2014-12-12 16:33:49
Η επαρχία Αλύκου στη Βόρειο Ήπειρο οργάνωσε εκδήλωση τιμής και μνήμης... των τεσσάρων μαρτύρων της δημοκρατίας Αηδόνη Ράφτη, Θανάση Κώτση, Θύμιο Μάσιο και Βαγγέλη Μήτρο. Η εκδήλωση έγινε στην πλατεία Κύπρου, από εκεί που άρχισαν… όλα! Στο κοιμητήριο της αγίας Βαρβάρας, μετά τη λειτουργία, τελέστηκε τρισάγιο, ενώ στο ναό των Αγίων Σαράντα οι συμμετέχοντες άναψαν κεριά. Μπροστά στο μνημείο, που έχει στηθεί, για τους ήρωες έγιναν χαιρετισμοί, αλλά και ομιλίες για το χρονικό των γεγονότων και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων. Απονεμήθηκαν τιμητικές πλακέτες σε τρεις συντοπίτες μας, που διώχθηκαν φυλακίστηκα. Ο Γεώργιος Μάνος έχει αφηγηθεί ως εξής τα γεγονότα του ξεσηκωμού της 12ης Δεκεμβρίου 1940:
"…Tο τραγικό γεγονός της δολοφονίας των παιδιών, έδωσε το έναυσμα για την αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου. Κάποιοι από μας - κι ήταν αρκετοί - κυρίως σπουδασμένοι άνθρωποι, παίξανε πρωταρχικό ρόλο.
Παρέσυραν τη μάζα. Έβλεπε ο άλλος το γιατρό, το δάσκαλο, τον κτηνίατρο…, να μετέχουν σε εξέγερση κι έλεγε: γιατί να μην πάω κι εγώ; Τι έχω να χάσω; Το φτυάρι ή τον κασμά;
Οι πρωτοστάτες έριξαν τα πρώτα συνθήματα: «Κάτω η δικτατορία - θέλουμε δημοκρατία».
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Πληροφορηθήκαμε ότι οι αρχές δεν επέτρεπαν να πάρομε τα πτώματα των σκοτωμένων παιδιών, τίποτα δεν μπορούσε να συγκρατήσει το εξαγριωμένο πλήθος.
Είπα σε φίλους: Τα παιδιά τιμωρήθηκαν με την εσχάτη των ποινών: Το θάνατο. Και το κυνικό κράτος δεν μας επιτρέπει να πάρομε τις σορούς των νεκρών! Τα αίματα άναψαν. Αποφασίσαμε να πάρουμε τα πτώματα. Οι θύμησες από παρόμοια επεισόδια, ότι μπορούν να σύρουν τις σωρούς πίσω από τα τραχτέρ και θα αναγκάσουν τον κόσμο να τα φτύσει ήταν νωπές.
Οι περιπτώσεις των αδερφών Πράσσου, του Παπουτσή και του Ντάλα, που προηγήθηκαν μαρτυρούσαν τη βαρβαρότητα της στυγνής δικτατορίας.
Πότε με φορτηγά και πότε πεζοί, φτάσαμε στη γέφυρα του Μπουγάζι. Έχω μπροστά στα μάτια το φορτηγό που έφερε τα πτώματα. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, η αγανάχτηση μεγάλη. Οι σπαραγμοί των ανθρώπων, πάνω από τα πτώματα, θα με ακολουθήσουν σε όλη μου τη ζωή.
Μια άλλη στιγμή, που μας συντάραξε ήταν όταν τα φέρετρα των σκοτωμένων παιδιών, ακουμπημένα σε δυνατούς πλάτες συγγενών και φίλων, βγήκαν από τα σπίτια την ίδια ώρα και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία.
Στο σημείο της συνάντησης εμφανίστηκαν τα πανώ: «Κάτω η δικτατορία - θέλουμε δημοκρατία».
Αυθόρμητα πήραμε νέα απόφαση: με τα φέρετρα μπροστά να κάνουμε πορεία διαμαρτυρίας προς τους Αγίους Σαράντα και στο γύρισμα να γίνει ο
ενταφιασμός. Προχωρώντας, πλήθαινε η πομπή. Στη Γκιάστα μας είχαν στήσει καρτέρι στρατιώτες και αστυνομικοί. Όταν πλησιάσαμε, πάνω μας και στα φέρετρα άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες βροχή.
Αφού είδαν ότι τίποτα δεν μας πτοούσε, άρχισαν να πυροβολούν και μια σφαίρα χτυπάει το Μήτσιο Μάνο. Ο τραυματίας έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο. Σταματάμε μια IFA και ο μακαρίτης ο Θοδωρής ο Παπάς, ο γεωπόνος από του Χάλιου λέει στον οδηγό: Ξέρω ποιος είσαι, πού μένεις και τι οικογένεια έχεις… Παίρνεις τον τραυματία και σφαίρα για τους Αγίους Σαράντα. Μην τυχόν και σταματήσεις στο μπλόκο, σου καίμε το σπίτι… θα πάρεις κι άλλους στο λαιμό σου. Είναι οι συγκυρίες που σε αναγκάζουν να περάσεις σε άγρια κατάσταση. Φοβερές στιγμές, δεν περιγράφονται με τίποτα. Συνοδεύω κι εγώ τον τραυματία. Οι πέτρες έπεφταν βροχή πάνω μας. «Δεν μπορώ ρε παιδιά, λέει ο οδηγός», και σταματάει, κατεβαίνει κάτω. Ανεβαίνουν πάνω στρατιώτες. Εκεί είδα με τα μάτια μου πώς δέκα οπλισμένοι από αυτούς, περιλάβαιναν και πετσόκοβαν από έναν δικό μας. Κάποιος, που έτυχε να με γνωρίζει, διατάζει: Αφήστε τους γιατί τους συνοδεύει ο γιατρός.
Έτσι προχωρήσαμε προς τους Αγίους Σαράντα. Στο νοσοκομείο μας υποδέχτηκαν εντυπωσιακά οι Βορειοηπειρώτες γιατροί. Μετά από τις πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο των Αγίων Σαράντα ήταν απαραίτητη η μεταφορά του τραυματία στο Αργυρόκαστρο, κι έπειτα στα Τίρανα.
Την επόμενη το πρωί γυρίζω στ’ Αλύκου με το σκεπτικό μήπως αγρίευε η κατάσταση κι ήθελαν μεθόδευση τα πράγματα. Σε όλη τη διαδρομή, από το Βρυώνι που με άφησε κάποιο αυτοκίνητο και μέχρι στο χωριό, με αγκαλιάζανε άνθρωποι που ούτε τους ήξερα, ούτε και τους θυμάμαι.
Έλεγαν: «Μπράβο παιδιά!». Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μόλις πάτησα στο χωριό, για πρώτη φορά αισθάνθηκα τι θα πει ελευθερία. Τι θα πει αυτόνομη περιοχή. Δεν φοβόσουνα τίποτα.
Είχες γύρω σου ανθρώπους που σε αγαπούσανε, που σε θαυμάζανε, που σε αγκαλιάζανε.
Θυμάμαι, κάποια στιγμή, εμφανίζεται ο αστυνομικός της περιοχής. Χωρίς να του μιλήσουν, τον περικυκλώνουν περίπου σαράντα - πενήντα χωριανοί και ο κλοιός γύρω του στένευε ολοένα και περισσότερο. Τον έπιασαν τα κλάματα. Τελικά κάποιος του άνοιξε δρόμο κι έφυγε. Μετά από αυτό το χουνέρι που έπαθε, δεν ξέρω αν επισκέφτηκε πια τ’ Αλύκου...".
Πηγή
Tromaktiko
"…Tο τραγικό γεγονός της δολοφονίας των παιδιών, έδωσε το έναυσμα για την αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου. Κάποιοι από μας - κι ήταν αρκετοί - κυρίως σπουδασμένοι άνθρωποι, παίξανε πρωταρχικό ρόλο.
Παρέσυραν τη μάζα. Έβλεπε ο άλλος το γιατρό, το δάσκαλο, τον κτηνίατρο…, να μετέχουν σε εξέγερση κι έλεγε: γιατί να μην πάω κι εγώ; Τι έχω να χάσω; Το φτυάρι ή τον κασμά;
Οι πρωτοστάτες έριξαν τα πρώτα συνθήματα: «Κάτω η δικτατορία - θέλουμε δημοκρατία».
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Πληροφορηθήκαμε ότι οι αρχές δεν επέτρεπαν να πάρομε τα πτώματα των σκοτωμένων παιδιών, τίποτα δεν μπορούσε να συγκρατήσει το εξαγριωμένο πλήθος.
Είπα σε φίλους: Τα παιδιά τιμωρήθηκαν με την εσχάτη των ποινών: Το θάνατο. Και το κυνικό κράτος δεν μας επιτρέπει να πάρομε τις σορούς των νεκρών! Τα αίματα άναψαν. Αποφασίσαμε να πάρουμε τα πτώματα. Οι θύμησες από παρόμοια επεισόδια, ότι μπορούν να σύρουν τις σωρούς πίσω από τα τραχτέρ και θα αναγκάσουν τον κόσμο να τα φτύσει ήταν νωπές.
Οι περιπτώσεις των αδερφών Πράσσου, του Παπουτσή και του Ντάλα, που προηγήθηκαν μαρτυρούσαν τη βαρβαρότητα της στυγνής δικτατορίας.
Πότε με φορτηγά και πότε πεζοί, φτάσαμε στη γέφυρα του Μπουγάζι. Έχω μπροστά στα μάτια το φορτηγό που έφερε τα πτώματα. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, η αγανάχτηση μεγάλη. Οι σπαραγμοί των ανθρώπων, πάνω από τα πτώματα, θα με ακολουθήσουν σε όλη μου τη ζωή.
Μια άλλη στιγμή, που μας συντάραξε ήταν όταν τα φέρετρα των σκοτωμένων παιδιών, ακουμπημένα σε δυνατούς πλάτες συγγενών και φίλων, βγήκαν από τα σπίτια την ίδια ώρα και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία.
Στο σημείο της συνάντησης εμφανίστηκαν τα πανώ: «Κάτω η δικτατορία - θέλουμε δημοκρατία».
Αυθόρμητα πήραμε νέα απόφαση: με τα φέρετρα μπροστά να κάνουμε πορεία διαμαρτυρίας προς τους Αγίους Σαράντα και στο γύρισμα να γίνει ο
ενταφιασμός. Προχωρώντας, πλήθαινε η πομπή. Στη Γκιάστα μας είχαν στήσει καρτέρι στρατιώτες και αστυνομικοί. Όταν πλησιάσαμε, πάνω μας και στα φέρετρα άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες βροχή.
Αφού είδαν ότι τίποτα δεν μας πτοούσε, άρχισαν να πυροβολούν και μια σφαίρα χτυπάει το Μήτσιο Μάνο. Ο τραυματίας έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο. Σταματάμε μια IFA και ο μακαρίτης ο Θοδωρής ο Παπάς, ο γεωπόνος από του Χάλιου λέει στον οδηγό: Ξέρω ποιος είσαι, πού μένεις και τι οικογένεια έχεις… Παίρνεις τον τραυματία και σφαίρα για τους Αγίους Σαράντα. Μην τυχόν και σταματήσεις στο μπλόκο, σου καίμε το σπίτι… θα πάρεις κι άλλους στο λαιμό σου. Είναι οι συγκυρίες που σε αναγκάζουν να περάσεις σε άγρια κατάσταση. Φοβερές στιγμές, δεν περιγράφονται με τίποτα. Συνοδεύω κι εγώ τον τραυματία. Οι πέτρες έπεφταν βροχή πάνω μας. «Δεν μπορώ ρε παιδιά, λέει ο οδηγός», και σταματάει, κατεβαίνει κάτω. Ανεβαίνουν πάνω στρατιώτες. Εκεί είδα με τα μάτια μου πώς δέκα οπλισμένοι από αυτούς, περιλάβαιναν και πετσόκοβαν από έναν δικό μας. Κάποιος, που έτυχε να με γνωρίζει, διατάζει: Αφήστε τους γιατί τους συνοδεύει ο γιατρός.
Έτσι προχωρήσαμε προς τους Αγίους Σαράντα. Στο νοσοκομείο μας υποδέχτηκαν εντυπωσιακά οι Βορειοηπειρώτες γιατροί. Μετά από τις πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο των Αγίων Σαράντα ήταν απαραίτητη η μεταφορά του τραυματία στο Αργυρόκαστρο, κι έπειτα στα Τίρανα.
Την επόμενη το πρωί γυρίζω στ’ Αλύκου με το σκεπτικό μήπως αγρίευε η κατάσταση κι ήθελαν μεθόδευση τα πράγματα. Σε όλη τη διαδρομή, από το Βρυώνι που με άφησε κάποιο αυτοκίνητο και μέχρι στο χωριό, με αγκαλιάζανε άνθρωποι που ούτε τους ήξερα, ούτε και τους θυμάμαι.
Έλεγαν: «Μπράβο παιδιά!». Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μόλις πάτησα στο χωριό, για πρώτη φορά αισθάνθηκα τι θα πει ελευθερία. Τι θα πει αυτόνομη περιοχή. Δεν φοβόσουνα τίποτα.
Είχες γύρω σου ανθρώπους που σε αγαπούσανε, που σε θαυμάζανε, που σε αγκαλιάζανε.
Θυμάμαι, κάποια στιγμή, εμφανίζεται ο αστυνομικός της περιοχής. Χωρίς να του μιλήσουν, τον περικυκλώνουν περίπου σαράντα - πενήντα χωριανοί και ο κλοιός γύρω του στένευε ολοένα και περισσότερο. Τον έπιασαν τα κλάματα. Τελικά κάποιος του άνοιξε δρόμο κι έφυγε. Μετά από αυτό το χουνέρι που έπαθε, δεν ξέρω αν επισκέφτηκε πια τ’ Αλύκου...".
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
eΒay: Σχεδιάζει χιλιάδες απολύσεις στις αρχές του 2015
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ