2015-01-26 15:08:35
Νίκος Γ. Δρόσος
[email protected]
Η επομένη των εκλογών βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ με μια σαφή λαϊκή εντολή αλλαγής της ακολουθούμενης περιοριστικής πολιτικής, αλλά συνάμα αναγκασμένο να συνάψει εύθραυστες συμμαχίες. Κυριότερα, όμως, τον βρίσκει αντιμέτωπο με τις υποσχέσεις του.
Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εκ του αποτελέσματος, όχι της εκλογικής αναμέτρησης, αλλά της συνολικότερης πορείας της στη διακυβέρνηση του τόπου, κρίθηκε η Ν.Δ. και έχασε.
Μπορεί το εκλογικό της αποτέλεσμα να υπολείπεται μόνον 2 ποσοστιαίων μονάδων εκείνου που εξασφάλισε το 2012, όμως έχασε τη μάχη των προσδοκιών και της ελπίδας, την οποία κατόρθωσε να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκ του αποτελέσματος, όμως, θα κριθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί να κάνει πράξη όσα υπόσχεται;
Μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο τέτοιο την καθημερινότητα των πολιτών ώστε να δικαιώσει τις προσδοκίες τους;
Το αποτέλεσμα της χθεσινής εκλογικής αναμέτρησης, μολονότι αντικατοπτρίζει μια τεράστια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ επί των κομμάτων που συνέθεταν την έως τώρα κυβέρνηση, του προσφέρει -στην καλύτερη των περιπτώσεων- μια οριακή αυτοδυναμία ή στη χειρότερη μια σχετική πλειοψηφία.
Ακόμη και στην περίπτωση –και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές τούτο δεν ήταν σαφές- που ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 εδρών, οφείλει να αναζητήσει ευρύτερη πολιτική νομιμοποίηση και συμμαχίες, ούτως ώστε να διασφαλίσει τη σταθερότητα της κυβέρνησής του αλλά και να ενισχύσει τη φαρέτρα του με ένα επιπρόσθετο -πολιτικού χαρακτήρα- διαπραγματευτικό όπλο, κατά τις συζητήσεις του με εταίρους και δανειστές.
Κατά πόσον οι συμμαχίες αυτές, με τη μορφή στήριξης ή ανοχής, είναι εφικτές είναι κάτι που μέλλει να καταδειχθεί. Όπως αντίστοιχα, άγνωστες παραμένουν και οι τυχόν συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, από τη σύναψη αυτών των συμμαχιών.
Το εκλογικό σώμα της χώρας μας κατέδειξε με τις χθεσινές επιλογές του ότι απορρίπτει την έως τώρα ακολουθούμενη περιοριστική πολιτική των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που στόχο έχουν την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, και ότι επιθυμεί να υπάρξει ένας άλλος, εναλλακτικός δρόμος, για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Κατά πόσον αυτός ο «τρίτος δρόμος» είναι εφικτός είναι άγνωστο.
Αυτό που είναι γνωστό, ωστόσο, είναι ότι η ευρωζώνη δεν αποτελεί σήμερα το ίδιο ατελές νομισματικό μόρφωμα που ήταν είτε το 2010, είτε το 2012.
Τότε δεν διέθετε ενιαία δημοσιονομική εποπτεία, που σήμερα διαθέτει στο πρόσωπο της Κομισιόν, τότε δεν διέθετε μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων ρευστότητας, που σήμερα έχει μέσω του ESM, και τέλος τότε δεν διέθετε ενιαία τραπεζική εποπτεία, που πλέον ασκεί η ΕΚΤ για τις συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης.
Κυριότερα, όμως, εντελώς πρόσφατα, απέκτησε και κεντρική τράπεζα σε ρόλο ύστατου δανειστή.
Πέραν του υφιστάμενου προγράμματος παροχής έκτακτης βοήθειας (ELA), το οποίο κατά κόρον έχουν χρησιμοποιήσει οι ελληνικές τράπεζες στο παρελθόν -και «ανακάλυψαν» εκ νέου πρόσφατα-, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που ανακοίνωσε η ΕΚΤ μόλις τρεις ημέρες πριν από τις ελληνικές εθνικές εκλογές διασφαλίζει όχι μόνον αυξημένη ρευστότητα με στόχο την ανάκαμψη της ευρωζώνης, αλλά κυριότερα ένα εξαιρετικό εργαλείο απομόνωσης του φαινομένου μετάδοσης μιας κρίσης που θα μπορούσε να προκαλέσει τυχόν ελληνικό «ατύχημα».
Υπό τις παρούσες συνθήκες, σήμερα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ελάχιστα προσφέρει στη χώρα μας, η οποία όχι μόνον πρέπει να τα βρει με τους δανειστές της και να συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα προσαρμογής ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο εργαλείο της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και επειδή το ελληνικό δημόσιο χρέος που ήδη διακρατά η ΕΚΤ και το ευρωσύστημα είναι υψηλότερο του πλαφόν του 33,3%, το οποίο έχει θεσπιστεί για κάθε εκδότρια χώρα.
Αντίθετα, για τις λοιπές χώρες της ευρωζώνης που πληρούν τα σχετικά κριτήρια, η ύπαρξη αυτού του προγράμματος αποτελεί μια εξαιρετική ασπίδα προστασίας, που μπορεί να απορροφήσει σημαντικές πιέσεις επί των ομολόγων τους στη δευτερογενή αγορά.
Με άλλα λόγια, οι φίλτατοι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μάς πρόλαβαν Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, δε, υπό προϋποθέσεις, ότι κατά ακριβώς τον ίδιο τρόπο που τα μέτρα τα οποία έλαβε το 2010 η ευρωζώνη, μέσω του πρώτου μνημονίου, διασφάλιζαν κυριότερα τον τραπεζικό τομέα της παρά την υπόθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους, έτσι και σήμερα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δένει γάντι με το ενδεχόμενο νέων αντίστοιχων προβλημάτων
στην Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα αυτό, παρά τη νωπή εντολή αλλαγής της ακολουθούμενης πολιτικής που έλαβε χθες ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τους προβληματισμούς που τυχόν του δημιουργεί η ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων και παρά τους ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς που θέτουν οι περιστάσεις, τα προβλήματα μόλις τώρα αρχίζουν...
πηγή: euro2day.gr
[email protected]
Η επομένη των εκλογών βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ με μια σαφή λαϊκή εντολή αλλαγής της ακολουθούμενης περιοριστικής πολιτικής, αλλά συνάμα αναγκασμένο να συνάψει εύθραυστες συμμαχίες. Κυριότερα, όμως, τον βρίσκει αντιμέτωπο με τις υποσχέσεις του.
Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εκ του αποτελέσματος, όχι της εκλογικής αναμέτρησης, αλλά της συνολικότερης πορείας της στη διακυβέρνηση του τόπου, κρίθηκε η Ν.Δ. και έχασε.
Μπορεί το εκλογικό της αποτέλεσμα να υπολείπεται μόνον 2 ποσοστιαίων μονάδων εκείνου που εξασφάλισε το 2012, όμως έχασε τη μάχη των προσδοκιών και της ελπίδας, την οποία κατόρθωσε να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκ του αποτελέσματος, όμως, θα κριθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί να κάνει πράξη όσα υπόσχεται;
Μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο τέτοιο την καθημερινότητα των πολιτών ώστε να δικαιώσει τις προσδοκίες τους;
Το αποτέλεσμα της χθεσινής εκλογικής αναμέτρησης, μολονότι αντικατοπτρίζει μια τεράστια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ επί των κομμάτων που συνέθεταν την έως τώρα κυβέρνηση, του προσφέρει -στην καλύτερη των περιπτώσεων- μια οριακή αυτοδυναμία ή στη χειρότερη μια σχετική πλειοψηφία.
Ακόμη και στην περίπτωση –και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές τούτο δεν ήταν σαφές- που ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 εδρών, οφείλει να αναζητήσει ευρύτερη πολιτική νομιμοποίηση και συμμαχίες, ούτως ώστε να διασφαλίσει τη σταθερότητα της κυβέρνησής του αλλά και να ενισχύσει τη φαρέτρα του με ένα επιπρόσθετο -πολιτικού χαρακτήρα- διαπραγματευτικό όπλο, κατά τις συζητήσεις του με εταίρους και δανειστές.
Κατά πόσον οι συμμαχίες αυτές, με τη μορφή στήριξης ή ανοχής, είναι εφικτές είναι κάτι που μέλλει να καταδειχθεί. Όπως αντίστοιχα, άγνωστες παραμένουν και οι τυχόν συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, από τη σύναψη αυτών των συμμαχιών.
Το εκλογικό σώμα της χώρας μας κατέδειξε με τις χθεσινές επιλογές του ότι απορρίπτει την έως τώρα ακολουθούμενη περιοριστική πολιτική των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που στόχο έχουν την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, και ότι επιθυμεί να υπάρξει ένας άλλος, εναλλακτικός δρόμος, για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Κατά πόσον αυτός ο «τρίτος δρόμος» είναι εφικτός είναι άγνωστο.
Αυτό που είναι γνωστό, ωστόσο, είναι ότι η ευρωζώνη δεν αποτελεί σήμερα το ίδιο ατελές νομισματικό μόρφωμα που ήταν είτε το 2010, είτε το 2012.
Τότε δεν διέθετε ενιαία δημοσιονομική εποπτεία, που σήμερα διαθέτει στο πρόσωπο της Κομισιόν, τότε δεν διέθετε μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων ρευστότητας, που σήμερα έχει μέσω του ESM, και τέλος τότε δεν διέθετε ενιαία τραπεζική εποπτεία, που πλέον ασκεί η ΕΚΤ για τις συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης.
Κυριότερα, όμως, εντελώς πρόσφατα, απέκτησε και κεντρική τράπεζα σε ρόλο ύστατου δανειστή.
Πέραν του υφιστάμενου προγράμματος παροχής έκτακτης βοήθειας (ELA), το οποίο κατά κόρον έχουν χρησιμοποιήσει οι ελληνικές τράπεζες στο παρελθόν -και «ανακάλυψαν» εκ νέου πρόσφατα-, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που ανακοίνωσε η ΕΚΤ μόλις τρεις ημέρες πριν από τις ελληνικές εθνικές εκλογές διασφαλίζει όχι μόνον αυξημένη ρευστότητα με στόχο την ανάκαμψη της ευρωζώνης, αλλά κυριότερα ένα εξαιρετικό εργαλείο απομόνωσης του φαινομένου μετάδοσης μιας κρίσης που θα μπορούσε να προκαλέσει τυχόν ελληνικό «ατύχημα».
Υπό τις παρούσες συνθήκες, σήμερα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ελάχιστα προσφέρει στη χώρα μας, η οποία όχι μόνον πρέπει να τα βρει με τους δανειστές της και να συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα προσαρμογής ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο εργαλείο της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και επειδή το ελληνικό δημόσιο χρέος που ήδη διακρατά η ΕΚΤ και το ευρωσύστημα είναι υψηλότερο του πλαφόν του 33,3%, το οποίο έχει θεσπιστεί για κάθε εκδότρια χώρα.
Αντίθετα, για τις λοιπές χώρες της ευρωζώνης που πληρούν τα σχετικά κριτήρια, η ύπαρξη αυτού του προγράμματος αποτελεί μια εξαιρετική ασπίδα προστασίας, που μπορεί να απορροφήσει σημαντικές πιέσεις επί των ομολόγων τους στη δευτερογενή αγορά.
Με άλλα λόγια, οι φίλτατοι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μάς πρόλαβαν Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, δε, υπό προϋποθέσεις, ότι κατά ακριβώς τον ίδιο τρόπο που τα μέτρα τα οποία έλαβε το 2010 η ευρωζώνη, μέσω του πρώτου μνημονίου, διασφάλιζαν κυριότερα τον τραπεζικό τομέα της παρά την υπόθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους, έτσι και σήμερα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δένει γάντι με το ενδεχόμενο νέων αντίστοιχων προβλημάτων
στην Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα αυτό, παρά τη νωπή εντολή αλλαγής της ακολουθούμενης πολιτικής που έλαβε χθες ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τους προβληματισμούς που τυχόν του δημιουργεί η ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων και παρά τους ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς που θέτουν οι περιστάσεις, τα προβλήματα μόλις τώρα αρχίζουν...
πηγή: euro2day.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα νταούλια τελικά τα βαράει η Μέρκελ! "Απειλητικό” μήνυμα στον Α.Τσίπρα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ