2012-05-03 00:36:09
By Martin Wolf
Ποιο είναι το μέλλον των κεντρικών τραπεζών; Θα είναι σίγουρα πολυάσχολο, γιατί τώρα πρέπει να πετύχουν τόσο νομισματική όσο και χρηματοοικονομική σταθερότητα. Θα είναι επίσηςαντικρουόμενο, γιατί οι αποφάσεις που καλούνται να πάρουν θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο ως προς την διανομή του εισοδήματος, την πρόσβαση που θα έχει ο κόσμος στην χρηματοδότηση, ακόμη και στην φερεγγυότητα των κρατών.
Πριν από την κρίση, θεωρήθηκε ότι με την ανάδειξη των εξελιγμένων και σύγχρονων χρηματοοικονομικών εργαλείων, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών ως θεματοφύλακες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ήταν περιττός. Κατά συνέπεια, οι κεντρικοί τραπεζίτες έγινανιερείς μίας νομισματικής πολιτικής που στόχευε στον χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό.
Όλα αυτά όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν απαρνηθεί τη θρησκεία της σταθερότητας των τιμών, αν και ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν ομολογήσει αιρετικές σκέψεις για την αναγκαιότητα ενίσχυσης του πληθωρισμού. Παρόλα αυτά, οι κεντρικές τράπεζες άλλαξαν στην πράξη, αλλά και στη θεωρία.
Η πρακτική αλλαγή αποτελεί άμεση απόρροια της κρίσης. Οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν σε μια πρωτοφανή κατάσταση χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, όχι μόνο μέσω των ακραία χαμηλών επιτοκίων, αλλά και μέσω των τεράστιων επεκτάσεων στους ισολογισμούς τους. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ήταν καταφανώς η πιο καινοτόμος από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, κυρίως λόγω του ρόλου των μη τραπεζικών οργανισμών και λόγω της ανικανότητας των δημοσιονομικών αρχών να κινητοποιηθούν. Έκπληξη ωστόσο, προκαλεί και η καινοτομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η τεράστια επέκταση στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών θεωρείται προάγγελος του πληθωρισμού. Όσοι ζουν με εισοδήματα που δημιουργούνται από τις αποταμιεύσεις είναι εξοργισμένοι με τα χαμηλά επιτόκια. Σχεδόν όλοι είναι θυμωμένοι με την διάσωση των τραπεζών. Το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες έσωσαν τον κόσμο από μία δεύτερη μεγάλη ύφεσηπερνά απαρατήρητο. Κανείς δεν παίρνει τα εύσημα για την αποτροπή ενός υποθετικού κινδύνου. Θα έπρεπε ίσως να μας προκαλεί εντύπωση που δεν έχουν απαξιωθεί ακόμη περισσότερο οι κεντρικές τράπεζες.
Η αλλαγή των θεωριών αποτελεί έμμεση απόρροια της κρίσης. Η λίστα των υποθέσεων που αποδείχθηκαν εσφαλμένες είναι μακρά: ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα έχει τη δυνατότητα αυτοσταθεροποίησης, ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αποδειχθούν πιο ικανές, ότι η χρηματοοικονομική καινοτομία θα βελτιώσει την διαχείριση κινδύνου, ότι ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός εγγυάται την οικονομική σταθερότητα…. Όλες οι «αλήθειες» κάηκαν στην πυρά.
Με λίγα λόγια, οι κεντρικές τράπεζες πράττουν πολύ περισσότερα ενώ έχουν στη διάθεσή τους λιγότερο πολιτικό κεφάλαιο. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν έχουν βρεθεί όλες αντιμέτωπες με την αποτυχία. Οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά και της Σουηδίας, επί παραδείγματι, κρατούν ψηλά το κεφάλι. Σε μεγάλο βαθμό όμως, αυτό συνέβη κατά τύχη. Αυτές οι χώρες αντιμετώπισαν κρίσεις κατά την δεκαετία του 1990. Αργά ή γρήγορα, όπως προειδοποίησε και ο Hyman Minsky, ο εφησυχασμός γεννά υπερβολές και κρίση.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Το άμεσο καθήκον είναι να διαχειριστούμε την έξοδο από την πολιτική των παρεμβάσεων. Οι επικριτές υπερεκτιμούν τις δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος. Οι φόβοι για επικείμενο υπερπληθωρισμό είναι βλακώδεις. Όπως εξήγησε και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο κ. Ben Bernanke σε ομιλία του στις 13 Απριλίου, οι κεντρικές τράπεζες επέκτειναν τους ισολογισμούς τους γιατί κατέρρευσαν οι ισολογισμοί στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει ο ύστατος δανειστής σε καταστάσεις μεγάλου πανικού. Είναι κάτι που γνωρίζουμε από τον 19ο αιώνα.
Στη συνέχεια, καθώς ανακάμπτει ο ιδιωτικός τομέας, οι κεντρικές τράπεζες θα αντιστρέψουν την πορεία τους, πουλώντας τίτλους στην αγορά και μειώνοντας την χρηματοδότηση προς τις τράπεζες. Αυτή όμως, είναι μία μακρά και ευάλωτη ανάκαμψη. Ελλοχεύει ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος: εκείνος της πρόωρης κατάργησης της επεκτατικής πολιτικής που είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο υπερβολικής καθυστέρησης. Ο κίνδυνος ανεπαρκούς δράσης και πρόωρης κατάργησης των μέτρων στήριξης είναι ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη. Υπάρχει πιθανότητα να παρασυρθεί μεγάλο μέρος της ευρωζώνης και του ιστού της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής συνεργασίας. Οι κεντρικές τράπεζες δεν παίζουν για μικρά ποσά.
Τότε, εάν καταφέρουν να ολοκληρώσουν με επιτυχία την στρατηγική εξόδου από την επεκτακτική πολιτική, κάτι που πιθανότατα δεν θα ξέρουμε πριν από το 2020, οι κεντρικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν ένα νέο κόσμο. Θα πρέπει να ισορροπήσουν τον παλαιό τους ρόλο ως καθοδηγητές της νομισματικής πολιτικής με το νέο ρόλο ως θεματοφύλακες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Η κατάσταση γίνεται δυσχερέστερη με τη δεινή δημοσιονομική κληρονομιά που αφήνει η κρίση. Τα υψηλά επίπεδα του δημοσίου χρέους απειλούν με επιστροφή στη «κυριαρχία των δημοσιονομικών», όπου οι κεντρικές τράπεζες, θέλοντας και μη, θα αναγκαστούν να χρηματοδοτούν τις κυβερνήσεις όσο λάθος κι αν είναι αυτό.
Στο νέο κόσμο που δημιουργείται για τις κεντρικές τράπεζες μετά την κρίση δημιουργούνται και σοβαρά θεσμικά προβλήματα.
Εσωτερικά, το άγχος θα είναι να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη συνεργασία μεταξύ των δημοσιονομικών αρχών και των σωμάτων που έχουν επιφορτιστεί την επίβλεψη των μεμονωμένων θεσμών, την εποπτεία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την διαχείριση της νομισματικής πολιτικής. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι τρεις αυτές ευθύνες αποτελούν μέλημα της κεντρικής τράπεζας – όπως συμβαίνει στην Βρετανία – οι σχέσεις με το υπουργείο Οικονομικών θα είναι κρίσιμες. Επιπλέον, η συγκέντρωση εξουσίας σε έναν θεσμό ενέχει τον κίνδυνο της ανεπαρκούς διευθέτησης των όποιων διαφορών, του εκμηδενισμού της ομαδικής σκέψης και ενδέχεται να οδηγήσει τελικά σε απόλυτη αποτυχία.
Παρόλα αυτά, στον κόσμο της μακρο-προληπτικής πολιτικής δημιουργούνται και διασυνοριακά θέματα. Οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε μία χώρα μπορούν να επιφέρουν αρνητικό αντίκτυπο σε τράπεζες του εξωτερικού. Η διαχείριση αυτών των περιπτώσεων θα αποδειχθεί πολύ δύσκολη υπόθεση, ειδικότερα εντός της Ευρώπης.
Ωστόσο, τα πιο δύσκολα προβλήματα δεν είναι τα θεσμικά, αλλά τα θεωρητικά. Πρακτικά, πώς θα αλληλεπιδρούν οι πολιτικές για την χρηματοοικονομική σταθερότητα με τη νομισματική πολιτική; Αναλογιστείτε επί παραδείγματι, την πιθανότητα όπου η επιτροπή που έχει επιφορτιστεί την χρηματοοικονομική σταθερότητα, προσπαθεί να επιβραδύνει την χρηματοδότηση στον κλάδο ακινήτων, ενώ η επιτροπή της νομισματικής πολιτικής προσπαθεί να δώσει ώθηση στην οικονομία… Μπορεί να καταλήξουν σε αντίθετα στρατόπεδα.
Πιο ουσιώδες, είναι το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να ανακόψει την τάση του χρηματοοικονομικού συστήματος για νέες τεράστιες κρίσεις. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη η επιτυχία που θα επιτευχθεί, τόσο μεγαλύτερος ο εφησυχασμός και ο κίνδυνος μίας νέας μεγάλης κρίσης. Ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές, εκ των οποίων και οι κυριότερες είναι οι κεντρικές τράπεζες, είναι καταδικασμένες να προσπαθούν. Το τίμημα των προηγούμενων αποτυχιών είναι η παρούσα αύξηση της υπευθυνότητας. Πραγματικά, είναι μία παράξενη και πολυτάραχη ιστορία.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Ποιο είναι το μέλλον των κεντρικών τραπεζών; Θα είναι σίγουρα πολυάσχολο, γιατί τώρα πρέπει να πετύχουν τόσο νομισματική όσο και χρηματοοικονομική σταθερότητα. Θα είναι επίσηςαντικρουόμενο, γιατί οι αποφάσεις που καλούνται να πάρουν θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο ως προς την διανομή του εισοδήματος, την πρόσβαση που θα έχει ο κόσμος στην χρηματοδότηση, ακόμη και στην φερεγγυότητα των κρατών.
Πριν από την κρίση, θεωρήθηκε ότι με την ανάδειξη των εξελιγμένων και σύγχρονων χρηματοοικονομικών εργαλείων, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών ως θεματοφύλακες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ήταν περιττός. Κατά συνέπεια, οι κεντρικοί τραπεζίτες έγινανιερείς μίας νομισματικής πολιτικής που στόχευε στον χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό.
Όλα αυτά όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν απαρνηθεί τη θρησκεία της σταθερότητας των τιμών, αν και ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν ομολογήσει αιρετικές σκέψεις για την αναγκαιότητα ενίσχυσης του πληθωρισμού. Παρόλα αυτά, οι κεντρικές τράπεζες άλλαξαν στην πράξη, αλλά και στη θεωρία.
Η πρακτική αλλαγή αποτελεί άμεση απόρροια της κρίσης. Οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν σε μια πρωτοφανή κατάσταση χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, όχι μόνο μέσω των ακραία χαμηλών επιτοκίων, αλλά και μέσω των τεράστιων επεκτάσεων στους ισολογισμούς τους. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ήταν καταφανώς η πιο καινοτόμος από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, κυρίως λόγω του ρόλου των μη τραπεζικών οργανισμών και λόγω της ανικανότητας των δημοσιονομικών αρχών να κινητοποιηθούν. Έκπληξη ωστόσο, προκαλεί και η καινοτομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η τεράστια επέκταση στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών θεωρείται προάγγελος του πληθωρισμού. Όσοι ζουν με εισοδήματα που δημιουργούνται από τις αποταμιεύσεις είναι εξοργισμένοι με τα χαμηλά επιτόκια. Σχεδόν όλοι είναι θυμωμένοι με την διάσωση των τραπεζών. Το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες έσωσαν τον κόσμο από μία δεύτερη μεγάλη ύφεσηπερνά απαρατήρητο. Κανείς δεν παίρνει τα εύσημα για την αποτροπή ενός υποθετικού κινδύνου. Θα έπρεπε ίσως να μας προκαλεί εντύπωση που δεν έχουν απαξιωθεί ακόμη περισσότερο οι κεντρικές τράπεζες.
Η αλλαγή των θεωριών αποτελεί έμμεση απόρροια της κρίσης. Η λίστα των υποθέσεων που αποδείχθηκαν εσφαλμένες είναι μακρά: ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα έχει τη δυνατότητα αυτοσταθεροποίησης, ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αποδειχθούν πιο ικανές, ότι η χρηματοοικονομική καινοτομία θα βελτιώσει την διαχείριση κινδύνου, ότι ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός εγγυάται την οικονομική σταθερότητα…. Όλες οι «αλήθειες» κάηκαν στην πυρά.
Με λίγα λόγια, οι κεντρικές τράπεζες πράττουν πολύ περισσότερα ενώ έχουν στη διάθεσή τους λιγότερο πολιτικό κεφάλαιο. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν έχουν βρεθεί όλες αντιμέτωπες με την αποτυχία. Οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά και της Σουηδίας, επί παραδείγματι, κρατούν ψηλά το κεφάλι. Σε μεγάλο βαθμό όμως, αυτό συνέβη κατά τύχη. Αυτές οι χώρες αντιμετώπισαν κρίσεις κατά την δεκαετία του 1990. Αργά ή γρήγορα, όπως προειδοποίησε και ο Hyman Minsky, ο εφησυχασμός γεννά υπερβολές και κρίση.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Το άμεσο καθήκον είναι να διαχειριστούμε την έξοδο από την πολιτική των παρεμβάσεων. Οι επικριτές υπερεκτιμούν τις δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος. Οι φόβοι για επικείμενο υπερπληθωρισμό είναι βλακώδεις. Όπως εξήγησε και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο κ. Ben Bernanke σε ομιλία του στις 13 Απριλίου, οι κεντρικές τράπεζες επέκτειναν τους ισολογισμούς τους γιατί κατέρρευσαν οι ισολογισμοί στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει ο ύστατος δανειστής σε καταστάσεις μεγάλου πανικού. Είναι κάτι που γνωρίζουμε από τον 19ο αιώνα.
Στη συνέχεια, καθώς ανακάμπτει ο ιδιωτικός τομέας, οι κεντρικές τράπεζες θα αντιστρέψουν την πορεία τους, πουλώντας τίτλους στην αγορά και μειώνοντας την χρηματοδότηση προς τις τράπεζες. Αυτή όμως, είναι μία μακρά και ευάλωτη ανάκαμψη. Ελλοχεύει ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος: εκείνος της πρόωρης κατάργησης της επεκτατικής πολιτικής που είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο υπερβολικής καθυστέρησης. Ο κίνδυνος ανεπαρκούς δράσης και πρόωρης κατάργησης των μέτρων στήριξης είναι ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη. Υπάρχει πιθανότητα να παρασυρθεί μεγάλο μέρος της ευρωζώνης και του ιστού της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής συνεργασίας. Οι κεντρικές τράπεζες δεν παίζουν για μικρά ποσά.
Τότε, εάν καταφέρουν να ολοκληρώσουν με επιτυχία την στρατηγική εξόδου από την επεκτακτική πολιτική, κάτι που πιθανότατα δεν θα ξέρουμε πριν από το 2020, οι κεντρικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν ένα νέο κόσμο. Θα πρέπει να ισορροπήσουν τον παλαιό τους ρόλο ως καθοδηγητές της νομισματικής πολιτικής με το νέο ρόλο ως θεματοφύλακες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Η κατάσταση γίνεται δυσχερέστερη με τη δεινή δημοσιονομική κληρονομιά που αφήνει η κρίση. Τα υψηλά επίπεδα του δημοσίου χρέους απειλούν με επιστροφή στη «κυριαρχία των δημοσιονομικών», όπου οι κεντρικές τράπεζες, θέλοντας και μη, θα αναγκαστούν να χρηματοδοτούν τις κυβερνήσεις όσο λάθος κι αν είναι αυτό.
Στο νέο κόσμο που δημιουργείται για τις κεντρικές τράπεζες μετά την κρίση δημιουργούνται και σοβαρά θεσμικά προβλήματα.
Εσωτερικά, το άγχος θα είναι να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη συνεργασία μεταξύ των δημοσιονομικών αρχών και των σωμάτων που έχουν επιφορτιστεί την επίβλεψη των μεμονωμένων θεσμών, την εποπτεία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την διαχείριση της νομισματικής πολιτικής. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι τρεις αυτές ευθύνες αποτελούν μέλημα της κεντρικής τράπεζας – όπως συμβαίνει στην Βρετανία – οι σχέσεις με το υπουργείο Οικονομικών θα είναι κρίσιμες. Επιπλέον, η συγκέντρωση εξουσίας σε έναν θεσμό ενέχει τον κίνδυνο της ανεπαρκούς διευθέτησης των όποιων διαφορών, του εκμηδενισμού της ομαδικής σκέψης και ενδέχεται να οδηγήσει τελικά σε απόλυτη αποτυχία.
Παρόλα αυτά, στον κόσμο της μακρο-προληπτικής πολιτικής δημιουργούνται και διασυνοριακά θέματα. Οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε μία χώρα μπορούν να επιφέρουν αρνητικό αντίκτυπο σε τράπεζες του εξωτερικού. Η διαχείριση αυτών των περιπτώσεων θα αποδειχθεί πολύ δύσκολη υπόθεση, ειδικότερα εντός της Ευρώπης.
Ωστόσο, τα πιο δύσκολα προβλήματα δεν είναι τα θεσμικά, αλλά τα θεωρητικά. Πρακτικά, πώς θα αλληλεπιδρούν οι πολιτικές για την χρηματοοικονομική σταθερότητα με τη νομισματική πολιτική; Αναλογιστείτε επί παραδείγματι, την πιθανότητα όπου η επιτροπή που έχει επιφορτιστεί την χρηματοοικονομική σταθερότητα, προσπαθεί να επιβραδύνει την χρηματοδότηση στον κλάδο ακινήτων, ενώ η επιτροπή της νομισματικής πολιτικής προσπαθεί να δώσει ώθηση στην οικονομία… Μπορεί να καταλήξουν σε αντίθετα στρατόπεδα.
Πιο ουσιώδες, είναι το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να ανακόψει την τάση του χρηματοοικονομικού συστήματος για νέες τεράστιες κρίσεις. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη η επιτυχία που θα επιτευχθεί, τόσο μεγαλύτερος ο εφησυχασμός και ο κίνδυνος μίας νέας μεγάλης κρίσης. Ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές, εκ των οποίων και οι κυριότερες είναι οι κεντρικές τράπεζες, είναι καταδικασμένες να προσπαθούν. Το τίμημα των προηγούμενων αποτυχιών είναι η παρούσα αύξηση της υπευθυνότητας. Πραγματικά, είναι μία παράξενη και πολυτάραχη ιστορία.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μισθολογικές αυξήσεις ζητούν οι Γερμανοί
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ