2012-05-03 09:02:03
Ξεκινά στις 4 Μαΐου η 37η Διεθνής Έκθεση Γούνας.
Νούμερο ένα εξαγωγικός προορισμός της ελληνικής γούνας είναι η Ρωσία (Μόσχα, Αγία Πετρούπολη), όπου και κατευθύνεται το 70% τουλάχιστον του συνόλου της ελληνικής παραγωγής, και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τον πρώτο λόγο να έχει το Ντουμπάι, όπου λειτουργούν τουλάχιστον 150 γουνοποιητικές επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η ελληνική γούνα πηγαίνει πλέον σε Κορέα, Χόνγκ Κόνγκ και φυσικά χώρες της Ευρώπης, ενώ οι Έλληνες γουναράδες εστιάζουν την προσοχής τους, όχι μόνο στα κράτη όπου έχουν ήδη παρουσία, προκειμένου να αυξήσουν το μερίδιό τους, αλλά και στις ανταγωνίστριες χώρες τους όπως Κίνα και Νότιο Κορέα.
Τα στοιχεία αυτά δόθηκαν από τον πρόεδρο του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς κ Ηρακλή Καλλισθένη και τον γενικό γραμματέα κ Φαίδωνα Γκιάτα με την ευκαιρία της 37ης Διεθνούς Έκθεσης Γούνας που ξεκινά μεθαύριο 4 Μαΐου στο Εκθετήριο-Δημοπρατήριο της Ακριτικής πόλης.
Ο ετήσιος τζίρος του κλάδου της γούνας το 2011 «έτρεξε» με ρυθμό +10%, έναντι αντίστοιχης αύξησης τον προηγούμενο χρόνο και σε απόλυτο αριθμό οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν στα 200 εκατ. ευρώ, από 190 εκατ. ευρώ το 2010 και 180 εκατ. ευρώ το 2009. Υπενθυμίζεται ότι το 2007, ο ετήσιος τζίρος του κλάδου της γούνας διαμορφωνόταν στα 450 εκατ. ευρώ και την επόμενη διετία υποχώρησε συνολικά σε ποσοστό 80%.
Έτσι λοιπόν ο κλάδος της γούνας βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, τόσο σε επίπεδο τζίρου, όσο και σε αριθμό απασχολουμένων, τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι τομείς στην Ελλάδα βρίσκονται στη δίνη της οικονομικής κρίσης.
Οι Έλληνες γουναράδες απέδειξαν έμπρακτα, για ακόμα μια φορά, ότι όχι μόνο δεν καταβάλλονται από ηττοπάθεια, αλλά καταφέρνουν να ξαναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες τους, μετατρέποντας σε ευκαιρία τα όποια προβλήματα ανακύπτουν στο δρόμο τους προς τις διεθνείς αγορές, υπογράμμισε ο κ. Γκιάτας.
Επεσήμανε ότι παρά τη διστακτικότητα και προβληματισμό που αντιμετωπίζουν από τους ξένους πελάτες/συνεργάτες τους οι περισσότεροι εξαγωγικοί επιχειρηματίες της χώρας μας, οι Έλληνες γουναράδες έκλεισαν τις συμφωνίες τους με τους ίδιους όρους διαπραγμάτευσης σε όλα τα επίπεδα.
Αναφορικά με τις εγγεγραμμένες επιχειρήσεις του κλάδου, ο κ. Γκιάτας επεσήμανε ότι αυτές φθάνουν τις 3.573 και παρόλο που το 2010 βρέθηκε σε έξαρση το φαινόμενο των λουκέτων, το 2011 είχαμε τάση σταθεροποίησης, με ελαφρά αύξηση μάλιστα των νέων εισόδων στον κλάδο των επιχειρήσεων γούνας, αλλά και φαρμών παραγωγής βιζόν/μινγκ.
Οι φάρμες παραγωγής βιζόν/μινγκ στη Δυτική Μακεδονία φθάνουν τις 38 και ενώ προ 8ετίας η ετήσια παραγωγή έφθανε τις 500.000 δέρματα, σήμερα φθάνουν τις 1,6 εκατ. δέρματα και την επόμενη διετία εκτίμησε ότι θα υπερβούν τα 2 εκατ. δέρματα. Σημείωσε ότι καταγράφεται έντονο το ενδιαφέρον των νέων να εισέλθουν στον κλάδο της γούνας. Υπενθυμίζεται ότι ο κλάδος εξακολουθεί να απασχολεί πάνω από το 60% του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής.
Μεταξύ άλλων οι Έλληνες γουναράδες ανακτούν σταθεροποιητικά το χαμένο έδαφος και στις δημοπρασίες, όπου γίνονται οι αγορές της παραγωγής των γουνοδερμάτων. Συγκεκριμένα, ενώ το 2007 το ποσοστό αγοράς της παραγωγής γουνοδερμάτων από Έλληνες έφθανε στο 10%, το 2009 είχε διολισθήσει σε μόλις 3%, το 2010 διπλασιάστηκε και το 2011 ξεπέρασε το 7%.
Στο πλαίσιο των δράσεων για την προώθηση της γούνας εντάσσεται και η γιορτή που θα γίνει στο διάστημα 4-7 Μαΐου, στην Καστοριά. Στη φετινή 37η Διεθνή Έκθεση γούνας συμμετέχουν 160 εκθέτες που προέρχονται από την Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Τουρκία, Αμερική και Καναδά.
Μόνο από την Ρωσία εκδήλωσαν ενδιαφέρον και θα επισκεφτούν την έκθεση περισσότεροι από 550 εμπορικοί επισκέπτες, από τους οποίους οι 230 θα επισκεφτούν τη διοργάνωση με ειδικά ναυλωμένες πτήσεις από τον Οργανωτή Σύνδεσμο Γουνοποιών Καστοριάς. Η επισκεψιμότητα στην έκθεση φέτος, αναμένεται να αυξηθεί κατά 15% σε σχέση με πέρσι, επεσήμανε ο κ. Γκιάτας, προσθέτοντας ότι υπερκαλύφθηκε και φέτος ο διαθέσιμος εκθεσιακός χώρος 7.488 τ.μ. εμφανίζοντας και πάλι την ανάγκη για την ανέγερση νέου Εκθεσιακού Κέντρου - στόχο της Διοίκησης του Σ.Γ.Κ. - ώστε να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι εκθέτες που και πάλι βρέθηκαν σε λίστα αναμονής.
Συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα
Στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κλάδου της γούνας εντάσσεται η επιχειρηματικότητα των Ελλήνων γουνοποιών και η διείσδυση τους στις αγορές (παράγουμε το 8% της παγκόσμιας παραγωγής και διακινούμε περίπου το 30%), καθώς και ο μέσος όρος ηλικίας των επιχειρηματιών.
Συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελεί, επίσης, η συγκέντρωση σε μια μικρή γεωγραφική περιοχή όλων των συντελεστών παραγωγής, αλλά και η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, με ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά ποιότητας, τεχνοτροπίας και χρόνου παραγωγής.
Άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι η χρήση ανανεώσιμης, φυσικής πρώτης ύλης, χωρίς κατάλοιπα για το περιβάλλον, οι υποδομές της περιοχής (οδικό δίκτυο, σύγχρονες νέες εγκαταστάσεις για πολλές επιχειρήσεις) και οι δυνατότητες καθετοποίησης παραγωγής: νέες επενδύσεις από 35 επιχειρήσεις στον τομέα του πρωτογενούς τομέα (φάρμες, δύο νέα σύγχρονα μεγάλα φινιριστήρια-βαφεία τα οποία είναι ακόμη στην φάση της έναρξης λειτουργίας).
Στα μειονεκτήματα του κλάδου, το πρώτο και πιο βασικό είναι η έλλειψη κεφαλαίων-ρευστότητας, ιδίως σε σχέση με τον έντονα και συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα. Μειονέκτημα αποτελούν και τα σχετικά μικρά μεγέθη των επιχειρήσεων, αλλά και η έλλειψη κατοχύρωσης του επαγγέλματος και του ελληνικού «brand name».
www.kathimerini.gr
Νούμερο ένα εξαγωγικός προορισμός της ελληνικής γούνας είναι η Ρωσία (Μόσχα, Αγία Πετρούπολη), όπου και κατευθύνεται το 70% τουλάχιστον του συνόλου της ελληνικής παραγωγής, και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τον πρώτο λόγο να έχει το Ντουμπάι, όπου λειτουργούν τουλάχιστον 150 γουνοποιητικές επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η ελληνική γούνα πηγαίνει πλέον σε Κορέα, Χόνγκ Κόνγκ και φυσικά χώρες της Ευρώπης, ενώ οι Έλληνες γουναράδες εστιάζουν την προσοχής τους, όχι μόνο στα κράτη όπου έχουν ήδη παρουσία, προκειμένου να αυξήσουν το μερίδιό τους, αλλά και στις ανταγωνίστριες χώρες τους όπως Κίνα και Νότιο Κορέα.
Τα στοιχεία αυτά δόθηκαν από τον πρόεδρο του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς κ Ηρακλή Καλλισθένη και τον γενικό γραμματέα κ Φαίδωνα Γκιάτα με την ευκαιρία της 37ης Διεθνούς Έκθεσης Γούνας που ξεκινά μεθαύριο 4 Μαΐου στο Εκθετήριο-Δημοπρατήριο της Ακριτικής πόλης.
Ο ετήσιος τζίρος του κλάδου της γούνας το 2011 «έτρεξε» με ρυθμό +10%, έναντι αντίστοιχης αύξησης τον προηγούμενο χρόνο και σε απόλυτο αριθμό οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν στα 200 εκατ. ευρώ, από 190 εκατ. ευρώ το 2010 και 180 εκατ. ευρώ το 2009. Υπενθυμίζεται ότι το 2007, ο ετήσιος τζίρος του κλάδου της γούνας διαμορφωνόταν στα 450 εκατ. ευρώ και την επόμενη διετία υποχώρησε συνολικά σε ποσοστό 80%.
Έτσι λοιπόν ο κλάδος της γούνας βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, τόσο σε επίπεδο τζίρου, όσο και σε αριθμό απασχολουμένων, τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι τομείς στην Ελλάδα βρίσκονται στη δίνη της οικονομικής κρίσης.
Οι Έλληνες γουναράδες απέδειξαν έμπρακτα, για ακόμα μια φορά, ότι όχι μόνο δεν καταβάλλονται από ηττοπάθεια, αλλά καταφέρνουν να ξαναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες τους, μετατρέποντας σε ευκαιρία τα όποια προβλήματα ανακύπτουν στο δρόμο τους προς τις διεθνείς αγορές, υπογράμμισε ο κ. Γκιάτας.
Επεσήμανε ότι παρά τη διστακτικότητα και προβληματισμό που αντιμετωπίζουν από τους ξένους πελάτες/συνεργάτες τους οι περισσότεροι εξαγωγικοί επιχειρηματίες της χώρας μας, οι Έλληνες γουναράδες έκλεισαν τις συμφωνίες τους με τους ίδιους όρους διαπραγμάτευσης σε όλα τα επίπεδα.
Αναφορικά με τις εγγεγραμμένες επιχειρήσεις του κλάδου, ο κ. Γκιάτας επεσήμανε ότι αυτές φθάνουν τις 3.573 και παρόλο που το 2010 βρέθηκε σε έξαρση το φαινόμενο των λουκέτων, το 2011 είχαμε τάση σταθεροποίησης, με ελαφρά αύξηση μάλιστα των νέων εισόδων στον κλάδο των επιχειρήσεων γούνας, αλλά και φαρμών παραγωγής βιζόν/μινγκ.
Οι φάρμες παραγωγής βιζόν/μινγκ στη Δυτική Μακεδονία φθάνουν τις 38 και ενώ προ 8ετίας η ετήσια παραγωγή έφθανε τις 500.000 δέρματα, σήμερα φθάνουν τις 1,6 εκατ. δέρματα και την επόμενη διετία εκτίμησε ότι θα υπερβούν τα 2 εκατ. δέρματα. Σημείωσε ότι καταγράφεται έντονο το ενδιαφέρον των νέων να εισέλθουν στον κλάδο της γούνας. Υπενθυμίζεται ότι ο κλάδος εξακολουθεί να απασχολεί πάνω από το 60% του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής.
Μεταξύ άλλων οι Έλληνες γουναράδες ανακτούν σταθεροποιητικά το χαμένο έδαφος και στις δημοπρασίες, όπου γίνονται οι αγορές της παραγωγής των γουνοδερμάτων. Συγκεκριμένα, ενώ το 2007 το ποσοστό αγοράς της παραγωγής γουνοδερμάτων από Έλληνες έφθανε στο 10%, το 2009 είχε διολισθήσει σε μόλις 3%, το 2010 διπλασιάστηκε και το 2011 ξεπέρασε το 7%.
Στο πλαίσιο των δράσεων για την προώθηση της γούνας εντάσσεται και η γιορτή που θα γίνει στο διάστημα 4-7 Μαΐου, στην Καστοριά. Στη φετινή 37η Διεθνή Έκθεση γούνας συμμετέχουν 160 εκθέτες που προέρχονται από την Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Τουρκία, Αμερική και Καναδά.
Μόνο από την Ρωσία εκδήλωσαν ενδιαφέρον και θα επισκεφτούν την έκθεση περισσότεροι από 550 εμπορικοί επισκέπτες, από τους οποίους οι 230 θα επισκεφτούν τη διοργάνωση με ειδικά ναυλωμένες πτήσεις από τον Οργανωτή Σύνδεσμο Γουνοποιών Καστοριάς. Η επισκεψιμότητα στην έκθεση φέτος, αναμένεται να αυξηθεί κατά 15% σε σχέση με πέρσι, επεσήμανε ο κ. Γκιάτας, προσθέτοντας ότι υπερκαλύφθηκε και φέτος ο διαθέσιμος εκθεσιακός χώρος 7.488 τ.μ. εμφανίζοντας και πάλι την ανάγκη για την ανέγερση νέου Εκθεσιακού Κέντρου - στόχο της Διοίκησης του Σ.Γ.Κ. - ώστε να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι εκθέτες που και πάλι βρέθηκαν σε λίστα αναμονής.
Συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα
Στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κλάδου της γούνας εντάσσεται η επιχειρηματικότητα των Ελλήνων γουνοποιών και η διείσδυση τους στις αγορές (παράγουμε το 8% της παγκόσμιας παραγωγής και διακινούμε περίπου το 30%), καθώς και ο μέσος όρος ηλικίας των επιχειρηματιών.
Συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελεί, επίσης, η συγκέντρωση σε μια μικρή γεωγραφική περιοχή όλων των συντελεστών παραγωγής, αλλά και η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, με ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά ποιότητας, τεχνοτροπίας και χρόνου παραγωγής.
Άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι η χρήση ανανεώσιμης, φυσικής πρώτης ύλης, χωρίς κατάλοιπα για το περιβάλλον, οι υποδομές της περιοχής (οδικό δίκτυο, σύγχρονες νέες εγκαταστάσεις για πολλές επιχειρήσεις) και οι δυνατότητες καθετοποίησης παραγωγής: νέες επενδύσεις από 35 επιχειρήσεις στον τομέα του πρωτογενούς τομέα (φάρμες, δύο νέα σύγχρονα μεγάλα φινιριστήρια-βαφεία τα οποία είναι ακόμη στην φάση της έναρξης λειτουργίας).
Στα μειονεκτήματα του κλάδου, το πρώτο και πιο βασικό είναι η έλλειψη κεφαλαίων-ρευστότητας, ιδίως σε σχέση με τον έντονα και συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα. Μειονέκτημα αποτελούν και τα σχετικά μικρά μεγέθη των επιχειρήσεων, αλλά και η έλλειψη κατοχύρωσης του επαγγέλματος και του ελληνικού «brand name».
www.kathimerini.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με δύο απίστευτα γκολ του Σισέ έβγαλαν την Chelsea εκτός Τσάμπιονς Λιγκ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ