2014-11-19 16:06:01
Την αυξανόμενη σημασία της G20, η οποία μετατρέπεται στο σημαντικότερο παγκόσμιο φόρουμ, υπογράμμισε... στη συνέντευξή του, ο Πούτιν. Κατά τον ίδιον, δεν πρόκειται για ένα όργανο που αποτελεί μια επέκταση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά για «ένα πεδίο συνάντησης και συζήτησης των διμερών σχέσεων και των παγκοσμίων ζητημάτων, καθώς και ανάπτυξης έστω μιας κάποιας κοινής κατανόησης αναφορικά με τη φύση του προβλήματος και τον τρόπο επίλυσής του».
Η G20 αναπόφευκτα αλλάζει και από αυτή την άποψη έχει λόγο ύπαρξης. Όπως αναφέρει στη RBTH ο αναπληρωτής δευθυντής ερευνών του Συμβουλίου για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, μέλος της ομάδας εμπειρογνωμόνων της Λέσχης Βαλντάι, Ντμίτρι Σούσλοφ, «αντίθετα με πολλά άλλα Φόρα, όπως το ΣΑ και η G7, η G20 είναι πιο αντιπροσωπευτική. Πρόκειται για την πραγματική έννοια της αντιπροσώπευσης δεδομένου ότι, αντίθετα με τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, εδώ συγκεντρώνονται μόνο κράτη με κύρος και ικανότητα δράσης. Γι’ αυτό και στη Γενική Συνέλευση οι μετέχοντες απλώς εκφράζουν απόψεις, ενώ στη G20 πραγματικά επιλύουν ζητήματα».
Ταυτόχρονα, όλες οι πλευρές αισθάνονται πιο ελεύθερες στη διαμόρφωση ατζέντας και κατευθυντήριων γραμμών για μακροπρόθεσμες δράσεις. Σύμφωνα με τον διευθυντή προγραμμάτων του Ρωσικού Συμβουλίου για Διεθνή Θέματα, Ιβάν Τιμοφέεφ, «η G20 δεν διαθέτει τα εργαλεία για την υλοποίηση αποφάσεων και τη δημιουργία θεσμών, οι οποίοι θα υποχρέωναν να εφαρμοστεί η εκάστοτε απόφαση. Αν λοιπόν η συγκυρία αλλάξει μετά τη συνάντηση, τότε οι χώρες μπορούν απλά να παραιτηθούν από την εφαρμογή της απόφασης που ελήφθη σε αυτή».
Το αγκάθι των κυρώσεων
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας έθιξε και θέματα που αφορούν την υιοθέτηση των Δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Σύμφωνα με τον Πούτιν, οι κυρώσεις δεν βλάπτουν μόνο τη Ρωσία, αλλά πλήττουν και τις ίδιες τις ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες χάνουν μια σημαντική αγορά πωλήσεων. Δήλωσε σχετικά ότι χάρις στις οικονομικές σχέσεις με τη Γερμανία, στη χώρα εξασφαλίζονται εκεί 300 χιλιάδες θέσεις εργασίας, και εάν δεν υπάρξουν παραγγελίες προς τη χώρα αυτή, το εργατικό δυναμικό θα μείνει άπρακτο, ενώ η ανεύρεση μιας εναλλακτικής λύσης για τη Γερμανία δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε ανευρίσκεται εύκολα μια άλλη αγορά.
Συμφωνεί με αυτή την άποψη ο διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Μελετών της Ανώτατης Οικονομικής Σχολής, Τιμοφέι Μπορντατσιόφ, που αναφέρει ότι «σήμερα οι εταιρίες και τα κράτη της Ευρώπης υποχρεώνονται να αναζητήσουν τους πόρους για να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας -και όχι μόνο από τις κυρώσεις- καθώς η οικονομική συνεργασία πλήττεται εξαιτίας της μείωσης των επιχειρηματικών ταξιδιών και της έκδοσης αδειών εργασίας στη Ρωσία κλπ. Τα κράτη απλώς χρηματοδοτούν τις εταιρίες τους υπολογίζοντας ότι η διαμάχη δεν θα διαρκέσει πολύ καιρό και η Μόσχα κάποια στιγμή θα λυγίσει».
Ωστόσο, η πιο αρνητική συνέπεια των κυρώσεων είναι, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, ότι «κλονίζουν ολόκληρο το σύστημα των διεθνών σχέσεων». Κατά τον βοηθό του Ρώσου Προέδρου, Γιούρι Ουσακόφ, τη θέση αυτή υποστήριξαν και οι ηγέτες των άλλων χωρών της BRICS με τους οποίους ο Πούτιν συναντήθηκε στο περιθώριο της Συνόδου της G20.
Η ζημιά από την πολιτική των κυρώσεων, την οποία με τόση θέρμη ακολουθεί τον τελευταίο καιρό η Δύση, είναι πολύπλευρη. Πρώτον, αυτές αποτελούν εξαρχής έναν λανθασμένο τρόπο για τη διευθέτηση των διαφωνιών. «Οι κυρώσεις υπονομεύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των διεθνών ισχυρών παραγόντων -αναφέρει ο Ι. Τιμοφέεφ- καθώς και τα όργανα του ΟΗΕ, κι έτσι μετατρέπονται σε ένα εργαλείο ανταγωνισμού χωρίς ρυθμίσεις, όπου όλα τα μέσα είναι θεμιτά. Αυτές, όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά το επιδεινώνουν». Ο ειδικός φέρνει ως παράδειγμα την Ουκρανία, διερωτώμενος: «Τι άλλαξε στην Ουκρανία προς το καλύτερο λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία; Εμφανίστηκε ειρήνη και ευημερία, άρχισε η οικονομία της να αναπτύσσεται; Όχι φυσικά, μόνο συνεχές κόστος για τους εμπλεκόμενους στη διαμάχη».
Η παγκόσμια τάξη υπονομεύεται
Δεύτερον, εξηγεί ο Ντ. Σουσλόφ, οι κυρώσεις «υπονομεύουν την παγκόσμια οικονομική τάξη, η οποία ελέγχεται από τη Δύση (μέσω του δολαρίου, της ρύθμισης των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, του συστήματος λήψης αποφάσεων στο ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας)». Ναι, η Ρωσία δεν είναι η πρώτη χώρα στην οποία η Δύση επιβάλλει κυρώσεις, συνεχίζει ο ειδικός, «αλλά αντίθετα με την περίπτωση του Ιράν, η Ρωσία είναι η έκτη οικονομία στον κόσμο, μέλος της G20 και του ΣΑ του ΟΗΕ. Και επιβάλλοντας κυρώσεις σε βάρος της, η Δύση στρέφεται ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά της, αφού όλα ανεξαιρέτως τα μη Δυτικά κέντρα ισχύος (Ινδία, Κίνα, Βραζιλία) θεωρούν ότι αυτό το γεγονός δημιουργεί ένα προηγούμενο. Φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα κάνουν για πολιτικούς λόγους ακριβώς το ίδιο και σε αυτές. Επομένως, έχουν αυτή τη στιγμή ένα κίνητρο για να αποδυναμώσουν τον έλεγχο της Δύσης στη διαμορφωθείσα οικονομική παγκόσμια τάξη. Για παράδειγμα, μέσω της δημιουργίας εναλλακτικών θεσμών και συστημάτων των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών και οικονομικών συναλλαγών, κάτι που συμβαίνει ήδη».
Σύμφωνα με τον Σουσλόφ, «η επιβολή κυρώσεων ωθεί σε μια ποιοτικά νέα συνεργασία μεταξύ των μη Δυτικών, ευρασιατικών κέντρων ισχύος, τα οποία δεν είναι ενταγμένα και δεν σκοπεύουν να ενταχθούν σε αμερικανοκεντρικά σχέδια. Και εμφανίζεται η απειλή της διάσπασης σε μια μη Δυτική Ευρασία (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Ιράν) και μια διευρυμένη Δύση (υπό τη μορφή των ΗΠΑ, της Δια-Ειρηνικής Συνεργασίας και της Διατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου)».
Αντί να ακολουθήσουν την κατεύθυνση της μετατροπής των περιφερειακών ενώσεων σε στοιχεία μιας παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής τάξης όπου θα τηρούνται κοινοί κανόνες του παιχνιδιού, η Αμερική, όπως αναφέρει ο Σουσλόφ, είναι προσηλωμένη σε μια πολιτική εξαίρεσης των χωρών που δεν αναγνωρίζουν την παγκόσμια αμερικανική ηγεσία, από τις κοινότητες ολοκλήρωσης που συνδέονται με αυτές. Επίσης ενισχύει τη στρατιωτικοτεχνική συνεργασία με τους συμμάχους της. Αυτή η πολιτική, αναμφίβολα οδηγεί σε επιδείνωση της διαίρεσης του κόσμου και σε έντονη μεγέθυνση της αντιπαράθεσης σε αυτόν.
Το δυστύχημα στην όλη κατάσταση είναι ότι η Δύση δεν βλέπει καν αυτό το πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Πούτιν, «ο σημερινός κόσμος ζει στις συνθήκες ενός πολύ περιορισμένου ορίζοντα σχεδιασμού, ιδιαίτερα στον τομέα της πολιτικής και της ασφάλειας. Όλοι ζουν από τις εκλογές, μέχρι τις επόμενες εκλογές». Οι πολιτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι πρόκειται για μια αντικειμενική εκτίμηση της σημερινής τάσης, η οποία αποσταθεροποιεί την κατάσταση στον κόσμο.
«Το ίδιο το γεγονός της χρήσης των κυρώσεων μαρτυρά την απουσία οποιωνδήποτε εποικοδομητικών στρατηγικών για τη διευθέτηση των κρίσεων, και εφόσον δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει και μακροπρόθεσμο όραμα», θεωρεί ο Τιμοφέεφ. Όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας τον τελευταίο χρόνο, προσθέτει, παρατηρούμε απ’ όλες τις πλευρές μόνο αυτοσχέδιες μεμονωμένες δράσεις, «διαρκείς κατασβέσεις πυρκαγιών».
Πηγή
Tromaktiko
Η G20 αναπόφευκτα αλλάζει και από αυτή την άποψη έχει λόγο ύπαρξης. Όπως αναφέρει στη RBTH ο αναπληρωτής δευθυντής ερευνών του Συμβουλίου για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, μέλος της ομάδας εμπειρογνωμόνων της Λέσχης Βαλντάι, Ντμίτρι Σούσλοφ, «αντίθετα με πολλά άλλα Φόρα, όπως το ΣΑ και η G7, η G20 είναι πιο αντιπροσωπευτική. Πρόκειται για την πραγματική έννοια της αντιπροσώπευσης δεδομένου ότι, αντίθετα με τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, εδώ συγκεντρώνονται μόνο κράτη με κύρος και ικανότητα δράσης. Γι’ αυτό και στη Γενική Συνέλευση οι μετέχοντες απλώς εκφράζουν απόψεις, ενώ στη G20 πραγματικά επιλύουν ζητήματα».
Ταυτόχρονα, όλες οι πλευρές αισθάνονται πιο ελεύθερες στη διαμόρφωση ατζέντας και κατευθυντήριων γραμμών για μακροπρόθεσμες δράσεις. Σύμφωνα με τον διευθυντή προγραμμάτων του Ρωσικού Συμβουλίου για Διεθνή Θέματα, Ιβάν Τιμοφέεφ, «η G20 δεν διαθέτει τα εργαλεία για την υλοποίηση αποφάσεων και τη δημιουργία θεσμών, οι οποίοι θα υποχρέωναν να εφαρμοστεί η εκάστοτε απόφαση. Αν λοιπόν η συγκυρία αλλάξει μετά τη συνάντηση, τότε οι χώρες μπορούν απλά να παραιτηθούν από την εφαρμογή της απόφασης που ελήφθη σε αυτή».
Το αγκάθι των κυρώσεων
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας έθιξε και θέματα που αφορούν την υιοθέτηση των Δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Σύμφωνα με τον Πούτιν, οι κυρώσεις δεν βλάπτουν μόνο τη Ρωσία, αλλά πλήττουν και τις ίδιες τις ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες χάνουν μια σημαντική αγορά πωλήσεων. Δήλωσε σχετικά ότι χάρις στις οικονομικές σχέσεις με τη Γερμανία, στη χώρα εξασφαλίζονται εκεί 300 χιλιάδες θέσεις εργασίας, και εάν δεν υπάρξουν παραγγελίες προς τη χώρα αυτή, το εργατικό δυναμικό θα μείνει άπρακτο, ενώ η ανεύρεση μιας εναλλακτικής λύσης για τη Γερμανία δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε ανευρίσκεται εύκολα μια άλλη αγορά.
Συμφωνεί με αυτή την άποψη ο διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Μελετών της Ανώτατης Οικονομικής Σχολής, Τιμοφέι Μπορντατσιόφ, που αναφέρει ότι «σήμερα οι εταιρίες και τα κράτη της Ευρώπης υποχρεώνονται να αναζητήσουν τους πόρους για να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας -και όχι μόνο από τις κυρώσεις- καθώς η οικονομική συνεργασία πλήττεται εξαιτίας της μείωσης των επιχειρηματικών ταξιδιών και της έκδοσης αδειών εργασίας στη Ρωσία κλπ. Τα κράτη απλώς χρηματοδοτούν τις εταιρίες τους υπολογίζοντας ότι η διαμάχη δεν θα διαρκέσει πολύ καιρό και η Μόσχα κάποια στιγμή θα λυγίσει».
Ωστόσο, η πιο αρνητική συνέπεια των κυρώσεων είναι, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, ότι «κλονίζουν ολόκληρο το σύστημα των διεθνών σχέσεων». Κατά τον βοηθό του Ρώσου Προέδρου, Γιούρι Ουσακόφ, τη θέση αυτή υποστήριξαν και οι ηγέτες των άλλων χωρών της BRICS με τους οποίους ο Πούτιν συναντήθηκε στο περιθώριο της Συνόδου της G20.
Η ζημιά από την πολιτική των κυρώσεων, την οποία με τόση θέρμη ακολουθεί τον τελευταίο καιρό η Δύση, είναι πολύπλευρη. Πρώτον, αυτές αποτελούν εξαρχής έναν λανθασμένο τρόπο για τη διευθέτηση των διαφωνιών. «Οι κυρώσεις υπονομεύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των διεθνών ισχυρών παραγόντων -αναφέρει ο Ι. Τιμοφέεφ- καθώς και τα όργανα του ΟΗΕ, κι έτσι μετατρέπονται σε ένα εργαλείο ανταγωνισμού χωρίς ρυθμίσεις, όπου όλα τα μέσα είναι θεμιτά. Αυτές, όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά το επιδεινώνουν». Ο ειδικός φέρνει ως παράδειγμα την Ουκρανία, διερωτώμενος: «Τι άλλαξε στην Ουκρανία προς το καλύτερο λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία; Εμφανίστηκε ειρήνη και ευημερία, άρχισε η οικονομία της να αναπτύσσεται; Όχι φυσικά, μόνο συνεχές κόστος για τους εμπλεκόμενους στη διαμάχη».
Η παγκόσμια τάξη υπονομεύεται
Δεύτερον, εξηγεί ο Ντ. Σουσλόφ, οι κυρώσεις «υπονομεύουν την παγκόσμια οικονομική τάξη, η οποία ελέγχεται από τη Δύση (μέσω του δολαρίου, της ρύθμισης των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, του συστήματος λήψης αποφάσεων στο ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας)». Ναι, η Ρωσία δεν είναι η πρώτη χώρα στην οποία η Δύση επιβάλλει κυρώσεις, συνεχίζει ο ειδικός, «αλλά αντίθετα με την περίπτωση του Ιράν, η Ρωσία είναι η έκτη οικονομία στον κόσμο, μέλος της G20 και του ΣΑ του ΟΗΕ. Και επιβάλλοντας κυρώσεις σε βάρος της, η Δύση στρέφεται ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά της, αφού όλα ανεξαιρέτως τα μη Δυτικά κέντρα ισχύος (Ινδία, Κίνα, Βραζιλία) θεωρούν ότι αυτό το γεγονός δημιουργεί ένα προηγούμενο. Φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα κάνουν για πολιτικούς λόγους ακριβώς το ίδιο και σε αυτές. Επομένως, έχουν αυτή τη στιγμή ένα κίνητρο για να αποδυναμώσουν τον έλεγχο της Δύσης στη διαμορφωθείσα οικονομική παγκόσμια τάξη. Για παράδειγμα, μέσω της δημιουργίας εναλλακτικών θεσμών και συστημάτων των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών και οικονομικών συναλλαγών, κάτι που συμβαίνει ήδη».
Σύμφωνα με τον Σουσλόφ, «η επιβολή κυρώσεων ωθεί σε μια ποιοτικά νέα συνεργασία μεταξύ των μη Δυτικών, ευρασιατικών κέντρων ισχύος, τα οποία δεν είναι ενταγμένα και δεν σκοπεύουν να ενταχθούν σε αμερικανοκεντρικά σχέδια. Και εμφανίζεται η απειλή της διάσπασης σε μια μη Δυτική Ευρασία (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Ιράν) και μια διευρυμένη Δύση (υπό τη μορφή των ΗΠΑ, της Δια-Ειρηνικής Συνεργασίας και της Διατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου)».
Αντί να ακολουθήσουν την κατεύθυνση της μετατροπής των περιφερειακών ενώσεων σε στοιχεία μιας παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής τάξης όπου θα τηρούνται κοινοί κανόνες του παιχνιδιού, η Αμερική, όπως αναφέρει ο Σουσλόφ, είναι προσηλωμένη σε μια πολιτική εξαίρεσης των χωρών που δεν αναγνωρίζουν την παγκόσμια αμερικανική ηγεσία, από τις κοινότητες ολοκλήρωσης που συνδέονται με αυτές. Επίσης ενισχύει τη στρατιωτικοτεχνική συνεργασία με τους συμμάχους της. Αυτή η πολιτική, αναμφίβολα οδηγεί σε επιδείνωση της διαίρεσης του κόσμου και σε έντονη μεγέθυνση της αντιπαράθεσης σε αυτόν.
Το δυστύχημα στην όλη κατάσταση είναι ότι η Δύση δεν βλέπει καν αυτό το πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Πούτιν, «ο σημερινός κόσμος ζει στις συνθήκες ενός πολύ περιορισμένου ορίζοντα σχεδιασμού, ιδιαίτερα στον τομέα της πολιτικής και της ασφάλειας. Όλοι ζουν από τις εκλογές, μέχρι τις επόμενες εκλογές». Οι πολιτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι πρόκειται για μια αντικειμενική εκτίμηση της σημερινής τάσης, η οποία αποσταθεροποιεί την κατάσταση στον κόσμο.
«Το ίδιο το γεγονός της χρήσης των κυρώσεων μαρτυρά την απουσία οποιωνδήποτε εποικοδομητικών στρατηγικών για τη διευθέτηση των κρίσεων, και εφόσον δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει και μακροπρόθεσμο όραμα», θεωρεί ο Τιμοφέεφ. Όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας τον τελευταίο χρόνο, προσθέτει, παρατηρούμε απ’ όλες τις πλευρές μόνο αυτοσχέδιες μεμονωμένες δράσεις, «διαρκείς κατασβέσεις πυρκαγιών».
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Πεδουλάκης "στέλνει" τον Ζούρο στη Τουρκία
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επιδημία τα διαζύγια στη σοουμπίζ! Νέο διαζύγιο -βόμβα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ