2015-01-19 17:10:53
Άρθρο της Μαρίας Γιαννακάκη
Γεγονότα και δηλώσεις περνούν «κάτω από τα ραντάρ» μας, ιδιαίτερα σε μια χρονική περίοδο όπως αυτή που διανύουμε κάποιες εβδομάδες τώρα, εν μέσω προεκλογικού πυρετού. Σαν υπεύθυνη του Τομέα Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής της Δημοκρατικής Αριστεράς, θα ήθελα να σταθώ σε δήλωση του Υπουργού Παιδείας κ. Λοβέρδου, η οποία μου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση αφενός λόγω της χρονικής στιγμής που επέλεξε (ακριβώς πριν την προκήρυξη των εκλογών) και αφετέρου, για το περιεχόμενο αυτής.
Ο κ. Λοβέρδος εξήγγειλε ότι «μετά από πολύμηνη συνεργασία» με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αποφασίσθηκε να απεμπλακεί η εισαγωγή των μελλοντικών μαθητών – σπουδαστών των στρατιωτικών σχολών (ΑΣΕΙ – ΑΣΣΥ) από τις πανελλήνιες εξετάσεις. Ως μοναδικό επιχείρημα, ο κ. Λοβέρδος ανέφερε πως για να υπηρετήσει κάποιος στις Ένοπλες Δυνάμεις, «θα πρέπει να το έχει σκοπό του».
Με τη χρονική στιγμή που επιλέχθηκε για την ανακοίνωση της απόφασης αυτής, είναι προφανές πως τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, θεωρούν τα στελέχη των ΕΔ μια πολύ συγκεκριμένη εκλογική ομάδα της κοινωνίας μας, κατά κύριο λόγο συντηρητική και «παραδοσιακή», που μπορεί να χειραγωγείται διαχρονικά –και με ευθύνη των ίδιων των στρατιωτικών σε αρκετά μεγάλο βαθμό- με αμιγώς ψηφοθηρικό σκοπό. Πλέον, με τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για επιδοματικής μορφής «δωράκια» προς τη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα συμπολιτών μας, αντιθέτως, αρκετά από αυτά που οι στρατιωτικοί αντικειμενικά δικαιούνταν, έχουν ήδη απολεσθεί. Συνεπώς, παρατηρούμε πως η απερχόμενη κυβέρνηση, προσβλέποντας στον «επαναπατρισμό» του στρατιωτικού – ψηφοφόρου, πουλά πλέον φτηνό πατριωτιλίκι σε επίπεδο ρητορικής, έχοντας ξεμείνει από επιδοματικές δυνατότητες.
Η συγκεκριμένη απόφαση όμως, ακριβώς λόγω της χρονικής συγκυρίας για τη χώρα και όχι μόνο από μικροπολιτικής σκοπιάς, μας βάζει σε επικίνδυνες ατραπούς, και εξηγούμαι:
Το επιχείρημα του κ. Λοβέρδου για την απεμπλοκή της εισαγωγής σε Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ) και Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών (ΑΣΣΥ) από τις πανελλήνιες εξετάσεις, ουσιαστικά βάζει στο κάδρο ένα άτυπο κριτήριο «πατριωτισμού», και μάλιστα εξεταζόμενο και βαθμολογούμενο, από «ειδικούς» και «γνώστες», εκτός κάθε αδιάβλητου, δημοκρατικού, διαφανούς και αξιοκρατικού πλαισίου. Οι πανελλήνιες εξετάσεις αποτελούν έναν θεσμό που έχει καθιερωθεί στον ελληνικό λαό ως αδιάβλητος, ακόμη και με τις παθογένειές του. Αν αναρωτηθούμε πόσους άλλους θεσμούς θεωρεί ο μέσος Έλληνας αδιάβλητους στη χώρα μας, φοβάμαι πως θα απογοητευτούμε πολύ. Ποια κενά θα καλύψει άραγε ένας τρόπος εισαγωγής εκτός πανελληνίων, με βάση το επιχείρημα του κ. Λοβέρδου; Τη μέτρηση του εθνικού φρονήματος με ειδική επιτροπή στελεχών εντός των σχολών; Τη στοχοπροσήλωση του υποψηφίου; Προσήλωση δεν απαιτείται μόνο για το επάγγελμα του στρατιωτικού, υπάρχουν πλείστα άλλα επαγγέλματα, όπως αυτό του ιατρού, του κοινωνικού λειτουργού ή του εκπαιδευτικού, σαν πολύ απλά παραδείγματα, που χρειάζονται σθένος και ειδικά με την πάροδο του χρόνου, αλλά προφανώς και δε βλέπουμε οι συγκεκριμένες σχολές να μπήκαν στο στόχαστρο του Υπουργού, γιατί οι απόφοιτοί τους δεν αποτελούν ένα σχετικά ομοιόμορφο εκλογικό «κοινό».
Αναφορικά, λοιπόν, με το ζήτημα της «προσήλωσης» του επαγγελματία στρατιωτικού καθ΄ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας: ο τρόπος εισαγωγής στις στρατιωτικές σχολές είναι μάλλον το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κοιτάξουμε. Εξάλλου, μέσα στους πρώτους κιόλας μήνες φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές, αυτοί που νιώθουν ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής, αποχωρούν, κι αυτό συνάγεται από τις αιτήσεις διαγραφών που δέχονται οι σχολές και κατ΄ επέκτασιν οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης των Κλάδων των ΕΔ.
Τα όποια –αν χρειάζονται- επιπλέον κριτήρια που θεωρούν οι υπεύθυνοι εκπαίδευσης των Κλάδων των ΕΔ ότι θα έπρεπε να υφίστανται, μπορούν κάλλιστα να εξετάζονται με βάση τη λυκειακή εκπαίδευση και τα διδασκόμενα μαθήματα. Επίσης, υπάρχουν συγκεκριμένα όρια αθλητικών δοκιμασιών για τους υποψηφίους, πανελλαδικώς εξεταζόμενα ως ειδικό μάθημα, όπου αυτοί που δεν πληρούν τις βασικές προδιαγραφές σωματικής δύναμης, φυσικής κατάστασης κλπ, αυτομάτως απορρίπτονται.
Για τις στρατιωτικές σχολές όμως, αυτά οφείλουν να πληρούνται ως προαπαιτούμενο, και με βάση τον σημερινό αδιάβλητο τρόπο εξέτασης. Οι γνώσεις εξετάζονται κατά την εισαγωγή, οι σωματικές προδιαγραφές επίσης. Το πρόβλημα συνεπώς δεν υφίσταται εκεί, αλλά στη μετέπειτα πορεία και εξέλιξη του υποψηφίου, σα μαθητής – σπουδαστής και περαιτέρω σα στέλεχος. Εξάλλου, πόσο μεγαλύτερη και καλύτερη δεξαμενή υποψηφίων μπορεί να υπάρχει, από τις πανελλήνιες εξετάσεις στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι, παρά την ύπαρξη παθογενειών.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: όπως και σε κάθε επαγγελματικό κλάδο, έτσι και ανάμεσα στους επαγγελματίες στρατιωτικούς, υπάρχει μέρος που δεν πληροί κάποια οριοθετημένα και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια, είτε αυτά είναι σωματικά, είτε γνωστικά.
Το πρόβλημα έχει τις ρίζες του μετά την εισαγωγή, ήτοι στη διαδικασία εξέλιξης και κυρίως αξιολόγησής τους, και με αυτό οφείλουμε να ασχοληθούμε πολύ σοβαρά, όχι μόνο για να διατηρήσουμε το αξιόμαχο των ΕΔ, αλλά κυρίως για να ανεβάσουμε το όριο του βέλτιστου ένα επίπεδο παραπάνω. Κι αυτό δε θα το καταφέρουμε απομονώνοντας τα ΑΣΕΙ – ΑΣΣΥ από τις πανελλήνιες, αλλά αναδιαρθρώνοντας και ανασχεδιάζοντας με ειλικρίνεια το σύστημα αξιολόγησης και εκπαίδευσης στις ΕΔ, όπου τα προβλήματα δε θα κρύβονται «κάτω από το χαλί», αλλά θα εντοπίζονται και θα αντιμετωπίζονται, με στόχο τη διατήρηση και τη βελτίωση της επιχειρησιακής ικανότητας και όχι την ενδεχόμενη κύρωση ή απόρριψη.
Ποιος ο λόγος να μειωθεί ο ανταγωνισμός με ένα άλλο σύστημα εξέτασης και πολύ λιγότερους υποψήφιους για τις συγκεκριμένες σχολές; Θεωρώ μέγα λάθος να στρατιωτικοποιήσουμε την εκπαίδευση –με τη λογική της ύπαρξης του «φροντιστηρίου» και γενικά της παραπαιδείας-, ανοίγοντας το δρόμο στην ίδρυση πολύ εξειδικευμένων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων μιλιταριστικού αντικειμένου, που θα προετοιμάζουν τους υποψηφίους για την εισαγωγή τους στις στρατιωτικές σχολές, έναντι ουδόλως ευκαταφρόνητων διδάκτρων, με εκπαιδευτές που θα έχουν ως στόχευση την ανάδειξη του «εθνικού φρονήματος» και του «στρατιωτικού ιδεώδους». Γιατί κάτι άλλο, πέραν αυτών, δεν υπάρχει, που να μην εξετάζεται ή να μην μπορεί να συμπεριληφθεί στις πανελλήνιες, έστω και ως ειδικό μάθημα.
Επιπροσθέτως, μια επιτροπή εξέτασης ή άλλο παρεμφερές σώμα, θεωρώ πως δύσκολα θα εξασφαλίζει ή θα αντικαθιστά τη διαφάνεια και το αδιάβλητο των πανελλήνιων εξετάσεων. Και δυστυχώς, η ιστορία στην Ελλάδα έχει δείξει πως τέτοιου είδους «εναλλακτικές» έχουν πολλάκις γίνει αφορμή –και πολλές φορές δικαιολογημένα- αυτής ακριβώς της έλλειψης εμπιστοσύνης και απαξίωσης που δείχνει ο μέσος Έλληνας πολίτης στους θεσμούς, τη δημόσια διοίκηση κλπ. Ειδικά για τις Ένοπλες Δυνάμεις, ας μην ξεχνάμε ποιος είναι ο κύριος χώρος στην κοινωνία μας, όπου χρησιμοποιείται η λέξη «βύσμα». Θα είναι μεγάλο πλήγμα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, στη μορφή μιας τόσο φτηνής προεκλογικής κίνησης, να γίνει απόπειρα να δημιουργηθούν «στεγανά» ακόμη και από το επίπεδο των ΑΣΕΙ - ΑΣΣΥ, να καταστούν οι ΕΔ ένα άβατο, όπου με μη αδιάβλητο τρόπο θα δύνανται να επιλέγονται παιδιά στρατιωτικών οικογενειών ή/και «ημετέρων» αντί τρίτων, ενδεχομένως αξιότερων, εν είδει κομματικού πελατειακού μηχανισμού, που δυστυχώς θα μας θυμίσει τις χειρότερες απεικονίσεις του πελατειακού κράτους.
Αν έχουν βάση, δε, τα δημοσιεύματα που φέρουν το ΓΕΕΘΑ –προς τιμήν του- σε εισήγησή του να διαφωνεί σφόδρα σε τέτοιο ενδεχόμενο, χαρακτηρίζοντας ως «απλούς και ευνόητους» τους λόγους που «το ισχύον σύστημα εισαγωγής εξασφαλίζει τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και παράλληλα μεγάλο αριθμό υποψηφίων και κατ΄επέκταση υψηλό μορφωτικό επίπεδο των τελικά εισαχθέντων στα ΑΣΕΙ-ΑΣΣΥ», τότε αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαιτέρως, και κυρίως ως προς το γιατί ο κ. Λοβέρδος προχώρησε στην εξαγγελία αυτή, παρά τη μη σύμφωνη γνώμη των άμεσα εμπλεκομένων, που αναγνωρίζουν πως ο σύγχρονος επαγγελματίας στρατιωτικός δε βασίζεται μόνο στη στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά οφείλει να είναι παράλληλα και ένα άριστα εξειδικευμένο στέλεχος - τεχνοκράτης, σε βάση ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Η επιλογή σε αυτό το πλαίσιο, καλύπτεται από το ισχύον σύστημα με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και αξιοπιστία.
Κλείνοντας, αξίζει αναφοράς το ότι ο κ. Υπουργός προχώρησε σε αυτήν την κίνηση, μετά το αλήστου μνήμης πόρισμα του ΥΠΕΘΑ αναφορικά με τη διείσδυση της ΧΑ στις Ένοπλες Δυνάμεις, το οποίο είχε ολοκληρωθεί προ πολλών μηνών, σε χρόνο ρεκόρ και με συνοπτικές διαδικασίες, και δεν έφερε παρά λευκές σελίδες. Παρόλα αυτά, γίναμε μάρτυρες υποψηφιοτήτων ε.α. στελεχών σε ψηφοδέλτια της ΧΑ. Eξίσου αξιοσημείωτο είναι, για αυτούς που παρακολουθούμε στρατιωτικό τύπο και fora, πως οι οπαδοί αυτού του μορφώματος είναι και φανατικοί υποστηρικτές της συγκεκριμένης απόφασης του κ. Υπουργού. Η κίνηση της απεμπλοκής από το ισχύον σύστημα εισαγωγής, δημιουργεί στη συνείδηση του πολίτη μια εικόνα των ΕΔ ως ένας χώρος αδιαφανής, με έλλειψη δημοκρατικότητας και δημόσιου ελέγχου, λαφυραγωγούμενος από ένα κομματικό κράτος ανεξέλεγκτο. Μια εικόνα που δεν είναι καθόλου σοφό να δημιουργηθεί και να ενταθεί περαιτέρω, ειδικά στη δεινή εποχή που διανύουμε, όπου όλοι και όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση και απαξίωση.
kranos
Γεγονότα και δηλώσεις περνούν «κάτω από τα ραντάρ» μας, ιδιαίτερα σε μια χρονική περίοδο όπως αυτή που διανύουμε κάποιες εβδομάδες τώρα, εν μέσω προεκλογικού πυρετού. Σαν υπεύθυνη του Τομέα Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής της Δημοκρατικής Αριστεράς, θα ήθελα να σταθώ σε δήλωση του Υπουργού Παιδείας κ. Λοβέρδου, η οποία μου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση αφενός λόγω της χρονικής στιγμής που επέλεξε (ακριβώς πριν την προκήρυξη των εκλογών) και αφετέρου, για το περιεχόμενο αυτής.
Ο κ. Λοβέρδος εξήγγειλε ότι «μετά από πολύμηνη συνεργασία» με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αποφασίσθηκε να απεμπλακεί η εισαγωγή των μελλοντικών μαθητών – σπουδαστών των στρατιωτικών σχολών (ΑΣΕΙ – ΑΣΣΥ) από τις πανελλήνιες εξετάσεις. Ως μοναδικό επιχείρημα, ο κ. Λοβέρδος ανέφερε πως για να υπηρετήσει κάποιος στις Ένοπλες Δυνάμεις, «θα πρέπει να το έχει σκοπό του».
Με τη χρονική στιγμή που επιλέχθηκε για την ανακοίνωση της απόφασης αυτής, είναι προφανές πως τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, θεωρούν τα στελέχη των ΕΔ μια πολύ συγκεκριμένη εκλογική ομάδα της κοινωνίας μας, κατά κύριο λόγο συντηρητική και «παραδοσιακή», που μπορεί να χειραγωγείται διαχρονικά –και με ευθύνη των ίδιων των στρατιωτικών σε αρκετά μεγάλο βαθμό- με αμιγώς ψηφοθηρικό σκοπό. Πλέον, με τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για επιδοματικής μορφής «δωράκια» προς τη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα συμπολιτών μας, αντιθέτως, αρκετά από αυτά που οι στρατιωτικοί αντικειμενικά δικαιούνταν, έχουν ήδη απολεσθεί. Συνεπώς, παρατηρούμε πως η απερχόμενη κυβέρνηση, προσβλέποντας στον «επαναπατρισμό» του στρατιωτικού – ψηφοφόρου, πουλά πλέον φτηνό πατριωτιλίκι σε επίπεδο ρητορικής, έχοντας ξεμείνει από επιδοματικές δυνατότητες.
Η συγκεκριμένη απόφαση όμως, ακριβώς λόγω της χρονικής συγκυρίας για τη χώρα και όχι μόνο από μικροπολιτικής σκοπιάς, μας βάζει σε επικίνδυνες ατραπούς, και εξηγούμαι:
Το επιχείρημα του κ. Λοβέρδου για την απεμπλοκή της εισαγωγής σε Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ) και Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών (ΑΣΣΥ) από τις πανελλήνιες εξετάσεις, ουσιαστικά βάζει στο κάδρο ένα άτυπο κριτήριο «πατριωτισμού», και μάλιστα εξεταζόμενο και βαθμολογούμενο, από «ειδικούς» και «γνώστες», εκτός κάθε αδιάβλητου, δημοκρατικού, διαφανούς και αξιοκρατικού πλαισίου. Οι πανελλήνιες εξετάσεις αποτελούν έναν θεσμό που έχει καθιερωθεί στον ελληνικό λαό ως αδιάβλητος, ακόμη και με τις παθογένειές του. Αν αναρωτηθούμε πόσους άλλους θεσμούς θεωρεί ο μέσος Έλληνας αδιάβλητους στη χώρα μας, φοβάμαι πως θα απογοητευτούμε πολύ. Ποια κενά θα καλύψει άραγε ένας τρόπος εισαγωγής εκτός πανελληνίων, με βάση το επιχείρημα του κ. Λοβέρδου; Τη μέτρηση του εθνικού φρονήματος με ειδική επιτροπή στελεχών εντός των σχολών; Τη στοχοπροσήλωση του υποψηφίου; Προσήλωση δεν απαιτείται μόνο για το επάγγελμα του στρατιωτικού, υπάρχουν πλείστα άλλα επαγγέλματα, όπως αυτό του ιατρού, του κοινωνικού λειτουργού ή του εκπαιδευτικού, σαν πολύ απλά παραδείγματα, που χρειάζονται σθένος και ειδικά με την πάροδο του χρόνου, αλλά προφανώς και δε βλέπουμε οι συγκεκριμένες σχολές να μπήκαν στο στόχαστρο του Υπουργού, γιατί οι απόφοιτοί τους δεν αποτελούν ένα σχετικά ομοιόμορφο εκλογικό «κοινό».
Αναφορικά, λοιπόν, με το ζήτημα της «προσήλωσης» του επαγγελματία στρατιωτικού καθ΄ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας: ο τρόπος εισαγωγής στις στρατιωτικές σχολές είναι μάλλον το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κοιτάξουμε. Εξάλλου, μέσα στους πρώτους κιόλας μήνες φοίτησης στις στρατιωτικές σχολές, αυτοί που νιώθουν ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής, αποχωρούν, κι αυτό συνάγεται από τις αιτήσεις διαγραφών που δέχονται οι σχολές και κατ΄ επέκτασιν οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης των Κλάδων των ΕΔ.
Τα όποια –αν χρειάζονται- επιπλέον κριτήρια που θεωρούν οι υπεύθυνοι εκπαίδευσης των Κλάδων των ΕΔ ότι θα έπρεπε να υφίστανται, μπορούν κάλλιστα να εξετάζονται με βάση τη λυκειακή εκπαίδευση και τα διδασκόμενα μαθήματα. Επίσης, υπάρχουν συγκεκριμένα όρια αθλητικών δοκιμασιών για τους υποψηφίους, πανελλαδικώς εξεταζόμενα ως ειδικό μάθημα, όπου αυτοί που δεν πληρούν τις βασικές προδιαγραφές σωματικής δύναμης, φυσικής κατάστασης κλπ, αυτομάτως απορρίπτονται.
Για τις στρατιωτικές σχολές όμως, αυτά οφείλουν να πληρούνται ως προαπαιτούμενο, και με βάση τον σημερινό αδιάβλητο τρόπο εξέτασης. Οι γνώσεις εξετάζονται κατά την εισαγωγή, οι σωματικές προδιαγραφές επίσης. Το πρόβλημα συνεπώς δεν υφίσταται εκεί, αλλά στη μετέπειτα πορεία και εξέλιξη του υποψηφίου, σα μαθητής – σπουδαστής και περαιτέρω σα στέλεχος. Εξάλλου, πόσο μεγαλύτερη και καλύτερη δεξαμενή υποψηφίων μπορεί να υπάρχει, από τις πανελλήνιες εξετάσεις στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι, παρά την ύπαρξη παθογενειών.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: όπως και σε κάθε επαγγελματικό κλάδο, έτσι και ανάμεσα στους επαγγελματίες στρατιωτικούς, υπάρχει μέρος που δεν πληροί κάποια οριοθετημένα και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια, είτε αυτά είναι σωματικά, είτε γνωστικά.
Το πρόβλημα έχει τις ρίζες του μετά την εισαγωγή, ήτοι στη διαδικασία εξέλιξης και κυρίως αξιολόγησής τους, και με αυτό οφείλουμε να ασχοληθούμε πολύ σοβαρά, όχι μόνο για να διατηρήσουμε το αξιόμαχο των ΕΔ, αλλά κυρίως για να ανεβάσουμε το όριο του βέλτιστου ένα επίπεδο παραπάνω. Κι αυτό δε θα το καταφέρουμε απομονώνοντας τα ΑΣΕΙ – ΑΣΣΥ από τις πανελλήνιες, αλλά αναδιαρθρώνοντας και ανασχεδιάζοντας με ειλικρίνεια το σύστημα αξιολόγησης και εκπαίδευσης στις ΕΔ, όπου τα προβλήματα δε θα κρύβονται «κάτω από το χαλί», αλλά θα εντοπίζονται και θα αντιμετωπίζονται, με στόχο τη διατήρηση και τη βελτίωση της επιχειρησιακής ικανότητας και όχι την ενδεχόμενη κύρωση ή απόρριψη.
Ποιος ο λόγος να μειωθεί ο ανταγωνισμός με ένα άλλο σύστημα εξέτασης και πολύ λιγότερους υποψήφιους για τις συγκεκριμένες σχολές; Θεωρώ μέγα λάθος να στρατιωτικοποιήσουμε την εκπαίδευση –με τη λογική της ύπαρξης του «φροντιστηρίου» και γενικά της παραπαιδείας-, ανοίγοντας το δρόμο στην ίδρυση πολύ εξειδικευμένων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων μιλιταριστικού αντικειμένου, που θα προετοιμάζουν τους υποψηφίους για την εισαγωγή τους στις στρατιωτικές σχολές, έναντι ουδόλως ευκαταφρόνητων διδάκτρων, με εκπαιδευτές που θα έχουν ως στόχευση την ανάδειξη του «εθνικού φρονήματος» και του «στρατιωτικού ιδεώδους». Γιατί κάτι άλλο, πέραν αυτών, δεν υπάρχει, που να μην εξετάζεται ή να μην μπορεί να συμπεριληφθεί στις πανελλήνιες, έστω και ως ειδικό μάθημα.
Επιπροσθέτως, μια επιτροπή εξέτασης ή άλλο παρεμφερές σώμα, θεωρώ πως δύσκολα θα εξασφαλίζει ή θα αντικαθιστά τη διαφάνεια και το αδιάβλητο των πανελλήνιων εξετάσεων. Και δυστυχώς, η ιστορία στην Ελλάδα έχει δείξει πως τέτοιου είδους «εναλλακτικές» έχουν πολλάκις γίνει αφορμή –και πολλές φορές δικαιολογημένα- αυτής ακριβώς της έλλειψης εμπιστοσύνης και απαξίωσης που δείχνει ο μέσος Έλληνας πολίτης στους θεσμούς, τη δημόσια διοίκηση κλπ. Ειδικά για τις Ένοπλες Δυνάμεις, ας μην ξεχνάμε ποιος είναι ο κύριος χώρος στην κοινωνία μας, όπου χρησιμοποιείται η λέξη «βύσμα». Θα είναι μεγάλο πλήγμα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, στη μορφή μιας τόσο φτηνής προεκλογικής κίνησης, να γίνει απόπειρα να δημιουργηθούν «στεγανά» ακόμη και από το επίπεδο των ΑΣΕΙ - ΑΣΣΥ, να καταστούν οι ΕΔ ένα άβατο, όπου με μη αδιάβλητο τρόπο θα δύνανται να επιλέγονται παιδιά στρατιωτικών οικογενειών ή/και «ημετέρων» αντί τρίτων, ενδεχομένως αξιότερων, εν είδει κομματικού πελατειακού μηχανισμού, που δυστυχώς θα μας θυμίσει τις χειρότερες απεικονίσεις του πελατειακού κράτους.
Αν έχουν βάση, δε, τα δημοσιεύματα που φέρουν το ΓΕΕΘΑ –προς τιμήν του- σε εισήγησή του να διαφωνεί σφόδρα σε τέτοιο ενδεχόμενο, χαρακτηρίζοντας ως «απλούς και ευνόητους» τους λόγους που «το ισχύον σύστημα εισαγωγής εξασφαλίζει τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και παράλληλα μεγάλο αριθμό υποψηφίων και κατ΄επέκταση υψηλό μορφωτικό επίπεδο των τελικά εισαχθέντων στα ΑΣΕΙ-ΑΣΣΥ», τότε αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαιτέρως, και κυρίως ως προς το γιατί ο κ. Λοβέρδος προχώρησε στην εξαγγελία αυτή, παρά τη μη σύμφωνη γνώμη των άμεσα εμπλεκομένων, που αναγνωρίζουν πως ο σύγχρονος επαγγελματίας στρατιωτικός δε βασίζεται μόνο στη στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά οφείλει να είναι παράλληλα και ένα άριστα εξειδικευμένο στέλεχος - τεχνοκράτης, σε βάση ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Η επιλογή σε αυτό το πλαίσιο, καλύπτεται από το ισχύον σύστημα με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και αξιοπιστία.
Κλείνοντας, αξίζει αναφοράς το ότι ο κ. Υπουργός προχώρησε σε αυτήν την κίνηση, μετά το αλήστου μνήμης πόρισμα του ΥΠΕΘΑ αναφορικά με τη διείσδυση της ΧΑ στις Ένοπλες Δυνάμεις, το οποίο είχε ολοκληρωθεί προ πολλών μηνών, σε χρόνο ρεκόρ και με συνοπτικές διαδικασίες, και δεν έφερε παρά λευκές σελίδες. Παρόλα αυτά, γίναμε μάρτυρες υποψηφιοτήτων ε.α. στελεχών σε ψηφοδέλτια της ΧΑ. Eξίσου αξιοσημείωτο είναι, για αυτούς που παρακολουθούμε στρατιωτικό τύπο και fora, πως οι οπαδοί αυτού του μορφώματος είναι και φανατικοί υποστηρικτές της συγκεκριμένης απόφασης του κ. Υπουργού. Η κίνηση της απεμπλοκής από το ισχύον σύστημα εισαγωγής, δημιουργεί στη συνείδηση του πολίτη μια εικόνα των ΕΔ ως ένας χώρος αδιαφανής, με έλλειψη δημοκρατικότητας και δημόσιου ελέγχου, λαφυραγωγούμενος από ένα κομματικό κράτος ανεξέλεγκτο. Μια εικόνα που δεν είναι καθόλου σοφό να δημιουργηθεί και να ενταθεί περαιτέρω, ειδικά στη δεινή εποχή που διανύουμε, όπου όλοι και όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση και απαξίωση.
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα πρόσωπα και τα ερωτήματα της εξωτερικής πολιτικής
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ