιετική Ένωση.
-Το τείχος που χώριζε την πόλη σε Ανατολική και Δυτική ήταν το αποτέλεσμα του ψυχρού πολέμου. Κτίστηκε από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για να αποτρέψει τους πολίτες της να αυτομολούν από την Ανατολή στη Δύση. Από το 1989, όταν άνοιξαν τα σύνορα, το μεγαλύτερο κομμάτι του τείχους κατεδαφίστηκε. Μετά τον β΄παγκόσμιο πόλεμο η Γερμανία χωρίστηκε σε δύο κράτη με τις συμμαχικές δυνάμεις να κρατάνε τον έλεγχο της Δυτικής πλευράς του Βερολίνου που ήταν περικυκλωμένη από την ανατολική Γερμανία. Μέχρι το 1961 η ανατολικογερμανοί μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα μεταξύ των δύο τμημάτων ανατολικού – δυτικού. Αλλά η καλή ζωή του δυτικού Βερολίνου έκανε τους ανατολικούς να μετακομίζουν εκεί περίπου 20.000 το μήνα. Στις 12 Αυγούστου 1961 οι αρχές της ανατολικής Γερμανίας αποφάσισαν να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου με σκοπό να σταματήσουν τη φυγή των κατοίκων. Επισήμως ισχυρίστηκαν ότι το τείχος - μία αντικαπιταλιστική προστασία ως άμυνα της ανατολικής κατά της δυτικής επιθετικότητας. Το πρωί της 13 Αυγούστου τα συρματοπλέγματα ήταν εγκατεστημένα. Οι συγκοινωνίες είχαν κοπεί και όλα τα σπίτια στην ανατολική πλευρά των συνόρων εκκενώθηκαν και τα παράθυρά τους κτίστηκαν. Με το χρόνο τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από ένα τοίχο 3,6μ. κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς γνωστή και ως ζώνη θανάτου με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115μ. οι φύλακες είχαν τη διαταγή να πυροβολούν όσους έκαναν απόπειρα να δραπετεύσουν με αποτελεσμένα 192 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στην Δύση. Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού προέδρου Γκορμπατσόφ στην Δυτική Γερμανία το 1989 η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορα της με την Αυστρία. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις 9 Νοεμβρίου 1989 οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν. Από τότε τα περισσότερα κομμάτια του τείχους αποσυναρμολογήθηκαν. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι 1326μ. και βρίσκεται κατά μήκος Muhlenstrasse και είναι διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες. Πρόσβαση: Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια. Ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery (σταθμός Ostbahnhof S3, S5, S7, S9, S75), και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999.
-Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht). Σε μια διεθνή συνέντευξη τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο Ανναμαρί Ντόερ (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:
-Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980 Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια. Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρνάουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
-Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
-Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου. Όλα τα κομμάτια του τείχους έχουν υποστεί αλλοιώσεις κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας. Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί. Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα[3]. Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.
Ανέγερση του τείχους
Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht). Σε μια διεθνή συνέντευξη τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο Ανναμαρί Ντόερ (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:
«Την ερώτησή σας την αντιλαμβάνομαι ως εξής: υπάρχουν άνθρωποι στη Δυτική Γερμανία, που θέλουν να κινητοποιήσουμε τους οικοδόμους της πρωτεύουσας της ΛΔΓ για να χτίσουμε ένα τείχος. Δεν έχω ακούσει να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Οι οικοδόμοι της πρωτεύουσας ασχολούνται ως επί το πλείστον με την ανέγερση κατοικιών και εκεί επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει τείχος!»
Έτσι, ο Ούλμπριχτ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «τείχος» με αυτή την έννοια, δύο μήνες πριν χτιστεί πραγματικά.
Πληροφορίες για το σχεδιασμό «δραστικών μέτρων» με σκοπό τη στεγανοποίηση του Δυτικού Βερολίνου έφθαναν στις μυστικές υπηρεσίες των Δυτικών Συμμάχων, ωστόσο η συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η έκταση των μέτρων τους εξέπληξαν. Καθώς ο αποκλεισμός δεν περιόριζε τα δικαιώματα πρόσβασής τους στο Δυτικό Βερολίνο, δεν μπορούσαν να επέμβουν. Σχετικές πληροφορίες έφθασαν και στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) της Δυτικής Γερμανίας ήδη από τα μέσα Ιουλίου. Μετά την επίσκεψη του Β. Ούλμπριχτ στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσώφ στα πλαίσια της συνάντησης κορυφής των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Μόσχα στις 3-5 Αυγούστου 1961, η δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών καταγράφει στην εβδομαδιαία αναφορά της στις 9 Αυγούστου:
«Οι πληροφορίες που διαθέτουμε δείχνουν πως το καθεστώς του Πάνκοβ (Pankow) (ενν. η ανατολικογερμανική κυβέρνηση) επιδιώκει να εξασφαλίσει την έγκριση της Μόσχας για να θέσει σε εφαρμογή δραστικά μέτρα αποκλεισμού, που θα περιλάμβαναν κυρίως τη στεγανοποίηση των συνόρων ανάμεσα στους τομείς του Βερολίνου και τη διακοπή της κυκλοφορίας του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό στην πόλη. Περιμένουμε να δούμε πόσο κατάφερε να πείσει ο Ούλμπριχτ τη Μόσχα με αυτές του τις κρούσεις».
Πραγματικά, ο Ούλμπριχτ παρουσίασε την κατάσταση της χώρας του με τα πιο μελανά χρώματα και υπαινίχθηκε ότι αν δεν λαμβάνονταν μέτρα ενάντια στη φυγή του πληθυσμού, η ΛΔΓ θα ήταν πολύ σύντομα ανίκανη να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Τελικά συμφωνήθηκε να χωριστούν με συρματόπλεγμα οι δύο τομείς του Βερολίνου και, αν δεν υπάρξουν αντιδράσεις από τη Δύση, να χτιστεί τελικά ένα τείχος. Στην ανακοίνωση που συντάχθηκε μετά συνάντηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δημοσιεύτηκε τη μέρα της ανέγερσης του Τείχους, οι χώρες που έλαβαν μέρος εξέφραζαν την κοινή πρόθεσή τους «να κλείσουν τα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου για τις ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική φύλαξη και τον έλεγχο γύρω από την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου». Στις 11 Αυγούστου κυρώθηκαν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης της Μόσχας από τη βουλή της ΛΔΓ και δόθηκε η εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔΓ ενέκρινε στις 12 Αυγούστου την κινητοποίηση ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των συνόρων προς το Δυτικό Βερολίνο και το στήσιμο οδοφραγμάτων.
Το Σάββατο 12 Αυγούστου έφτασε στη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών η ακόλουθη αναφορά από το Ανατολικό Βερολίνο: «Στις 11 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι κομματικοί επίτροποι των εκδοτικών επιχειρήσεων του κόμματος και άλλοι κομματικοί παράγοντες στην Κεντρική Επιτροπή του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σ’ αυτή διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων... Η συνεχιζόμενη αύξηση του κύματος προσφύγων επιβάλλει την εφαρμογή μέτρων αποκλεισμού του ανατολικού τομέα του Βερολίνου και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής τις επόμενες ημέρες και όχι, όπως πρόβλεπε αρχικά το σχέδιο, σε 14 μέρες. Ακριβής ημερομηνία δεν αναφέρθηκε.»
Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980
Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια.
Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρνάουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
Αντιδράσεις στην Δυτική Γερμανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την ίδια κιόλας ημέρα ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ κάλεσε από το ραδιόφωνο τον πληθυσμό να παραμείνει ήρεμος και ψύχραιμος, επικαλούμενος μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης από κοινού με τους Συμμάχους, χωρίς όμως να γίνει πιο συγκεκριμένος. Δύο εβδομάδες πέρασαν πριν επισκεφθεί το Δυτικό Βερολίνο. Μόνο ο δήμαρχος και κυβερνήτης του Δυτικού Βερολίνου Βίλλυ Μπραντ διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της περιχαράκωσης και της οριστικής διαίρεσης της πόλης, στους τρεις Δυτικούς διοικητές, στους οποίους και κατήγγειλε ότι η Ανατολική Γερμανία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το Ανατολικό Βερολίνο και είχε καταργήσει το καθεστώς της τετραμερούς κατοχής της πόλης και συνεπώς η ενέργεια αυτή αιτιολογούσε αντίποινα, δεν είχε όμως καμιά ουσιαστική δύναμη στα χέρια του. Μάταια οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος περίμεναν κάποια ένδειξη ότι οι ΗΠΑ θα τους βοηθούσε όπως το 1948. Την ίδια κιόλας χρονιά τα δυτικογερμανικά κρατίδια ίδρυσαν την Κεντρική Δικαστική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης (Zentrale Erfassungsstelle der Landesjustizverwaltungen) στο Ζάλτσγκίτερ (Salzgitter), για την καταγραφή των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της ΛΔΓ, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστο συμβολικά τον αποτροπιασμό τους για το ανατολικογερμανικό καθεστώς. Στις 16 Αυγούστου 1961 πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή του Βίλλυ Μπραντ και 300.000 Δυτικοβερολινέζων μπροστά από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ (Schöneberg).
Αντιδράσεις των Συμμάχων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές και οι ηγέτες τους βρίσκονταν σε διακοπές, τις οποίες δεν θεώρησαν αναγκαίο να διακόψουν. 20 ώρες πέρασαν μέχρι την εμφάνιση στρατιωτικών περιπόλων στα σύνορα και 40 μέχρι την επίδοση διαμαρτυρίας στο σοβιετικό στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου. 72 ώρες χρειάστηκαν για να επιδοθούν επίσημες νότες διαμαρτυρίας σύμφωνα με τους διπλωματικούς τύπους στη Μόσχα. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Ήδη στις 5 Αυγούστου είχε προκαλέσει σάλο ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φούλμπράιτ (William Fullbright), όταν αναρωτήθηκε γιατί οι Ανατολικογερμανοί δεν κλείνουν τα σύνορά τους, όπως έχουν δικαίωμα. Μπροστά στα απειλητικά αιτήματα του Χρουστσώφ για αποστρατικοποίηση του Βερολίνου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζων Κέννεντυ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις σε ολόκληρο το Βερολίνο, έθεσε τα όρια της ανοχής του στην εξασφάλιση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου και σχεδόν «υπέδειξε» τη λύση της διχοτόμησης της πόλης.
Οι Δυτικοί, λοιπόν, είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου, «τσιμεντωνόταν» με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Κέννεντυ δήλωσε: «Δεν είναι και πολύ ωραία λύση, είναι όμως χίλιες φορές καλύτερη από τον πόλεμο». «Οι Ανατολικογερμανοί», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν (Harold MacMillan), «σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο».
Ο Κένεντυ τουλάχιστον παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου. Για να επιβεβαιώσει ότι οι προσβάσεις προς την πόλη έμειναν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη Δυτική Γερμανία περνώντας από ανατολικογερμανικό έδαφος, καθώς επίσης και τον αντιπρόεδρο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson), που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δυτικοβερολινέζους. Η αξίωση του ηγέτη της ΛΔΓ Βάλτερ Ούλμπριχτ, να ελέγχει η αστυνομία του τους αξιωματικούς και το πολιτικό προσωπικό των συμμάχων, απορρίφθηκε κατηγορηματικότατα από τους Αμερικανούς. Στο τέλος αναγκάστηκε και ο ίδιος ο διοικητής των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Γερμανία να επέμβει κατευναστικά στους κομματικούς παράγοντες της ΛΔΓ γι’ αυτό το θέμα.
Οι Δυτικοί αξιοποίησαν το γεγονός προπαγανδιστικά για να καταδικάσουν το Τείχος του αίσχους και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντυ θα εκφωνήσει μπροστά του την περίφημη ομιλία του, στην οποία σε άπταιστα γερμανικά, δήλωνε πως και ο ίδιος ήταν ένας Βερολινέζος, («ich bin ein Berliner»)[1]
Η διαιρεμένη χώρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλη του Βραδεμβούργου το 1987, άποψη από τα δυτικά
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δεν μπορούσαν πλέον να εισέρχονται ελεύθερα στην Ανατολική Γερμανία ήδη από την 1η Ιουνίου 1952. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε τελικά, το 1963, μια ρύθμιση, που επέτρεπε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικοβερολινέζους να επισκέπτονται συγγενείς τους στις ανατολικές συνοικίες της πόλης τα Χριστούγεννα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, με την πολιτική προσέγγισης της ΟΔΓ και της ΛΔΓ που ακολούθησαν ο Βίλυ Μπραντ και ο Έριχ Χόνεκερ, έγιναν λιγότερο αδιαπέραστα τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ανατολική Γερμανία παρείχε ταξιδιωτικές διευκολύνσεις κυρίως σε «μη παραγωγικές» ομάδες του πληθυσμού, όπως οι συνταξιούχοι, και επέτρεπε σε Δυτικογερμανούς κατοίκους παραμεθόριων περιοχών να πραγματοποιούν απλές επισκέψεις. Η ΛΔΓ εξαρτούσε την ευρύτερη ελευθερία διακίνησης από την αναγνώριση της υπόστασής της ως κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους και απαιτούσε την έκδοση των πολιτών της που ταξίδευαν προς τη Δυτική Γερμανία και δεν επέστρεφαν. Η ΟΔΓ όμως δεν ήθελε να ικανοποιήσει αυτούς τους όρους σύμφωνα και με σχετικές προβλέψεις του συντάγματός της. Η ανατολικογερμανική προπαγάνδα αποκαλούσε το τείχος και τις εγκαταστάσεις του «αντιφασιστικό προστατευτικό φράγμα», το οποίο είχε σκοπό να προφυλάξει τη ΛΔΓ από τη «εγκατάλειψη, τη διάβρωση, την κατασκοπεία, τη δολιοφθορά, το λαθρεμπόριο, το ξεπούλημα και την επιθετικότητα» της Δύσης. Στην πραγματικότητα τα αμυντικά έργα στρέφονταν κυρίως κατά των ίδιων της των πολιτών.
Θύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις 24 Αυγούστου 1961, έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος Γκύντερ Λίτφιν (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Ο Πέτερ Φέχτερ (Peter Fechter) πέθανε από αιμορραγία στις 17 Αυγούστου 1962 στη νεκρή ζώνη. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο Κρις Γκέφροϋ (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1989.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, γλίτωναν σπάνια με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.
Σε επεισόδια στο τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη Ράινχολντ Χουν (Reinhold Huhn), που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του τείχους.
Η πορεία προς την πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Συνοριοφύλακας επιτηρεί τα υπολείμματα του Τείχους στην Πύλη του Βραδεμβούργου, Νοέμβριος 1989
Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Λόγω της αντίδρασης του γηραιού και υπερσυντηρητικού ηγέτη της ΛΔΓ Έριχ Χόνεκερ, η Ανατολική Γερμανία δεν συμμετείχε σ’ αυτές τις εξελίξεις. Οι διαδηλώσεις με αιτήματα τον εκδημοκρατισμό και την ελευθερία διακίνησης προς το εξωτερικό εντείνονταν. Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, το νέο κύμα εγκατάλειψης της χώρας προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσα από τρίτες χώρες προκαλώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και της Ανατολικής Γερμανίας. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί πολίτες κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας και πέτυχαν τελικά να τους επιτραπεί η είσοδος στη Δυτική Γερμανία. Άλλοι διέφευγαν μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία, μετά το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων στις 2 Μαΐου 1989, και από ’κει στη Δυτική Γερμανία. Ως «αντάλλαγμα» για το άνοιγμα των συνόρων της με την Αυστρία, η Ουγγαρία έλαβε δάνειο ύψους 500 εκατομμυρίων μάρκων από τη δυτικογερμανική κυβέρνηση Κολ.
Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς στις 17 Οκτωβρίου 1989 και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης. Η βίαιη απαγόρευση της διακίνησης προς το εξωτερικό ήταν όμως το μόνο μέσο που διέθετε το ολοκληρωτικό καθεστώς,για να κρατήσει τους πολίτες του στη χώρα. Ειδικά οι Ανατολικογερμανοί είχαν ένα κράτος δυτικού τύπου δίπλα στη χώρα τους, το οποίο λόγω της εθνικής συγγένειας και της ισχυρής οικονομίας του ήταν πολύ πιο ισχυρός πόλος έλξης απ’ ότι γενικά η Δύση για τους πολίτες άλλων κομμουνιστικών χωρών. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν επιδίωκε το μόνιμο εκπατρισμό και την εγκατάλειψη της χώρας του. Διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό της και την ελευθερία να πραγματοποιεί ιδιωτικές επισκέψεις ή σύντομα ταξίδια στη Δυτική Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δύσης. Αλλά και η οικονομία της ΛΔΓ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει παρά μόνο με κλειστά σύνορα, καθώς δεν θα άντεχε τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Το άνοιγμα των συνόρων της ΛΔΓ θα σήμαινε το τέλος του κομμουνισμού σε γερμανικό έδαφος, όπως άλλωστε έδειξαν και οι κατοπινές εξελίξεις.
Τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η νέα ηγεσία φάνηκε ανίκανη να χειριστεί την κατάσταση. Σύντομα επικράτησε σύγχυση, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές και δυναμικές, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή. Στις 6 Νοεμβρίου 1989 δημοσιοποίησε η κυβέρνηση ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη Λειψία 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ενέκρινε το Πολιτικό Γραφείο το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε. Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκύντερ Σαμπόφσκι (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου το Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις. Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔΓ έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔΓ.»
Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.
Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή... απ’ όσο ξέρω... αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε. Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.
Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων. Είναι εξάλλου αμφίβολο αν οι δυνάμεις ασφαλείας θα εκτελούσαν τέτοιες εντολές. Από τη Μόσχα πάντως, αντίθετα με ότι συνέβη ίδια την Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, δεν επρόκειτο να δοθεί κάλυψη σε βίαιες ενέργειες. Ήδη από τον Αύγουστο του 1989 οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της ΛΔΓ είχαν λάβει την εντολή να μην αναμειχθούν και να παραμείνουν στα στρατόπεδά τους.
Tromaktiko
Ανέγερση του τείχους
-Το 1945, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις Ζώνες Κατοχής, οι οποίες ελέγχονταν και διοικούνταν από τους Συμμάχους (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία) σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου της Γιάλτας. Με ανάλογο τρόπο μοιράστηκε και το Βερολίνο, η πρώην πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας, σε τέσσερις τομείς. Ταυτόχρονα άρχιζε ο Ψυχρός Πόλεμος σε όλα τα επίπεδα. Το Βερολίνο έγινε το κεντρικό θέατρο επιχειρήσεων στην μάχη των μυστικών υπηρεσιών από Ανατολή και Δύση. Το 1948 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη κρίση με τον αποκλεισμό του Βερολίνου από την Σοβιετική Ένωση.
-Το τείχος που χώριζε την πόλη σε Ανατολική και Δυτική ήταν το αποτέλεσμα του ψυχρού πολέμου. Κτίστηκε από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για να αποτρέψει τους πολίτες της να αυτομολούν από την Ανατολή στη Δύση. Από το 1989, όταν άνοιξαν τα σύνορα, το μεγαλύτερο κομμάτι του τείχους κατεδαφίστηκε. Μετά τον β΄παγκόσμιο πόλεμο η Γερμανία χωρίστηκε σε δύο κράτη με τις συμμαχικές δυνάμεις να κρατάνε τον έλεγχο της Δυτικής πλευράς του Βερολίνου που ήταν περικυκλωμένη από την ανατολική Γερμανία. Μέχρι το 1961 η ανατολικογερμανοί μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα μεταξύ των δύο τμημάτων ανατολικού – δυτικού. Αλλά η καλή ζωή του δυτικού Βερολίνου έκανε τους ανατολικούς να μετακομίζουν εκεί περίπου 20.000 το μήνα. Στις 12 Αυγούστου 1961 οι αρχές της ανατολικής Γερμανίας αποφάσισαν να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου με σκοπό να σταματήσουν τη φυγή των κατοίκων. Επισήμως ισχυρίστηκαν ότι το τείχος - μία αντικαπιταλιστική προστασία ως άμυνα της ανατολικής κατά της δυτικής επιθετικότητας. Το πρωί της 13 Αυγούστου τα συρματοπλέγματα ήταν εγκατεστημένα. Οι συγκοινωνίες είχαν κοπεί και όλα τα σπίτια στην ανατολική πλευρά των συνόρων εκκενώθηκαν και τα παράθυρά τους κτίστηκαν. Με το χρόνο τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από ένα τοίχο 3,6μ. κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς γνωστή και ως ζώνη θανάτου με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115μ. οι φύλακες είχαν τη διαταγή να πυροβολούν όσους έκαναν απόπειρα να δραπετεύσουν με αποτελεσμένα 192 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στην Δύση. Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού προέδρου Γκορμπατσόφ στην Δυτική Γερμανία το 1989 η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορα της με την Αυστρία. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις 9 Νοεμβρίου 1989 οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν. Από τότε τα περισσότερα κομμάτια του τείχους αποσυναρμολογήθηκαν. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι 1326μ. και βρίσκεται κατά μήκος Muhlenstrasse και είναι διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες. Πρόσβαση: Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια. Ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery (σταθμός Ostbahnhof S3, S5, S7, S9, S75), και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999.
-Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht). Σε μια διεθνή συνέντευξη τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο Ανναμαρί Ντόερ (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:
-Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980 Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια. Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρνάουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
-Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
-Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου. Όλα τα κομμάτια του τείχους έχουν υποστεί αλλοιώσεις κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας. Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί. Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα[3]. Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.
Ανέγερση του τείχους
Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht). Σε μια διεθνή συνέντευξη τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο Ανναμαρί Ντόερ (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:
«Την ερώτησή σας την αντιλαμβάνομαι ως εξής: υπάρχουν άνθρωποι στη Δυτική Γερμανία, που θέλουν να κινητοποιήσουμε τους οικοδόμους της πρωτεύουσας της ΛΔΓ για να χτίσουμε ένα τείχος. Δεν έχω ακούσει να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Οι οικοδόμοι της πρωτεύουσας ασχολούνται ως επί το πλείστον με την ανέγερση κατοικιών και εκεί επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει τείχος!»
Έτσι, ο Ούλμπριχτ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «τείχος» με αυτή την έννοια, δύο μήνες πριν χτιστεί πραγματικά.
Πληροφορίες για το σχεδιασμό «δραστικών μέτρων» με σκοπό τη στεγανοποίηση του Δυτικού Βερολίνου έφθαναν στις μυστικές υπηρεσίες των Δυτικών Συμμάχων, ωστόσο η συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η έκταση των μέτρων τους εξέπληξαν. Καθώς ο αποκλεισμός δεν περιόριζε τα δικαιώματα πρόσβασής τους στο Δυτικό Βερολίνο, δεν μπορούσαν να επέμβουν. Σχετικές πληροφορίες έφθασαν και στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) της Δυτικής Γερμανίας ήδη από τα μέσα Ιουλίου. Μετά την επίσκεψη του Β. Ούλμπριχτ στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσώφ στα πλαίσια της συνάντησης κορυφής των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Μόσχα στις 3-5 Αυγούστου 1961, η δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών καταγράφει στην εβδομαδιαία αναφορά της στις 9 Αυγούστου:
«Οι πληροφορίες που διαθέτουμε δείχνουν πως το καθεστώς του Πάνκοβ (Pankow) (ενν. η ανατολικογερμανική κυβέρνηση) επιδιώκει να εξασφαλίσει την έγκριση της Μόσχας για να θέσει σε εφαρμογή δραστικά μέτρα αποκλεισμού, που θα περιλάμβαναν κυρίως τη στεγανοποίηση των συνόρων ανάμεσα στους τομείς του Βερολίνου και τη διακοπή της κυκλοφορίας του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό στην πόλη. Περιμένουμε να δούμε πόσο κατάφερε να πείσει ο Ούλμπριχτ τη Μόσχα με αυτές του τις κρούσεις».
Πραγματικά, ο Ούλμπριχτ παρουσίασε την κατάσταση της χώρας του με τα πιο μελανά χρώματα και υπαινίχθηκε ότι αν δεν λαμβάνονταν μέτρα ενάντια στη φυγή του πληθυσμού, η ΛΔΓ θα ήταν πολύ σύντομα ανίκανη να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Τελικά συμφωνήθηκε να χωριστούν με συρματόπλεγμα οι δύο τομείς του Βερολίνου και, αν δεν υπάρξουν αντιδράσεις από τη Δύση, να χτιστεί τελικά ένα τείχος. Στην ανακοίνωση που συντάχθηκε μετά συνάντηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δημοσιεύτηκε τη μέρα της ανέγερσης του Τείχους, οι χώρες που έλαβαν μέρος εξέφραζαν την κοινή πρόθεσή τους «να κλείσουν τα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου για τις ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική φύλαξη και τον έλεγχο γύρω από την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου». Στις 11 Αυγούστου κυρώθηκαν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης της Μόσχας από τη βουλή της ΛΔΓ και δόθηκε η εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔΓ ενέκρινε στις 12 Αυγούστου την κινητοποίηση ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των συνόρων προς το Δυτικό Βερολίνο και το στήσιμο οδοφραγμάτων.
Το Σάββατο 12 Αυγούστου έφτασε στη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών η ακόλουθη αναφορά από το Ανατολικό Βερολίνο: «Στις 11 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι κομματικοί επίτροποι των εκδοτικών επιχειρήσεων του κόμματος και άλλοι κομματικοί παράγοντες στην Κεντρική Επιτροπή του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σ’ αυτή διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων... Η συνεχιζόμενη αύξηση του κύματος προσφύγων επιβάλλει την εφαρμογή μέτρων αποκλεισμού του ανατολικού τομέα του Βερολίνου και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής τις επόμενες ημέρες και όχι, όπως πρόβλεπε αρχικά το σχέδιο, σε 14 μέρες. Ακριβής ημερομηνία δεν αναφέρθηκε.»
Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980
Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια.
Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρνάουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
Αντιδράσεις στην Δυτική Γερμανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την ίδια κιόλας ημέρα ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ κάλεσε από το ραδιόφωνο τον πληθυσμό να παραμείνει ήρεμος και ψύχραιμος, επικαλούμενος μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης από κοινού με τους Συμμάχους, χωρίς όμως να γίνει πιο συγκεκριμένος. Δύο εβδομάδες πέρασαν πριν επισκεφθεί το Δυτικό Βερολίνο. Μόνο ο δήμαρχος και κυβερνήτης του Δυτικού Βερολίνου Βίλλυ Μπραντ διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της περιχαράκωσης και της οριστικής διαίρεσης της πόλης, στους τρεις Δυτικούς διοικητές, στους οποίους και κατήγγειλε ότι η Ανατολική Γερμανία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το Ανατολικό Βερολίνο και είχε καταργήσει το καθεστώς της τετραμερούς κατοχής της πόλης και συνεπώς η ενέργεια αυτή αιτιολογούσε αντίποινα, δεν είχε όμως καμιά ουσιαστική δύναμη στα χέρια του. Μάταια οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος περίμεναν κάποια ένδειξη ότι οι ΗΠΑ θα τους βοηθούσε όπως το 1948. Την ίδια κιόλας χρονιά τα δυτικογερμανικά κρατίδια ίδρυσαν την Κεντρική Δικαστική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης (Zentrale Erfassungsstelle der Landesjustizverwaltungen) στο Ζάλτσγκίτερ (Salzgitter), για την καταγραφή των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της ΛΔΓ, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστο συμβολικά τον αποτροπιασμό τους για το ανατολικογερμανικό καθεστώς. Στις 16 Αυγούστου 1961 πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή του Βίλλυ Μπραντ και 300.000 Δυτικοβερολινέζων μπροστά από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ (Schöneberg).
Αντιδράσεις των Συμμάχων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές και οι ηγέτες τους βρίσκονταν σε διακοπές, τις οποίες δεν θεώρησαν αναγκαίο να διακόψουν. 20 ώρες πέρασαν μέχρι την εμφάνιση στρατιωτικών περιπόλων στα σύνορα και 40 μέχρι την επίδοση διαμαρτυρίας στο σοβιετικό στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου. 72 ώρες χρειάστηκαν για να επιδοθούν επίσημες νότες διαμαρτυρίας σύμφωνα με τους διπλωματικούς τύπους στη Μόσχα. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Ήδη στις 5 Αυγούστου είχε προκαλέσει σάλο ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φούλμπράιτ (William Fullbright), όταν αναρωτήθηκε γιατί οι Ανατολικογερμανοί δεν κλείνουν τα σύνορά τους, όπως έχουν δικαίωμα. Μπροστά στα απειλητικά αιτήματα του Χρουστσώφ για αποστρατικοποίηση του Βερολίνου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζων Κέννεντυ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις σε ολόκληρο το Βερολίνο, έθεσε τα όρια της ανοχής του στην εξασφάλιση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου και σχεδόν «υπέδειξε» τη λύση της διχοτόμησης της πόλης.
Οι Δυτικοί, λοιπόν, είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου, «τσιμεντωνόταν» με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Κέννεντυ δήλωσε: «Δεν είναι και πολύ ωραία λύση, είναι όμως χίλιες φορές καλύτερη από τον πόλεμο». «Οι Ανατολικογερμανοί», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν (Harold MacMillan), «σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο».
Ο Κένεντυ τουλάχιστον παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου. Για να επιβεβαιώσει ότι οι προσβάσεις προς την πόλη έμειναν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη Δυτική Γερμανία περνώντας από ανατολικογερμανικό έδαφος, καθώς επίσης και τον αντιπρόεδρο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson), που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δυτικοβερολινέζους. Η αξίωση του ηγέτη της ΛΔΓ Βάλτερ Ούλμπριχτ, να ελέγχει η αστυνομία του τους αξιωματικούς και το πολιτικό προσωπικό των συμμάχων, απορρίφθηκε κατηγορηματικότατα από τους Αμερικανούς. Στο τέλος αναγκάστηκε και ο ίδιος ο διοικητής των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Γερμανία να επέμβει κατευναστικά στους κομματικούς παράγοντες της ΛΔΓ γι’ αυτό το θέμα.
Οι Δυτικοί αξιοποίησαν το γεγονός προπαγανδιστικά για να καταδικάσουν το Τείχος του αίσχους και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντυ θα εκφωνήσει μπροστά του την περίφημη ομιλία του, στην οποία σε άπταιστα γερμανικά, δήλωνε πως και ο ίδιος ήταν ένας Βερολινέζος, («ich bin ein Berliner»)[1]
Η διαιρεμένη χώρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλη του Βραδεμβούργου το 1987, άποψη από τα δυτικά
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δεν μπορούσαν πλέον να εισέρχονται ελεύθερα στην Ανατολική Γερμανία ήδη από την 1η Ιουνίου 1952. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε τελικά, το 1963, μια ρύθμιση, που επέτρεπε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικοβερολινέζους να επισκέπτονται συγγενείς τους στις ανατολικές συνοικίες της πόλης τα Χριστούγεννα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, με την πολιτική προσέγγισης της ΟΔΓ και της ΛΔΓ που ακολούθησαν ο Βίλυ Μπραντ και ο Έριχ Χόνεκερ, έγιναν λιγότερο αδιαπέραστα τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ανατολική Γερμανία παρείχε ταξιδιωτικές διευκολύνσεις κυρίως σε «μη παραγωγικές» ομάδες του πληθυσμού, όπως οι συνταξιούχοι, και επέτρεπε σε Δυτικογερμανούς κατοίκους παραμεθόριων περιοχών να πραγματοποιούν απλές επισκέψεις. Η ΛΔΓ εξαρτούσε την ευρύτερη ελευθερία διακίνησης από την αναγνώριση της υπόστασής της ως κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους και απαιτούσε την έκδοση των πολιτών της που ταξίδευαν προς τη Δυτική Γερμανία και δεν επέστρεφαν. Η ΟΔΓ όμως δεν ήθελε να ικανοποιήσει αυτούς τους όρους σύμφωνα και με σχετικές προβλέψεις του συντάγματός της. Η ανατολικογερμανική προπαγάνδα αποκαλούσε το τείχος και τις εγκαταστάσεις του «αντιφασιστικό προστατευτικό φράγμα», το οποίο είχε σκοπό να προφυλάξει τη ΛΔΓ από τη «εγκατάλειψη, τη διάβρωση, την κατασκοπεία, τη δολιοφθορά, το λαθρεμπόριο, το ξεπούλημα και την επιθετικότητα» της Δύσης. Στην πραγματικότητα τα αμυντικά έργα στρέφονταν κυρίως κατά των ίδιων της των πολιτών.
Θύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις 24 Αυγούστου 1961, έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος Γκύντερ Λίτφιν (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Ο Πέτερ Φέχτερ (Peter Fechter) πέθανε από αιμορραγία στις 17 Αυγούστου 1962 στη νεκρή ζώνη. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο Κρις Γκέφροϋ (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1989.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, γλίτωναν σπάνια με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.
Σε επεισόδια στο τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη Ράινχολντ Χουν (Reinhold Huhn), που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του τείχους.
Η πορεία προς την πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Συνοριοφύλακας επιτηρεί τα υπολείμματα του Τείχους στην Πύλη του Βραδεμβούργου, Νοέμβριος 1989
Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Λόγω της αντίδρασης του γηραιού και υπερσυντηρητικού ηγέτη της ΛΔΓ Έριχ Χόνεκερ, η Ανατολική Γερμανία δεν συμμετείχε σ’ αυτές τις εξελίξεις. Οι διαδηλώσεις με αιτήματα τον εκδημοκρατισμό και την ελευθερία διακίνησης προς το εξωτερικό εντείνονταν. Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, το νέο κύμα εγκατάλειψης της χώρας προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσα από τρίτες χώρες προκαλώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και της Ανατολικής Γερμανίας. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί πολίτες κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας και πέτυχαν τελικά να τους επιτραπεί η είσοδος στη Δυτική Γερμανία. Άλλοι διέφευγαν μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία, μετά το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων στις 2 Μαΐου 1989, και από ’κει στη Δυτική Γερμανία. Ως «αντάλλαγμα» για το άνοιγμα των συνόρων της με την Αυστρία, η Ουγγαρία έλαβε δάνειο ύψους 500 εκατομμυρίων μάρκων από τη δυτικογερμανική κυβέρνηση Κολ.
Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς στις 17 Οκτωβρίου 1989 και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης. Η βίαιη απαγόρευση της διακίνησης προς το εξωτερικό ήταν όμως το μόνο μέσο που διέθετε το ολοκληρωτικό καθεστώς,για να κρατήσει τους πολίτες του στη χώρα. Ειδικά οι Ανατολικογερμανοί είχαν ένα κράτος δυτικού τύπου δίπλα στη χώρα τους, το οποίο λόγω της εθνικής συγγένειας και της ισχυρής οικονομίας του ήταν πολύ πιο ισχυρός πόλος έλξης απ’ ότι γενικά η Δύση για τους πολίτες άλλων κομμουνιστικών χωρών. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν επιδίωκε το μόνιμο εκπατρισμό και την εγκατάλειψη της χώρας του. Διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό της και την ελευθερία να πραγματοποιεί ιδιωτικές επισκέψεις ή σύντομα ταξίδια στη Δυτική Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δύσης. Αλλά και η οικονομία της ΛΔΓ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει παρά μόνο με κλειστά σύνορα, καθώς δεν θα άντεχε τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Το άνοιγμα των συνόρων της ΛΔΓ θα σήμαινε το τέλος του κομμουνισμού σε γερμανικό έδαφος, όπως άλλωστε έδειξαν και οι κατοπινές εξελίξεις.
Τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η νέα ηγεσία φάνηκε ανίκανη να χειριστεί την κατάσταση. Σύντομα επικράτησε σύγχυση, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές και δυναμικές, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή. Στις 6 Νοεμβρίου 1989 δημοσιοποίησε η κυβέρνηση ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη Λειψία 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ενέκρινε το Πολιτικό Γραφείο το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε. Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκύντερ Σαμπόφσκι (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου το Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις. Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔΓ έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔΓ.»
Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.
Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή... απ’ όσο ξέρω... αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε. Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.
Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων. Είναι εξάλλου αμφίβολο αν οι δυνάμεις ασφαλείας θα εκτελούσαν τέτοιες εντολές. Από τη Μόσχα πάντως, αντίθετα με ότι συνέβη ίδια την Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, δεν επρόκειτο να δοθεί κάλυψη σε βίαιες ενέργειες. Ήδη από τον Αύγουστο του 1989 οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της ΛΔΓ είχαν λάβει την εντολή να μην αναμειχθούν και να παραμείνουν στα στρατόπεδά τους.
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΡΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΡΥΛΟ ΜΕ ΕΝΑΝ... ΠΑΛΙΟ ΓΝΩΡΙΜΟ Η ΓΑΛΑΤΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΚΑΜΠΕΛ ΚΑΙ ΕΝΑΣ... ΣΤΟΠΕΡ ΓΙΑ ΓΕΝΑΡΗ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ