2015-01-31 13:25:14
Του Βασίλη Καπετανγιάννη*
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΥΩΤΗΣ: Η ΑΟΖ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ,
Εκδοτικός Οργανισμός ΛΙΒΑΝΗ,
Αθήνα, 2014, σελ. 240.
Στα χρόνια της κρίσης το ακρωνύμιο ΑΟΖ, τουτέστιν Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, προστέθηκε μετά επιτάσεως στο πολιτικό λεξιλόγιο της εξωτερικής μας πολιτικής και έγινε αντικείμενο αναρίθμητων άρθρων, εκπομπών και σχολίων στα ελληνικά ΜΜΕ από σχετικούς και ασχέτους.
Κύριος «υπεύθυνος» για τη διάδοσή του είναι ο καθηγητής οικονομικών στην Ουάσιγκτον Θεόδωρος Καρυώτης, δικαίως επονομαζόμενος και «πατήρ της ΑΟΖ», καθόσον κατέβαλε επίμονες και κοπιώδεις προσπάθειες ετών, ώστε η έννοια αυτή του Δικαίου της Θάλασσας να αποκτήσει τη βαρύτητα που της άξιζε στον ελληνικό πολιτικό λόγο περί εξωτερικής πολιτικής.
Το βιβλίο του για την ΑΟΖ που μόλις εκδόθηκε στην Αθήνα, αλλά δεν πρόλαβε να παρουσιαστεί λόγω των εκλογών (ελπίζω να μην αργήσει η παρουσίασή του πλέον) αποτελεί και το επιστέγασμα του επιστημονικού μόχθου αλλά και του πάθους του Καρυώτη για το θέμα αυτό.
. Συνοψίζει με εξαιρετικό τρόπο, την πολυετή του διαδρομή για τη διάδοση και κατανόηση της βασικής αυτής έννοιας της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Ο Καρυώτης ήταν μέλος στην Τρίτη Διάσκεψη κι από τότε, προφανώς, τον διακατέχει το άσβεστο πάθος του για την ΑΟΖ, μέχρις ότου να επέλθει μετά από πολλά χρόνια η δικαιολογημένη και επιβεβλημένη επιβράβευση και δικαίωσή του.
Το βιβλίο προλογίζει με πολλή αγάπη και με ένα άκρως κατατοπιστικό, προ-εισαγωγικό Σημείωμα ο Μιχάλης Ιγνατίου, ο πασίγνωστος, ακαταπόνητος και παλαίμαχος δημοσιογράφος, ανταποκριτής πολλών ελληνικών και κυπριακών ΜΜΕ στην Ουάσιγκτον και Νέα Υόρκη. Χάρις στις δικές του άοκνες προσπάθειες γνωρίζουμε σήμερα αρκετές λεπτομέρειες για κρίσιμα ζητήματα και συγκυρίες (επικίνδυνες) στην εξωτερική μας πολιτική της νεότερης, μεταπολεμικής ιστορίας μας. Είναι δε φανερό πως ο Ιγνατίου ήταν εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον ενθάρρυνε και άσκησε «πίεση» στον Καρυώτη να γράψει επί τέλους ένα ολοκληρωμένο πόνημά για την ΑΟΖ. Προφανώς, ο Καρυώτης τελικά, άργησε μεν «ενέδωσε» δε.
Δικαίως επίσης το βιβλίο αφιερώνεται στον Ντόρη Χαλκιόπουλο, σε έναν πρωτοπόρο δάσκαλο του Δικαίου της Θάλασσας, που όσοι περάσαμε από τη Νομική Σχολή Αθηνών, θυμόμαστε με μεγάλο σεβασμό ως βοηθό του τότε μεγάλου διεθνολόγου καθηγητή Ευσταθιάδη. Ελάχιστοι τότε γνώριζαν κάτι για το Δίκαιο της Θάλασσας, που με μεγάλη αφοσίωση μας εξηγούσε στα πανεπιστημιακά του φροντιστηριακά μαθήματα του ο Χαλκιόπουλος, μετέπειτα προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ και εκπρόσωπος της χώρας μας στις διασκέψεις που διαμόρφωσαν τελικά τη Διεθνή Σύμβαση του 1982. Σημειωτέον ότι η Σύμβαση φέρει την υπογραφή του τότε ΥΠΕΞ και αποχωρούντος σήμερα μετά από δύο θητείες Προέδρου της χώρας Κάρολου Παπούλια.
Το βιβλίο, παραθέτει σε 5 Κεφάλαια όλη την επιστημονική και πολιτική προβληματική του Καρυώτη για την ΑΟΖ κοσμείται δε από πολλούς και εξαιρετικά χρήσιμους έγχρωμους χάρτες.
Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982, που ο συγγραφέας αποκαλεί «μεγάλο ιστορικό και επαναστατικό γεγονός» διότι μπήκε μια τάξη στους ωκεανούς και τις θάλασσες και συντέλεσε στην ανάδυση «διεθνούς συνείδησης».
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσεται η έννοια της ΑΟΖ και προβάλλεται με έμφαση το επιχείρημα ότι η έννοια αυτή έχει υπερκεράσει την έννοια της υφαλοκρηπίδας, πράγμα που αποτελεί και την κύρια επίδικη διαφορά, αντικείμενο τριβών και εντάσεων αλλά και πολύχρονων διαβουλεύσεων με την Τουρκία. Στο ίδιο κεφάλαιο παρατίθενται και οι δικαιολογητικοί λόγοι για τη δημιουργία ΑΟΖ στις ελληνικές θάλασσες ενώ υπογραμμίζεται η διαφορά μεταξύ ανακήρυξης της ΑΟΖ από ένα κράτος, πράγμα που αποτελεί μονομερή ενέργεια, από την οριοθέτησή της, πράγμα που συνεπάγεται συμφωνία με άλλα κράτη. Εδώ επίσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η μονομερής ανακήρυξη της ΑΟΖ δεν συνεπάγεται καμία κρίση, εννοώντας δυναμική αντίδραση της Τουρκίας και φέρεται ως παράδειγμα η ανακήρυξη ΑΟΖ από την Κύπρο το 2004. Εκτεταμένη είναι και η ανάλυση για την ΑΟΖ της Ευρώπης.
Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με το «θαύμα» των υδρογονανθράκων σε σχέση με τα εικαζόμενα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ελληνικές θάλασσες καθώς και τα αποθέματα στην ΑΟΖ Κύπρου και Ισραήλ παραθέτοντας ιστορικά στοιχεία αλλά και εξηγώντας το ρόλο στην περιοχή άλλων κρατών, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το τέταρτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην αλιεία, τη «μεγάλη ξεχασμένη της ΑΟΖ», όπως την αποκαλεί διότι, πράγματι, ευνοεί τα νησιά μας στο Αιγαίο Πέλαγος. Συναφώς αναλύεται και η Κοινή Αλιευτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το πιο πολιτικό και πολιτικοποιημένο μέρος του βιβλίου είναι το πέμπτο κεφάλαιο που φέρει τον επιγραμματικό τίτλο «Τραγωδία Αιγαίου και Καστελόριζου». Ο προβληματισμός αναπτύσσεται σε σχέση με τις οριοθετήσεις της ελληνικής ΑΟΖ με Τουρκία, Κύπρο, Αίγυπτο και άλλες χώρες καθώς και τις υποθετικές διευθετήσεις του θέματος που ενδεχομένως προέκυπταν από κάποια υποθετική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που σύμφωνα με κάποιες προηγούμενες αποφάσεις και την πρακτική του Δικαστηρίου δεν φαίνεται ότι θα ευνοούσαν τα ελληνικά συμφέροντα. Το Καστελόριζο αναφέρεται διότι άνευ της δέουσας και πλήρους «επήρειας» της νήσου η Ελλάδα δεν έχει θαλάσσια με την Κύπρο.
Απέφυγα σκόπιμα να αναφερθώ αναλυτικά τόσο στην έννοια της ΑΟΖ από νομική άποψη όσο και στην έννοια της υφαλοκρηπίδας παραθέτοντας τα αντίπαλα επιχειρήματα. Η βιβλιογραφία είναι αρκετά εκτενής και μπορεί κανείς εύκολα να την αναζητήσει. Ο Καρυώτης χειρίζεται τη δική του άποψη με δεξιοτεχνία και ισχυρά επιχειρήματα. Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να υπογραμμίσει ότι η διαμάχη δεν εξαντλείται στο νομικό πλαίσιο αλλά επεκτείνεται σε πολιτικά επιχειρήματα. Διότι, είναι προφανέστατο ότι η απόφαση για την ανακήρυξη της ΑΟΖ αποτελεί μια κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση που οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν να σταθμίσουν με υπευθυνότητα.
Γι αυτό, ορισμένοι ισχυρισμοί που διατυπώνονται από τον συγγραφέα περί «εγκληματικής αμέλειας» ελληνικών κυβερνήσεων να υιοθετήσουν ΑΟΖ ή δήθεν «φοβικού συνδρόμου» από το οποίο διακατέχονται άπαντες πλην όσων βρίσκονται ανεξόδως «έξω από το χορό», που μάλιστα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης ακραίων και ανεύθυνων εθνικιστικών κύκλων, κατά την άποψή μου είναι άτοπες και μάλλον αβασάνιστες. Εάν οι ισχυρισμοί αυτοί περιορίζονταν απλώς στη διατύπωση μια διαφορετικής πολιτικής προσέγγισης σε ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα της εξωτερικής μας πολιτικής χωρίς ηθικολογικές εξάρσεις, ανυπόστατες και απερίσκεπτες κατηγορίες θα ήταν καθόλα χρήσιμες και θα συντελούσαν σε μια πιο νηφάλια συζήτηση. Από τη στιγμή όμως που εστιάζονται σε καθαρά ηθικολογικό επίπεδο, δεν συζητούν δηλαδή με σοβαρότητα αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης ενδεχομένων δυναμικών αντιδράσεων θιγόμενων αντίπαλων μερών, παραμένουν μετέωρες και αποκλειστικά στο επίπεδο μιας ανούσιας πολιτικής αντιπαράθεσης.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να υπογραμμίσω ότι το πρόβλημα των συσχετισμών ισχύος παραμένει άλυτο για την Ελλάδα και συνεχώς επιδεινώνεται, όπως άλλωστε περίτρανα αποδεικνύεται και με την παρουσία ξένου ερευνητικού πλοίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Ουδείς ενοχλείται από τη διεθνή κοινότητα και ουδείς μπορεί να το μετακινήσει άνευ δυναμικής αντίστοιχης παρουσίας. Γι αυτό ακριβώς οι ηθικολογικές κρίσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον αναγκαίο ρεαλισμό στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Διότι, το πρόβλημα δεν είναι τα δικαιώματα τα οποία ασφαλώς μας παρέχει το Διεθνές Δίκαιο. Και την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια μας επιτρέπει πέραν κάθε νομικής αμφισβήτησης. Το θέμα δεν είναι η άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων, πράγμα ευκολότατο τη στιγμή μάλιστα πλήρους κάλυψης από το διεθνές δίκαιο. Το θέμα είναι αν μπορεί ένα κράτος να επιβάλλει τον σεβασμό τους από τρίτους, πράγμα που συνεπάγεται ισχύ, όταν τα δικαιώματα αυτά αμφισβητούνται ή μπορεί να θεωρηθούν και αιτία σύγκρουσης. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι η αναγκαία ισχύς είναι επαρκής από μόνη της ή σε σχέση με άλλους ισχυρούς συμμάχους. Στο ερώτημα αυτό καθώς και στο ενδεχόμενο δημιουργίας βαθύτερων κρίσεων από καθόλα νόμιμες ενέργειες, το βαθμό ετοιμότητας και την αποφασιστικότητα επιβολής του δικαιώματος με όλα τα μέσα και με κάθε τίμημα σταθμίζοντας θετικές και αρνητικές επιπτώσεις δεν νομίζω ότι κάνει τον κόπο να απαντήσει τόσο ο συγγραφέας όσο και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του περί «φοβικού συνδρόμου».
Αν αφαιρέσει, λοιπόν, κανείς τα «πολιτικά επιχειρήματα», τα οποία, ας το επαναλάβω, μου φαίνονται ελλιπή και ηθικολογικά, πρόκειται, κατά τα άλλα για ένα θαυμάσιο επιστημονικό και μαχητικό βιβλίο, που πράγματι συνοψίζει και αποτυπώνει τους αγώνες του συγγραφέα για την ανάδειξη του θέματος, που κάθε άλλο παρά χαμένοι πήγαν. Γι αυτό αξίζει να διαβαστεί από το ευρύτερο δυνατό κοινό εφόσον μάλιστα, παρά τα νομικά του επιχειρήματα, το βιβλίο και κατανοητό πιστεύω είναι και πάθος αποπνέει.
Τα πάθη, όμως, της ΑΟΖ δεν έχουν ακόμη τελειώσει.
*Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πολιτικός αναλυτής, δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός. Στην περίοδο 2008-2012 διετέλεσε Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον.
mignatiou.com
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΥΩΤΗΣ: Η ΑΟΖ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ,
Εκδοτικός Οργανισμός ΛΙΒΑΝΗ,
Αθήνα, 2014, σελ. 240.
Στα χρόνια της κρίσης το ακρωνύμιο ΑΟΖ, τουτέστιν Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, προστέθηκε μετά επιτάσεως στο πολιτικό λεξιλόγιο της εξωτερικής μας πολιτικής και έγινε αντικείμενο αναρίθμητων άρθρων, εκπομπών και σχολίων στα ελληνικά ΜΜΕ από σχετικούς και ασχέτους.
Κύριος «υπεύθυνος» για τη διάδοσή του είναι ο καθηγητής οικονομικών στην Ουάσιγκτον Θεόδωρος Καρυώτης, δικαίως επονομαζόμενος και «πατήρ της ΑΟΖ», καθόσον κατέβαλε επίμονες και κοπιώδεις προσπάθειες ετών, ώστε η έννοια αυτή του Δικαίου της Θάλασσας να αποκτήσει τη βαρύτητα που της άξιζε στον ελληνικό πολιτικό λόγο περί εξωτερικής πολιτικής.
Το βιβλίο του για την ΑΟΖ που μόλις εκδόθηκε στην Αθήνα, αλλά δεν πρόλαβε να παρουσιαστεί λόγω των εκλογών (ελπίζω να μην αργήσει η παρουσίασή του πλέον) αποτελεί και το επιστέγασμα του επιστημονικού μόχθου αλλά και του πάθους του Καρυώτη για το θέμα αυτό.
Το βιβλίο προλογίζει με πολλή αγάπη και με ένα άκρως κατατοπιστικό, προ-εισαγωγικό Σημείωμα ο Μιχάλης Ιγνατίου, ο πασίγνωστος, ακαταπόνητος και παλαίμαχος δημοσιογράφος, ανταποκριτής πολλών ελληνικών και κυπριακών ΜΜΕ στην Ουάσιγκτον και Νέα Υόρκη. Χάρις στις δικές του άοκνες προσπάθειες γνωρίζουμε σήμερα αρκετές λεπτομέρειες για κρίσιμα ζητήματα και συγκυρίες (επικίνδυνες) στην εξωτερική μας πολιτική της νεότερης, μεταπολεμικής ιστορίας μας. Είναι δε φανερό πως ο Ιγνατίου ήταν εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον ενθάρρυνε και άσκησε «πίεση» στον Καρυώτη να γράψει επί τέλους ένα ολοκληρωμένο πόνημά για την ΑΟΖ. Προφανώς, ο Καρυώτης τελικά, άργησε μεν «ενέδωσε» δε.
Δικαίως επίσης το βιβλίο αφιερώνεται στον Ντόρη Χαλκιόπουλο, σε έναν πρωτοπόρο δάσκαλο του Δικαίου της Θάλασσας, που όσοι περάσαμε από τη Νομική Σχολή Αθηνών, θυμόμαστε με μεγάλο σεβασμό ως βοηθό του τότε μεγάλου διεθνολόγου καθηγητή Ευσταθιάδη. Ελάχιστοι τότε γνώριζαν κάτι για το Δίκαιο της Θάλασσας, που με μεγάλη αφοσίωση μας εξηγούσε στα πανεπιστημιακά του φροντιστηριακά μαθήματα του ο Χαλκιόπουλος, μετέπειτα προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ και εκπρόσωπος της χώρας μας στις διασκέψεις που διαμόρφωσαν τελικά τη Διεθνή Σύμβαση του 1982. Σημειωτέον ότι η Σύμβαση φέρει την υπογραφή του τότε ΥΠΕΞ και αποχωρούντος σήμερα μετά από δύο θητείες Προέδρου της χώρας Κάρολου Παπούλια.
Το βιβλίο, παραθέτει σε 5 Κεφάλαια όλη την επιστημονική και πολιτική προβληματική του Καρυώτη για την ΑΟΖ κοσμείται δε από πολλούς και εξαιρετικά χρήσιμους έγχρωμους χάρτες.
Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982, που ο συγγραφέας αποκαλεί «μεγάλο ιστορικό και επαναστατικό γεγονός» διότι μπήκε μια τάξη στους ωκεανούς και τις θάλασσες και συντέλεσε στην ανάδυση «διεθνούς συνείδησης».
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσεται η έννοια της ΑΟΖ και προβάλλεται με έμφαση το επιχείρημα ότι η έννοια αυτή έχει υπερκεράσει την έννοια της υφαλοκρηπίδας, πράγμα που αποτελεί και την κύρια επίδικη διαφορά, αντικείμενο τριβών και εντάσεων αλλά και πολύχρονων διαβουλεύσεων με την Τουρκία. Στο ίδιο κεφάλαιο παρατίθενται και οι δικαιολογητικοί λόγοι για τη δημιουργία ΑΟΖ στις ελληνικές θάλασσες ενώ υπογραμμίζεται η διαφορά μεταξύ ανακήρυξης της ΑΟΖ από ένα κράτος, πράγμα που αποτελεί μονομερή ενέργεια, από την οριοθέτησή της, πράγμα που συνεπάγεται συμφωνία με άλλα κράτη. Εδώ επίσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η μονομερής ανακήρυξη της ΑΟΖ δεν συνεπάγεται καμία κρίση, εννοώντας δυναμική αντίδραση της Τουρκίας και φέρεται ως παράδειγμα η ανακήρυξη ΑΟΖ από την Κύπρο το 2004. Εκτεταμένη είναι και η ανάλυση για την ΑΟΖ της Ευρώπης.
Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με το «θαύμα» των υδρογονανθράκων σε σχέση με τα εικαζόμενα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ελληνικές θάλασσες καθώς και τα αποθέματα στην ΑΟΖ Κύπρου και Ισραήλ παραθέτοντας ιστορικά στοιχεία αλλά και εξηγώντας το ρόλο στην περιοχή άλλων κρατών, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το τέταρτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην αλιεία, τη «μεγάλη ξεχασμένη της ΑΟΖ», όπως την αποκαλεί διότι, πράγματι, ευνοεί τα νησιά μας στο Αιγαίο Πέλαγος. Συναφώς αναλύεται και η Κοινή Αλιευτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το πιο πολιτικό και πολιτικοποιημένο μέρος του βιβλίου είναι το πέμπτο κεφάλαιο που φέρει τον επιγραμματικό τίτλο «Τραγωδία Αιγαίου και Καστελόριζου». Ο προβληματισμός αναπτύσσεται σε σχέση με τις οριοθετήσεις της ελληνικής ΑΟΖ με Τουρκία, Κύπρο, Αίγυπτο και άλλες χώρες καθώς και τις υποθετικές διευθετήσεις του θέματος που ενδεχομένως προέκυπταν από κάποια υποθετική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που σύμφωνα με κάποιες προηγούμενες αποφάσεις και την πρακτική του Δικαστηρίου δεν φαίνεται ότι θα ευνοούσαν τα ελληνικά συμφέροντα. Το Καστελόριζο αναφέρεται διότι άνευ της δέουσας και πλήρους «επήρειας» της νήσου η Ελλάδα δεν έχει θαλάσσια με την Κύπρο.
Απέφυγα σκόπιμα να αναφερθώ αναλυτικά τόσο στην έννοια της ΑΟΖ από νομική άποψη όσο και στην έννοια της υφαλοκρηπίδας παραθέτοντας τα αντίπαλα επιχειρήματα. Η βιβλιογραφία είναι αρκετά εκτενής και μπορεί κανείς εύκολα να την αναζητήσει. Ο Καρυώτης χειρίζεται τη δική του άποψη με δεξιοτεχνία και ισχυρά επιχειρήματα. Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να υπογραμμίσει ότι η διαμάχη δεν εξαντλείται στο νομικό πλαίσιο αλλά επεκτείνεται σε πολιτικά επιχειρήματα. Διότι, είναι προφανέστατο ότι η απόφαση για την ανακήρυξη της ΑΟΖ αποτελεί μια κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση που οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν να σταθμίσουν με υπευθυνότητα.
Γι αυτό, ορισμένοι ισχυρισμοί που διατυπώνονται από τον συγγραφέα περί «εγκληματικής αμέλειας» ελληνικών κυβερνήσεων να υιοθετήσουν ΑΟΖ ή δήθεν «φοβικού συνδρόμου» από το οποίο διακατέχονται άπαντες πλην όσων βρίσκονται ανεξόδως «έξω από το χορό», που μάλιστα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης ακραίων και ανεύθυνων εθνικιστικών κύκλων, κατά την άποψή μου είναι άτοπες και μάλλον αβασάνιστες. Εάν οι ισχυρισμοί αυτοί περιορίζονταν απλώς στη διατύπωση μια διαφορετικής πολιτικής προσέγγισης σε ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα της εξωτερικής μας πολιτικής χωρίς ηθικολογικές εξάρσεις, ανυπόστατες και απερίσκεπτες κατηγορίες θα ήταν καθόλα χρήσιμες και θα συντελούσαν σε μια πιο νηφάλια συζήτηση. Από τη στιγμή όμως που εστιάζονται σε καθαρά ηθικολογικό επίπεδο, δεν συζητούν δηλαδή με σοβαρότητα αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης ενδεχομένων δυναμικών αντιδράσεων θιγόμενων αντίπαλων μερών, παραμένουν μετέωρες και αποκλειστικά στο επίπεδο μιας ανούσιας πολιτικής αντιπαράθεσης.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να υπογραμμίσω ότι το πρόβλημα των συσχετισμών ισχύος παραμένει άλυτο για την Ελλάδα και συνεχώς επιδεινώνεται, όπως άλλωστε περίτρανα αποδεικνύεται και με την παρουσία ξένου ερευνητικού πλοίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Ουδείς ενοχλείται από τη διεθνή κοινότητα και ουδείς μπορεί να το μετακινήσει άνευ δυναμικής αντίστοιχης παρουσίας. Γι αυτό ακριβώς οι ηθικολογικές κρίσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον αναγκαίο ρεαλισμό στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Διότι, το πρόβλημα δεν είναι τα δικαιώματα τα οποία ασφαλώς μας παρέχει το Διεθνές Δίκαιο. Και την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια μας επιτρέπει πέραν κάθε νομικής αμφισβήτησης. Το θέμα δεν είναι η άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων, πράγμα ευκολότατο τη στιγμή μάλιστα πλήρους κάλυψης από το διεθνές δίκαιο. Το θέμα είναι αν μπορεί ένα κράτος να επιβάλλει τον σεβασμό τους από τρίτους, πράγμα που συνεπάγεται ισχύ, όταν τα δικαιώματα αυτά αμφισβητούνται ή μπορεί να θεωρηθούν και αιτία σύγκρουσης. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι η αναγκαία ισχύς είναι επαρκής από μόνη της ή σε σχέση με άλλους ισχυρούς συμμάχους. Στο ερώτημα αυτό καθώς και στο ενδεχόμενο δημιουργίας βαθύτερων κρίσεων από καθόλα νόμιμες ενέργειες, το βαθμό ετοιμότητας και την αποφασιστικότητα επιβολής του δικαιώματος με όλα τα μέσα και με κάθε τίμημα σταθμίζοντας θετικές και αρνητικές επιπτώσεις δεν νομίζω ότι κάνει τον κόπο να απαντήσει τόσο ο συγγραφέας όσο και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του περί «φοβικού συνδρόμου».
Αν αφαιρέσει, λοιπόν, κανείς τα «πολιτικά επιχειρήματα», τα οποία, ας το επαναλάβω, μου φαίνονται ελλιπή και ηθικολογικά, πρόκειται, κατά τα άλλα για ένα θαυμάσιο επιστημονικό και μαχητικό βιβλίο, που πράγματι συνοψίζει και αποτυπώνει τους αγώνες του συγγραφέα για την ανάδειξη του θέματος, που κάθε άλλο παρά χαμένοι πήγαν. Γι αυτό αξίζει να διαβαστεί από το ευρύτερο δυνατό κοινό εφόσον μάλιστα, παρά τα νομικά του επιχειρήματα, το βιβλίο και κατανοητό πιστεύω είναι και πάθος αποπνέει.
Τα πάθη, όμως, της ΑΟΖ δεν έχουν ακόμη τελειώσει.
*Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πολιτικός αναλυτής, δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός. Στην περίοδο 2008-2012 διετέλεσε Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον.
mignatiou.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αποκλείει η Μέρκελ «νέα διαγραφή» του ελληνικού χρέους
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ