2015-02-10 22:06:05
Γράφει ο Αντιπτέραρχος (Ι) εα Βασίλειος Βρεττός
Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ
Η αποκαλούμενη ‘‘σύγκρουση‘‘ της Ελλάδος με τους Συμμάχους στο ΝΑΤΟ για το Θέμα της Ουκρανίας και των κυρώσεων στη Ρωσία έφερε στο προσκήνιο συζητήσεις για τη θέση της χώρας μας στη Συμμαχία και της εξασφάλισης των Εθνικών συμφερόντων της εντός ή εκτός αυτής. Αποκορύφωμα οι δηλώσεις των Υπουργών Άμυνας Ελλάδος και Γερμανίας και η εκμετάλλευση προς εντυπωσιασμό των δηλώσεων από τα ΜΜΕ.
Αν και τα θέματα της οικονομίας έχουν εδώ και καιρό την πρωτοκαθεδρία σε όλες τις συζητήσεις και αναλύσεις στην Ελληνική κοινωνία και στα ΜΜΕ , τα Εθνικά θέματα είναι εξίσου σημαντικά και διαχρονικά και χρήζουν όμοιας ή και μεγαλύτερης ενίοτε προσοχής. Οι συμμαχίες και οι συγκρούσεις δεν μπορούν να αποτελούν πεδίο προσωπικών πολιτικών επιλογών ούτε βέβαια κινήσεις επιρροής και εντυπωσιασμού.
Τόσο η Ελληνική εξωτερική πολιτική όσο και αυτή του ΥΠΕΘΑ θα πρέπει να κινούνται επί τη βάσει μιαςκοινής ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ (όχι κομματικής ή κυβερνητικής) που ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ σήμερα και ως εκ τούτου θα πρέπει άμεσα να καθοριστεί. Αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της :
α. Tα γεωπολιτικά δεδομένα και τις γενικότερες ριζικές μεταβολές στρατηγικού επιπέδου που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας και άμυνας, μεταξύ των οποίων :
· Την εμφανή μετατόπιση του κύριου ενδιαφέροντος της Αμερικανικής Εξωτερικής πολιτικής από την ΝΑ Μεσόγειο στην Ασία και στον Ειρηνικό,
· την συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και συνεπώς την αδυναμία πρόκλησης ενδιαφέροντος στην κοινή γνώμη για θέματα άμυνας και στρατηγικής άμυνας και ασφάλειας αλλά, κυρίως,
· τη συνεχής μείωση των αμυντικών δαπανών παγκοσμίως.
β. Τις τάσεις και τις απειλές που υπάρχουν σε συνδυασμό με κυρίαρχους , Εθνικής σημασίας παράγοντες, όπως η εξασφάλιση του μέγιστου δυνατού εθνικού πολιτικού οφέλους από τη συμμετοχή μας σε Συμμαχίες ή Συνασπισμούς (ΝΑΤΟ, ΟΗΕ,ΟΑΣΕ, ΕΕ κλπ.) αλλά και το κόστος συμμετοχής μας (οικονομικό, διπλωματικό, κλπ.) και οι δυνατοί τρόποι εξαργύρωσής του σε κάθε επίπεδο.
Τα γεωπολιτικά δεδομένα και οι ριζικές μεταβολές που προαναφέρθηκαν δημιουργούν ένα περιβάλλον πολύπλοκο για τα κ-μ του ΝΑΤΟ . Τα κ-μ του ΝΑΤΟ καλούνται αφενός να διαχειριστούν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία (για μια ακόμα φορά), αφετέρου να πάρουν θέση και ενδεχομένως να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία με έμφαση στο επικαλούμενο “κράτος των τζιχαντιστών” και την αισθητή πλέον παρουσία του στη Μεσόγειο. Επιπρόσθετα, καλούνται να αντιμετωπίσουν -όπως φάνηκε και από τη Σύνοδο Κορυφής στην Ουαλία- επιχειρήσεις προπαγάνδας , παραπληροφόρησης, επιθέσεις στον κυβερνοχώρο ,παραστρατιωτικές ειδικές δυνάμεις κλπ., ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολο έργο.
Στο εσωτερικό επίσης του ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας η διαφαινόμενη τα τελευταία χρόνια διάσταση απόψεων :
α. Μεταξύ των Συμμάχων και κυρίως των νέων και παλαιών μελών αυτής, ως προς :
· το λόγο ύπαρξης της Συμμαχίας και τον πολιτικό και στρατηγικό ρόλο της ,
· τις προτεραιότητες κατηγοριοποίησης και συνεπώς ενδιαφέροντος και προτεραιοποίησης των απειλών και προκλήσεων ασφάλειας,
· την αναγκαιότητα ή μη περαιτέρω διεύρυνσης προς Ανατολάς και, τέλος,
· στην επιλογή μεταξύ εστίασης στις τρεις κύριες αποστολές της (συλλογική άμυνα , διαχείριση κρίσεων συνεργατική ασφάλεια) ή της ενδυνάμωσης των απαιτήσεων συλλογικής άμυνας και συμβατικής αποτροπής.
β. Μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαίων Συμμάχωνσε θέματα ανάπτυξης δράσεων πέραν της Ευρώπης ή διατήρηση σταθερότητας και ασφάλειας σε Ευρώπη και σε σχετικούς γεωγραφικούς χώρους όπως της Αν. Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας αλλά και Μέσης Ανατολής έως Βόρειο Αφρική.
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τις προσδοκίες μετατροπής της Ρωσίας από αντίπαλο σε εταίρο που δημιουργήθηκαν με την ίδρυσή του NATO- Russia Council (NRC) αυτό δεν μπόρεσε να αποτρέψει γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και έτσι ουσιαστικά διέψευσε νωρίς τις εν λόγω προσδοκίες.
Τόσο η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ όπως προαναφέρθηκε, όσο και η διάσταση απόψεων στο εσωτερικό της Συμμαχίας, αν δεν διευθετηθούν σύντομα, θα θέσουν εν αμφιβόλω την ικανότητα του ΝΑΤΟ να φέρει σε πέρας τις προαναφερόμενες κύριες αποστολές του. Η Συμμαχία λοιπόν αναμένεται να λειτουργήσει -όπως και στο παρελθόν λειτούργησε- διαχωρίζοντας τις εφήμερες κρίσεις από θέματα μακροπρόθεσμης στρατηγικής, λαμβάνοντας υπόψη της τα πραγματικά δεδομένα ασφάλειας του 21ουαιώνα.
Η πρόσφατη υπαρκτή και συνεχιζόμενη Ουκρανική κρίση ενδεχομένως να αποτελεί τη κορύφωση μιας ευρωπαϊκής κρίσης ασφάλειας. Αν και η κρίση εμπιστοσύνης Ρωσίας- ΝΑΤΟ προϋπήρχε της Ουκρανικής κρίσης, η συμμετοχή του ΝΑΤΟ σε αυτήν μάλλον ενίσχυσε την κρίση. Το ΝΑΤΟ επέλεξε να εμπλακεί σε αυτήν χωρίς πολλά από τα κράτη-μέλη του να αντιληφθούν εξ αρχής τους γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς που είχε το εγχείρημα αυτό, εστιάζοντας στη Ρωσική απειλή. Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην εν λόγω κρίση προφανώς έγινε προκειμένου- για μια ακόμα φορά- να δικαιώσει την ύπαρξή του, δημιουργώντας εντυπώσεις, την ίδια στιγμή που χώρες της Συμμαχίας επωμίζονταν την οικονομική διάσταση της επονομαζόμενης ως «ένοπλης ειρήνης».
Στο θέμα λοιπόν της Ουκρανίας αναμένεται το ΝΑΤΟ να αποφύγει ρητορικές ψυχροπολεμικής περιόδου όσο και αν φαίνεται ότι μια νέα περίοδος «ένοπλης ειρήνης» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης βρίσκεται στη γένεσή της, είτε αυτή έχει τη μορφή αντιπαράθεσης κούρσας εξοπλισμών, είτε ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων και βαλλιστικών πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς (πχ. αντιπυραυλική άμυνα).
Μια παρατεταμένη όμως αντιπαλότητα ΝΑΤΟ –Ρωσίας δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Μια τέτοια όμως εξέλιξη δεν αναμένεται να δώσει οφέλη στην Ελληνική πλευρά η οποία διαχρονικά επενδύει στην ασφάλεια μέσω συνεργασιών και στον ουσιαστικό διάλογο για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια (βλ.Κέρκυρα 2009). Αντίθετα μια συνεχιζόμενη αντιπαλότητα ΝΑΤΟ –Ρωσίας :
α. Θα θέσει σε κίνδυνο τις διμερείς σχέσεις της χώρας μας με τη Ρωσία.
β. Θα θέσει εν αμφιβόλω τα πλεονεκτήματα της ευρωαντλαντικής πολιτικής στην οποία η χώρα μας έχει επί δεκαετίες επενδύσει.
γ. Θα θεωρηθεί η Ελλάδα αντίπαλος της Ρωσίας σε μια κρίσιμη για τη χώρα μας περίοδο.
δ. Θα είχε επίσης σημαντικές απώλειες για τη χώρα μας στην αξιοποίηση δυνατοτήτων στρατιωτικής συνεργασίας με χώρες της Αν. Ευρώπης εταίρους του ΝΑΤΟ.
Ως εκ τούτου το αίτημα του ΓΓ του ΝΑΤΟ για συμμετοχή Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία πρέπει να εξεταστεί με εξαιρετική προσοχή και ενδεχόμενα ευσχήμως να αποκλειστεί.
Από την άλλη και, με δεδομένη την εξ Ανατολών απειλή, πρέπει να κατανοηθεί από όλους ότι αποτελεί ψευδαίσθηση ότι η όποια συμμαχία μας με τη Ρωσία και ταυτόχρονη αντιπαλότητα με το ΝΑΤΟ θα δώσει στη χώρα μας συγκριτικά γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα έναντι της μόνιμης υπαρκτής απειλής της χώρας μας, της Τουρκίας.
Χωρίς να μπορούμε να παραβλέψουμε την αδυναμία τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ να καλύψουν θέματα ασφάλειας και άμυνας της χώρας μας έναντι της συνεχιζόμενης επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας και της διεκδίκησης των θέσεων της, μια ενδεχόμενη σκέψη αποχώρησης της Ελλάδος από το ΝΑΤΟ θα έθετε τη χώρα μας σε υψηλούς κινδύνους. Θα λειτουργούσε επίσης ως πολλαπλασιαστής δύναμης για την Τουρκία και τις διεκδικήσεις της έναντι ημών σε πολλά και διαφορετικά μείζονος εθνικής σημασίας θέματα. Θα στερούσε δε, την συμμετοχή της χώρας μας σε συλλογικά αποφασιστικά όργανα και, τοιουτοτρόπως, θα την υποβάθμιζε γεωπολιτικά διευκολύνοντας τη προσχώρηση άλλων χωρών σχετικά ανταγωνιστικών της χώρας μας.
Το ΝΑΤΟ, φαίνεται ότι για μια ακόμα φορά, θα πορευθεί στο μέλλον εν μέσω αβέβαιων καταστάσεων, απρόβλεπτων τάσεων, επισφαλών εντάσεων και θα πρέπει να προσαρμόσει τις διαφορετικές τάσεις και αντιλήψεις στο εσωτερικό του βάσει των δικών του αρχών και κανόνων αλλά και ρεαλιστικής οριοθέτησης των ορίων του, χωρίς να απαιτείται η προσπάθεια αναβίωσης ενός ψυχροπολεμικού κλίμακος προς επιβεβαίωση του λόγου ύπαρξής του. Το ΝΑΤΟ οφείλει να διατηρήσει επιχειρησιακού επιπέδου στρατιωτικές δυνατότητες που θα του επιτρέπουν ανάληψη δράσης για διασφάλιση των κοινών συμφερόντων ασφάλειας των Συμμάχων με ή χωρίς την ενεργή συνεισφορά των εταίρων του. Εξάλλου, η ανάμειξή του σε επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσης τύπου ΙΡΑΚ και Αφγανιστάν μάλλον προβλημάτισαν για την αποτελεσματικότητά τους παρά ενίσχυσαν το λόγο ύπαρξή του.
Συμπερασματικά, είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να εμφανίζεται με πειραματισμούς και επιπόλαιες πολιτικές ως διασπαστικός παράγοντας ή ως παράγοντας ενίσχυσης υπαρκτών ή διαφαινόμενων διασπαστικών τάσεων στη Συμμαχία. Απαιτείται η διαμόρφωση μιας Εθνικής στρατηγικής προσαρμοσμένης στη σημερινή πραγματικότητά.
Η χώρα μας λόγω της γεωστρατηγικής θέσης που κατέχει, θα πρέπει να επιλέξει ως Εθνική στρατηγική την προώθηση της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Άμυνας βάσει αφενός των Εθνικών της Συμφερόντων, του οικονομικού κόστους των επιλογών της, της δυνατότητας εξαργύρωσης της συνεισφοράς και εξασφάλισης πολλαπλού οφέλους και αφετέρου των σταθερών παραγόντων που υφίστανται στο γεωστρατηγικό της περιβάλλον.
kranos
Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ
Η αποκαλούμενη ‘‘σύγκρουση‘‘ της Ελλάδος με τους Συμμάχους στο ΝΑΤΟ για το Θέμα της Ουκρανίας και των κυρώσεων στη Ρωσία έφερε στο προσκήνιο συζητήσεις για τη θέση της χώρας μας στη Συμμαχία και της εξασφάλισης των Εθνικών συμφερόντων της εντός ή εκτός αυτής. Αποκορύφωμα οι δηλώσεις των Υπουργών Άμυνας Ελλάδος και Γερμανίας και η εκμετάλλευση προς εντυπωσιασμό των δηλώσεων από τα ΜΜΕ.
Αν και τα θέματα της οικονομίας έχουν εδώ και καιρό την πρωτοκαθεδρία σε όλες τις συζητήσεις και αναλύσεις στην Ελληνική κοινωνία και στα ΜΜΕ , τα Εθνικά θέματα είναι εξίσου σημαντικά και διαχρονικά και χρήζουν όμοιας ή και μεγαλύτερης ενίοτε προσοχής. Οι συμμαχίες και οι συγκρούσεις δεν μπορούν να αποτελούν πεδίο προσωπικών πολιτικών επιλογών ούτε βέβαια κινήσεις επιρροής και εντυπωσιασμού.
Τόσο η Ελληνική εξωτερική πολιτική όσο και αυτή του ΥΠΕΘΑ θα πρέπει να κινούνται επί τη βάσει μιαςκοινής ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ (όχι κομματικής ή κυβερνητικής) που ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ σήμερα και ως εκ τούτου θα πρέπει άμεσα να καθοριστεί. Αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της :
α. Tα γεωπολιτικά δεδομένα και τις γενικότερες ριζικές μεταβολές στρατηγικού επιπέδου που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας και άμυνας, μεταξύ των οποίων :
· Την εμφανή μετατόπιση του κύριου ενδιαφέροντος της Αμερικανικής Εξωτερικής πολιτικής από την ΝΑ Μεσόγειο στην Ασία και στον Ειρηνικό,
· την συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και συνεπώς την αδυναμία πρόκλησης ενδιαφέροντος στην κοινή γνώμη για θέματα άμυνας και στρατηγικής άμυνας και ασφάλειας αλλά, κυρίως,
· τη συνεχής μείωση των αμυντικών δαπανών παγκοσμίως.
β. Τις τάσεις και τις απειλές που υπάρχουν σε συνδυασμό με κυρίαρχους , Εθνικής σημασίας παράγοντες, όπως η εξασφάλιση του μέγιστου δυνατού εθνικού πολιτικού οφέλους από τη συμμετοχή μας σε Συμμαχίες ή Συνασπισμούς (ΝΑΤΟ, ΟΗΕ,ΟΑΣΕ, ΕΕ κλπ.) αλλά και το κόστος συμμετοχής μας (οικονομικό, διπλωματικό, κλπ.) και οι δυνατοί τρόποι εξαργύρωσής του σε κάθε επίπεδο.
Τα γεωπολιτικά δεδομένα και οι ριζικές μεταβολές που προαναφέρθηκαν δημιουργούν ένα περιβάλλον πολύπλοκο για τα κ-μ του ΝΑΤΟ . Τα κ-μ του ΝΑΤΟ καλούνται αφενός να διαχειριστούν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία (για μια ακόμα φορά), αφετέρου να πάρουν θέση και ενδεχομένως να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία με έμφαση στο επικαλούμενο “κράτος των τζιχαντιστών” και την αισθητή πλέον παρουσία του στη Μεσόγειο. Επιπρόσθετα, καλούνται να αντιμετωπίσουν -όπως φάνηκε και από τη Σύνοδο Κορυφής στην Ουαλία- επιχειρήσεις προπαγάνδας , παραπληροφόρησης, επιθέσεις στον κυβερνοχώρο ,παραστρατιωτικές ειδικές δυνάμεις κλπ., ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολο έργο.
Στο εσωτερικό επίσης του ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας η διαφαινόμενη τα τελευταία χρόνια διάσταση απόψεων :
α. Μεταξύ των Συμμάχων και κυρίως των νέων και παλαιών μελών αυτής, ως προς :
· το λόγο ύπαρξης της Συμμαχίας και τον πολιτικό και στρατηγικό ρόλο της ,
· τις προτεραιότητες κατηγοριοποίησης και συνεπώς ενδιαφέροντος και προτεραιοποίησης των απειλών και προκλήσεων ασφάλειας,
· την αναγκαιότητα ή μη περαιτέρω διεύρυνσης προς Ανατολάς και, τέλος,
· στην επιλογή μεταξύ εστίασης στις τρεις κύριες αποστολές της (συλλογική άμυνα , διαχείριση κρίσεων συνεργατική ασφάλεια) ή της ενδυνάμωσης των απαιτήσεων συλλογικής άμυνας και συμβατικής αποτροπής.
β. Μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαίων Συμμάχωνσε θέματα ανάπτυξης δράσεων πέραν της Ευρώπης ή διατήρηση σταθερότητας και ασφάλειας σε Ευρώπη και σε σχετικούς γεωγραφικούς χώρους όπως της Αν. Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας αλλά και Μέσης Ανατολής έως Βόρειο Αφρική.
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τις προσδοκίες μετατροπής της Ρωσίας από αντίπαλο σε εταίρο που δημιουργήθηκαν με την ίδρυσή του NATO- Russia Council (NRC) αυτό δεν μπόρεσε να αποτρέψει γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και έτσι ουσιαστικά διέψευσε νωρίς τις εν λόγω προσδοκίες.
Τόσο η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ όπως προαναφέρθηκε, όσο και η διάσταση απόψεων στο εσωτερικό της Συμμαχίας, αν δεν διευθετηθούν σύντομα, θα θέσουν εν αμφιβόλω την ικανότητα του ΝΑΤΟ να φέρει σε πέρας τις προαναφερόμενες κύριες αποστολές του. Η Συμμαχία λοιπόν αναμένεται να λειτουργήσει -όπως και στο παρελθόν λειτούργησε- διαχωρίζοντας τις εφήμερες κρίσεις από θέματα μακροπρόθεσμης στρατηγικής, λαμβάνοντας υπόψη της τα πραγματικά δεδομένα ασφάλειας του 21ουαιώνα.
Η πρόσφατη υπαρκτή και συνεχιζόμενη Ουκρανική κρίση ενδεχομένως να αποτελεί τη κορύφωση μιας ευρωπαϊκής κρίσης ασφάλειας. Αν και η κρίση εμπιστοσύνης Ρωσίας- ΝΑΤΟ προϋπήρχε της Ουκρανικής κρίσης, η συμμετοχή του ΝΑΤΟ σε αυτήν μάλλον ενίσχυσε την κρίση. Το ΝΑΤΟ επέλεξε να εμπλακεί σε αυτήν χωρίς πολλά από τα κράτη-μέλη του να αντιληφθούν εξ αρχής τους γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς που είχε το εγχείρημα αυτό, εστιάζοντας στη Ρωσική απειλή. Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην εν λόγω κρίση προφανώς έγινε προκειμένου- για μια ακόμα φορά- να δικαιώσει την ύπαρξή του, δημιουργώντας εντυπώσεις, την ίδια στιγμή που χώρες της Συμμαχίας επωμίζονταν την οικονομική διάσταση της επονομαζόμενης ως «ένοπλης ειρήνης».
Στο θέμα λοιπόν της Ουκρανίας αναμένεται το ΝΑΤΟ να αποφύγει ρητορικές ψυχροπολεμικής περιόδου όσο και αν φαίνεται ότι μια νέα περίοδος «ένοπλης ειρήνης» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης βρίσκεται στη γένεσή της, είτε αυτή έχει τη μορφή αντιπαράθεσης κούρσας εξοπλισμών, είτε ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων και βαλλιστικών πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς (πχ. αντιπυραυλική άμυνα).
Μια παρατεταμένη όμως αντιπαλότητα ΝΑΤΟ –Ρωσίας δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Μια τέτοια όμως εξέλιξη δεν αναμένεται να δώσει οφέλη στην Ελληνική πλευρά η οποία διαχρονικά επενδύει στην ασφάλεια μέσω συνεργασιών και στον ουσιαστικό διάλογο για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια (βλ.Κέρκυρα 2009). Αντίθετα μια συνεχιζόμενη αντιπαλότητα ΝΑΤΟ –Ρωσίας :
α. Θα θέσει σε κίνδυνο τις διμερείς σχέσεις της χώρας μας με τη Ρωσία.
β. Θα θέσει εν αμφιβόλω τα πλεονεκτήματα της ευρωαντλαντικής πολιτικής στην οποία η χώρα μας έχει επί δεκαετίες επενδύσει.
γ. Θα θεωρηθεί η Ελλάδα αντίπαλος της Ρωσίας σε μια κρίσιμη για τη χώρα μας περίοδο.
δ. Θα είχε επίσης σημαντικές απώλειες για τη χώρα μας στην αξιοποίηση δυνατοτήτων στρατιωτικής συνεργασίας με χώρες της Αν. Ευρώπης εταίρους του ΝΑΤΟ.
Ως εκ τούτου το αίτημα του ΓΓ του ΝΑΤΟ για συμμετοχή Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία πρέπει να εξεταστεί με εξαιρετική προσοχή και ενδεχόμενα ευσχήμως να αποκλειστεί.
Από την άλλη και, με δεδομένη την εξ Ανατολών απειλή, πρέπει να κατανοηθεί από όλους ότι αποτελεί ψευδαίσθηση ότι η όποια συμμαχία μας με τη Ρωσία και ταυτόχρονη αντιπαλότητα με το ΝΑΤΟ θα δώσει στη χώρα μας συγκριτικά γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα έναντι της μόνιμης υπαρκτής απειλής της χώρας μας, της Τουρκίας.
Χωρίς να μπορούμε να παραβλέψουμε την αδυναμία τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ να καλύψουν θέματα ασφάλειας και άμυνας της χώρας μας έναντι της συνεχιζόμενης επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας και της διεκδίκησης των θέσεων της, μια ενδεχόμενη σκέψη αποχώρησης της Ελλάδος από το ΝΑΤΟ θα έθετε τη χώρα μας σε υψηλούς κινδύνους. Θα λειτουργούσε επίσης ως πολλαπλασιαστής δύναμης για την Τουρκία και τις διεκδικήσεις της έναντι ημών σε πολλά και διαφορετικά μείζονος εθνικής σημασίας θέματα. Θα στερούσε δε, την συμμετοχή της χώρας μας σε συλλογικά αποφασιστικά όργανα και, τοιουτοτρόπως, θα την υποβάθμιζε γεωπολιτικά διευκολύνοντας τη προσχώρηση άλλων χωρών σχετικά ανταγωνιστικών της χώρας μας.
Το ΝΑΤΟ, φαίνεται ότι για μια ακόμα φορά, θα πορευθεί στο μέλλον εν μέσω αβέβαιων καταστάσεων, απρόβλεπτων τάσεων, επισφαλών εντάσεων και θα πρέπει να προσαρμόσει τις διαφορετικές τάσεις και αντιλήψεις στο εσωτερικό του βάσει των δικών του αρχών και κανόνων αλλά και ρεαλιστικής οριοθέτησης των ορίων του, χωρίς να απαιτείται η προσπάθεια αναβίωσης ενός ψυχροπολεμικού κλίμακος προς επιβεβαίωση του λόγου ύπαρξής του. Το ΝΑΤΟ οφείλει να διατηρήσει επιχειρησιακού επιπέδου στρατιωτικές δυνατότητες που θα του επιτρέπουν ανάληψη δράσης για διασφάλιση των κοινών συμφερόντων ασφάλειας των Συμμάχων με ή χωρίς την ενεργή συνεισφορά των εταίρων του. Εξάλλου, η ανάμειξή του σε επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσης τύπου ΙΡΑΚ και Αφγανιστάν μάλλον προβλημάτισαν για την αποτελεσματικότητά τους παρά ενίσχυσαν το λόγο ύπαρξή του.
Συμπερασματικά, είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να εμφανίζεται με πειραματισμούς και επιπόλαιες πολιτικές ως διασπαστικός παράγοντας ή ως παράγοντας ενίσχυσης υπαρκτών ή διαφαινόμενων διασπαστικών τάσεων στη Συμμαχία. Απαιτείται η διαμόρφωση μιας Εθνικής στρατηγικής προσαρμοσμένης στη σημερινή πραγματικότητά.
Η χώρα μας λόγω της γεωστρατηγικής θέσης που κατέχει, θα πρέπει να επιλέξει ως Εθνική στρατηγική την προώθηση της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Άμυνας βάσει αφενός των Εθνικών της Συμφερόντων, του οικονομικού κόστους των επιλογών της, της δυνατότητας εξαργύρωσης της συνεισφοράς και εξασφάλισης πολλαπλού οφέλους και αφετέρου των σταθερών παραγόντων που υφίστανται στο γεωστρατηγικό της περιβάλλον.
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Ληστεία υπό την απειλή μαχαιριού
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άδωνις: Ο Βαρουφάκης τα έχει εντελώς χαμένα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ