2015-02-03 17:11:15
Με μία επιστολή , οι Πυρήνες της Φωτιάς, στρέφονται εναντίον του Χριστόδουλου Ξηρού, τον οποίο χαρακτηρίζουν ρουφιάνο, πτοδότη, μυθομανή και σιχαμερό Δείτε αναλυτικά το κείμενο της επιστολής:
«Τι πιο εξοργιστικό απ’ το να μιλάει ο χαφιές της 17Ν για ήθος. Αυτός που στις προανακριτικές του καταθέσεις το 2002 (υπάρχουν αναρτημένες στο διαδίκτυο), κλαψούριζε και εκλιπαρούσε τους μπάτσους να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, ως αντάλλαγμα της συνεργασίας του με τις διωκτικές αρχές.
Τι πιο προκλητικό απ’ το να εμφανίζεται ο καταδότης ως ο τιμητής του “κινήματος”. Αυτός που, μέχρι σήμερα, δεν έχει ζητήσει ούτε μια συγνώμη από τους πρώην συντρόφους του για τις ισόβιες που τους “χάρισε” με τις αβίαστες ομολογίες του στην αντιτρομοκρατική (χωρίς να πέσει ούτε καν μια σφαλιάρα).
Τι πιο αντιφατικό απ’ το να επικαλείται ο γραφικός επίδοξος ηγετίσκος σεβασμό στις συλλογικές διαδικασίες και στη διαφορετικότητα. Στα παραληρήματά του που υποδυόταν την μετεμψύχωση του Καραϊσκάκη, εμφάνιζε κόμπλεξ εξουσιομανίας, δοκιμάζοντας τα νεύρα των συντροφισσών και των συντρόφων που, με τιτάνια υπομονή, τον ανέχονταν έναν ολόκληρο χρόνο και τον φυγάδευαν, με ρίσκο τη ζωή και την ελευθερία τους, απ’ τους μπάτσους.
Τι πιο εγκλωβιστικό απ’ το να αναβάλουμε διαρκώς την ολική ρήξη μαζί του, που θα μας απελευθέρωνε απ’ την ψυχική του δυσωδία. Ανίκανος να συντηρήσει ακόμα και τον εαυτό του με την εκδίωξη απ’ τους κύκλους μας, ήταν ζήτημα ωρών να πέσει στα χέρια της αστυνομίας και, με δεδομένη την προδοτική του ιστορία, παραμόνευε ο κίνδυνος να καρφώσει το σχέδιο της απόδρασης που είχαμε οργανώσει και ο ίδιος διαρκώς σαμπόταρε. Δε θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που θα ρουφιάνευε.
Τι πιο ΛΑΘΟΣ απ’ την αντίφασή μας. Ενώ στην αρχή τον στηρίξαμε με όλες μας τις δυνάμεις θεωρώντας τον σύντροφο, γράφοντας μάλιστα «κάποτε αντάρτης… πάντοτε αντάρτης», ξεχάσαμε πως υπάρχει και το «κάποτε ρουφιάνος… πάντοτε προδότης».
Προδότης της φιλίας, της εμπιστοσύνης, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης που του προσφέραμε, κόντρα σε μια πραγματικότητα που, όσο περνούσαν οι μήνες, αποκάλυπτε ότι πρόκειται για ένα ελεεινό υποκείμενο και ένα σιχαμερό, μυθομανή υπάνθρωπο.
Η κατάληξή του να τρέχει κυνηγημένος από όλους τους κρατούμενους από όλες τις πτέρυγες και να βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας που του παρέχει η σωφρονιστική υπηρεσία, είναι αναμενόμενη: όχι γιατι, όπως ψευδώς αναφέρεται από τα media, οι κρατούμενοι τον θεωρούν υπεύθυνο για τις φυλακές τύπου Γ’, επειδή παραβίασε την άδειά του. Αν ήταν έτσι, τότε στις διαδηλώσεις δε θα έπρεπε να γίνονται συγκρούσεις με την αστυνομία, γιατί αυξάνεται καταστολή και το αντάρτικο πόλης θα έπρεπε να σιγήσει γιατί κατατίθενται τρομονόμοι.
Ο Ξηρός είναι κυνηγημένος από όλους για τις εμετικές βρωμιές που τόλμησε να εκστομίσει εναντίον μας μέσα στη φυλακή και για το στίγμα του ρουφιάνου που θα τον συνοδεύει για πάντα. Αυτός και οι όμοιοί του ξεφτίλισαν το αντάρτικο πόλης και σπίλωσαν ένα μεγάλο κομμάτι του, μετατρέποντάς το σε μια ιστορία κατάδοσης και προδοσίας».
«Τουλάχιστον εμείς, με τις “μαφιόζικες πρακτικές” μας, ποτέ δεν προδώσαμε ούτε τις ιδέες μας, ούτε τους συντρόφους μας. Αλλά ακόμα και αυτοί που συνελήφθησαν για την οργάνωσή μας, δίχως να έχουν καμία σχέση, και ας μη θεωρούμε κάποιους από αυτούς συντρόφους κι άλλους να τους θεωρούμε ακόμα και προσωπικούς εχθρούς, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν υπήρχε ανάμεσά τους ρουφιάνος και καταδότης».
«Ποτέ δεν αγαπήσαμε τους ισχυρούς. Η συνείδηση και η καρδιά μας πάντα διαλέγει το μέρος των κυνηγημένων, των διωκόμενων, των καταζητούμενων. Όταν κάποιος αποφασίζει να φύγει από τη φυλακή, παραβιάζοντας μια άδεια, η βοήθεια και η στήριξή μας είναι δεδομένες. Ποιός μπορεί να πει σε κάποιον να επιστρέψει στη φυλακή; Ποιός θα αρνηθεί να προσφέρει το χέρι του ολόψυχα απ’ τη μεριά της καρδιάς του σε κάποιον που παραβιάζει την πενθήμερη ελεγχόμενη ελευθερία του για να βγει στην παρανομία; Εμείς σίγουρα όχι. Όμως η πραγματική ζωή δεν είναι ποιητικά επαναστατικά τσιτάτα, ούτε θεωρίες για όλες τις χρήσεις. Η ζωή είναι επιλογές που έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η ζωή είναι πράξεις που για να έχουν προοπτική, πρέπει να διαθέτουν μνήμη.
Η μετάθεση ευθυνών είναι το πιο εύκολο πράγμα… «Δεν ξέραμε… Δε γνωρίζαμε… Δεν υπολογίσαμε σωστά». Η αλήθεια, όμως, είναι πιο απλή: Ξέραμε, γνωρίζαμε, επιλέξαμε να υπολογίσουμε λάθος Με πλήρη επίγνωση, σταθήκαμε αδιάφοροι απέναντι στο βιβλίο της ιστορίας. Το καλοκαίρι του 2002, οι συλλήψεις της 17Ν, οι καταδόσεις και οι μαρτυρικές καταθέσεις (με εξαίρεση αυτούς που τίμησαν την οργάνωσή τους), είναι ένα από τα πιο μελανά σημεία του ελληνικού αντάρτικου πόλης. Είναι μαύρες σελίδες που έχουν μείνει αλησμόνητες σε όλους μας. Άλλωστε, ακόμα και αν επικαλούμασταν επιλεκτική “αμνησία” και πάλι εις βάρος μας θα ήταν.
Υπήρχε λοιπόν μια ιστορία φυλακισμένων ανθρώπων με πολλές ισόβιες επειδή κάποιοι “μίλησαν” στην αστυνομία. Και υπάρχουν μέχρι σήμερα εκκρεμότητες, υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί ούτε στον τόνο ούτε στην ένταση που τους αρμόζει. Μιλώντας όμως για εμάς, το πιο βαρύ είναι ότι εμείς οι ίδιοι νεκραναστήσαμε με την επιλογή μας την πιο αποκρουστική πτυχή αυτής της ιστορίας που για χρόνια είχε πέσει σε λήθαργο.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: «Δεν έχει το δικαίωμα ένας άνθρωπος να ξαναγράψει το βιβλίο της ιστορίας του;». Δυστυχώς η ζωή φρόντισε να μάς δώσει απάντηση με το χειρότερο τρόπο.
Υπάρχουν πράγματα που δεν ξεγράφονται και η ρουφιανιά είναι ένα από αυτά. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος θελήσει να ξαναγράψει το βιβλίο της ζωής του, οφείλει να περάσει απ’ την “κάθαρση” μιας δημόσιας αυτοκριτικής και μιας σεμνής και γενναίας συγνώμης. Όμως είπαμε, εδώ μιλάμε μόνο για εμάς. Όλα αυτά τα ξέραμε και επιλέξαμε να προσπεράσουμε την ιστορία. Ξεγελαστήκαμε από κανέναν; Προφανώς όχι. Επιλέξαμε συνειδητά ότι “η επανάσταση αγιάζει τα μέσα”. Ακόμα όμως κι αν “η επανάσταση αγιάζει τα μέσα”, το σίγουρο είναι τελικά πως “η επανάσταση δεν αγιάζει τους ανθρώπους”».
«Αδιαφορήσαμε για τις εκκρεμότητες μιας προδοτικής ιστορίας γιατί βιαζόμασταν και θέλαμε περισσότερο από κάθε τι άλλο να συνεχίσουμε τη δική μας ιστορία, να ξανακατακτήσουμε την ελευθερία μας και να χωθούμε στη μάχη του αναρχικού αντάρτικου πόλης. Όμως ξεχάσαμε πως σε βρώμικες και χρησιμοποιημένες σελίδες τίποτα όμορφο και τίποτα καινούργιο δεν μπορεί να γραφτεί.
Και η φθορά, η παράνοια και η ασχήμια εξαπλώθηκε σαν πανούκλα σε ό,τι ωραίο θέλαμε να χτίσουμε. Θέλαμε να απελευθερωθούμε και ταυτόχρονα αιχμαλωτίζαμε συντρόφισσες, συντρόφους και φίλους και τον εαυτό μας σε ένα λαβύρινθο τακτικισμού και ανορθόδοξων μεθοδεύσεων. Μάθαμε με τον πιο πικρό τρόπο πως η ασχήμια δεν πολεμιέται με την ασχήμια. Για έναν ολόκληρο χρόνο με ατελείωτη υπομονή και τη δουλειά του μυρμηγκιού, απ’ το τίποτα χτίσαμε σχεδόν τα πάντα. Οργανώσαμε ένα σχέδιο (μακριά απ’ τα αισχρά ψέματα ότι δήθεν αδιαφορούσαμε για τις ζωές άσχετων πολιτών) που θα εξευτέλιζε την καρδιά του σωφρονιστικού συστήματος. Με βόμβα 150 κιλών, τοποθετημένη σε βαρέλι με κωνική κεφαλή, ακολουθώντας την πατέντα του EFP (μεθοδολογία που εφαρμόζουν Ιρακινοί αντάρτες εναντίον αμερικάνικων οχυρών για την κατεύθυνση του ωστικού κύματος με διατρητική ισχύ), θα γκρεμίζαμε τον τοίχο της φυλακής εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες για τραυματισμούς άσχετων ανθρώπων. Ένα σχέδιο για το οποίο χρειάστηκαν χιλιάδες ώρες προετοιμασίας απ’ τους συντρόφους μας εκτός των τειχών. Με αφορμή, λοιπόν, όλα τα ψέματα των μπάτσων και σε αυτόν τον τομέα, θα πούμε κάποιες λεπτομέρειες του σχεδίου που επιμελώς αποκρύφτηκαν. Η επιχείρηση της απόδρασής μας θα γινόταν με την τοποθέτηση ενός παγιδευμένου οχήματος στο μαντρότοιχο της φυλακής, με σκοπό την κατάρρευση μέρους αυτού και την εύκολη έξοδό μας από την τρύπα που θα άνοιγε. Βέβαια, όχι τα 150kg που θα μπαίνανε, αλλά και 300kg να τοποθετούνταν απλά μέσα σε ένα όχημα, το ωστικό κύμα θα χτύπαγε λιγότερο τον πέτρινο τοίχο της φυλακής, χωρίς να πετύχει την απαραίτητη ζημιά και περισσότερο θα εκτονωνόταν σε πιο αδύναμα σημεία, όπως τα στενά της περιοχής, προξενώντας τεράστιες ζημιές. Αυτό εξάλλου είχε δείξει η εμπειρία μας από το χτύπημα με ωρολογιακό μηχανισμό, που είχε πραγματοποιήσει η οργάνωση μας, σε κομμάτι του τοίχου των φυλακών Κορυδαλλού το 2010. Τώρα, που προφανώς δε γινόταν κιόλας να υπάρξει προειδοποιητικό τηλεφώνημα εκκένωσης κτιρίων, έπρεπε να βρούμε μια λύση. Μετά από αναζήτηση μηνών, καταλήξαμε στο να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική Explosive Formed Penetration (EFP). Συνοπτικά να πούμε ότι με αυτή τη μέθοδο χρησιμοποιείς ένα τσιμεντένιο δοχείο που, από τη μπροστά πλευρά, τοποθετείς μια ατσαλένια κωνική κεφαλή, σε διαστάσεις συναρτώμενες από το δοχείο και το υλικό του στόχου. Κατά την έκρηξη, το ωστικό κύμα κατευθύνεται μόνο προς την κατεύθυνση που στοχεύει και μετατρέπει την ατσαλένια κεφαλή σε βλήμα με τεράστια ταχύτητα, που προσκρούει ακριβώς στο στόχο. Το δοχείο και η κεφαλή που θα χρησιμοποιούσαμε για το συγκεκριμένο σχέδιο είναι το “βαρέλι με τα εκρηκτικά” που βρέθηκε στην Ανάβυσσο. Προφανώς προηγήθηκαν δοκιμές μικρότερης κλίμακας, για να είμαστε σίγουροι για τα αποτελέσματα. Δοκιμές που χρειάστηκαν χρόνο και υπήρχε ρίσκο για τους συντρόφους μας έξω, αλλά έπρεπε να γίνουν. Όταν πραγματοποιήθηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές και τελικά είδαμε ότι το ωστικό κύμα όντως εστιάζει εκεί που θέλουμε και ο περιβάλλων χώρος επηρεάζεται στο ελάχιστο, τότε το σχέδιο μπήκε μπροστά. Σαν επιπλέον ασφάλεια και παρόλο που δεν ήταν απαραίτητο, λόγω αυτής της μεθόδου, θα τοποθετούνταν ως φράγμα σακιά άμμου περιμετρικά του βαρελιού, μέσα στο όχημα, έτσι ώστε να απορροφηθεί και το ελάχιστο ωστικό κύμα που θα πήγαινε σε άλλη κατεύθυνση. Το σχέδιο της απόδρασης, σε αυτόν τον τομέα αλλά και γενικότερα, ήταν φτιαγμένο ώστε να μην υπάρξει καμία μη προγραμματισμένη απώλεια ζωής ανθρώπου.
Ένα χτύπημα που δε θα είχε ξαναγίνει, εναντίον του πιο άσχημου μνημείου της αιχμαλωσίας. Και το κυριότερο, μια απελευθέρωση που θα μας οδηγούσε ξανά στη μάχη και στα οπλισμένα μονοπάτια του αντάρτικου πόλης. Στο όνομα, όμως, ενός υπέροχου σκοπού, αρχίσαμε τις εκπτώσεις σε συμπεριφορές, σε εμμονές, σε παραληρήματα, σε αλαζονείες, σε οτιδήποτε μας έκανε αναρχικούς. Κι όλα αυτά για να μη χάσουμε την ευκαιρία, τη στιγμή, τη φάση, το μπαμ, την ελευθερία μας… Και τελικά τα χάσαμε όλα. Και το πιο σημαντικό, χάσαμε ανθρώπους. Άνθρωποι που δεν είχαν μελανά σημεία ενός ντροπιαστικού παρελθόντος, αλλά κρυστάλλινο παρόν και φλογισμένο μέλλον, βγήκαν καταζητούμενοι και άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα σε τι και ποιούς βοηθούσαν ή, ακόμα, δεν είχαν την παραμικρή σχέση, μπήκαν φυλακή. Η ευθύνη βαραίνει κυρίως εμάς. Δε μιλάμε τόσο για το αποτέλεσμα (δεν είμαστε ηθικοί αυτουργοί των πάντων και, όσον αφορά τους συντρόφους μας, είμαστε ισότιμοι στις αποφάσεις), όμως αναφερόμαστε στο αποκρουστικό κλίμα που διαμορφώσαμε».
«Δεν αποδεχόμαστε ούτε αρνούμαστε τίποτα. Όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από τη μισή αλήθεια (και σε κάποιες περιπτώσεις απ’ την καθόλου αλήθεια). Οι δημοσιογράφοι, σε συνεργασία με την αστυνομία, έκαναν αυτό που ξέρουν καλύτερα: κατέσφαξαν την αλήθεια στο βωμό του ψέματος. Μίλησαν για “τσιμεντώματα”, για “μακελειό”, για “αρχηγικές εντολές”, για “πρόκληση δεκάδων ανυποψίαστων θυμάτων”, ενώ έφτασαν στο σημείο να προσπαθούν να αποπολιτικοποιήσουν τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, λέγοντας πως αναθέταμε την εκπλήρωση των ενεργειών μας σε ποινικούς. Παράλληλα, η λεηλασία της αλήθειας συνεχίστηκε με την επιλεκτική αναφορά σε αποσπάσματα της προσωπικής μας αλληλογραφίας. Όταν το προσωπικό γίνεται δημόσιο, τότε το σκοτάδι των μυστικών που φυλάμε παραμορφώνεται από το φως ενός προβολέα ανάκρισης που διαστρεβλώνει τα πάντα. Όποιος νιώθει τόσο “καθαρός” ώστε να μην έχει πρόβλημα που θα βγει το προσωπικό του ημερολόγιο στις τηλεοράσεις, οι σκέψεις, τα μυστικά του, οι κακίες, οι εντάσεις του, η τσαντίλα του, ο θυμός του στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τότε ήδη έχει πεθάνει από πλήξη.
Ό,τι μοιράζεται μια ομάδα, ή κάποιοι φίλοι ανάμεσά τους, έχει έναν κώδικα που δε σπάει με καμία αποκρυπτογράφηση. Είναι το κωδικοποιημένο πλεόνασμα μιας εσωτερικής ιστορίας που έχει παρελθόν και δεν είναι για δημόσια αφήγηση. Είναι ένας κώδικας σχέσης που τον αντιλαμβάνονται και τον ερμηνεύουν οι ίδιοι που συμμετέχουν στην ιστορία. Αν καθετί που λέει εμπιστευτικά ο φίλος στο φίλο και ο σύντροφος στη συντρόφισσα ήταν προορισμένο να βγει δημόσια, τότε θα ήμασταν καταδικασμένοι να μείνουμε μουγγοί. Ας το αναλογιστεί αυτό ο καθένας την επόμενη φορά που θα πει ένα μυστικό, μια “κακία” ή κάτι πάνω στα νεύρα του σε ένα φίλο του. Πώς θα ένιωθε αν έβγαινε δημόσια; Πόσο μάλλον όταν σε αυτόν το δημόσιο κανιβαλισμό, οι μπάτσοι προσθέτουν τις δικές τους πινελιές αισχρού ψέματος. Θέλοντας ταυτόχρονα να χώσουν κι άλλους ανθρώπους και φίλους, που δεν έχουν καμία σχέση, σε νέες δικογραφίες».
«ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΡΑΣΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ – ΔΥΝΑΜΗ – ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ 10, 100, 1000 ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΗΣ FAI – IRF
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ
Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – Πυρήνας Φυλακής
Όλγα Οικονομίδου
Μιχάλης Νικολόπουλος
Γιώργος Νικολόπουλος
Χάρης Χατζημιχελάκης
Χρήστος Τσάκαλος
Γεράσιμος Τσάκαλος
Γιώργος Πολύδωρος
Παναγιώτης Αργυρού
Δαμιανός Μπολάνο
Θεόφιλος Μαυρόπουλο» Tromaktiko
«Τι πιο εξοργιστικό απ’ το να μιλάει ο χαφιές της 17Ν για ήθος. Αυτός που στις προανακριτικές του καταθέσεις το 2002 (υπάρχουν αναρτημένες στο διαδίκτυο), κλαψούριζε και εκλιπαρούσε τους μπάτσους να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, ως αντάλλαγμα της συνεργασίας του με τις διωκτικές αρχές.
Τι πιο προκλητικό απ’ το να εμφανίζεται ο καταδότης ως ο τιμητής του “κινήματος”. Αυτός που, μέχρι σήμερα, δεν έχει ζητήσει ούτε μια συγνώμη από τους πρώην συντρόφους του για τις ισόβιες που τους “χάρισε” με τις αβίαστες ομολογίες του στην αντιτρομοκρατική (χωρίς να πέσει ούτε καν μια σφαλιάρα).
Τι πιο αντιφατικό απ’ το να επικαλείται ο γραφικός επίδοξος ηγετίσκος σεβασμό στις συλλογικές διαδικασίες και στη διαφορετικότητα. Στα παραληρήματά του που υποδυόταν την μετεμψύχωση του Καραϊσκάκη, εμφάνιζε κόμπλεξ εξουσιομανίας, δοκιμάζοντας τα νεύρα των συντροφισσών και των συντρόφων που, με τιτάνια υπομονή, τον ανέχονταν έναν ολόκληρο χρόνο και τον φυγάδευαν, με ρίσκο τη ζωή και την ελευθερία τους, απ’ τους μπάτσους.
Τι πιο εγκλωβιστικό απ’ το να αναβάλουμε διαρκώς την ολική ρήξη μαζί του, που θα μας απελευθέρωνε απ’ την ψυχική του δυσωδία. Ανίκανος να συντηρήσει ακόμα και τον εαυτό του με την εκδίωξη απ’ τους κύκλους μας, ήταν ζήτημα ωρών να πέσει στα χέρια της αστυνομίας και, με δεδομένη την προδοτική του ιστορία, παραμόνευε ο κίνδυνος να καρφώσει το σχέδιο της απόδρασης που είχαμε οργανώσει και ο ίδιος διαρκώς σαμπόταρε. Δε θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που θα ρουφιάνευε.
Τι πιο ΛΑΘΟΣ απ’ την αντίφασή μας. Ενώ στην αρχή τον στηρίξαμε με όλες μας τις δυνάμεις θεωρώντας τον σύντροφο, γράφοντας μάλιστα «κάποτε αντάρτης… πάντοτε αντάρτης», ξεχάσαμε πως υπάρχει και το «κάποτε ρουφιάνος… πάντοτε προδότης».
Προδότης της φιλίας, της εμπιστοσύνης, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης που του προσφέραμε, κόντρα σε μια πραγματικότητα που, όσο περνούσαν οι μήνες, αποκάλυπτε ότι πρόκειται για ένα ελεεινό υποκείμενο και ένα σιχαμερό, μυθομανή υπάνθρωπο.
Η κατάληξή του να τρέχει κυνηγημένος από όλους τους κρατούμενους από όλες τις πτέρυγες και να βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας που του παρέχει η σωφρονιστική υπηρεσία, είναι αναμενόμενη: όχι γιατι, όπως ψευδώς αναφέρεται από τα media, οι κρατούμενοι τον θεωρούν υπεύθυνο για τις φυλακές τύπου Γ’, επειδή παραβίασε την άδειά του. Αν ήταν έτσι, τότε στις διαδηλώσεις δε θα έπρεπε να γίνονται συγκρούσεις με την αστυνομία, γιατί αυξάνεται καταστολή και το αντάρτικο πόλης θα έπρεπε να σιγήσει γιατί κατατίθενται τρομονόμοι.
Ο Ξηρός είναι κυνηγημένος από όλους για τις εμετικές βρωμιές που τόλμησε να εκστομίσει εναντίον μας μέσα στη φυλακή και για το στίγμα του ρουφιάνου που θα τον συνοδεύει για πάντα. Αυτός και οι όμοιοί του ξεφτίλισαν το αντάρτικο πόλης και σπίλωσαν ένα μεγάλο κομμάτι του, μετατρέποντάς το σε μια ιστορία κατάδοσης και προδοσίας».
«Τουλάχιστον εμείς, με τις “μαφιόζικες πρακτικές” μας, ποτέ δεν προδώσαμε ούτε τις ιδέες μας, ούτε τους συντρόφους μας. Αλλά ακόμα και αυτοί που συνελήφθησαν για την οργάνωσή μας, δίχως να έχουν καμία σχέση, και ας μη θεωρούμε κάποιους από αυτούς συντρόφους κι άλλους να τους θεωρούμε ακόμα και προσωπικούς εχθρούς, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν υπήρχε ανάμεσά τους ρουφιάνος και καταδότης».
«Ποτέ δεν αγαπήσαμε τους ισχυρούς. Η συνείδηση και η καρδιά μας πάντα διαλέγει το μέρος των κυνηγημένων, των διωκόμενων, των καταζητούμενων. Όταν κάποιος αποφασίζει να φύγει από τη φυλακή, παραβιάζοντας μια άδεια, η βοήθεια και η στήριξή μας είναι δεδομένες. Ποιός μπορεί να πει σε κάποιον να επιστρέψει στη φυλακή; Ποιός θα αρνηθεί να προσφέρει το χέρι του ολόψυχα απ’ τη μεριά της καρδιάς του σε κάποιον που παραβιάζει την πενθήμερη ελεγχόμενη ελευθερία του για να βγει στην παρανομία; Εμείς σίγουρα όχι. Όμως η πραγματική ζωή δεν είναι ποιητικά επαναστατικά τσιτάτα, ούτε θεωρίες για όλες τις χρήσεις. Η ζωή είναι επιλογές που έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η ζωή είναι πράξεις που για να έχουν προοπτική, πρέπει να διαθέτουν μνήμη.
Η μετάθεση ευθυνών είναι το πιο εύκολο πράγμα… «Δεν ξέραμε… Δε γνωρίζαμε… Δεν υπολογίσαμε σωστά». Η αλήθεια, όμως, είναι πιο απλή: Ξέραμε, γνωρίζαμε, επιλέξαμε να υπολογίσουμε λάθος Με πλήρη επίγνωση, σταθήκαμε αδιάφοροι απέναντι στο βιβλίο της ιστορίας. Το καλοκαίρι του 2002, οι συλλήψεις της 17Ν, οι καταδόσεις και οι μαρτυρικές καταθέσεις (με εξαίρεση αυτούς που τίμησαν την οργάνωσή τους), είναι ένα από τα πιο μελανά σημεία του ελληνικού αντάρτικου πόλης. Είναι μαύρες σελίδες που έχουν μείνει αλησμόνητες σε όλους μας. Άλλωστε, ακόμα και αν επικαλούμασταν επιλεκτική “αμνησία” και πάλι εις βάρος μας θα ήταν.
Υπήρχε λοιπόν μια ιστορία φυλακισμένων ανθρώπων με πολλές ισόβιες επειδή κάποιοι “μίλησαν” στην αστυνομία. Και υπάρχουν μέχρι σήμερα εκκρεμότητες, υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί ούτε στον τόνο ούτε στην ένταση που τους αρμόζει. Μιλώντας όμως για εμάς, το πιο βαρύ είναι ότι εμείς οι ίδιοι νεκραναστήσαμε με την επιλογή μας την πιο αποκρουστική πτυχή αυτής της ιστορίας που για χρόνια είχε πέσει σε λήθαργο.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: «Δεν έχει το δικαίωμα ένας άνθρωπος να ξαναγράψει το βιβλίο της ιστορίας του;». Δυστυχώς η ζωή φρόντισε να μάς δώσει απάντηση με το χειρότερο τρόπο.
Υπάρχουν πράγματα που δεν ξεγράφονται και η ρουφιανιά είναι ένα από αυτά. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος θελήσει να ξαναγράψει το βιβλίο της ζωής του, οφείλει να περάσει απ’ την “κάθαρση” μιας δημόσιας αυτοκριτικής και μιας σεμνής και γενναίας συγνώμης. Όμως είπαμε, εδώ μιλάμε μόνο για εμάς. Όλα αυτά τα ξέραμε και επιλέξαμε να προσπεράσουμε την ιστορία. Ξεγελαστήκαμε από κανέναν; Προφανώς όχι. Επιλέξαμε συνειδητά ότι “η επανάσταση αγιάζει τα μέσα”. Ακόμα όμως κι αν “η επανάσταση αγιάζει τα μέσα”, το σίγουρο είναι τελικά πως “η επανάσταση δεν αγιάζει τους ανθρώπους”».
«Αδιαφορήσαμε για τις εκκρεμότητες μιας προδοτικής ιστορίας γιατί βιαζόμασταν και θέλαμε περισσότερο από κάθε τι άλλο να συνεχίσουμε τη δική μας ιστορία, να ξανακατακτήσουμε την ελευθερία μας και να χωθούμε στη μάχη του αναρχικού αντάρτικου πόλης. Όμως ξεχάσαμε πως σε βρώμικες και χρησιμοποιημένες σελίδες τίποτα όμορφο και τίποτα καινούργιο δεν μπορεί να γραφτεί.
Και η φθορά, η παράνοια και η ασχήμια εξαπλώθηκε σαν πανούκλα σε ό,τι ωραίο θέλαμε να χτίσουμε. Θέλαμε να απελευθερωθούμε και ταυτόχρονα αιχμαλωτίζαμε συντρόφισσες, συντρόφους και φίλους και τον εαυτό μας σε ένα λαβύρινθο τακτικισμού και ανορθόδοξων μεθοδεύσεων. Μάθαμε με τον πιο πικρό τρόπο πως η ασχήμια δεν πολεμιέται με την ασχήμια. Για έναν ολόκληρο χρόνο με ατελείωτη υπομονή και τη δουλειά του μυρμηγκιού, απ’ το τίποτα χτίσαμε σχεδόν τα πάντα. Οργανώσαμε ένα σχέδιο (μακριά απ’ τα αισχρά ψέματα ότι δήθεν αδιαφορούσαμε για τις ζωές άσχετων πολιτών) που θα εξευτέλιζε την καρδιά του σωφρονιστικού συστήματος. Με βόμβα 150 κιλών, τοποθετημένη σε βαρέλι με κωνική κεφαλή, ακολουθώντας την πατέντα του EFP (μεθοδολογία που εφαρμόζουν Ιρακινοί αντάρτες εναντίον αμερικάνικων οχυρών για την κατεύθυνση του ωστικού κύματος με διατρητική ισχύ), θα γκρεμίζαμε τον τοίχο της φυλακής εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες για τραυματισμούς άσχετων ανθρώπων. Ένα σχέδιο για το οποίο χρειάστηκαν χιλιάδες ώρες προετοιμασίας απ’ τους συντρόφους μας εκτός των τειχών. Με αφορμή, λοιπόν, όλα τα ψέματα των μπάτσων και σε αυτόν τον τομέα, θα πούμε κάποιες λεπτομέρειες του σχεδίου που επιμελώς αποκρύφτηκαν. Η επιχείρηση της απόδρασής μας θα γινόταν με την τοποθέτηση ενός παγιδευμένου οχήματος στο μαντρότοιχο της φυλακής, με σκοπό την κατάρρευση μέρους αυτού και την εύκολη έξοδό μας από την τρύπα που θα άνοιγε. Βέβαια, όχι τα 150kg που θα μπαίνανε, αλλά και 300kg να τοποθετούνταν απλά μέσα σε ένα όχημα, το ωστικό κύμα θα χτύπαγε λιγότερο τον πέτρινο τοίχο της φυλακής, χωρίς να πετύχει την απαραίτητη ζημιά και περισσότερο θα εκτονωνόταν σε πιο αδύναμα σημεία, όπως τα στενά της περιοχής, προξενώντας τεράστιες ζημιές. Αυτό εξάλλου είχε δείξει η εμπειρία μας από το χτύπημα με ωρολογιακό μηχανισμό, που είχε πραγματοποιήσει η οργάνωση μας, σε κομμάτι του τοίχου των φυλακών Κορυδαλλού το 2010. Τώρα, που προφανώς δε γινόταν κιόλας να υπάρξει προειδοποιητικό τηλεφώνημα εκκένωσης κτιρίων, έπρεπε να βρούμε μια λύση. Μετά από αναζήτηση μηνών, καταλήξαμε στο να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική Explosive Formed Penetration (EFP). Συνοπτικά να πούμε ότι με αυτή τη μέθοδο χρησιμοποιείς ένα τσιμεντένιο δοχείο που, από τη μπροστά πλευρά, τοποθετείς μια ατσαλένια κωνική κεφαλή, σε διαστάσεις συναρτώμενες από το δοχείο και το υλικό του στόχου. Κατά την έκρηξη, το ωστικό κύμα κατευθύνεται μόνο προς την κατεύθυνση που στοχεύει και μετατρέπει την ατσαλένια κεφαλή σε βλήμα με τεράστια ταχύτητα, που προσκρούει ακριβώς στο στόχο. Το δοχείο και η κεφαλή που θα χρησιμοποιούσαμε για το συγκεκριμένο σχέδιο είναι το “βαρέλι με τα εκρηκτικά” που βρέθηκε στην Ανάβυσσο. Προφανώς προηγήθηκαν δοκιμές μικρότερης κλίμακας, για να είμαστε σίγουροι για τα αποτελέσματα. Δοκιμές που χρειάστηκαν χρόνο και υπήρχε ρίσκο για τους συντρόφους μας έξω, αλλά έπρεπε να γίνουν. Όταν πραγματοποιήθηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές και τελικά είδαμε ότι το ωστικό κύμα όντως εστιάζει εκεί που θέλουμε και ο περιβάλλων χώρος επηρεάζεται στο ελάχιστο, τότε το σχέδιο μπήκε μπροστά. Σαν επιπλέον ασφάλεια και παρόλο που δεν ήταν απαραίτητο, λόγω αυτής της μεθόδου, θα τοποθετούνταν ως φράγμα σακιά άμμου περιμετρικά του βαρελιού, μέσα στο όχημα, έτσι ώστε να απορροφηθεί και το ελάχιστο ωστικό κύμα που θα πήγαινε σε άλλη κατεύθυνση. Το σχέδιο της απόδρασης, σε αυτόν τον τομέα αλλά και γενικότερα, ήταν φτιαγμένο ώστε να μην υπάρξει καμία μη προγραμματισμένη απώλεια ζωής ανθρώπου.
Ένα χτύπημα που δε θα είχε ξαναγίνει, εναντίον του πιο άσχημου μνημείου της αιχμαλωσίας. Και το κυριότερο, μια απελευθέρωση που θα μας οδηγούσε ξανά στη μάχη και στα οπλισμένα μονοπάτια του αντάρτικου πόλης. Στο όνομα, όμως, ενός υπέροχου σκοπού, αρχίσαμε τις εκπτώσεις σε συμπεριφορές, σε εμμονές, σε παραληρήματα, σε αλαζονείες, σε οτιδήποτε μας έκανε αναρχικούς. Κι όλα αυτά για να μη χάσουμε την ευκαιρία, τη στιγμή, τη φάση, το μπαμ, την ελευθερία μας… Και τελικά τα χάσαμε όλα. Και το πιο σημαντικό, χάσαμε ανθρώπους. Άνθρωποι που δεν είχαν μελανά σημεία ενός ντροπιαστικού παρελθόντος, αλλά κρυστάλλινο παρόν και φλογισμένο μέλλον, βγήκαν καταζητούμενοι και άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα σε τι και ποιούς βοηθούσαν ή, ακόμα, δεν είχαν την παραμικρή σχέση, μπήκαν φυλακή. Η ευθύνη βαραίνει κυρίως εμάς. Δε μιλάμε τόσο για το αποτέλεσμα (δεν είμαστε ηθικοί αυτουργοί των πάντων και, όσον αφορά τους συντρόφους μας, είμαστε ισότιμοι στις αποφάσεις), όμως αναφερόμαστε στο αποκρουστικό κλίμα που διαμορφώσαμε».
«Δεν αποδεχόμαστε ούτε αρνούμαστε τίποτα. Όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από τη μισή αλήθεια (και σε κάποιες περιπτώσεις απ’ την καθόλου αλήθεια). Οι δημοσιογράφοι, σε συνεργασία με την αστυνομία, έκαναν αυτό που ξέρουν καλύτερα: κατέσφαξαν την αλήθεια στο βωμό του ψέματος. Μίλησαν για “τσιμεντώματα”, για “μακελειό”, για “αρχηγικές εντολές”, για “πρόκληση δεκάδων ανυποψίαστων θυμάτων”, ενώ έφτασαν στο σημείο να προσπαθούν να αποπολιτικοποιήσουν τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, λέγοντας πως αναθέταμε την εκπλήρωση των ενεργειών μας σε ποινικούς. Παράλληλα, η λεηλασία της αλήθειας συνεχίστηκε με την επιλεκτική αναφορά σε αποσπάσματα της προσωπικής μας αλληλογραφίας. Όταν το προσωπικό γίνεται δημόσιο, τότε το σκοτάδι των μυστικών που φυλάμε παραμορφώνεται από το φως ενός προβολέα ανάκρισης που διαστρεβλώνει τα πάντα. Όποιος νιώθει τόσο “καθαρός” ώστε να μην έχει πρόβλημα που θα βγει το προσωπικό του ημερολόγιο στις τηλεοράσεις, οι σκέψεις, τα μυστικά του, οι κακίες, οι εντάσεις του, η τσαντίλα του, ο θυμός του στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τότε ήδη έχει πεθάνει από πλήξη.
Ό,τι μοιράζεται μια ομάδα, ή κάποιοι φίλοι ανάμεσά τους, έχει έναν κώδικα που δε σπάει με καμία αποκρυπτογράφηση. Είναι το κωδικοποιημένο πλεόνασμα μιας εσωτερικής ιστορίας που έχει παρελθόν και δεν είναι για δημόσια αφήγηση. Είναι ένας κώδικας σχέσης που τον αντιλαμβάνονται και τον ερμηνεύουν οι ίδιοι που συμμετέχουν στην ιστορία. Αν καθετί που λέει εμπιστευτικά ο φίλος στο φίλο και ο σύντροφος στη συντρόφισσα ήταν προορισμένο να βγει δημόσια, τότε θα ήμασταν καταδικασμένοι να μείνουμε μουγγοί. Ας το αναλογιστεί αυτό ο καθένας την επόμενη φορά που θα πει ένα μυστικό, μια “κακία” ή κάτι πάνω στα νεύρα του σε ένα φίλο του. Πώς θα ένιωθε αν έβγαινε δημόσια; Πόσο μάλλον όταν σε αυτόν το δημόσιο κανιβαλισμό, οι μπάτσοι προσθέτουν τις δικές τους πινελιές αισχρού ψέματος. Θέλοντας ταυτόχρονα να χώσουν κι άλλους ανθρώπους και φίλους, που δεν έχουν καμία σχέση, σε νέες δικογραφίες».
«ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΡΑΣΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ – ΔΥΝΑΜΗ – ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ 10, 100, 1000 ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΗΣ FAI – IRF
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ
Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – Πυρήνας Φυλακής
Όλγα Οικονομίδου
Μιχάλης Νικολόπουλος
Γιώργος Νικολόπουλος
Χάρης Χατζημιχελάκης
Χρήστος Τσάκαλος
Γεράσιμος Τσάκαλος
Γιώργος Πολύδωρος
Παναγιώτης Αργυρού
Δαμιανός Μπολάνο
Θεόφιλος Μαυρόπουλο» Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ