2014-11-29 11:50:06
Σε αυτόν προσέτρεξε ο δούλος ενός βασιλέα και τον κάλεσε να τον βοηθήσει προκειμένου να απαλυνθούν τα καθήκοντα, που είχε αναλάβει και στα οποία δεν τα κατάφερνε να ανταποκριθεί.
Με υπομονή ο γέροντας προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο του δούλου, που όλοι τον θεωρούσαν άχρηστο και τον λοιδορούσαν και γελούσαν πίσω από την πλάτη του γιατί ούτε να καταλάβει μπορούσε ούτε να εκφραστεί ήταν ικανός. Ο γέροντας δούλευε και παρουσίαζε τον κόπο του ως αποτέλεσμα της εργασίας του υποτιθέμενου φίλου του και ανεχόταν ακόμα και την σύζυγο του δούλου που ήταν φαντασμένη αλλά τελείως ανίκανη και τους υποτακτικούς της οικογενείας, οι οποίοι παρίσταναν ότι νοιάζονταν για αυτή αλλά στην πραγματικότητα απολάμβαναν τα οφέλη της εργασίας του γέροντα και έγλυφαν τον δούλο σαν αφέντη.
Η φήμη του δούλου αυξάνονταν και σπουδαίοι άνθρωποι έρχονταν να τον γνωρίσουν και παραξενεύονταν γατί φαινόταν άνθρωπος ρηχός αλλά το έργο που είχε κάνει ήταν σπουδαίο. Ο γέροντας ψιθύριζε την λύση στο αυτί του δούλου και κρυβόταν για να τον προβάλει, χωρίς να σκέφτεται τον εαυτό του.
Ο δούλος γνώριζε πόσο άχρηστη ήταν η γυναίκα του και δεν της έδινε σημασία, αναζητούσε μάλιστα ξένη συντροφιά. Η γυναίκα του δούλου έτρεξε στον γέρο και τον παρακάλεσε να σώσει το σπίτι, τα παιδιά της και την οικογένεια τους. Ο γέροντας καλός την εισάκουσε και μετά από πολλές προσπάθειες ένωσε την οικογένεια και η γυναίκα τον αποκαλούσε πατέρα και έδινε όρκους αιώνιας αφοσίωσης, τους οποίους ο γέροντας δεν πίστευε γιατί ήξερε ότι το προσωπικό κέρδος είχε καρφωθεί τόσο βαθιά στο μυαλό της γυναίκας, που θα την οδηγούσε στην προδοσία με την πρώτη ευκαιρία.
Ο καιρός περνούσε και ο γέροντας προστάτευε τον δούλο από την δική του ανοησία και τις βλακώδης αποφάσεις της γυναικός του, η οποία χρησιμοποιούσε την πειθώ του γέροντα για να βρει εργασία στους αγαπητικούς της.
Τόσο καλή δουλειά έκανε ο γέροντας που ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να καλέσει τον δούλο και να τον κάνει ελεύθερο πολίτη, αξίωμα σπάνιο για την εποχή εκείνη. Ο γέροντας πάλι βοηθούσε απαλύνοντας τις ανασφάλειες του δούλου, καλύπτοντας τις αποτυχίες της συζύγου του και οργανώνοντας τους υποτακτικούς για να δουλεύουν περισσότερο και καλύτερα λύνοντας ακόμα και τα προσωπικά τους προβλήματα, ενώ παράλληλα μιλούσε κρυφά με τον βασιλιά προς το συμφέρον του δούλου.
Όμως ο δούλος πίστεψε ότι όλα αυτά τα πέτυχε μόνος του, άκουσε τις γαλιφιές της γυναίκας του, που κατά βάθος φθονούσε τον γέροντα γιατί η σύγκριση μαζί του αποκάλυπτε την δική της ανικανότητα και γιατί σκέφτονταν ότι με την καλή εμφάνιση του άντρα της και την μέχρι τότε δουλειά του γέροντα θα μπορούσαν να κερδίσουν τον τίτλο του πολίτη από τον βασιλιά και να απαλλαγεί από τον γέροντα που την διόρθωνε για να κάνει σωστά τις εργασίες της.
«Ποιος νομίζει ότι είναι ο γέροντας; Ο ΘΕΟΣ;» Έλεγε η χωρίς φρόνηση και ικανότητες σύζυγος στον άνδρα της
Ο δούλος και η σύζυγος του άρχισαν να παρακούν τις σοφές και ανιδιοτελείς συμβουλές του γέροντα και συγκρούστηκαν μαζί του, προσβάλοντας τον όταν τους άσκησε κριτική και τους κάλεσε να επιστρέψουν στον ίσιο δρόμο.
Ο γέροντας δεν είπε τίποτα στον βασιλιά αλλά οι κατάσκοποι του τελευταίου του μετέφεραν όλα τα γεγονότα.
Ο βασιλιάς θύμωσε και όχι μόνο δεν έκανε τον δούλο πολίτη αλλά τον καταδίκασε να είναι υποτακτικό των υποτακτικών. Ο δούλος παράτησε την σύζυγο του, της πήρε τα τέκνα και αυτή γύριζε στους δρόμους περίγελος των ζητιάνων και μισοτρελαμένη.
Ο δούλος έτρεξε στον γέροντα με δάκρυα στα μάτια και του ζήτησε συγχώρηση πέφτοντας στα πόδια του.
Ο γέροντας τον συμβούλεψε ότι ο άνθρωπος που καρπώνεται τον κόπο των άλλων νοιώθει αποτυχημένος και αμαρτωλός. Ο άνθρωπος αυτός εάν δεν μετανοήσει και διορθώσει τα λάθη του προβάλλει την αμαρτία του στον συνάνθρωπο του και τρέχει να τον πνίξει. Στην περίπτωση αυτή το υποκείμενο αγχώνεται χωρίς αιτία, παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά για απλά πράγματα και διακατέχεται από ανασφάλεια και μειονεκτικότητα.
Ο δούλος κατάλαβε και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Tromaktiko
Με υπομονή ο γέροντας προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο του δούλου, που όλοι τον θεωρούσαν άχρηστο και τον λοιδορούσαν και γελούσαν πίσω από την πλάτη του γιατί ούτε να καταλάβει μπορούσε ούτε να εκφραστεί ήταν ικανός. Ο γέροντας δούλευε και παρουσίαζε τον κόπο του ως αποτέλεσμα της εργασίας του υποτιθέμενου φίλου του και ανεχόταν ακόμα και την σύζυγο του δούλου που ήταν φαντασμένη αλλά τελείως ανίκανη και τους υποτακτικούς της οικογενείας, οι οποίοι παρίσταναν ότι νοιάζονταν για αυτή αλλά στην πραγματικότητα απολάμβαναν τα οφέλη της εργασίας του γέροντα και έγλυφαν τον δούλο σαν αφέντη.
Η φήμη του δούλου αυξάνονταν και σπουδαίοι άνθρωποι έρχονταν να τον γνωρίσουν και παραξενεύονταν γατί φαινόταν άνθρωπος ρηχός αλλά το έργο που είχε κάνει ήταν σπουδαίο. Ο γέροντας ψιθύριζε την λύση στο αυτί του δούλου και κρυβόταν για να τον προβάλει, χωρίς να σκέφτεται τον εαυτό του.
Ο δούλος γνώριζε πόσο άχρηστη ήταν η γυναίκα του και δεν της έδινε σημασία, αναζητούσε μάλιστα ξένη συντροφιά. Η γυναίκα του δούλου έτρεξε στον γέρο και τον παρακάλεσε να σώσει το σπίτι, τα παιδιά της και την οικογένεια τους. Ο γέροντας καλός την εισάκουσε και μετά από πολλές προσπάθειες ένωσε την οικογένεια και η γυναίκα τον αποκαλούσε πατέρα και έδινε όρκους αιώνιας αφοσίωσης, τους οποίους ο γέροντας δεν πίστευε γιατί ήξερε ότι το προσωπικό κέρδος είχε καρφωθεί τόσο βαθιά στο μυαλό της γυναίκας, που θα την οδηγούσε στην προδοσία με την πρώτη ευκαιρία.
Ο καιρός περνούσε και ο γέροντας προστάτευε τον δούλο από την δική του ανοησία και τις βλακώδης αποφάσεις της γυναικός του, η οποία χρησιμοποιούσε την πειθώ του γέροντα για να βρει εργασία στους αγαπητικούς της.
Τόσο καλή δουλειά έκανε ο γέροντας που ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να καλέσει τον δούλο και να τον κάνει ελεύθερο πολίτη, αξίωμα σπάνιο για την εποχή εκείνη. Ο γέροντας πάλι βοηθούσε απαλύνοντας τις ανασφάλειες του δούλου, καλύπτοντας τις αποτυχίες της συζύγου του και οργανώνοντας τους υποτακτικούς για να δουλεύουν περισσότερο και καλύτερα λύνοντας ακόμα και τα προσωπικά τους προβλήματα, ενώ παράλληλα μιλούσε κρυφά με τον βασιλιά προς το συμφέρον του δούλου.
Όμως ο δούλος πίστεψε ότι όλα αυτά τα πέτυχε μόνος του, άκουσε τις γαλιφιές της γυναίκας του, που κατά βάθος φθονούσε τον γέροντα γιατί η σύγκριση μαζί του αποκάλυπτε την δική της ανικανότητα και γιατί σκέφτονταν ότι με την καλή εμφάνιση του άντρα της και την μέχρι τότε δουλειά του γέροντα θα μπορούσαν να κερδίσουν τον τίτλο του πολίτη από τον βασιλιά και να απαλλαγεί από τον γέροντα που την διόρθωνε για να κάνει σωστά τις εργασίες της.
«Ποιος νομίζει ότι είναι ο γέροντας; Ο ΘΕΟΣ;» Έλεγε η χωρίς φρόνηση και ικανότητες σύζυγος στον άνδρα της
Ο δούλος και η σύζυγος του άρχισαν να παρακούν τις σοφές και ανιδιοτελείς συμβουλές του γέροντα και συγκρούστηκαν μαζί του, προσβάλοντας τον όταν τους άσκησε κριτική και τους κάλεσε να επιστρέψουν στον ίσιο δρόμο.
Ο γέροντας δεν είπε τίποτα στον βασιλιά αλλά οι κατάσκοποι του τελευταίου του μετέφεραν όλα τα γεγονότα.
Ο βασιλιάς θύμωσε και όχι μόνο δεν έκανε τον δούλο πολίτη αλλά τον καταδίκασε να είναι υποτακτικό των υποτακτικών. Ο δούλος παράτησε την σύζυγο του, της πήρε τα τέκνα και αυτή γύριζε στους δρόμους περίγελος των ζητιάνων και μισοτρελαμένη.
Ο δούλος έτρεξε στον γέροντα με δάκρυα στα μάτια και του ζήτησε συγχώρηση πέφτοντας στα πόδια του.
Ο γέροντας τον συμβούλεψε ότι ο άνθρωπος που καρπώνεται τον κόπο των άλλων νοιώθει αποτυχημένος και αμαρτωλός. Ο άνθρωπος αυτός εάν δεν μετανοήσει και διορθώσει τα λάθη του προβάλλει την αμαρτία του στον συνάνθρωπο του και τρέχει να τον πνίξει. Στην περίπτωση αυτή το υποκείμενο αγχώνεται χωρίς αιτία, παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά για απλά πράγματα και διακατέχεται από ανασφάλεια και μειονεκτικότητα.
Ο δούλος κατάλαβε και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΚΙΝΗΤΡΟ ΚΑΙ... ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μηνύματα του Φραγκίσκου με αποδέκτη τον Ερντογάν
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ