2014-12-17 16:41:23
Ανεπίσημα, ένας από τους στόχους αυτής της μονάδας εθελοντών, την οποία... στελεχώνουν τσετσένοι στρατιωτικοί που είναι απόστρατοι ή βρίσκονται στην εφεδρεία, είναι η εξουδετέρωση του Τσετσένου οπλαρχηγού, Ισά Μουνάεφ, ο οποίος μετανάστευσε στην Ευρώπη στη διάρκεια της δεύτερης πολεμικής εκστρατείας στην Τσετσενία, και τώρα συμμετέχει στην πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία με την πλευρά του Κιέβου. Μιλήσαμε με μερικούς μαχητές του συγκεκριμένου τάγματος. Δυο από αυτούς, ο Γκενεράλ και ο Στίνγκερ, συστήθηκαν με τα συνθηματικά τους ονόματα, ενώ άλλοι δυο, ο Απτί και ο Βάχα, με το πραγματικό τους.
-«Ήρθαμε εδώ για να απελευθερώσουμε τον λαό!», αναφέρει ο Στίνγκερ, χωρίς να περιμένει την ερώτησή μου. «Από ποιον; Από τα ουκρανικά αποσπάσματα! Εμείς πολεμάμε, όπως άλλοι παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ο πόλεμος, είναι η ζωή μας. Το τάγμα μας «Θάνατος» εντάσσεται στον «Oplót» (σ.σ. «Προμαχώνας», αρχικά κοινωνική οργάνωση και κατόπιν στρατιωτικός σχηματισμός) και βρίσκεται υπό τις άμεσες διαταγές του Ζαχάρτσενκο (σ.σ. ανώτερος πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας της ΛΔ του Ντονιέτσκ).
Ρωσία και Τσετσενία
-«Ο λαός της Τσετσενίας επέλεξε τη Ρωσία», αναφέρει ο Βάχα.
-«Ναι, αλλά οι Τσετσένοι πολέμησαν τη Ρωσία», αντιλέγω εγώ.
-«Απόλυτα ορθό», αποκρίνεται ο Στίνγκερ.
-«Στους δυο πολέμους της Τσετσενίας σκοτώθηκε μεγάλος αριθμός αμάχων…».
-«Τι θέλετε να ρωτήσετε;», διακόπτει ξανά ο Στίνγκερ. «Γιατί μετά απ’ όλα αυτά είμαστε με τη Ρωσία; Εγώ, ο Βάχα και ο Απτί ήμασταν παιδιά όταν άρχισε ο πρώτος πόλεμος στην Τσετσενία. Φτιάχναμε αυτοσχέδια εκρηκτικά κοκτέιλ και τα πετούσαμε στα τανκς και στο άνοιγμα του πυργίσκου τους. Πιστεύαμε ότι υπερασπιζόμαστε την πατρίδα. Είχαμε νικήσει σ’ εκείνο τον πόλεμο, υποχρεώνοντας τη Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματά της το 1996».
-«Στη συνέχεια όμως, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας -αναφέρει ο Βάχα- διάφορες ομάδες, φατρίες, πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο λαός ζούσε πολύ άσχημα…».
-«Τα πάντα είναι πολύ απλά», εξηγεί ο Στίνγκερ. «Η Ρωσία μετά το δεύτερο πόλεμο συμπεριφέρθηκε σωστά. Δεν άρχισε να μας ταπεινώνει, δεν επεδείκνυε ότι αυτή είναι η χώρα που νίκησε, δεν περιόριζε την τσετσενική γλώσσα, την πίστη και τις παραδόσεις μας. Σήμερα το Γκρόζνι είναι η ομορφότερη πόλη. Η Ρωσία έκανε τα πάντα για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας».
-«Υπάρχουν Τσετσένοι που υποστήριξαν το Κίεβο», λέει ο Απτί. «Αλλά εμείς αυτούς δεν τους θεωρούμε Τσετσένους. Είναι χαμένα κορμιά. Άτομα όπως ο Ισά Μουνάεφ, έφυγαν από την Τσετσενία στη διάρκεια του δεύτερου πολέμου. Ο Μπασάεφ και ο Χατάμπ τους έστειλαν σε άλλη περιοχή της Ρωσίας, στο Νταγκεστάν, και μετά αυτοί έγιναν άφαντοι. Εξαιτίας τους σκοτώθηκαν συγγενείς και φίλοι μας. Όταν η Τσεστσενία είχε αποκτήσει ανεξαρτησία, παραχώρησαν την εξουσία σε άτομα όπως αυτά. Και τι έκαναν για την Τσετσενία; Τίποτα. Αλλά οι αδερφοί και οι αδερφές μας δεν ζούσαν πλέον -«Δεν θα βρείτε στην Τσετσενία -αναφέρει ο Βάχα- ούτε έναν άνθρωπο που να μην έχει χάσει είτε αδερφό, αδερφή, είτε ανίψια. Τους θυμόμαστε καθημερινά με πόνο και πίκρα».
-«Έχετε συγχωρέσει τη Ρωσία;», ρωτώ, ενώ στο δωμάτιο και στο τραπέζι που καθόμαστε έχει βασιλέψει η σιωπή.
-«Μετά τον πρώτο πόλεμο -απαντά μετά από αρκετή ώρα ο Στίνγκερ- ο λαός κατάλαβε από μόνος του πως είναι αδύνατον να ζήσει χωρίς τη Ρωσία. Ο κόσμος κατάλαβε ότι η Ρωσία είναι το μοναδικό στήριγμα του μουσουλμανικού κόσμου. Αναγνωρίσαμε τη Ρωσία, προκειμένου να επιβιώσουμε. Εγώ προσωπικά συγχώρεσα του Ρώσους για όλα». «Ξέρω σίγουρα ότι αυτός τους συγχώρεσε», λέει, δείχνοντας τον Απτί. «Και αυτός τους συγχώρεσε», συνεχίζει, δείχνοντας τον Βάχα. «Εγώ, είμαι ρώσος υπήκοος. Δεν κρατάμε καμία κακία στη Ρωσία. Την αγαπούμε. Αλλά δεν συγχωρούμε και δεν θα συγχωρήσουμε, ξέρετε ποιόν; Εκείνους που ξεκίνησαν το δεύτερο πόλεμο. Όλους αυτούς τους Μπασάεφ, Χατάμπ και Μουνάεφ».
Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονιέτσκ
-«Η Ρωσία ποτέ δεν ξεκίνησε πολέμους κατά του Ισλάμ, αλλά η Ευρώπη ναι, και τώρα αυτή έστειλε στο Κίεβο ένα πρόσωπο όπως ο Ισά Μουνάεφ», αναφέρει ο Βάχα.
-«Και τον πληρώνει για τις αντιπαραγωγικές του ενέργειες», προσθέτει ο Στίνγκερ. «Αυτός δηλώνει ότι είναι μαζί του πεντακόσιοι Τσετσένοι, αλλά αυτά είναι ανοησίες. Στην πραγματικότητα δεν είναι πάνω από είκοσι».
-«Πώς το ξέρετε;», ρωτώ.
-«Είμαστε στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών», απαντά ο Στίνγκερ. «Και γιατί σας εκπλήσσει τόσο πολύ ότι ταχθήκαμε υπέρ της ΛΔ του Ντονιέτσκ; Δεν σας προκαλεί έκπληξη ότι Πολωνοί, Λευκορώσοι και Εσθονοί πήγαν μισθοφόροι με το Κίεβο; Η ΛΔ του Ντονιέτσκ περίμενε τους Τσετσένους, τους κάλεσε για βοήθεια. Και οι Τσετσένοι, είναι ένας λαός που ξέρει να πολεμά».
-«Βρίσκεστε εδώ με διαταγή του Ραμζάν Καντίροφ;».
-«Δεν είμαστε εδώ με εντολή του Ραμζάν», απαντά ο Απτί. «Ναι, προηγουμένως υπηρετούσαμε, είμαστε όλοι βετεράνοι πολεμικών επιχειρήσεων, που έχουν βγει στην εφεδρεία. Το τάγμα μας είναι εθελοντικό. Δεν λαμβάνουμε αμοιβή. Αν είχε δώσει εντολή ο Ραμζάν, θα βρισκόταν εδώ όλη η Τσετσενία. Όμως για την ώρα αυτός κρατά εκτός τους Τσετσένους».
-«Γιατί είμαστε εδώ; Επειδή η Ουκρανία βομβαρδίζει ανεξέλεγκτα τον άμαχο πληθυσμό του Ντονμπάς με Grad (σ.σ. πυραυλικό σύστημα εδάφους-εδάφους). Τα έχουμε περάσει όλοι μας αυτά και είμαστε σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να βάλουμε εδώ μια τάξη», βεβαιώνει ο Στίνγκερ. «Όχι για λεφτά, ούτε για παράσημα. Σας ορκίζομαι στον Αλλάχ! Κανείς δεν μας πληρώνει τίποτα. Πιθανόν, όταν γυρίσουμε σπίτι, η ηγεσία μας να μας βοηθήσει με κάποιο τρόπο. Ενόσω βρισκόμαστε στη Νοβορωσία πάντως, θα κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να αποκτήσει αυτή τον εθνικό της ύμνο, και για να συνεχίσουν οι ντόπιοι να μιλούν ρωσικά. Ίσως, αν δεν είχε υπάρξει ο πόλεμος στην Τσετσενία, να είχαμε αδιαφορήσει κι εμείς για το Ντονμπάς... Αλλά σήμερα είμαστε εδώ, και εγώ με την ιδιότητα του στρατιωτικού. Κλαίω, όταν εδώ χωρίς ιερό και όσιο βομβαρδίζουν σχολεία, νοσοκομεία και σπίτια.
Και συνεχίζει ο Στίνγκερ: «Για ποιο λόγο ανοίξαμε εδώ τηλεφωνική γραμμή έκτακτης ανάγκης; Για να λαμβάνουμε επείγουσες πληροφορίες. Και ξέρετε τι λέει το 90% όσων τηλεφωνούν; Δώστε μας ψωμί... Ο λαός εδώ πεινά. Αυτό εμείς το έχουμε ζήσει, ξέρουμε τι θα πει πείνα. Ξεκινάμε, και μοιράζουμε 100-150 δέματα με ψωμί στα χωριά».
-«Και από που λαμβάνετε χρηματική βοήθεια;».
-«Από το σπίτι φυσικά. Από την Τσετσενία», λέει με ένα πικρό χαμόγελο ο Στίνγκερ.
-«Εμείς τους Ουκρανούς ποτέ δεν τους θεωρούσαμε άξιους πολεμιστές -αναφέρει ο Απτί- και αποδείχτηκε ότι όντως αυτοί δεν είναι τέτοιοι. Παραδίνονται μαζικά. Όταν ήμασταν στο Ιλοβάισκ, το έβαλαν στα πόδια τρεις χιλιάδες Ουκρανοί. Αλλά εμείς δεν θέλουμε ο κόσμος να μας φοβάται. Ο εχθρός θέλουμε να μας φοβάται».
-«Και οι Ουκρανοί, είναι αληθινοί εχθροί σας;».
-«Όσοι πυροβολούν εναντίον των κατοίκων του Ντονμπάς, γίνονται εχθροί μας».
-«Ποια ακριβώς είναι η δραστηριότητά σας εδώ;», ρωτώ.
-«Πηγαίνουμε στην πρώτη γραμμή», αναφέρει ο Απτί. «Και στο αεροδρόμιο του Ντονιέτσκ πηγαίνουμε. Εδώ στη βάση ανεφοδιαζόμαστε, αναπαυόμαστε, παίρνουμε το ψωμί για διανομή».
... Στον κεντρικό υπαίθριο χώρο της βάσης συγκεντρώνεται για την αναφορά το τάγμα Smert. Ο Απτί και ο Βάχα στέκονται στο μέσον. Πίσω τους, η λίμνη και τα δέντρα, πάνω από τα οποία μαζεύεται πυκνή ομίχλη που κρύβει την απέναντι όχθη. Ο Στίνγκερ περιφέρεται ασταμάτητα στο χώρο, δίνει διαταγές. Φωνάζει, υψώνοντας το δείκτη του χεριού του: «Αλλάχ ακμπάρ!» (σ.σ. ο Αλλάχ είναι μεγάλος!). Τα χέρια υψώνονται: «Αλλάχ ακμπάρ!», ανταποκρίνονται οι συγκεντρωμένοι. Και το ίδιο, τρεις φορές. Ο Γκενεράλ στέκεται πίσω απ’ όλους. Η ομίχλη μοιάζει λες και στηρίζεται πάνω στις πλάτες του, ενώ ο ίδιος, χαμογελά...
Πηγή
Tromaktiko
-«Ήρθαμε εδώ για να απελευθερώσουμε τον λαό!», αναφέρει ο Στίνγκερ, χωρίς να περιμένει την ερώτησή μου. «Από ποιον; Από τα ουκρανικά αποσπάσματα! Εμείς πολεμάμε, όπως άλλοι παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ο πόλεμος, είναι η ζωή μας. Το τάγμα μας «Θάνατος» εντάσσεται στον «Oplót» (σ.σ. «Προμαχώνας», αρχικά κοινωνική οργάνωση και κατόπιν στρατιωτικός σχηματισμός) και βρίσκεται υπό τις άμεσες διαταγές του Ζαχάρτσενκο (σ.σ. ανώτερος πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας της ΛΔ του Ντονιέτσκ).
Ρωσία και Τσετσενία
-«Ο λαός της Τσετσενίας επέλεξε τη Ρωσία», αναφέρει ο Βάχα.
-«Ναι, αλλά οι Τσετσένοι πολέμησαν τη Ρωσία», αντιλέγω εγώ.
-«Απόλυτα ορθό», αποκρίνεται ο Στίνγκερ.
-«Στους δυο πολέμους της Τσετσενίας σκοτώθηκε μεγάλος αριθμός αμάχων…».
-«Τι θέλετε να ρωτήσετε;», διακόπτει ξανά ο Στίνγκερ. «Γιατί μετά απ’ όλα αυτά είμαστε με τη Ρωσία; Εγώ, ο Βάχα και ο Απτί ήμασταν παιδιά όταν άρχισε ο πρώτος πόλεμος στην Τσετσενία. Φτιάχναμε αυτοσχέδια εκρηκτικά κοκτέιλ και τα πετούσαμε στα τανκς και στο άνοιγμα του πυργίσκου τους. Πιστεύαμε ότι υπερασπιζόμαστε την πατρίδα. Είχαμε νικήσει σ’ εκείνο τον πόλεμο, υποχρεώνοντας τη Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματά της το 1996».
-«Στη συνέχεια όμως, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας -αναφέρει ο Βάχα- διάφορες ομάδες, φατρίες, πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο λαός ζούσε πολύ άσχημα…».
-«Τα πάντα είναι πολύ απλά», εξηγεί ο Στίνγκερ. «Η Ρωσία μετά το δεύτερο πόλεμο συμπεριφέρθηκε σωστά. Δεν άρχισε να μας ταπεινώνει, δεν επεδείκνυε ότι αυτή είναι η χώρα που νίκησε, δεν περιόριζε την τσετσενική γλώσσα, την πίστη και τις παραδόσεις μας. Σήμερα το Γκρόζνι είναι η ομορφότερη πόλη. Η Ρωσία έκανε τα πάντα για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας».
-«Υπάρχουν Τσετσένοι που υποστήριξαν το Κίεβο», λέει ο Απτί. «Αλλά εμείς αυτούς δεν τους θεωρούμε Τσετσένους. Είναι χαμένα κορμιά. Άτομα όπως ο Ισά Μουνάεφ, έφυγαν από την Τσετσενία στη διάρκεια του δεύτερου πολέμου. Ο Μπασάεφ και ο Χατάμπ τους έστειλαν σε άλλη περιοχή της Ρωσίας, στο Νταγκεστάν, και μετά αυτοί έγιναν άφαντοι. Εξαιτίας τους σκοτώθηκαν συγγενείς και φίλοι μας. Όταν η Τσεστσενία είχε αποκτήσει ανεξαρτησία, παραχώρησαν την εξουσία σε άτομα όπως αυτά. Και τι έκαναν για την Τσετσενία; Τίποτα. Αλλά οι αδερφοί και οι αδερφές μας δεν ζούσαν πλέον -«Δεν θα βρείτε στην Τσετσενία -αναφέρει ο Βάχα- ούτε έναν άνθρωπο που να μην έχει χάσει είτε αδερφό, αδερφή, είτε ανίψια. Τους θυμόμαστε καθημερινά με πόνο και πίκρα».
-«Έχετε συγχωρέσει τη Ρωσία;», ρωτώ, ενώ στο δωμάτιο και στο τραπέζι που καθόμαστε έχει βασιλέψει η σιωπή.
-«Μετά τον πρώτο πόλεμο -απαντά μετά από αρκετή ώρα ο Στίνγκερ- ο λαός κατάλαβε από μόνος του πως είναι αδύνατον να ζήσει χωρίς τη Ρωσία. Ο κόσμος κατάλαβε ότι η Ρωσία είναι το μοναδικό στήριγμα του μουσουλμανικού κόσμου. Αναγνωρίσαμε τη Ρωσία, προκειμένου να επιβιώσουμε. Εγώ προσωπικά συγχώρεσα του Ρώσους για όλα». «Ξέρω σίγουρα ότι αυτός τους συγχώρεσε», λέει, δείχνοντας τον Απτί. «Και αυτός τους συγχώρεσε», συνεχίζει, δείχνοντας τον Βάχα. «Εγώ, είμαι ρώσος υπήκοος. Δεν κρατάμε καμία κακία στη Ρωσία. Την αγαπούμε. Αλλά δεν συγχωρούμε και δεν θα συγχωρήσουμε, ξέρετε ποιόν; Εκείνους που ξεκίνησαν το δεύτερο πόλεμο. Όλους αυτούς τους Μπασάεφ, Χατάμπ και Μουνάεφ».
Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονιέτσκ
-«Η Ρωσία ποτέ δεν ξεκίνησε πολέμους κατά του Ισλάμ, αλλά η Ευρώπη ναι, και τώρα αυτή έστειλε στο Κίεβο ένα πρόσωπο όπως ο Ισά Μουνάεφ», αναφέρει ο Βάχα.
-«Και τον πληρώνει για τις αντιπαραγωγικές του ενέργειες», προσθέτει ο Στίνγκερ. «Αυτός δηλώνει ότι είναι μαζί του πεντακόσιοι Τσετσένοι, αλλά αυτά είναι ανοησίες. Στην πραγματικότητα δεν είναι πάνω από είκοσι».
-«Πώς το ξέρετε;», ρωτώ.
-«Είμαστε στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών», απαντά ο Στίνγκερ. «Και γιατί σας εκπλήσσει τόσο πολύ ότι ταχθήκαμε υπέρ της ΛΔ του Ντονιέτσκ; Δεν σας προκαλεί έκπληξη ότι Πολωνοί, Λευκορώσοι και Εσθονοί πήγαν μισθοφόροι με το Κίεβο; Η ΛΔ του Ντονιέτσκ περίμενε τους Τσετσένους, τους κάλεσε για βοήθεια. Και οι Τσετσένοι, είναι ένας λαός που ξέρει να πολεμά».
-«Βρίσκεστε εδώ με διαταγή του Ραμζάν Καντίροφ;».
-«Δεν είμαστε εδώ με εντολή του Ραμζάν», απαντά ο Απτί. «Ναι, προηγουμένως υπηρετούσαμε, είμαστε όλοι βετεράνοι πολεμικών επιχειρήσεων, που έχουν βγει στην εφεδρεία. Το τάγμα μας είναι εθελοντικό. Δεν λαμβάνουμε αμοιβή. Αν είχε δώσει εντολή ο Ραμζάν, θα βρισκόταν εδώ όλη η Τσετσενία. Όμως για την ώρα αυτός κρατά εκτός τους Τσετσένους».
-«Γιατί είμαστε εδώ; Επειδή η Ουκρανία βομβαρδίζει ανεξέλεγκτα τον άμαχο πληθυσμό του Ντονμπάς με Grad (σ.σ. πυραυλικό σύστημα εδάφους-εδάφους). Τα έχουμε περάσει όλοι μας αυτά και είμαστε σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να βάλουμε εδώ μια τάξη», βεβαιώνει ο Στίνγκερ. «Όχι για λεφτά, ούτε για παράσημα. Σας ορκίζομαι στον Αλλάχ! Κανείς δεν μας πληρώνει τίποτα. Πιθανόν, όταν γυρίσουμε σπίτι, η ηγεσία μας να μας βοηθήσει με κάποιο τρόπο. Ενόσω βρισκόμαστε στη Νοβορωσία πάντως, θα κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να αποκτήσει αυτή τον εθνικό της ύμνο, και για να συνεχίσουν οι ντόπιοι να μιλούν ρωσικά. Ίσως, αν δεν είχε υπάρξει ο πόλεμος στην Τσετσενία, να είχαμε αδιαφορήσει κι εμείς για το Ντονμπάς... Αλλά σήμερα είμαστε εδώ, και εγώ με την ιδιότητα του στρατιωτικού. Κλαίω, όταν εδώ χωρίς ιερό και όσιο βομβαρδίζουν σχολεία, νοσοκομεία και σπίτια.
Και συνεχίζει ο Στίνγκερ: «Για ποιο λόγο ανοίξαμε εδώ τηλεφωνική γραμμή έκτακτης ανάγκης; Για να λαμβάνουμε επείγουσες πληροφορίες. Και ξέρετε τι λέει το 90% όσων τηλεφωνούν; Δώστε μας ψωμί... Ο λαός εδώ πεινά. Αυτό εμείς το έχουμε ζήσει, ξέρουμε τι θα πει πείνα. Ξεκινάμε, και μοιράζουμε 100-150 δέματα με ψωμί στα χωριά».
-«Και από που λαμβάνετε χρηματική βοήθεια;».
-«Από το σπίτι φυσικά. Από την Τσετσενία», λέει με ένα πικρό χαμόγελο ο Στίνγκερ.
-«Εμείς τους Ουκρανούς ποτέ δεν τους θεωρούσαμε άξιους πολεμιστές -αναφέρει ο Απτί- και αποδείχτηκε ότι όντως αυτοί δεν είναι τέτοιοι. Παραδίνονται μαζικά. Όταν ήμασταν στο Ιλοβάισκ, το έβαλαν στα πόδια τρεις χιλιάδες Ουκρανοί. Αλλά εμείς δεν θέλουμε ο κόσμος να μας φοβάται. Ο εχθρός θέλουμε να μας φοβάται».
-«Και οι Ουκρανοί, είναι αληθινοί εχθροί σας;».
-«Όσοι πυροβολούν εναντίον των κατοίκων του Ντονμπάς, γίνονται εχθροί μας».
-«Ποια ακριβώς είναι η δραστηριότητά σας εδώ;», ρωτώ.
-«Πηγαίνουμε στην πρώτη γραμμή», αναφέρει ο Απτί. «Και στο αεροδρόμιο του Ντονιέτσκ πηγαίνουμε. Εδώ στη βάση ανεφοδιαζόμαστε, αναπαυόμαστε, παίρνουμε το ψωμί για διανομή».
... Στον κεντρικό υπαίθριο χώρο της βάσης συγκεντρώνεται για την αναφορά το τάγμα Smert. Ο Απτί και ο Βάχα στέκονται στο μέσον. Πίσω τους, η λίμνη και τα δέντρα, πάνω από τα οποία μαζεύεται πυκνή ομίχλη που κρύβει την απέναντι όχθη. Ο Στίνγκερ περιφέρεται ασταμάτητα στο χώρο, δίνει διαταγές. Φωνάζει, υψώνοντας το δείκτη του χεριού του: «Αλλάχ ακμπάρ!» (σ.σ. ο Αλλάχ είναι μεγάλος!). Τα χέρια υψώνονται: «Αλλάχ ακμπάρ!», ανταποκρίνονται οι συγκεντρωμένοι. Και το ίδιο, τρεις φορές. Ο Γκενεράλ στέκεται πίσω απ’ όλους. Η ομίχλη μοιάζει λες και στηρίζεται πάνω στις πλάτες του, ενώ ο ίδιος, χαμογελά...
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ