2015-03-22 22:33:49
Ομιλία που εκφωνήθηκε στη Φλώρινα στις 22/3/2015, μετά το πέρας κατανυκτικού εσπερινού, από τον ηγούμενο της μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους, γέροντα Βαρθολομαίο με θέμα «Μετάβαση ἀπό τήν ἐλπίδα στή βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως»:
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, περάσαμε ἤδη τό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δεχθήκαμε τήν χάρη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία Μητέρα μας Ἐκκλησία μᾶς προσέφερε νά προσκυνήσουμε τήν προηγούμενη Κυριακή ὡς εὐλογία καί ἐνίσχυση στήν κόπωση τοῦ παρατεινόμενου ἀγώνα ἐναντίον τῶν ποικίλων παγίδων τοῦ πειρασμοῦ καί συνεχίζουμε, ἀνανεωμένοι πλέον, τήν προσπάθεια.
Ἤρθαμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ἀπό τόν ὑψιβάμονα Ἄθωνα, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, νά μεταφέρουμε ταπεινά ἐδῶ, στήν ὄμορφη, ἀκριτική πόλη τῆς Φλώρινας ἕνα μήνυμα χαρᾶς, ἑνότητος καί ἐλπίδος στήν ἀγάπη σας, συνεχίζοντας τήν σχέση ἐπικοινωνίας καί ἀγάπης μέ τήν πόλη σας πού εἶχε ξεκινήσει ὁ μακαριστός Γέροντας ἡμῶν π. Χρυσόστομος.
Διακρίνουμε τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει ὁ σημερινός ἄνθρωπος, τίς δυσκολίες του, τίς ἀνάγκες του, ἀλλά καί κάποιες ἀπό τίς αἰτίες. Αὐτό πού προβάλλεται παντοῦ ὡς βασική αἰτία εἶναι ὁ οἰκονομικός παράγοντας. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ βιοτική μέριμνα ἔχει κυριαρχήσει σέ ὅλη τήν ζωή μας καί δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τήν πραγματική αἰτία, πού εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ἀπό τήν ζεστή, γεμάτη ἀγάπη καί στοργή ἀγκαλιά Του.Ἔχουμε μείνει μόνοι πλέον καί παγωμένοι ἀπό τόν δριμύ χειμώνα πού μᾶς ἔχει ἐπιφέρει ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό.
Κι ἐμεῖς τώρα ἐρχόμεθα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὄχι ὡς ἀφ᾿ ὑψηλοῦ διδάσκαλοι, ἀλλά ὡς ἀδελφοί καί συνοδοιπόροι, ἀναφωνώντας τό τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα: «δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος», κάνοντας ἔκκληση νά ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἀρχή πάλι τήν προσπάθεια, ὅλοι μαζί.
Τώρα πιά τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς βρίσκεται πολύ πιό κοντά μας καί ἡ ἐλπίδα μας νά φθάσουμε σ᾿ αὐτό ἐνισχύεται, γίνεται βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἤδη ἐγγίζει.
Τό Πάσχα οἱ Ἑβραῖοι γιόρταζαν τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης πού σήμανε γι᾿ αὐτούς τήν διάβαση ἀπό τήν αἰχμαλωσία, τήν δουλεία στόν Φαραώ, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς πού τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτά εἶναι συμβολισμοί καί προτυπώσεις τοῦ Χριστιανικοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Πάσχα, πού εἶναι ἡ διάβαση ἀπό τήν αἰχμαλωσία στόν νοητό Φαραώ, τόν πειρασμό, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, τοῦ Παραδείσου. Ἄς δοῦμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀφοῦ τελείωσε τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, ἄφησε γιά τό τέλος τό τελειότερο δημιούργημά Του, τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη Του γι᾿ αὐτόν ἦταν τόσο μεγάλη, πού τόν κατέστησε ἄρχοντα καί κυρίαρχο τῆς δημιουργίας μέ ἀπόλυτη ἐξουσία νά διαχειρίζεται τά πάντα, τόσο τήν ἄψυχη, ὅσο καί τήν ἔμψυχη φύση! Ἕναν μόνο περιορισμό τοῦ ἔβαλε ὁ Θεός: «ἀπό τόν καρπό τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ μή φᾶτε…»! (Γεν. β´ 17).
Τί ἦταν αὐτό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ; Ἀπό τί προσπάθησε ὁ καλός Θεός νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά πάντα ἐποίησε «λίαν καλῶς»;
Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή τοῦ Θεοῦ δέν εἶχε σκοπό ἁπλῶς νά τούς ἐμποδίσει ἀπό μία λάνθασμένη ἐνέργεια ἐπειδή τό δένδρο ἦταν κακό, ἀλλά νά δοκιμάσει τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη τους. Ὁ Θεός ἤθελε νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία νά δείξει τήν καλή του διάθεση, ὥστε νά σταθεροποιηθεῖ σ᾿ αὐτή τήν παραδεισένια κατάσταση πού ζοῦσε.
Ἄν ἤθελε νά μήν πέσουν στήν ἁμαρτία οἱ πρωτόπλαστοι, ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ Θεός θά μποροῦσε νά τό εἶχε κόψει τό δένδρο, ἤ νά μή εἶχε ἐπιτρέψει κἄν νά βλαστήσει, ἀφοῦ προγνώριζε τήν πτώση τους, ἀλλά θά τούς στεροῦσε τήν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς.
Ὁ διάβολος ὅμως, θέλοντας νά πλανήσει τούς πρωτοπλάστους καί νά παρακούσουν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, καλλιέργησε πρῶτα τόν ἐγωισμό, ὥστε, ρίχνοντάς τους στήν ἁμαρτία, νά μήν μποροῦν νά ζητήσουν συγγνώμη. Ἔτσι τούς παγίδευσε, τούς αἰχμαλώτισε στό δικό του θέλημα καί πρόγραμμα πού ἦταν ἡ ἔξοδος ἀπό τόν Παράδεισο, ἡ διάβαση ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ στήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου.
Ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς ἦταν ἡ ἔξωση ἀπό τόν παράδεισο, ἡ ἔξωση ὅμως ὄχι πρός θάνατο καί καταδίκη, ἀλλά πρός ἀγώνα γιά τήν ἐπιστροφή. «Ἐκάθησεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί ἔκλαυσε πικρῶς…» ἀναφέρει ἕνα τροπάριο τοῦ Τριωδίου. Ἔκλαυσε γιατί στερήθηκε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα καί τήν καθημερινή ἐπαφή μαζί Του, τήν θέα τοῦ προσώπου Του. Συνειδητοποίησε ὁ Ἀδάμ, μέ τήν παιδαγωγία τῆς ἐξώσεως ἀπό τόν Παράδεισο, τί ἔκανε καί τί ἔχασε. Ἀπό τότε σκοπός τοῦ ἀνθρώπου καί νόημα τῆς ζωῆς του στόν κόσμο εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἔφυγε μέ τήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας, νά πραγματοποιήσει τήν διάβαση πρός τόν Παράδεισο, πρός τήν ἀνεμπόδιστη ἐπικοινωνία μέ τό Θεό-Πατέρα. Αὐτή ἡ στέρηση πού βιώνει τώρα κάνει πιό δύσκολο τόν ἀγώνα, ἀλλά δημιουργεῖ ἕνα ἰσχυρό κίνητρο, γιά νά ξεκινήσει ἡ προσπάθεια μέ ἀμείωτη ἔνταση καί ἐνθουσιασμό.
Εἶναι πολύ σημαντικό νά θυμόμαστε ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι μας στόν ἀγώνα. Τό πιεστικό αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς ὀφείλεται στόν πειρασμό, ὁ ὁποῖος ὅταν βλέπει ὅτι κάτι καλό γίνεται, ὅταν ξεκινᾶ μιά προσπάθεια μέ ἐφόδια τήν ἀγάπη καί τήν ὑπομονή, εἶναι ὁ μόνος πού δέν χαίρεται. Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο καί μέσο νά μᾶς ἀποτρέψει. Εἶναι φοβερός ὁ πόλεμος πού ξεσηκώνει ὁ πειρασμός στόν καθένα μας! Ὅποιον καταφέρει καί τόν βρεῖ σέ στιγμή ἀδυναμίας, τόν κυριεύει καί προσπαθεῖ νά τόν στρέψει ἐναντίον ὅλων. Πῶς καταφέρνει ὅμως καί τόν πείθει; Φέρνοντάς τον σέ ἀπόγνωση, σέ ἀπελπισία, σέ ἔλλειψη θάρρους, σέ ὀλιγοπιστία, μέ ἀποκορύφωμα τήν μοναξιά!
Τό συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς εἶναι φρικτό. Μόνο ὁ διάβολος οὐσιαστικά εἶναι μόνος του, νιώθει τήν μοναξιά στόν ἀπόλυτο βαθμό, ἐξαιτίας τοῦ ἀπόλυτου ἐγωισμοῦ του, καί γι᾿ αὐτό προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει ὅλους νά νοιώσουμε μόνοι μας! Αὐτά τά συναισθήματα ὅμως δέν ταιριάζουν σέ χριστιανούς ὀρθόδοξους. Ἐκτός ἀπό τούς δικούς μας ἀνθρώπους, ἔχουμε στηρίγματα ἀκλόνητα τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἀγγέλους καί ὅλους τούς Ἁγίους μας. Εἶναι δυνατόν νά νοιώσουμε μόνοι! Πόσες φορές δέν εἴδαμε ἤ δέν νοιώσαμε ἐπεμβάσεις ἤ παρηγοριά ἀπό τόν οὐρανό! Οἱ οὐράνιοι προστάτες μας δέν μᾶς ἐγκαταλείπουν οὔτε στιγμή. Μᾶς ἐνισχύουν, ὥστε τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς δοκιμασίας νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά τά ἀντιμετωπίσουμε.
Ὅποιος μένει μόνος, μέ τή μοναξιά του, εἶναι ἄρρωστος, μεταδίδει ἀρρώστια καί κανείς δέν τόν πλησιάζει. Οἱ ἄλλοι προχωροῦν κι αὐτός μένει πίσω. Οἱ ἑπόμενοι πού ἔρχονται τοῦ εἶναι ἄγνωστοι και ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους τοῦ εἶναι δυσκολότερη. Ἄν ἔρθει σέ ἐπαφή μέ κάποιον ἄλλον πού ἔμεινε πίσω, θά μεταδώσουν πάλι ὁ ἕνας στόν ἄλλο αὐτή τήν ἄρρωστη μοναχική κατάσταση.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί τήν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ ἀναπτύχθηκαν διάφοροι τρόποι καί μέθοδοι γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ποθητή ἐπιστροφή στόν παράδεισο: Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἔχουμε τήν ἄσκηση, τή νηστεία, τήν προσευχή. Ἡ ἄσκηση καί ἡ νηστεία, πού συνήθως τίς ἐννοοῦμε στήν ὑλική τους μορφή, ὡς στέρηση δηλαδή κάποιων τροφίμων ἤ ἀνέσεων, ἀποσκοποῦν κυρίως στήν ἐκπαίδευσή μας, στήν γύμναση τῆς θελήσεως, ὥστε τό σῶμα μέ τίς ἀπαιτήσεις του νά μήν ὑποτάσσει τήν ψυχή, ὁπότε σέ περίπτωση πού χρειαστεῖ νά κάνουμε κάποια θυσία, νά μήν ὑποχωροῦμε. Γιατί ἡ σωματική ἄσκηση, ὅταν δέ γίνεται ὡς μέσο γιά νά ἀσκήσουμε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἀδελφό μας, δέν ἔχει κανένα νόημα. Μπορῶ νά ἐγκρατευτῶ, ἐάν δέν ἔχω ἀγάπη; Μπορῶ μέν, ἀλλά εἶναι χωρίς λόγο, χωρίς νόημα, δέν ἀποσκοπεῖ σέ τίποτα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του ἀναφέρει τά χαρίσματα, τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια (Γαλ. ε´ 22-23). Ἡ σειρά μέ τήν ὁποία ἀπαριθμοῦνται ἔχει νόημα, δέν ἀναφέρθηκαν τυχαῖα: Τήν πίστη καί τήν ἐγκράτεια τίς βάζει στό τέλος. Ἡ ἀρχή εἶναι ἡ ἀγάπη, γιατί χωρίς αὐτήν δέν καταφέρνουμε τίποτα.
Ἄν ἔχω ὅλα τά χαρίσματα χωρίς τήν ἀγάπη, εἶναι ἀνώφελο. Ἄν ἔχω ὅμως ἀγάπη, ὅλα τά ὑπόλοιπα ἐννοοῦνται! Ὅποιος ἔχει ἀγάπη εἶναι χαρούμενος, εἰρηνικός, συγχωρεῖ, ἔχει αὐθεντική πίστη κι ἔτσι ἀποκτᾶ νόημα ἡ ἐγκράτεια. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό ἁλάτι γιά νά νοστιμίσει ἡ ζωή μας! Ἡ ἀγάπη εἶναι βασικό συστατικό τοῦ ἀνθρώπου γιατί τόν ἔπλασε ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη, ὁ Θεός. Καί τόν ἔπλασε μόνο νά ἀγαπᾶ. Γιά νά μήν εἶναι ὄμως ὁ Ἀδάμ μόνος του, γι’αὐτό ἔπλασε τήν Εὔα. Καί οἱ Πατέρες λένε: «Οὔτε στόν Παράδεισο μόνος σου». Γι᾿ αὐτό χρειάζεται κοινωνία, ἑνότητα μεταξύ μας. Ἑνωμένοι καί μέσα ἀπό τήν πίστη μας θά καταφέρουμε τά πάντα. Ὁ διχασμός ὁδηγεῖ στό διάβολο καί μᾶς προκαλεῖ θλίψη πού εἶναι πρόγευση τῆς κολάσεως.
Ἐμεῖς ἔχουμε χαρά γιατί ἔχουμε τό Χριστό μας· ἔχουμε χαρά γιατί ποθοῦμε τό Χριστό μας, βαδίζουμε πρός Αὐτόν. Κι ὅταν τό δοῦμε ἔτσι, ὁ ἀγώνας ὅσο δύσκολος, ὅσο κοπιαστικός, ὅσο βαρύς, ὅσο κακοτράχαλος κι ἄν εἶναι, εἶναι ὄμορφος γιατί βαδίζουμε πρός τό ποθούμενο καί πρέπει νά εἴμαστε χαρούμενοι, νά μήν εἴμαστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, γιατί τό κάνουμε ἐπειδή τό θέλουμε. Δέν ὑπάρχει τό «πρέπει»· ἐμεῖς τό βάζουμε γιά νά ταλαιπωρούμαστε. Ὑπάρχει μόνο τό θέλω, τό νιώθω, τό πιστεύω καί τό βιώνω. Τή στιγμή πού τά πιστεύω αὐτά τά πράγματα, τά κάνω, ἐπειδή θά μέ ὁδηγήσουν στή σωτηρία μου, νά δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Καί τό μέσο αὐτό πού θά μέ ὁδηγήσει μέ σιγουριά νά δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Παναγιά μας, εἶναι ἡ μητέρα μας. Ἡ Παναγιά εἶναι τό μόνο πρόσωπο πού εἶχε τόσο μεγάλη ἀγάπη γιατί δέχτηκε μέσα Της τήν ἴδια τήν Ἀγάπη, τό Χριστό. Νά φωνάξουμε τήν Παναγία: «Παναγιά μου, βοήθει μου, γιατί πιστεύω, ἀλλά εἶμαι ἄνθρωπος καί προσπαθῶ, ἀλλά πέφτω. Ὁδήγησέ με Ἐσύ πού ξέρεις, ὅπως ξέρεις καί μέ τόν τρόπο πού ξέρεις. Ἀλλά ἐγώ θά μείνω μέσα στήν ἀγκαλιά Σου γιατί θέλω τή ζεστασιά καί τή θαλπωρή τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».
Γιατί βέβαια τίποτα δέ μποροῦμε νά κατορθώσουμε χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται μέ τήν προσευχή· ὄχι ὅτι ὁ Θεός δέ θέλει ἀπό μόνος Του νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά σέβεται τήν ἐλευθερία μας· ὅπως ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν παρακοή πού μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν Παράδεισο, ἔτσι πρέπει τώρα ἀνά πᾶσα στιγμή, νά ζητᾶμε τήν βοήθειά Του· εἶναι ἀνάγκη νά καταλάβουμε καί νά ἐνστερνιστοῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά τό λόγο Του «ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»· «ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν» (Ἰωάν. ιε´ 5). Καί εἶναι χαρακτηριστικό, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτά τά λόγια ἀκούγονται στό Εὐαγγέλιο πού διαβάζουμε στούς πρώτους Χαιρετισμούς, στήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, γιατί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ θέλει νά μᾶς θυμίσει τό βασικό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας, τήν σύνδεση μέ τό Χριστό. Ἡ προσευχή, ὅπως ἔλεγε ἕνας Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι σάν τόν ἀσύρματο στόν πόλεμο· ὅπως μέ τόν ἀσύρματο ἐπικοινωνοῦμε μέ τό κέντρο κι ἔρχονται τά ἀεροπλάνα καί σκορπίζουν τίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, ἔτσι καί μέ τήν προσευχή ἔρχεται ἡ Παναγία, ὁ Χριστός καί διαλύουν τούς πειρασμούς.
Δέν μᾶς ἀφήνει καθόλου ὁ Θεός. Εἶναι συνέχεια κοντά μας. Φτάνει νά κάνουμε τό βῆμα· Αὐτός περιμένει. Ὅταν ξεκινήσουμε νά κάνουμε τό βῆμα, Αὐτός στέκεται ἀπέναντι. Μόλις σηκώσουμε τό πόδι, πρίν κἄν τό πατήσουμε νά γίνει τό πρῶτο βῆμα, Αὐτός ἔχει τρέξει. Ἔχει τρέξει καί μᾶς ἔχει ἀγκαλιάσει κι Αὐτός θά μᾶς ὁδηγεῖ. Μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι θέλουμε κι ἐμεῖς. Ἄς βάλουμε στήν καρδιά μας τό Χριστό, ἄς Τόν βάλουμε μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, μέ ἀπόλυτη πίστη.
Κι ὅταν Τόν βάλουμε στήν καρδιά μας, ἄς Τόν ἀφήσουμε πραγματικά Αὐτός νά μᾶς ὁδηγεῖ. Γιατί συνήθως βάζουμε μέ τήν πίστη μας δῆθεν τό Χριστό μέσα μας γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ἀλλά συνεχῶς ἐμεῖς Τοῦ κάνουμε ὑποδείξεις ποῦ νά μᾶς πάει· δέν ἀφήνουμε νά μᾶς πάει ὅπου θέλει Αὐτός. Γι᾿ αὐτό, γιά νά μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά τοῦ καθενός καί νά Τοῦ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, θά πρέπει ἡ καρδιά μας νά εἶναι κατάλληλη. Καί πῶς εἶναι κατάλληλη ἡ καρδιά; Ὅταν εἶναι συντετριμμένη, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός Δαβίδ «καρδίαν συντετριμμένην». Καί τί σημαίνει συντετριμμένη καρδιά; Συντρίμμια. Συντρίμμια τί εἶναι; Μιά εἰκόνα ἔχει γίνει ἄπειρα κομμάτια, τά ὁποῖα δέν μπορεῖς νά τά συναρμολογήσεις πλέον, ἔχει διαλυθεῖ. Ἔτσι πρέπει νά γίνει ἡ καρδιά μας. Ὅταν γίνει τόσο, τόσο πολλά συντρίμμια, θά ᾿χουμε φτάσει ἤδη στό σημεῖο νά κατανοήσουμε ὅτι εἴμαστε πλέον ἀνίκανοι νά κάνουμε κάτι χωρίς βοήθεια. Μόνο ἔτσι θά ἔρθει ὁ Θεός νά μείνει μέσα μας· γιατί διαφορετικά εἶναι ὁ ἐγωισμός πού δέ μᾶς ἀφήνει. Λέμε: «Ἐγώ θά τά καταφέρω, ἐγώ θά τόν σώσω αὐτόν, ἐγώ θά τόν βάλω στό δρόμο του, ἐγώ θά τόν βάλω στήν πορεία του, ἐγώ θά κάνω αὐτό, ἐγώ θά κάνω τό ἄλλο».
Ὁ Θεός; Δέ θά κάνει τίποτα; Δέν πρέπει νά κάνει τίποτα; Κι ἔρχεται ὁ Ἴδιος καί λέει στόν καθένα μας: «Σέ ἀπαλλάσσω ἀπό κάθε εὐθύνη· δέ θέλω νά κάνεις τίποτα ἐσύ. Ἐσύ μόνο νά ἀγαπᾶς καί νά πιστεύεις σέ μένα, νά μοῦ ᾿χεις ἐμπιστοσύνη. Ἄφησέ με ἐγώ νά σέ ὁδηγήσω». Αὐτό λέει.
Ἄλλη μιά προϋπόθεση γιά νά λάβουμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι νά ἔχουμε ἀγάπη. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀγάπη καί μέ προορισμό μόνο νά ἀγαπᾶ, γι᾿ αὐτό καί ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης, γιατί αὐτή μᾶς ἐξομοιώνει μέ τόν Πλάστη μας. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς λέει: «Ἐγώ, ἡ Ἀγάπη, νιώθω τέλεια, κι ἐπειδή θέλω κι ἐσεῖς νά νιώθετε ἔτσι, ἐπειδή σᾶς ἀγαπῶ, σᾶς δίνω ἐντολή, ἐντολή ὄχι παραγγελία, νά ἀγαπιέστε μεταξύ σας». Ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἀδελφός μας μᾶς δυσκολεύει μέ τή συμπεριφορά του, νά σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας εἶναι ὁ σταυρός μας. Ὅπως τόν σταυρό μας τόν βάζουμε ψηλά καί τόν προσκυνοῦμε, τόν βάζουμε στό στῆθος μας, ἔτσι καί τόν ἀδελφό μας.
Ἄς προσπαθήσουμε, ἀδελφοί μου, νά τά βροῦμε μεταξύ μας. Μή δειλιάζουμε στίς δυσκολίες καί τά προβλήματα. Ὑποχωρῶ στόν ἀδελφό μου καί μένω ἀνυποχώρητος στόν πειρασμό, δηλαδή στρέφω τόν ἐγωισμό μου ἐναντίον τοῦ πειρασμοῦ πού προσπαθεῖ νά μέ βγάλει ἀπό τήν προσπάθειά μου καί τήν πορεία μου, πού εἶναι νά συμπορευθῶ μέ ἁρμονία καί ἀγάπη μέ τόν συνάνθρωπό μου στό μονοπάτι τῆς ζωῆς, δίπλα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, μέ κοινό στόχο νά ἀξιωθοῦμε νά ἀκούσουμε τήν γλυκιά φωνή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά μᾶς καλεῖ: "Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου...".
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μιάν ἀπανθρωπία, ἐπιδιώκουμε νά ποδοπατήσουμε τόν ἄλλο. Ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς συγχωρεῖ τά ἄπειρα ἁμαρτήματα καί σφάλματά μας, ἐμεῖς πνίγουμε τόν ἀδελφό μας γιά τό παραμικρό, ὅπως ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς τῶν μυρίων ταλάντων ἔπνιγε τόν σύνδουλό του γιά λίγες δεκάρες, ἐνῶ ὁ κύριός του τοῦ εἶχε μόλις χαρίσει ἕνα τεράστιο χρέος μυρίων ταλάντων. Ἡ σκληροκαρδία πού ὑπάρχει σήμερα στόν κόσμο ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἀσχολούμαστε καθόλου μέ τήν καρδιά μας. Ἀσχολούμαστε μέ ὅλους τούς ἄλλους καί ὅλα τά ἐξωτερικά ἐρεθίσματα καί δέν προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τόν ἑαυτό μας. Ὅμως, ἄν ἀφήσουμε ἔστω καί τό παραμικρό ἀγκαθάκι στήν καρδιά μας, αὐτό γίνεται βάτος καί τήν ἀγκαλιάζει καί δέ μπορεῖ νά χαρεῖ, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήσει, γιατί μέ τή σύσπαση πού κάνει ὅταν σκιρτᾶ, τήν τσιμπᾶ τό ἀγκάθι καί πονάει, ὁπότε συνδυάζει τήν ἀγάπη καί τήν χαρά μέ τόν πόνο κι ἀρχίζει νά τήν ἀποφεύγει, μαζεύεται, συρρικνώνεται, σκληραίνει, ὥσπου στό τέλος ἡ καρδιά γίνεται πέτρα. Τότε λοιπόν, ὅταν προσπαθήσεις νά μιλήσεις μέ τήν καρδιά σου, μόνο πέτρες θά πετᾶς.
Ἐνῶ ὅταν ἀσχολούμαστε μέ τόν ἑαυτό μας, βγάζουμε τά τυχόν ἀγκάθια μας, τότε γίνεται καί ἡ καρδιά μαλακή καί μπορεῖ ν᾿ ἀγγίξει τόν ἄλλο· γιατί γιά ν᾿ ἀγγίξεις τόν ἄλλο, πρέπει νά μιλήσεις ἀπό τήν καρδιά σου, νά πιστεύεις δηλαδή αὐτό πού λές καί ν᾿ ἀγαπᾶς. Ὅλες μας οἱ κουβέντες πρέπει νά εἶναι ἐπικεντρωμένες στήν καρδιά.
Ὅταν μιλάει κανείς μόνο μέ τό μυαλό, τήν κοινή λογική, πέφτει σέ τοῖχο, στόν ἀέρα, γιατί δυστυχῶς ἡ λογική ἐρμηνεύεται ἀπό τόν καθένα διαφορετικά. Ἐνῶ ὅταν ἡ καρδιά δίνει ἐντολή στό στόμα, θά πάει κατευθείαν στήν καρδιά. Γιατί ἔχουν δικό τους τρόπο πού ἐπικοινωνοῦν. Καί μόνο μέ τίς καρδιές μποροῦν νά ἐπικοινωνοῦν οἱ ἄνθρωποι. Μετά τή Βαβέλ ὁ Θεός ἄφησε κοινή τή γλῶσσα τῆς καρδιᾶς γιά νά μποροῦν νά ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι. Κι ἐκεῖ πιά δέ μιλοῦν, ζωγραφίζουν μέσα στήν καρδιά, γιατί ἡ γλῶσσα τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Ἀγάπη εἶναι ὁ Χριστός, ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε μόνο γιά νά ἀγαποῦμε, γι᾿ αὐτό καί κάθε τι διαφορετικό ἀπό τήν ἀγάπη μᾶς προκαλεῖ στενοχώρια καί πανικό. Μόνο ἄν ἀγαποῦμε ξέρουμε νά ζοῦμε· ἀλλιῶς, δυστυχοῦμε. Μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά ξεπεράσουμε κάθε δυσκολία, μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά συμβιώσουμε, μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά διορθώσουμε ὅλες τίς ἀτέλειες, μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν ἄλλον.
Ὁπότε ὁ κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς, ἄς προσπαθήσουμε νά ἔχουμε τήν καρδιά μας καθαρή, ἁγνή, ὄμορφη, νά ἀφήνουμε τόν καθένα νά μπαίνει μέσα, νά εἶναι τό βασίλειό του, καί νά ἑτοιμάσουμε ὅλοι μαζί τίς καρδιές μας γιά νά δεχθοῦμε τόν Σωτῆρα μας Χριστό. Κι ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς πολιορκεῖ διαρκῶς μέ τήν ἀγάπη Του, νά πολιορκήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἀδελφό μας. Νά χτυπήσουμε πάλι καί πάλι τήν πύλη τῆς καρδιᾶς του μέ τήν ἀγάπη καί τότε θ᾿ ἀνοίξει. Ὅταν ἀνοίξει καί μποῦμε μέσα της, τότε τά πάντα εἶναι εὔκολα.
Ἐνῶ ὅσο ψαχνόμαστε, ὅσο σκεφτόμαστε, ὅσο προσπαθοῦμε νά δώσουμε ἐμεῖς μόνοι μας τίς λύσεις στά προβλήματα, δέν πρόκειται οὔτε σέ «γιατί» νά ἀπαντήσουμε, οὔτε τό πῶς, οὔτε τό πότε. Ὁ μόνος πού μπορεῖ νά τά ἀπαντήσει εἶναι ὁ Χριστός καί εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά δώσει τή λύση σέ ὅλα τά προβλήματα, φτάνει ἐμεῖς νά ἔχουμε πίστη καί ἐμπιστοσύνη. Φτάνει νά Τόν κοιτοῦμε στά μάτια, σάν τόν Πέτρο στή θάλασσα. Ὅταν περπάτησε πάνω στή θάλασσα ὁ Πέτρος, εἶχε καρφωμένα τά μάτια στό Χριστό καί πήγαινε πρός Αὐτόν. Ὅταν πρός στιγμήν ἄρχισε νά σκέφτεται «Ποῦ περπατάω; Τί κύματα εἶναι αὐτά; Εἶμαι πάνω στή θάλασσα; Εἶναι ἀληθινό;», ἄφησε τό βλέμμα του ἀπό τόν Χριστό καί τότε ἄρχισε νά βουλιάζει συνειδητοποιώντας ὅτι πνίγεται. Ξανά ὅμως ἔστρεψε τό βλέμμα του στό Χριστό καί Τοῦ φώναξε: «Βοήθεια, πνίγομαι». Κι ὁ Χριστός πολύ ἁπλά, ἅπλωσε τό χέρι Του καί τόν τράβηξε. Ἔτσι ἁπλά μᾶς περιμένει ὁ Χριστός ὅλους νά Τόν βάλουμε κι ἐμεῖς στήν ζωή μας, νά ἔχουμε καρφωμένα τά μάτια μας σ᾿ Αὐτόν, γιά νά ἀντέχουμε τά κύματα τῶν πειρασμῶν.
Γιά νά μπορέσουμε ὅμως νά Τόν βάλουμε στήν καρδιά μας, πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε μέ τόν ἑαυτό μας. Τότε θά δοῦμε τά ἐλαττώματά μας, γιά νά Τόν παρακαλέσουμε νά τά θεραπεύσει, ἀλλά καί τά τυχόν τάλαντά μας πού πρέπει νά δουλέψουμε γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε. Γιά νά ἀξιοποιήσω τά τάλαντά μου πρέπει νά ἀγαπήσω. Γιά νά ἀγαπήσω πρέπει νά δώσω, πρέπει νά θυσιαστῶ. Ἡ ἀγάπη θέλει θυσία. Θυσία τί σημαίνει; Θυσιάζεται κάποιος καταπατώντας τό ἐγώ του τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Ὁποιος ὑποχωρεῖ τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ἐνῶ φαίνεται δειλός στά μάτια τῶν ἄλλων, στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ πιό γενναῖος γιατί τά βάζει μέ τό μεγαλύτερο θηρίο, τόν ἐγωισμό του. Ὅταν θιχθεῖ ὁ ἐγωισμός μου, θά μοῦ πεῖ: «Ἐπάνω του! σοῦ εἶπε μιά κουβέντα ὁ ἄλλος ἐσύ 2!», γιατί θέλει ὁ ἐγωισμός μου νά εἶναι ἀπό πάνω. Ἐγωισμό ὅμως ἔχει καί ὁ ἄλλος και θά τοῦ πεῖ: «2 κουβέντες σοῦ εἶπε αὐτός; Ἐσύ 3!» καί οὕτω καθεξῆς, δηλαδή λόγια χωρίς νόημα καί σκοπό. Ἐνῶ ὅποιος ἀγαπᾶ, θυσιάζεται, ὑπομένει καί περιμένει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι τό μόνο σίγουρο στή γῆ.
Ὁ πειρασμός ὅμως μᾶς βάζει τή μάσκα τοῦ ἐγωισμοῦ, μᾶς κάνει νά εἴμαστε ὅλο τό χρόνο μεταμφιεσμένοι. Μεταμφιέζει τήν ψυχή πού ἔχει τήν ἀγάπη στή φύση της καί τῆς φορᾶ τό φόρεμα τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τήν κάνει νά φαίνεται καί νά ἐνεργεῖ τελείως διαφορετικά ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν πραγματικότητα, ἀπό αὐτό πού τῆς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως μόνο ὅταν ἔχεις ἀγάπη καταλαβαίνεις ποιός εἶσαι.
Βέβαια, ὡς ἄνθρωποι, δυσκολευόμαστε, ἀκόμα καί στά πιό ἁπλά. Εἴμαστε συχνά σάν τόν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ πού ζήτησε ἀπό τόν Χριστό νά τό θεραπεύσει, χωρίς ὅμως νά ἔχει ὁ ἴδιος τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Δέν πῆγε μέ ἀκράδαντη πίστη, γονατιστός νά ζητήσει τή θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του, ἀλλά εἶπε στό Χριστό: «Ἄν μπορεῖς». Κι ὁ Χριστός, τοῦ δείχνει ὅτι πρέπει κι ἐκεῖνος νά θέλει, λέγοντας: «Ἄν μπορεῖς νά πιστέψεις, τά πάντα εἶναι δυνατά» (Μάρκ. θ´ 23). Τότε ὁ πατέρας συνειδητοποιεῖ τήν ἔλλειψή του καί κραυγάζει: «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Βλέπουμε, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ Χριστός θεράπευε καί τίς ψυχές καί τά σώματα, δέν ἔβγαζε ἁπλῶς τά δαιμόνια ἤ ἀνάσταινε νεκρούς, ἀλλά θεράπευε καί τόν λογισμό. «Ἄς γίνει κατά τήν πίστη σου» ἔλεγε κάθε φορά σέ ὅποιον τοῦ ζητοῦσε βοήθεια, ὥστε νά πετύχει τό οὐσιαστικό ἀποτέλεσμα, τήν σύνδεση τοῦ ἀσθενοῦς μέ τό Θεό.
Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Θεό φαίνεται ἀπό τήν παρουσία Του στή ζωή μας. Καί μόνο πού ἀνοίγουμε τά μάτια μας τό πρωί, εἶναι ἕνα θαῦμα. Καί μόνο πού ζοῦμε καί ἀναπνέουμε ἀκόμα μέ τόσα πού κάνουμε καί τόσα πού ἔχουμε σκεφτεῖ, εἶναι θαῦμα. Εἶναι ἡ παρουσία Του, εἶναι ἡ ἀγάπη Του. Δέ μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Δέ μᾶς ἀφήνει. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Του, πού δέ μπορεῖ νά τήν καλύψει καμιά κακία, κανένα πάθος, οὔτε τοῦ διαβόλου οὔτε τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι πολύ μεγαλύτερη ἡ ἀγάπη Του. Αὐτός μᾶς ἔδινε ἀγάπη ἐμεῖς στόν Σταυρό, καί ἀπό ἐκεῖ πάνω παρά τήν μεγάλη ἀδικία, Αυτός πάλι μᾶς συγχωροῦσε. Γι᾿ αὐτό ἔχουμε ξεπεράσει τήν ἐλπίδα, τό στάδιο τῆς ἐλπίδας· προσωπικά, τό πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἔχουμε μπεῖ στό στάδιο τῆς βεβαιότητος γιά τήν σωτηρία, τήν ἀνάσταση.
Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση τοῦ ἀγώνα μας μέ τήν ἐλπίδα γιά τήν τελική νίκη ἀπεικονίζεται στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ὁποία εἶναι μικρογραφία τῆς ζωῆς, ὁ ἀγώνας μας, ὁ καθημερινός ἀγώνας σέ μικρογραφία· συμπυκνωμένη ὅλη μας ἡ ζωή, ἕνα πέρασμα ἀπό τά Πάθη στήν Ἀνάσταση.
Ἡ πορεία αὐτή ἔχει λύπες, ἀλλά καί χαρές: ὁ κόπος τῆς νηστείας, ὄχι μόνο στό φαγητό, ἀλλά στά πάθη γενικά, ὁ πειρασμός μέ τίς ποικίλες παγίδες του, ἀλλά καί ἡ παρηγοριά· ἡ παρηγοριά τῆς μάνας πάλι, τῆς μάνας Παναγιᾶς μέ τούς χαιρετισμούς, μιά ἀνάσα· τό Σαββατοκύριακο, πάλι μιά ἀνάσα. Χαίρεσαι, παίρνεις μιάν ἀνάσα, συνεχίζεις. Τί περιμένεις; Τήν ἀνάσταση. Ἔρχεται ὅμως ἡ ἀνάσταση. Εἶναι βέβαιο. Ζεῖς μέ τήν προσμονή τῆς ἀναστάσεως, ἀλλά εἶσαι καί βέβαιος ὅτι θά ᾿ρθει ἡ ἀνάσταση.
Καί τήν ἑπόμενη Παρασκευή πάλι οἱ Χαιρετισμοί γιά νά ἐνισχυθοῦμε, ἄν καί ἡ Παναγιά δέ μᾶς ἀφήνει ποτέ· μᾶς παρακολουθεῖ συνέχεια. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη πού θά μᾶς ὁδηγήσει στή μεγάλη ἀγκαλιά τοῦ Ἐσταυρωμένου πού μᾶς περιμένει μονίμως. Περιμένει νά μᾶς κλείσει στήν ἀγκαλιά Του, τήν γεμάτη ἀγάπη μέ τήν ὁποία λιώνουν καί ἐξαφανίζονται ὅλα τά πάθη, τά λάθη, τά μίση.
Φτάνουμε στή Μεγάλη Ἑβδομάδα, τό ἀποκορύφωμα τῆς Σαρακοστῆς· μεγαλύτερος κόπος, πόνος, ἀλλά μόλις δοῦμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἔχουμε ξεχάσει τά πάντα. Ἡ Ἀνάσταση, τό τέρμα τῆς Σαρακοστῆς, εἶναι νά δοῦμε τό Θεό· ἀποκατάσταση τῆς ἐπικοινωνίας μέ τό Θεό εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας. Τότε ξεχνᾶμε ὅλη τήν προηγούμενη λύπη· στήν Ἀνάσταση ξεχνᾶμε ὄχι μόνο τήν Σαρακοστή, ἀλλά καί τήν Μ. Παρασκευή, πού τή ζήσαμε πρίν ἀπό μιά μέρα. Ὅπως ἡ γυναίκα πού κυοφορεῖ, σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα, καί μάλιστα στό τέλος, ὑποφέρει, ἀλλά ὅταν γεννηθεῖ τό παιδί, ξεχνᾶ τά πάντα, κατά τήν παραβολή τοῦ Κυρίου μας, ἔτσι κι ἐμεῖς, στενοχωρούμεθα κατά τό διάστημα τοῦ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ πειρασμοῦ, ὅταν ὅμως φθάσουμε στήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεό, τότε κάθε λύπη ἐξαφανίζεται καί δίνει τή θέση της στή χαρά (βλ. Ἰωάν. ις´ 21-22).
Ἀλλά ἀκόμα καί τόν καιρό τοῦ ἀγώνα καί τῶν πειρασμῶν, τίποτα δέν πρέπει νά μᾶς στερεῖ τή χαρά. Νά πορευόμαστε μέ χαρά, ἀγάπη, εἰρήνη, μέ θάρρος καί τή βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔρχεται, γιά νά φτάσουμε ἐκεῖ πού ἤμασταν, μαζί μέ τόν ἅγιο Θεό, καθημερινά βλέπαμε τό πρόσωπό Του. Ὁ παράδεισός μας εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καί θά τό φτάσουμε. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ καλός Θεός μᾶς προσφέρει τήν ἀγάπη Του καί τήν χαρά, ἐπιτρέπει ὅμως καί τίς δοκιμασίες, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες, μέ τήν πίστη μας σ᾿ Αὐτόν, ἀποκτοῦμε σταθερότητα καί ἐπιμονή. Ἡ θλίψη μᾶς βοηθάει νά ἀποκτήσουμε ὑπομονή, ἡ ὑπομονή σταθερότητα, ἡ σταθερότητα ἐλπίδα καί ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν ἀπογοητεύει, δημιουργεῖ τήν βεβαιότητα, γιατί στηριζόμαστε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ρωμ.ε´ 3-5). Καί τί πιό ὡραῖο στήν ζωή μας ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο! Βεβαιότητα σωτηρίας!!!
Πρέπει ν᾿ ἀνοίξουμε τά μάτια μας, τά πνευματικά μάτια, καί νά δοῦμε τί μᾶς συμβαίνει, ποῦ εἴμαστε, τί θέλουμε, τί κάνουμε. Ἔχουμε ἕνα θεῖο δῶρο, τό χαμόγελο. Χαμογελᾶμε γιατί ὅ,τι κάνουμε τό κάνουμε γιατί τό θέλουμε, γιατί εἶναι ὁ Χριστός μας. Νηστεύουμε γιατί τό ἀγαποῦμε, γιά νά φτάσουμε τήν Ἀνάσταση· νά κάψουμε τά πάθη μας, ὄχι μόνο μέ τήν τροφή, ἀλλά καί τά πάθη πού εἶναι στήν ψυχή μας. Αὐτά δέν ἀνήκουν σέ μᾶς, εἶναι ξένα, μᾶς τά ἔδωσε ὁ πειρασμός. Πρέπει νά τά βγάλουμε ἀπό μέσα μας γιά νά ἐλευθερωθοῦμε, νά μπορέσουμε νά χαροῦμε τή ζωή μας, καί θά τά βγάλουμε· ἀρκεῖ νά τό θέλουμε.
Τά προβλήματα μέ τό χαμόγελο ἀντιμετωπίζονται εὐκολότερα, γιατί εἶναι ἡ ζωή μας. Καί τά προβλήματά μας εἶναι ἡ ζωή μας. Μάλιστα, οἱ παλαιοί ἀσκητές ἄν δέν εἶχαν πειρασμό, τό θεωροῦσαν ἐγκατάλειψη Θεοῦ. Ὁ διάβολος δέν ἔχει δικαίωμα μόνος του νά μᾶς πειράξει. Παίρνει παραχώρηση ἀπό τό Θεό. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, γιά νά δώσει τήν παραχώρηση, μέ ἔχει στό μυαλό Του, ἐμένα. Εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά μέ ἔχει στό νοῦ Του ὁ Θεός; Κι ὅμως μέ ἔχει. Τί μεγάλη τιμή! Γιατί νά μήν τό σκεφθῶ ἔτσι;
Ἐπίσης, ὅταν ἐπιστευθοῦμε τό Θεό πραγματικά, διώχνουμε τό ἄγχος. Ἄν προσπαθήσουμε νά ἑρμηνεύσουμε τό ἄγχος, θά δοῦμε ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔκφραση τοῦ ἐγωισμοῦ· σημαίνει ὅτι δέν ἐμπιστεύομαι κανέναν, δέ θέλω νά ζητήσω βοήθεια ἀπό κανέναν, ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τό Θεό. Δέν ἀγχώνομαι σημαίνει ὅτι ἐμπιστεύομαι ἀπόλυτα καί ἔχω παραδώσει τόν ἑαυτό μου στό Χριστό μου, στήν Παναγία μου καί ἠρεμῶ, γιατί πιστεύω πραγματικά. Ὅταν ὅμως ἀγχώνομαι, σημαίνει ὅτι δέν πιστεύω ἀπόλυτα, πραγματικά. Ἡ πίστη μου εἶναι χαλαρή. Ἀνθρώπινο βέβαια, δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά τό κάνεις πράξη. Πρέπει νά ἔρθει καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν εἴμαστε ἀγχωμένοι, δέν εἶναι ὁ ἑαυτός μας, εἶναι ἡ ἀρρώστια μας. Ὅταν εἴμαστε τρελλαμένοι, ὅταν εἴμαστε πανικόβλητοι, δέν εἴμαστε ἐμεῖς. Δέ μπορεῖ ὁ καλός Θεός νά μᾶς ἔπλασε ἀγχωμένους, νά μᾶς ἔπλασε τρελλούς, πανικόβλητους. Λίαν καλῶς ἐποίησε τά πάντα. Κι ἐμᾶς πολύ καλά μᾶς ἔκανε. Ὅλα τά ἄλλα τά κάναμε μόνοι μας, μέ τόν τρόπο σκέψης μας, μέ τήν ὄρεξη πού εἴχαμε γιά προσπάθεια... Θέλω νά προσπαθήσω; Προσπαθῶ. Ἄν δέ θέλω, δέν προσπαθῶ. Κάθομαι πίσω. Ἀλλά δέ μοῦ φταῖνε οἱ ἄλλοι μετά.
Χωρίς ἄγχος πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἠρεμοῦμε, ὁπότε ἔχουμε καθαρό μυαλό καί βλέπουμε τό Θεό. Μόλις ἠρεμήσεις, τότε μπορεῖς νά σκεφτεῖς. Ὅταν δέν ἠρεμεῖς, τά βλέπεις ὅλα θολά. Ξέρεις τί θέλεις νά κάνεις, ξέρεις τά πάντα, βλέπεις γύρω σου, ἀλλά δέν ξέρεις μέ ποιόν τρόπο. Ἔλεγα ἕνα παράδειγμα: Ἄν βγάλω λίγο τά γυαλιά μου, τά βλέπω ὅλα, ὅλους. Κι ἐσᾶς σᾶς βλέπω καί τί εἶναι καί νά πιάσω καί δουλειές κι ὅλα νά τά κάνω, ἀλλά τά βλέπω θολά ὅμως. Σέ λίγο θά κουραστῶ. Ὁπότε, τί θά κάνω; Θά καθήσω. Ἐνῶ ἡ ζωή θά προχωράει. Δέ θά μπορῶ νά ἔχω δυνάμεις. Ἐνῶ ἄν φορέσω τά γυαλιά μου, πάλι τά ἴδια βλέπω, ἀλλά καθαρά, χωρίς θάμπωμα. Τά γυαλιά εἶναι ἡ ἠρεμία. Τό θάμπωμα εἶναι ὁ πανικός.
Κι ἀκόμα, ὅταν δέν ἔχουμε ἄγχος, μποροῦμε νά βοηθήσουμε καί τούς γύρω μας. Μέ τήν προσπάθειά μας δίνουμε ἐλπίδα· ὁ ἤρεμος μεταδίδει εἰρήνη, ἐνῶ ὁ ἀγχωμένος ταραχή. Ὁ καθένας κινεῖται ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐνέργειας πού διαθέτει. Αὐτό πού ἔχει κανείς μέσα του αὐτό δίνει.
Εἶναι καλό ἐπίσης νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι τά πάντα στή ζωή εἶναι ἕνα ρίσκο. Ὅταν σηκώνομαι τό πρωί νά πάω στή δουλειά μου δέν ξέρω τί θά μοῦ συμβεῖ, δέν ἔχω την δυνατότητα νά γνωρίζω τό μέλλον. Δέ σταματάω ὅμως. Προχωρῶ. Καί ἡ πίστη στό Θεό εἶναι ἕνα ρίσκο· τό Θεό δέν Τόν εἶδα, δέν Τόν ἄγγιξα· ὅ,τι ξέρω γι᾿ Αὐτόν εἶναι ἀπό ἀκούσματα, βιώματα καί τά βιβλία· ρισκάρω σημαίνει ὅτι τολμῶ καί ἐμπιστεύομαι τό Θεό· ἐμπιστεύομαι ὅλη μου τή ζωή στό Θεό καί τοῦ λέω: «Ὁδήγησέ με στή σωτηρία, ὁδήγησέ με κοντά Σου, γιά νά βλέπω τό πρόσωπό Σου». Αὐτό εἶναι τό ρίσκο στή ζωή μας. Αὐτό εἶναι τό θάρρος πού πρέπει νά δείχνουμε. Βλέπουμε πολλοί ὅτι μόλις ἀρχίζουν οἱ δυσκολίες ἀπελπιζόμαστε. Ποῦ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη στό Θεό;
Ἐνῶ μέ τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί τήν παράδοσή μας σ᾿ Αὐτόν, ὅλη ἡ ζωή μας κυλᾶ μέσα στόν παράδεισο. Ὁ Θεός ξέρει μέ ποιό τρόπο θά ἐπέμβει στή ζωή μας. Ἐμεῖς τό μόνο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά Τόν ἐμπιστευόμαστε, ὅπως ἐμπιστευόμαστε τό γιατρό. Ὅταν πᾶμε στό νοσοκομεῖο καί πρέπει νά γίνει ἐπέμβαση, δέ φεύγουμε, παρ᾿ ὅλο πού γνωρίζουμε ὅτι ὁ γιατρός θά μᾶς κόψει, ἀλλά τόν ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε καί τό Θεό γιά τή ζωή μας καί τή σωτηρία μας.
Νά Τόν ἐμπιστευόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σκεφτεῖτε, ἐάν οἱ Ἀπόστολοι ἔκαναν δεύτερη σκέψη, ἴσως σήμερα νά μήν εἴχαμε Ἀποστόλους. Αὐτοί ὅμως στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου "εὐθέως", δηλαδή χωρίς δεύτερη σκέψη, Τόν ἀκολούθησαν. Δέν εἶπαν "Ἄς μαζέψω τά ὑπόλοιπα δίχτυα", ἤ "Νά ἐνημερώσω τόν πατέρα ἤ τήν γυναίκα ἤ τά παιδιά μου", ἀλλά τά ἄφησαν ὅλα καί Τόν ἀκολούθησαν. Ἀκολούθησαν ποιόν ὅμως; Ἕναν ἄγνωστο- δέν τούς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀκόμη. Αὐτό πού τούς ἔκανε αὐθόρμητα νά Τόν ἀκολουθήσουν ἦταν τό θεϊκό Του βλέμμα, ἡ θεϊκή Του μορφή, ἡ θεϊκή Του φωνή! Ὅταν τούς εἶπε "Ἀκολούθει μοι", ἡ καρδιά τους κατάλαβε ὅτι ἦταν γνώριμη αὐτή ἡ φωνή, ἦταν ἡ φωνή τοῦ Δημιουργοῦ πού μόνο ἡ καρδιά μας μπορεῖ νά τήν ἀναγνωρίσει, γιατί αὐτή ἡ φωνή ἀκούσθηκε τήν στιγμή τῆς Δημιουργίας, "ποιήσωμεν άνθρωπον", καί αὐτή ἡ φωνή εἶναι χαραγμένη στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτή ἡ φωνή μᾶς συνοδεύει στήν ζωή μας δίνοντας θάρρος καί παρηγοριά! Αὐτή τήν φωνή δέν θέλει νά ἀκοῦμε ὁ διάβολος, καί μᾶς δημιουργεῖ πανικό, ταραχή, ἀδιέξοδα στήν σκέψη καί τό μυαλό μας! Ἄς ἐμπιστευθοῦμε αὐτήν τήν γλυκειά φωνή, τήν "γνώριμη" στήν καρδιά μας, καί "εὐθέως", χωρίς δεύτερη σκέψη, νά ἀκολουθήσωμε τά βήματά της, πού ὁδηγοῦν ἀπό τόν Σταυρό στήν Ἀνάσταση!
Κι ἄν πέσουμε, πάλι ὁ Θεός θά σταθεῖ μπροστά μας μέ τήν ἀγάπη Του, θά μᾶς δώσει ἄλλη εὐκαιρία γιά νά ἀνταποκριθοῦμε, εὐθέως. Κι ἔτσι, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σβήνει τήν ἐλπίδα καί ἑδραιώνει τήν βεβαιότητα. Στό Γολγοθᾶ ὑπῆρχαν τρεῖς σταυροί. Ὁ ἕνας ληστής ζήτησε συγχώρηση καί βρῆκε τή σωτηρία, ὁ ἄλλος ὄχι. Στό χέρι μας εἶναι νά μετατρέψουμε τό σταυρό πού σηκώνουμε σέ σταυρό σωτηρίας, ζητώντας συγχώρηση ἀπό τό Θεό.
Λέμε συνήθως: «Ἔβαλε ὁ πειρασμός τήν οὐρά του», ἀλλά δέ λέμε: «Θά βάλει ὁ Θεός τό χέρι Του», γιά νά πάρουμε ἐλπίδα καί δύναμη. Τό διαπιστώνουμε ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀφοῦ ἔχουμε ταλαιπωρηθεῖ ἄδικα, ὅτι ὁ Θεός μᾶς βοήθησε. Ἄν πιστέψουμε ὅτι θά βάλει ὁ Θεός τό χέρι Του, ἠρεμοῦμε, ὁπότε ξεπερνᾶμε εὐκολότερα τό πρόβλημα. Δέν τό κάνουμε καί γι᾿ αὐτό εἴμαστε συνεχῶς σέ ἔνταση. Πρέπει νά ἠρεμήσουμε γιά νά μποροῦμε νά ποῦμε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον». Ὁ Χριστός περιμένει νά ἐπέμβει στή ζωή μας ὅταν ἐμεῖς Τοῦ τό ζητήσουμε. Μᾶς ἔχει πλάσει ὁ καλός Θεός ἐλεύθερους γιά νά ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα. Θέλει νά γίνουμε δοῦλοι Του, ὄχι νά μᾶς κάνει δούλους Του. Ἐμεῖς, μέ τήν ἐπιλογή τή δική μας.Ὅταν τοῦ πῶ «Κύριε, ἐλέησον», τί σημαίνει; «Ἔλα στή ζωή μου», Τόν καλῶ. Πρέπει ἐγώ νά κάνω τό βῆμα, νά μέ δεῖ γιά νά ᾿ρθει. Μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐλευθερία! Μόνο ἕνας Θεός θά μποροῦσε νά πλάσει ἕνα ὄν καί νά τό ἀφήσει τόσο ἐλεύθερο, ὥστε νά Τόν σταυρώσει! Ἐμεῖς θέλουμε νά ἐπιβάλουμε τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ὅμως δέν ἐπιβάλλεται, βιώνεται.
Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής στούς Ἀδελφούς Καραμαζώφ τοῦ Ντοστογιέφσκυ κατηγορεῖ τόν Χριστό γιατί ἄφησε τούς ἀνθρώπους ἐλεύθερους, ἐνῶ αὐτό πού τούς χρειάζεται γιά νά εὐτυχήσουν εἶναι «θαύματα, μυστήριο καί αὐθεντία» καί δηλώνει ὅτι ὁ ἴδιος ἀνήκει σέ μιά μερίδα ἀνθρώπων πού ἀνέλαβαν νά «διορθώσουν αὐτό τό λάθος» τοῦ Χριστοῦ ἐπιβάλλοντας στούς ἀνθρώπους τήν τάξη. Ἄν βάλει ὁ καθένας μας τόν ἑαυτό του στή θέση τοῦ Ἱεροεξεταστῆ, θά διαπιστώσουμε ὅτι κι ἐμεῖς πολλές φορές προσπαθοῦμε νά ἐπιβάλουμε στούς ἄλλους αὐτό πού θεωροῦμε σωστό, «διορθώνοντας» τό Θεό καί μένοντας ἀνένδοτοι στίς θέσεις μας, παρά τό ἄγγιγμα τῆς ἀγάπης Του.
Ὅταν ἀφήσουμε τήν καρδιά μας ἐλεύθερη, ὅλα τά ἄλλα ἔρχονται μόνα τους. Εἶναι ἀνάγκη νά κινούμαστε ἐλεύθερα. Κλείνεις τά μάτια σου καί προχωρᾶς· ὅσο τά ἔχεις ἀνοιχτά, σκοντάφτεις. Σκοντάφτεις σ᾿ αὐτά πού πᾶς καί βλέπεις καί τά παρατηρεῖς κι ἀρχίζεις τό «γιατί» καί μετά σοῦ γίνεται συνήθεια καί τό ψάχνεις ἀκόμη περισσότερο. Ἐνῶ ἄν τ᾿ ἀφήσεις ἐλεύθερα, εἶσαι ἐλεύθερος κι ἐσύ. Πολύ σημαντικό αὐτό. Ὅσο πιό ἁπλά ζοῦμε, τόσο πιό πολύ ἀγγίζουμε τήν τελειότητα. Ὅσο πιό πολύπλοκα, μέ τή σκέψη δηλαδή, τόσο ἀπομακρυνόμαστε. Γιατί σοῦ τραβᾶνε τό μυαλό καί οἱ σκέψεις κι ἀρχίζεις καί μπλέκεις. Καί τί εἶπες καί γιατί τό ᾿πες καί γιατί τό ᾿κανες καί μοῦ τό ᾿πες καί σοῦ τό ᾿πα καί μπλέκεις μετά· ἡ μιά κουβέντα θά φέρει τήν ἄλλη. Ἐνῶ ζῆσε πιό ἁπλά... καί πολλές φορές κάνεις μιά προσπάθεια νά ζήσεις ἁπλά, ὄντως, καί οἱ ἄλλοι δέ σέ πιστεύουν. Δέ σέ πιστεύουν μέ τίποτα. Ἀλλά, ἄν ὄντως ζεῖς ἁπλά, δέ στενοχωριέσαι. Ἄς μή πιστέψουν ὅλοι. Φτάνει νά κάνεις προσπάθεια, τήν ἐπανεκκίνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό.
Ἀλλά κι ὅταν πέφτουμε, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀπογοητευόμαστε. Δέν ὑπάρχει στή ζωή μας οὔτε ἀδιέξοδο, οὔτε κατάθλιψη, οὔτε στενοχώρια· μόνο ἄν τό ἐπιτρέπουμε ἐμεῖς, ἤ ἄν τό θέλουμε ἐμεῖς. Εἶναι ἀνάγκη συνεχῶς νά προχωροῦμε. Νά μή μένουμε στήν πτώση μας, ἀλλά νά λέμε: «Σκόνταψα, ἔπεσα, σηκώθηκα»· αὐτά ἀνήκουν στό παρελθόν -τώρα; περπατάω. Ὑπάρχει μιά τρέλλα στόν κόσμο γιατί θέλουμε νά ἑρμηνεύουμε τά πάντα, μᾶς ἀρέσουν τά περίπλοκα πράγματα καί σκεφτόμαστε πολύ, μέ συνέπεια νά κουράζουμε τόν ἑαυτό μας εὔκολα, ἀλλά καί τούς ἄλλους. Ἕνα πράγμα πρέπει νά καταλάβουμε ὅλοι, ὅτι δέν χρειάζεται νά τά καταλαβαίνουμε ὅλα, δέν ἔχει νόημα καί δέ μᾶς συμφέρει γιά τήν ψυχική μας εἰρήνη καί γαλήνη.
Ἡ ζωή μας μπορεῖ νά ἔχει θλίψεις, μπορεῖ νά ἔχει πειρασμούς, στενοχώριες, ἀλλά ἔχει καί χαρές. Δέν εἶναι δυνατόν οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες νά καλύπτουν τίς χαρές. Οἱ χαρές εἶναι πολύ πιό ὄμορφες γιατί ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἀγωνιζόμαστε ὀμορφαίνει τήν ζωή μας. Ἀγωνιζόμαστε νά ἐπιστρέψουμε στόν Παράδεισο, στήν ἀνεμπόδιστη ἐπικοινωνία μέ τό Θεό μας, νά βλέπουμε τό πρόσωπό Του, κι ὁ σκοπός αὐτός εἶναι ἱερός, εἶναι ὡραῖος, εἶναι ὄμορφος, εἶναι τέλειος αὐτός ὁ σκοπός. Ὁπότε ἡ ἀγωνία μας καί ὁ ἀγώνας μας ἔχει ἕνα νόημα, ἄρα πορευόμαστε μέ χαρά.
Γιά παράδειγμα, στόν πόλεμο τοῦ ᾿40 πήγαιναν στό μέτωπο οἱ στρατιῶτες μας, μιά μικρή ὁμάδα, νά τά βάλουν μέ δυό αὐτοκρατορίες. Κι ἐνῶ πήγαιναν σέ βέβαιο θάνατο, ἀποχαιρετοῦσαν τούς δικούς τους μέ τό χαμόγελο στά χείλη. Καί τό πιό συγκλονιστικό, μέ τήν πεποίθηση ὅτι θά ἐπιστρέψουν. Τί ἦταν αὐτό πού τούς ἔδινε θάρρος νά κάνουν αὐτή τήν «τρέλλα»; Ἡ πίστις τους στό Θεό καί τά ἰδανικά τῆς πατρίδος. Καί βλέπουμε πῶς ἐνεργοῦσε ἡ ἴδια ἡ Παναγία καί τούς ἐνίσχυε!
Ἔτσι εἴμαστε κι ἐμεῖς στήν πορεία. Δέ μπορεῖ ἡ ζωή μας νά εἶναι μόνο χαρές. Ἡ ζωή μας πάλι δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο λύπες. Εἶναι καί τά δύο. Γιά φανταστεῖτε μιά ζωή ἄσπρη, ὅλο ἄσπρο· ἀνιαρό, κουραστικό. Γιά φανταστεῖτε μιά ζωή ὅλο μαῦρο· κατάθλιψη σκέτη. Γιά φανταστεῖτε ὅμως μιά ζωή πολύχρωμη· πανέμορφο πράγμα.
Λοιπόν, τό πολύχρωμο εἶναι ἡ ζωή μας· διότι εἶναι ἡ χαρά μας. Εἶναι ὀμορφιά. Καί πολλές φορές ὅταν μᾶς στερεῖ κάτι τό ὁποῖο τό χαιρόμαστε, ἀγωνιζόμαστε· τό ἐκτιμοῦμε βέβαια περισσότερο, τότε, ὅταν τό χάσουμε, καί ἀγωνιζόμαστε ἀκόμη περισσότερο νά τό ἀποκτήσουμε. Κι ἀποκτάει νόημα ὁ ἀγώνας μας. Καί χαιρόμαστε. Δέ μέ νοιάζει ἄν κοπιάζω. Ἀγάπη μέχρι τελευταίας στιγμῆς, μέχρι νά τό κερδίσω. Κι ὅταν τό κερδίσω, ζῶ πάλι τή χαρά μου μέ κάτι τό ὁποῖο, ἐνῶ τό εἶχα πρίν, τώρα τό ἀποκτῶ πάλι, τό ἴδιο πράγμα, καί τό χαίρομαι ἀκόμη περ agioritikesmnimes
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, περάσαμε ἤδη τό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δεχθήκαμε τήν χάρη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία Μητέρα μας Ἐκκλησία μᾶς προσέφερε νά προσκυνήσουμε τήν προηγούμενη Κυριακή ὡς εὐλογία καί ἐνίσχυση στήν κόπωση τοῦ παρατεινόμενου ἀγώνα ἐναντίον τῶν ποικίλων παγίδων τοῦ πειρασμοῦ καί συνεχίζουμε, ἀνανεωμένοι πλέον, τήν προσπάθεια.
Ἤρθαμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ἀπό τόν ὑψιβάμονα Ἄθωνα, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, νά μεταφέρουμε ταπεινά ἐδῶ, στήν ὄμορφη, ἀκριτική πόλη τῆς Φλώρινας ἕνα μήνυμα χαρᾶς, ἑνότητος καί ἐλπίδος στήν ἀγάπη σας, συνεχίζοντας τήν σχέση ἐπικοινωνίας καί ἀγάπης μέ τήν πόλη σας πού εἶχε ξεκινήσει ὁ μακαριστός Γέροντας ἡμῶν π. Χρυσόστομος.
Διακρίνουμε τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει ὁ σημερινός ἄνθρωπος, τίς δυσκολίες του, τίς ἀνάγκες του, ἀλλά καί κάποιες ἀπό τίς αἰτίες. Αὐτό πού προβάλλεται παντοῦ ὡς βασική αἰτία εἶναι ὁ οἰκονομικός παράγοντας. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ βιοτική μέριμνα ἔχει κυριαρχήσει σέ ὅλη τήν ζωή μας καί δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τήν πραγματική αἰτία, πού εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ἀπό τήν ζεστή, γεμάτη ἀγάπη καί στοργή ἀγκαλιά Του.Ἔχουμε μείνει μόνοι πλέον καί παγωμένοι ἀπό τόν δριμύ χειμώνα πού μᾶς ἔχει ἐπιφέρει ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό.
Κι ἐμεῖς τώρα ἐρχόμεθα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὄχι ὡς ἀφ᾿ ὑψηλοῦ διδάσκαλοι, ἀλλά ὡς ἀδελφοί καί συνοδοιπόροι, ἀναφωνώντας τό τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα: «δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος», κάνοντας ἔκκληση νά ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἀρχή πάλι τήν προσπάθεια, ὅλοι μαζί.
Τώρα πιά τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς βρίσκεται πολύ πιό κοντά μας καί ἡ ἐλπίδα μας νά φθάσουμε σ᾿ αὐτό ἐνισχύεται, γίνεται βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἤδη ἐγγίζει.
Τό Πάσχα οἱ Ἑβραῖοι γιόρταζαν τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης πού σήμανε γι᾿ αὐτούς τήν διάβαση ἀπό τήν αἰχμαλωσία, τήν δουλεία στόν Φαραώ, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς πού τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτά εἶναι συμβολισμοί καί προτυπώσεις τοῦ Χριστιανικοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Πάσχα, πού εἶναι ἡ διάβαση ἀπό τήν αἰχμαλωσία στόν νοητό Φαραώ, τόν πειρασμό, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, τοῦ Παραδείσου. Ἄς δοῦμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀφοῦ τελείωσε τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, ἄφησε γιά τό τέλος τό τελειότερο δημιούργημά Του, τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη Του γι᾿ αὐτόν ἦταν τόσο μεγάλη, πού τόν κατέστησε ἄρχοντα καί κυρίαρχο τῆς δημιουργίας μέ ἀπόλυτη ἐξουσία νά διαχειρίζεται τά πάντα, τόσο τήν ἄψυχη, ὅσο καί τήν ἔμψυχη φύση! Ἕναν μόνο περιορισμό τοῦ ἔβαλε ὁ Θεός: «ἀπό τόν καρπό τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ μή φᾶτε…»! (Γεν. β´ 17).
Τί ἦταν αὐτό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ; Ἀπό τί προσπάθησε ὁ καλός Θεός νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά πάντα ἐποίησε «λίαν καλῶς»;
Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή τοῦ Θεοῦ δέν εἶχε σκοπό ἁπλῶς νά τούς ἐμποδίσει ἀπό μία λάνθασμένη ἐνέργεια ἐπειδή τό δένδρο ἦταν κακό, ἀλλά νά δοκιμάσει τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη τους. Ὁ Θεός ἤθελε νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία νά δείξει τήν καλή του διάθεση, ὥστε νά σταθεροποιηθεῖ σ᾿ αὐτή τήν παραδεισένια κατάσταση πού ζοῦσε.
Ἄν ἤθελε νά μήν πέσουν στήν ἁμαρτία οἱ πρωτόπλαστοι, ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ Θεός θά μποροῦσε νά τό εἶχε κόψει τό δένδρο, ἤ νά μή εἶχε ἐπιτρέψει κἄν νά βλαστήσει, ἀφοῦ προγνώριζε τήν πτώση τους, ἀλλά θά τούς στεροῦσε τήν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς.
Ὁ διάβολος ὅμως, θέλοντας νά πλανήσει τούς πρωτοπλάστους καί νά παρακούσουν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, καλλιέργησε πρῶτα τόν ἐγωισμό, ὥστε, ρίχνοντάς τους στήν ἁμαρτία, νά μήν μποροῦν νά ζητήσουν συγγνώμη. Ἔτσι τούς παγίδευσε, τούς αἰχμαλώτισε στό δικό του θέλημα καί πρόγραμμα πού ἦταν ἡ ἔξοδος ἀπό τόν Παράδεισο, ἡ διάβαση ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ στήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου.
Ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς ἦταν ἡ ἔξωση ἀπό τόν παράδεισο, ἡ ἔξωση ὅμως ὄχι πρός θάνατο καί καταδίκη, ἀλλά πρός ἀγώνα γιά τήν ἐπιστροφή. «Ἐκάθησεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί ἔκλαυσε πικρῶς…» ἀναφέρει ἕνα τροπάριο τοῦ Τριωδίου. Ἔκλαυσε γιατί στερήθηκε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα καί τήν καθημερινή ἐπαφή μαζί Του, τήν θέα τοῦ προσώπου Του. Συνειδητοποίησε ὁ Ἀδάμ, μέ τήν παιδαγωγία τῆς ἐξώσεως ἀπό τόν Παράδεισο, τί ἔκανε καί τί ἔχασε. Ἀπό τότε σκοπός τοῦ ἀνθρώπου καί νόημα τῆς ζωῆς του στόν κόσμο εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἔφυγε μέ τήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας, νά πραγματοποιήσει τήν διάβαση πρός τόν Παράδεισο, πρός τήν ἀνεμπόδιστη ἐπικοινωνία μέ τό Θεό-Πατέρα. Αὐτή ἡ στέρηση πού βιώνει τώρα κάνει πιό δύσκολο τόν ἀγώνα, ἀλλά δημιουργεῖ ἕνα ἰσχυρό κίνητρο, γιά νά ξεκινήσει ἡ προσπάθεια μέ ἀμείωτη ἔνταση καί ἐνθουσιασμό.
Εἶναι πολύ σημαντικό νά θυμόμαστε ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι μας στόν ἀγώνα. Τό πιεστικό αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς ὀφείλεται στόν πειρασμό, ὁ ὁποῖος ὅταν βλέπει ὅτι κάτι καλό γίνεται, ὅταν ξεκινᾶ μιά προσπάθεια μέ ἐφόδια τήν ἀγάπη καί τήν ὑπομονή, εἶναι ὁ μόνος πού δέν χαίρεται. Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο καί μέσο νά μᾶς ἀποτρέψει. Εἶναι φοβερός ὁ πόλεμος πού ξεσηκώνει ὁ πειρασμός στόν καθένα μας! Ὅποιον καταφέρει καί τόν βρεῖ σέ στιγμή ἀδυναμίας, τόν κυριεύει καί προσπαθεῖ νά τόν στρέψει ἐναντίον ὅλων. Πῶς καταφέρνει ὅμως καί τόν πείθει; Φέρνοντάς τον σέ ἀπόγνωση, σέ ἀπελπισία, σέ ἔλλειψη θάρρους, σέ ὀλιγοπιστία, μέ ἀποκορύφωμα τήν μοναξιά!
Τό συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς εἶναι φρικτό. Μόνο ὁ διάβολος οὐσιαστικά εἶναι μόνος του, νιώθει τήν μοναξιά στόν ἀπόλυτο βαθμό, ἐξαιτίας τοῦ ἀπόλυτου ἐγωισμοῦ του, καί γι᾿ αὐτό προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει ὅλους νά νοιώσουμε μόνοι μας! Αὐτά τά συναισθήματα ὅμως δέν ταιριάζουν σέ χριστιανούς ὀρθόδοξους. Ἐκτός ἀπό τούς δικούς μας ἀνθρώπους, ἔχουμε στηρίγματα ἀκλόνητα τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἀγγέλους καί ὅλους τούς Ἁγίους μας. Εἶναι δυνατόν νά νοιώσουμε μόνοι! Πόσες φορές δέν εἴδαμε ἤ δέν νοιώσαμε ἐπεμβάσεις ἤ παρηγοριά ἀπό τόν οὐρανό! Οἱ οὐράνιοι προστάτες μας δέν μᾶς ἐγκαταλείπουν οὔτε στιγμή. Μᾶς ἐνισχύουν, ὥστε τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς δοκιμασίας νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά τά ἀντιμετωπίσουμε.
Ὅποιος μένει μόνος, μέ τή μοναξιά του, εἶναι ἄρρωστος, μεταδίδει ἀρρώστια καί κανείς δέν τόν πλησιάζει. Οἱ ἄλλοι προχωροῦν κι αὐτός μένει πίσω. Οἱ ἑπόμενοι πού ἔρχονται τοῦ εἶναι ἄγνωστοι και ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους τοῦ εἶναι δυσκολότερη. Ἄν ἔρθει σέ ἐπαφή μέ κάποιον ἄλλον πού ἔμεινε πίσω, θά μεταδώσουν πάλι ὁ ἕνας στόν ἄλλο αὐτή τήν ἄρρωστη μοναχική κατάσταση.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί τήν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ ἀναπτύχθηκαν διάφοροι τρόποι καί μέθοδοι γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ποθητή ἐπιστροφή στόν παράδεισο: Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἔχουμε τήν ἄσκηση, τή νηστεία, τήν προσευχή. Ἡ ἄσκηση καί ἡ νηστεία, πού συνήθως τίς ἐννοοῦμε στήν ὑλική τους μορφή, ὡς στέρηση δηλαδή κάποιων τροφίμων ἤ ἀνέσεων, ἀποσκοποῦν κυρίως στήν ἐκπαίδευσή μας, στήν γύμναση τῆς θελήσεως, ὥστε τό σῶμα μέ τίς ἀπαιτήσεις του νά μήν ὑποτάσσει τήν ψυχή, ὁπότε σέ περίπτωση πού χρειαστεῖ νά κάνουμε κάποια θυσία, νά μήν ὑποχωροῦμε. Γιατί ἡ σωματική ἄσκηση, ὅταν δέ γίνεται ὡς μέσο γιά νά ἀσκήσουμε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἀδελφό μας, δέν ἔχει κανένα νόημα. Μπορῶ νά ἐγκρατευτῶ, ἐάν δέν ἔχω ἀγάπη; Μπορῶ μέν, ἀλλά εἶναι χωρίς λόγο, χωρίς νόημα, δέν ἀποσκοπεῖ σέ τίποτα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του ἀναφέρει τά χαρίσματα, τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια (Γαλ. ε´ 22-23). Ἡ σειρά μέ τήν ὁποία ἀπαριθμοῦνται ἔχει νόημα, δέν ἀναφέρθηκαν τυχαῖα: Τήν πίστη καί τήν ἐγκράτεια τίς βάζει στό τέλος. Ἡ ἀρχή εἶναι ἡ ἀγάπη, γιατί χωρίς αὐτήν δέν καταφέρνουμε τίποτα.
Ἄν ἔχω ὅλα τά χαρίσματα χωρίς τήν ἀγάπη, εἶναι ἀνώφελο. Ἄν ἔχω ὅμως ἀγάπη, ὅλα τά ὑπόλοιπα ἐννοοῦνται! Ὅποιος ἔχει ἀγάπη εἶναι χαρούμενος, εἰρηνικός, συγχωρεῖ, ἔχει αὐθεντική πίστη κι ἔτσι ἀποκτᾶ νόημα ἡ ἐγκράτεια. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό ἁλάτι γιά νά νοστιμίσει ἡ ζωή μας! Ἡ ἀγάπη εἶναι βασικό συστατικό τοῦ ἀνθρώπου γιατί τόν ἔπλασε ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη, ὁ Θεός. Καί τόν ἔπλασε μόνο νά ἀγαπᾶ. Γιά νά μήν εἶναι ὄμως ὁ Ἀδάμ μόνος του, γι’αὐτό ἔπλασε τήν Εὔα. Καί οἱ Πατέρες λένε: «Οὔτε στόν Παράδεισο μόνος σου». Γι᾿ αὐτό χρειάζεται κοινωνία, ἑνότητα μεταξύ μας. Ἑνωμένοι καί μέσα ἀπό τήν πίστη μας θά καταφέρουμε τά πάντα. Ὁ διχασμός ὁδηγεῖ στό διάβολο καί μᾶς προκαλεῖ θλίψη πού εἶναι πρόγευση τῆς κολάσεως.
Ἐμεῖς ἔχουμε χαρά γιατί ἔχουμε τό Χριστό μας· ἔχουμε χαρά γιατί ποθοῦμε τό Χριστό μας, βαδίζουμε πρός Αὐτόν. Κι ὅταν τό δοῦμε ἔτσι, ὁ ἀγώνας ὅσο δύσκολος, ὅσο κοπιαστικός, ὅσο βαρύς, ὅσο κακοτράχαλος κι ἄν εἶναι, εἶναι ὄμορφος γιατί βαδίζουμε πρός τό ποθούμενο καί πρέπει νά εἴμαστε χαρούμενοι, νά μήν εἴμαστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, γιατί τό κάνουμε ἐπειδή τό θέλουμε. Δέν ὑπάρχει τό «πρέπει»· ἐμεῖς τό βάζουμε γιά νά ταλαιπωρούμαστε. Ὑπάρχει μόνο τό θέλω, τό νιώθω, τό πιστεύω καί τό βιώνω. Τή στιγμή πού τά πιστεύω αὐτά τά πράγματα, τά κάνω, ἐπειδή θά μέ ὁδηγήσουν στή σωτηρία μου, νά δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Καί τό μέσο αὐτό πού θά μέ ὁδηγήσει μέ σιγουριά νά δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Παναγιά μας, εἶναι ἡ μητέρα μας. Ἡ Παναγιά εἶναι τό μόνο πρόσωπο πού εἶχε τόσο μεγάλη ἀγάπη γιατί δέχτηκε μέσα Της τήν ἴδια τήν Ἀγάπη, τό Χριστό. Νά φωνάξουμε τήν Παναγία: «Παναγιά μου, βοήθει μου, γιατί πιστεύω, ἀλλά εἶμαι ἄνθρωπος καί προσπαθῶ, ἀλλά πέφτω. Ὁδήγησέ με Ἐσύ πού ξέρεις, ὅπως ξέρεις καί μέ τόν τρόπο πού ξέρεις. Ἀλλά ἐγώ θά μείνω μέσα στήν ἀγκαλιά Σου γιατί θέλω τή ζεστασιά καί τή θαλπωρή τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».
Γιατί βέβαια τίποτα δέ μποροῦμε νά κατορθώσουμε χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται μέ τήν προσευχή· ὄχι ὅτι ὁ Θεός δέ θέλει ἀπό μόνος Του νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά σέβεται τήν ἐλευθερία μας· ὅπως ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν παρακοή πού μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν Παράδεισο, ἔτσι πρέπει τώρα ἀνά πᾶσα στιγμή, νά ζητᾶμε τήν βοήθειά Του· εἶναι ἀνάγκη νά καταλάβουμε καί νά ἐνστερνιστοῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά τό λόγο Του «ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»· «ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν» (Ἰωάν. ιε´ 5). Καί εἶναι χαρακτηριστικό, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτά τά λόγια ἀκούγονται στό Εὐαγγέλιο πού διαβάζουμε στούς πρώτους Χαιρετισμούς, στήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, γιατί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ θέλει νά μᾶς θυμίσει τό βασικό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας, τήν σύνδεση μέ τό Χριστό. Ἡ προσευχή, ὅπως ἔλεγε ἕνας Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι σάν τόν ἀσύρματο στόν πόλεμο· ὅπως μέ τόν ἀσύρματο ἐπικοινωνοῦμε μέ τό κέντρο κι ἔρχονται τά ἀεροπλάνα καί σκορπίζουν τίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, ἔτσι καί μέ τήν προσευχή ἔρχεται ἡ Παναγία, ὁ Χριστός καί διαλύουν τούς πειρασμούς.
Δέν μᾶς ἀφήνει καθόλου ὁ Θεός. Εἶναι συνέχεια κοντά μας. Φτάνει νά κάνουμε τό βῆμα· Αὐτός περιμένει. Ὅταν ξεκινήσουμε νά κάνουμε τό βῆμα, Αὐτός στέκεται ἀπέναντι. Μόλις σηκώσουμε τό πόδι, πρίν κἄν τό πατήσουμε νά γίνει τό πρῶτο βῆμα, Αὐτός ἔχει τρέξει. Ἔχει τρέξει καί μᾶς ἔχει ἀγκαλιάσει κι Αὐτός θά μᾶς ὁδηγεῖ. Μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι θέλουμε κι ἐμεῖς. Ἄς βάλουμε στήν καρδιά μας τό Χριστό, ἄς Τόν βάλουμε μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, μέ ἀπόλυτη πίστη.
Κι ὅταν Τόν βάλουμε στήν καρδιά μας, ἄς Τόν ἀφήσουμε πραγματικά Αὐτός νά μᾶς ὁδηγεῖ. Γιατί συνήθως βάζουμε μέ τήν πίστη μας δῆθεν τό Χριστό μέσα μας γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ἀλλά συνεχῶς ἐμεῖς Τοῦ κάνουμε ὑποδείξεις ποῦ νά μᾶς πάει· δέν ἀφήνουμε νά μᾶς πάει ὅπου θέλει Αὐτός. Γι᾿ αὐτό, γιά νά μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά τοῦ καθενός καί νά Τοῦ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, θά πρέπει ἡ καρδιά μας νά εἶναι κατάλληλη. Καί πῶς εἶναι κατάλληλη ἡ καρδιά; Ὅταν εἶναι συντετριμμένη, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός Δαβίδ «καρδίαν συντετριμμένην». Καί τί σημαίνει συντετριμμένη καρδιά; Συντρίμμια. Συντρίμμια τί εἶναι; Μιά εἰκόνα ἔχει γίνει ἄπειρα κομμάτια, τά ὁποῖα δέν μπορεῖς νά τά συναρμολογήσεις πλέον, ἔχει διαλυθεῖ. Ἔτσι πρέπει νά γίνει ἡ καρδιά μας. Ὅταν γίνει τόσο, τόσο πολλά συντρίμμια, θά ᾿χουμε φτάσει ἤδη στό σημεῖο νά κατανοήσουμε ὅτι εἴμαστε πλέον ἀνίκανοι νά κάνουμε κάτι χωρίς βοήθεια. Μόνο ἔτσι θά ἔρθει ὁ Θεός νά μείνει μέσα μας· γιατί διαφορετικά εἶναι ὁ ἐγωισμός πού δέ μᾶς ἀφήνει. Λέμε: «Ἐγώ θά τά καταφέρω, ἐγώ θά τόν σώσω αὐτόν, ἐγώ θά τόν βάλω στό δρόμο του, ἐγώ θά τόν βάλω στήν πορεία του, ἐγώ θά κάνω αὐτό, ἐγώ θά κάνω τό ἄλλο».
Ὁ Θεός; Δέ θά κάνει τίποτα; Δέν πρέπει νά κάνει τίποτα; Κι ἔρχεται ὁ Ἴδιος καί λέει στόν καθένα μας: «Σέ ἀπαλλάσσω ἀπό κάθε εὐθύνη· δέ θέλω νά κάνεις τίποτα ἐσύ. Ἐσύ μόνο νά ἀγαπᾶς καί νά πιστεύεις σέ μένα, νά μοῦ ᾿χεις ἐμπιστοσύνη. Ἄφησέ με ἐγώ νά σέ ὁδηγήσω». Αὐτό λέει.
Ἄλλη μιά προϋπόθεση γιά νά λάβουμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι νά ἔχουμε ἀγάπη. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀγάπη καί μέ προορισμό μόνο νά ἀγαπᾶ, γι᾿ αὐτό καί ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης, γιατί αὐτή μᾶς ἐξομοιώνει μέ τόν Πλάστη μας. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς λέει: «Ἐγώ, ἡ Ἀγάπη, νιώθω τέλεια, κι ἐπειδή θέλω κι ἐσεῖς νά νιώθετε ἔτσι, ἐπειδή σᾶς ἀγαπῶ, σᾶς δίνω ἐντολή, ἐντολή ὄχι παραγγελία, νά ἀγαπιέστε μεταξύ σας». Ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἀδελφός μας μᾶς δυσκολεύει μέ τή συμπεριφορά του, νά σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας εἶναι ὁ σταυρός μας. Ὅπως τόν σταυρό μας τόν βάζουμε ψηλά καί τόν προσκυνοῦμε, τόν βάζουμε στό στῆθος μας, ἔτσι καί τόν ἀδελφό μας.
Ἄς προσπαθήσουμε, ἀδελφοί μου, νά τά βροῦμε μεταξύ μας. Μή δειλιάζουμε στίς δυσκολίες καί τά προβλήματα. Ὑποχωρῶ στόν ἀδελφό μου καί μένω ἀνυποχώρητος στόν πειρασμό, δηλαδή στρέφω τόν ἐγωισμό μου ἐναντίον τοῦ πειρασμοῦ πού προσπαθεῖ νά μέ βγάλει ἀπό τήν προσπάθειά μου καί τήν πορεία μου, πού εἶναι νά συμπορευθῶ μέ ἁρμονία καί ἀγάπη μέ τόν συνάνθρωπό μου στό μονοπάτι τῆς ζωῆς, δίπλα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, μέ κοινό στόχο νά ἀξιωθοῦμε νά ἀκούσουμε τήν γλυκιά φωνή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά μᾶς καλεῖ: "Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου...".
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μιάν ἀπανθρωπία, ἐπιδιώκουμε νά ποδοπατήσουμε τόν ἄλλο. Ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς συγχωρεῖ τά ἄπειρα ἁμαρτήματα καί σφάλματά μας, ἐμεῖς πνίγουμε τόν ἀδελφό μας γιά τό παραμικρό, ὅπως ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς τῶν μυρίων ταλάντων ἔπνιγε τόν σύνδουλό του γιά λίγες δεκάρες, ἐνῶ ὁ κύριός του τοῦ εἶχε μόλις χαρίσει ἕνα τεράστιο χρέος μυρίων ταλάντων. Ἡ σκληροκαρδία πού ὑπάρχει σήμερα στόν κόσμο ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἀσχολούμαστε καθόλου μέ τήν καρδιά μας. Ἀσχολούμαστε μέ ὅλους τούς ἄλλους καί ὅλα τά ἐξωτερικά ἐρεθίσματα καί δέν προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τόν ἑαυτό μας. Ὅμως, ἄν ἀφήσουμε ἔστω καί τό παραμικρό ἀγκαθάκι στήν καρδιά μας, αὐτό γίνεται βάτος καί τήν ἀγκαλιάζει καί δέ μπορεῖ νά χαρεῖ, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήσει, γιατί μέ τή σύσπαση πού κάνει ὅταν σκιρτᾶ, τήν τσιμπᾶ τό ἀγκάθι καί πονάει, ὁπότε συνδυάζει τήν ἀγάπη καί τήν χαρά μέ τόν πόνο κι ἀρχίζει νά τήν ἀποφεύγει, μαζεύεται, συρρικνώνεται, σκληραίνει, ὥσπου στό τέλος ἡ καρδιά γίνεται πέτρα. Τότε λοιπόν, ὅταν προσπαθήσεις νά μιλήσεις μέ τήν καρδιά σου, μόνο πέτρες θά πετᾶς.
Ἐνῶ ὅταν ἀσχολούμαστε μέ τόν ἑαυτό μας, βγάζουμε τά τυχόν ἀγκάθια μας, τότε γίνεται καί ἡ καρδιά μαλακή καί μπορεῖ ν᾿ ἀγγίξει τόν ἄλλο· γιατί γιά ν᾿ ἀγγίξεις τόν ἄλλο, πρέπει νά μιλήσεις ἀπό τήν καρδιά σου, νά πιστεύεις δηλαδή αὐτό πού λές καί ν᾿ ἀγαπᾶς. Ὅλες μας οἱ κουβέντες πρέπει νά εἶναι ἐπικεντρωμένες στήν καρδιά.
Ὅταν μιλάει κανείς μόνο μέ τό μυαλό, τήν κοινή λογική, πέφτει σέ τοῖχο, στόν ἀέρα, γιατί δυστυχῶς ἡ λογική ἐρμηνεύεται ἀπό τόν καθένα διαφορετικά. Ἐνῶ ὅταν ἡ καρδιά δίνει ἐντολή στό στόμα, θά πάει κατευθείαν στήν καρδιά. Γιατί ἔχουν δικό τους τρόπο πού ἐπικοινωνοῦν. Καί μόνο μέ τίς καρδιές μποροῦν νά ἐπικοινωνοῦν οἱ ἄνθρωποι. Μετά τή Βαβέλ ὁ Θεός ἄφησε κοινή τή γλῶσσα τῆς καρδιᾶς γιά νά μποροῦν νά ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι. Κι ἐκεῖ πιά δέ μιλοῦν, ζωγραφίζουν μέσα στήν καρδιά, γιατί ἡ γλῶσσα τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Ἀγάπη εἶναι ὁ Χριστός, ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε μόνο γιά νά ἀγαποῦμε, γι᾿ αὐτό καί κάθε τι διαφορετικό ἀπό τήν ἀγάπη μᾶς προκαλεῖ στενοχώρια καί πανικό. Μόνο ἄν ἀγαποῦμε ξέρουμε νά ζοῦμε· ἀλλιῶς, δυστυχοῦμε. Μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά ξεπεράσουμε κάθε δυσκολία, μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά συμβιώσουμε, μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά διορθώσουμε ὅλες τίς ἀτέλειες, μόνο μέ τήν ἀγάπη μποροῦμε νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν ἄλλον.
Ὁπότε ὁ κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς, ἄς προσπαθήσουμε νά ἔχουμε τήν καρδιά μας καθαρή, ἁγνή, ὄμορφη, νά ἀφήνουμε τόν καθένα νά μπαίνει μέσα, νά εἶναι τό βασίλειό του, καί νά ἑτοιμάσουμε ὅλοι μαζί τίς καρδιές μας γιά νά δεχθοῦμε τόν Σωτῆρα μας Χριστό. Κι ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς πολιορκεῖ διαρκῶς μέ τήν ἀγάπη Του, νά πολιορκήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἀδελφό μας. Νά χτυπήσουμε πάλι καί πάλι τήν πύλη τῆς καρδιᾶς του μέ τήν ἀγάπη καί τότε θ᾿ ἀνοίξει. Ὅταν ἀνοίξει καί μποῦμε μέσα της, τότε τά πάντα εἶναι εὔκολα.
Ἐνῶ ὅσο ψαχνόμαστε, ὅσο σκεφτόμαστε, ὅσο προσπαθοῦμε νά δώσουμε ἐμεῖς μόνοι μας τίς λύσεις στά προβλήματα, δέν πρόκειται οὔτε σέ «γιατί» νά ἀπαντήσουμε, οὔτε τό πῶς, οὔτε τό πότε. Ὁ μόνος πού μπορεῖ νά τά ἀπαντήσει εἶναι ὁ Χριστός καί εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά δώσει τή λύση σέ ὅλα τά προβλήματα, φτάνει ἐμεῖς νά ἔχουμε πίστη καί ἐμπιστοσύνη. Φτάνει νά Τόν κοιτοῦμε στά μάτια, σάν τόν Πέτρο στή θάλασσα. Ὅταν περπάτησε πάνω στή θάλασσα ὁ Πέτρος, εἶχε καρφωμένα τά μάτια στό Χριστό καί πήγαινε πρός Αὐτόν. Ὅταν πρός στιγμήν ἄρχισε νά σκέφτεται «Ποῦ περπατάω; Τί κύματα εἶναι αὐτά; Εἶμαι πάνω στή θάλασσα; Εἶναι ἀληθινό;», ἄφησε τό βλέμμα του ἀπό τόν Χριστό καί τότε ἄρχισε νά βουλιάζει συνειδητοποιώντας ὅτι πνίγεται. Ξανά ὅμως ἔστρεψε τό βλέμμα του στό Χριστό καί Τοῦ φώναξε: «Βοήθεια, πνίγομαι». Κι ὁ Χριστός πολύ ἁπλά, ἅπλωσε τό χέρι Του καί τόν τράβηξε. Ἔτσι ἁπλά μᾶς περιμένει ὁ Χριστός ὅλους νά Τόν βάλουμε κι ἐμεῖς στήν ζωή μας, νά ἔχουμε καρφωμένα τά μάτια μας σ᾿ Αὐτόν, γιά νά ἀντέχουμε τά κύματα τῶν πειρασμῶν.
Γιά νά μπορέσουμε ὅμως νά Τόν βάλουμε στήν καρδιά μας, πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε μέ τόν ἑαυτό μας. Τότε θά δοῦμε τά ἐλαττώματά μας, γιά νά Τόν παρακαλέσουμε νά τά θεραπεύσει, ἀλλά καί τά τυχόν τάλαντά μας πού πρέπει νά δουλέψουμε γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε. Γιά νά ἀξιοποιήσω τά τάλαντά μου πρέπει νά ἀγαπήσω. Γιά νά ἀγαπήσω πρέπει νά δώσω, πρέπει νά θυσιαστῶ. Ἡ ἀγάπη θέλει θυσία. Θυσία τί σημαίνει; Θυσιάζεται κάποιος καταπατώντας τό ἐγώ του τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Ὁποιος ὑποχωρεῖ τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ἐνῶ φαίνεται δειλός στά μάτια τῶν ἄλλων, στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ πιό γενναῖος γιατί τά βάζει μέ τό μεγαλύτερο θηρίο, τόν ἐγωισμό του. Ὅταν θιχθεῖ ὁ ἐγωισμός μου, θά μοῦ πεῖ: «Ἐπάνω του! σοῦ εἶπε μιά κουβέντα ὁ ἄλλος ἐσύ 2!», γιατί θέλει ὁ ἐγωισμός μου νά εἶναι ἀπό πάνω. Ἐγωισμό ὅμως ἔχει καί ὁ ἄλλος και θά τοῦ πεῖ: «2 κουβέντες σοῦ εἶπε αὐτός; Ἐσύ 3!» καί οὕτω καθεξῆς, δηλαδή λόγια χωρίς νόημα καί σκοπό. Ἐνῶ ὅποιος ἀγαπᾶ, θυσιάζεται, ὑπομένει καί περιμένει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι τό μόνο σίγουρο στή γῆ.
Ὁ πειρασμός ὅμως μᾶς βάζει τή μάσκα τοῦ ἐγωισμοῦ, μᾶς κάνει νά εἴμαστε ὅλο τό χρόνο μεταμφιεσμένοι. Μεταμφιέζει τήν ψυχή πού ἔχει τήν ἀγάπη στή φύση της καί τῆς φορᾶ τό φόρεμα τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τήν κάνει νά φαίνεται καί νά ἐνεργεῖ τελείως διαφορετικά ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν πραγματικότητα, ἀπό αὐτό πού τῆς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως μόνο ὅταν ἔχεις ἀγάπη καταλαβαίνεις ποιός εἶσαι.
Βέβαια, ὡς ἄνθρωποι, δυσκολευόμαστε, ἀκόμα καί στά πιό ἁπλά. Εἴμαστε συχνά σάν τόν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ πού ζήτησε ἀπό τόν Χριστό νά τό θεραπεύσει, χωρίς ὅμως νά ἔχει ὁ ἴδιος τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Δέν πῆγε μέ ἀκράδαντη πίστη, γονατιστός νά ζητήσει τή θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του, ἀλλά εἶπε στό Χριστό: «Ἄν μπορεῖς». Κι ὁ Χριστός, τοῦ δείχνει ὅτι πρέπει κι ἐκεῖνος νά θέλει, λέγοντας: «Ἄν μπορεῖς νά πιστέψεις, τά πάντα εἶναι δυνατά» (Μάρκ. θ´ 23). Τότε ὁ πατέρας συνειδητοποιεῖ τήν ἔλλειψή του καί κραυγάζει: «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Βλέπουμε, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ Χριστός θεράπευε καί τίς ψυχές καί τά σώματα, δέν ἔβγαζε ἁπλῶς τά δαιμόνια ἤ ἀνάσταινε νεκρούς, ἀλλά θεράπευε καί τόν λογισμό. «Ἄς γίνει κατά τήν πίστη σου» ἔλεγε κάθε φορά σέ ὅποιον τοῦ ζητοῦσε βοήθεια, ὥστε νά πετύχει τό οὐσιαστικό ἀποτέλεσμα, τήν σύνδεση τοῦ ἀσθενοῦς μέ τό Θεό.
Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Θεό φαίνεται ἀπό τήν παρουσία Του στή ζωή μας. Καί μόνο πού ἀνοίγουμε τά μάτια μας τό πρωί, εἶναι ἕνα θαῦμα. Καί μόνο πού ζοῦμε καί ἀναπνέουμε ἀκόμα μέ τόσα πού κάνουμε καί τόσα πού ἔχουμε σκεφτεῖ, εἶναι θαῦμα. Εἶναι ἡ παρουσία Του, εἶναι ἡ ἀγάπη Του. Δέ μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Δέ μᾶς ἀφήνει. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Του, πού δέ μπορεῖ νά τήν καλύψει καμιά κακία, κανένα πάθος, οὔτε τοῦ διαβόλου οὔτε τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι πολύ μεγαλύτερη ἡ ἀγάπη Του. Αὐτός μᾶς ἔδινε ἀγάπη ἐμεῖς στόν Σταυρό, καί ἀπό ἐκεῖ πάνω παρά τήν μεγάλη ἀδικία, Αυτός πάλι μᾶς συγχωροῦσε. Γι᾿ αὐτό ἔχουμε ξεπεράσει τήν ἐλπίδα, τό στάδιο τῆς ἐλπίδας· προσωπικά, τό πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἔχουμε μπεῖ στό στάδιο τῆς βεβαιότητος γιά τήν σωτηρία, τήν ἀνάσταση.
Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση τοῦ ἀγώνα μας μέ τήν ἐλπίδα γιά τήν τελική νίκη ἀπεικονίζεται στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ὁποία εἶναι μικρογραφία τῆς ζωῆς, ὁ ἀγώνας μας, ὁ καθημερινός ἀγώνας σέ μικρογραφία· συμπυκνωμένη ὅλη μας ἡ ζωή, ἕνα πέρασμα ἀπό τά Πάθη στήν Ἀνάσταση.
Ἡ πορεία αὐτή ἔχει λύπες, ἀλλά καί χαρές: ὁ κόπος τῆς νηστείας, ὄχι μόνο στό φαγητό, ἀλλά στά πάθη γενικά, ὁ πειρασμός μέ τίς ποικίλες παγίδες του, ἀλλά καί ἡ παρηγοριά· ἡ παρηγοριά τῆς μάνας πάλι, τῆς μάνας Παναγιᾶς μέ τούς χαιρετισμούς, μιά ἀνάσα· τό Σαββατοκύριακο, πάλι μιά ἀνάσα. Χαίρεσαι, παίρνεις μιάν ἀνάσα, συνεχίζεις. Τί περιμένεις; Τήν ἀνάσταση. Ἔρχεται ὅμως ἡ ἀνάσταση. Εἶναι βέβαιο. Ζεῖς μέ τήν προσμονή τῆς ἀναστάσεως, ἀλλά εἶσαι καί βέβαιος ὅτι θά ᾿ρθει ἡ ἀνάσταση.
Καί τήν ἑπόμενη Παρασκευή πάλι οἱ Χαιρετισμοί γιά νά ἐνισχυθοῦμε, ἄν καί ἡ Παναγιά δέ μᾶς ἀφήνει ποτέ· μᾶς παρακολουθεῖ συνέχεια. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη πού θά μᾶς ὁδηγήσει στή μεγάλη ἀγκαλιά τοῦ Ἐσταυρωμένου πού μᾶς περιμένει μονίμως. Περιμένει νά μᾶς κλείσει στήν ἀγκαλιά Του, τήν γεμάτη ἀγάπη μέ τήν ὁποία λιώνουν καί ἐξαφανίζονται ὅλα τά πάθη, τά λάθη, τά μίση.
Φτάνουμε στή Μεγάλη Ἑβδομάδα, τό ἀποκορύφωμα τῆς Σαρακοστῆς· μεγαλύτερος κόπος, πόνος, ἀλλά μόλις δοῦμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἔχουμε ξεχάσει τά πάντα. Ἡ Ἀνάσταση, τό τέρμα τῆς Σαρακοστῆς, εἶναι νά δοῦμε τό Θεό· ἀποκατάσταση τῆς ἐπικοινωνίας μέ τό Θεό εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας. Τότε ξεχνᾶμε ὅλη τήν προηγούμενη λύπη· στήν Ἀνάσταση ξεχνᾶμε ὄχι μόνο τήν Σαρακοστή, ἀλλά καί τήν Μ. Παρασκευή, πού τή ζήσαμε πρίν ἀπό μιά μέρα. Ὅπως ἡ γυναίκα πού κυοφορεῖ, σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα, καί μάλιστα στό τέλος, ὑποφέρει, ἀλλά ὅταν γεννηθεῖ τό παιδί, ξεχνᾶ τά πάντα, κατά τήν παραβολή τοῦ Κυρίου μας, ἔτσι κι ἐμεῖς, στενοχωρούμεθα κατά τό διάστημα τοῦ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ πειρασμοῦ, ὅταν ὅμως φθάσουμε στήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεό, τότε κάθε λύπη ἐξαφανίζεται καί δίνει τή θέση της στή χαρά (βλ. Ἰωάν. ις´ 21-22).
Ἀλλά ἀκόμα καί τόν καιρό τοῦ ἀγώνα καί τῶν πειρασμῶν, τίποτα δέν πρέπει νά μᾶς στερεῖ τή χαρά. Νά πορευόμαστε μέ χαρά, ἀγάπη, εἰρήνη, μέ θάρρος καί τή βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔρχεται, γιά νά φτάσουμε ἐκεῖ πού ἤμασταν, μαζί μέ τόν ἅγιο Θεό, καθημερινά βλέπαμε τό πρόσωπό Του. Ὁ παράδεισός μας εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καί θά τό φτάσουμε. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ καλός Θεός μᾶς προσφέρει τήν ἀγάπη Του καί τήν χαρά, ἐπιτρέπει ὅμως καί τίς δοκιμασίες, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες, μέ τήν πίστη μας σ᾿ Αὐτόν, ἀποκτοῦμε σταθερότητα καί ἐπιμονή. Ἡ θλίψη μᾶς βοηθάει νά ἀποκτήσουμε ὑπομονή, ἡ ὑπομονή σταθερότητα, ἡ σταθερότητα ἐλπίδα καί ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν ἀπογοητεύει, δημιουργεῖ τήν βεβαιότητα, γιατί στηριζόμαστε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ρωμ.ε´ 3-5). Καί τί πιό ὡραῖο στήν ζωή μας ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο! Βεβαιότητα σωτηρίας!!!
Πρέπει ν᾿ ἀνοίξουμε τά μάτια μας, τά πνευματικά μάτια, καί νά δοῦμε τί μᾶς συμβαίνει, ποῦ εἴμαστε, τί θέλουμε, τί κάνουμε. Ἔχουμε ἕνα θεῖο δῶρο, τό χαμόγελο. Χαμογελᾶμε γιατί ὅ,τι κάνουμε τό κάνουμε γιατί τό θέλουμε, γιατί εἶναι ὁ Χριστός μας. Νηστεύουμε γιατί τό ἀγαποῦμε, γιά νά φτάσουμε τήν Ἀνάσταση· νά κάψουμε τά πάθη μας, ὄχι μόνο μέ τήν τροφή, ἀλλά καί τά πάθη πού εἶναι στήν ψυχή μας. Αὐτά δέν ἀνήκουν σέ μᾶς, εἶναι ξένα, μᾶς τά ἔδωσε ὁ πειρασμός. Πρέπει νά τά βγάλουμε ἀπό μέσα μας γιά νά ἐλευθερωθοῦμε, νά μπορέσουμε νά χαροῦμε τή ζωή μας, καί θά τά βγάλουμε· ἀρκεῖ νά τό θέλουμε.
Τά προβλήματα μέ τό χαμόγελο ἀντιμετωπίζονται εὐκολότερα, γιατί εἶναι ἡ ζωή μας. Καί τά προβλήματά μας εἶναι ἡ ζωή μας. Μάλιστα, οἱ παλαιοί ἀσκητές ἄν δέν εἶχαν πειρασμό, τό θεωροῦσαν ἐγκατάλειψη Θεοῦ. Ὁ διάβολος δέν ἔχει δικαίωμα μόνος του νά μᾶς πειράξει. Παίρνει παραχώρηση ἀπό τό Θεό. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, γιά νά δώσει τήν παραχώρηση, μέ ἔχει στό μυαλό Του, ἐμένα. Εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά μέ ἔχει στό νοῦ Του ὁ Θεός; Κι ὅμως μέ ἔχει. Τί μεγάλη τιμή! Γιατί νά μήν τό σκεφθῶ ἔτσι;
Ἐπίσης, ὅταν ἐπιστευθοῦμε τό Θεό πραγματικά, διώχνουμε τό ἄγχος. Ἄν προσπαθήσουμε νά ἑρμηνεύσουμε τό ἄγχος, θά δοῦμε ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔκφραση τοῦ ἐγωισμοῦ· σημαίνει ὅτι δέν ἐμπιστεύομαι κανέναν, δέ θέλω νά ζητήσω βοήθεια ἀπό κανέναν, ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τό Θεό. Δέν ἀγχώνομαι σημαίνει ὅτι ἐμπιστεύομαι ἀπόλυτα καί ἔχω παραδώσει τόν ἑαυτό μου στό Χριστό μου, στήν Παναγία μου καί ἠρεμῶ, γιατί πιστεύω πραγματικά. Ὅταν ὅμως ἀγχώνομαι, σημαίνει ὅτι δέν πιστεύω ἀπόλυτα, πραγματικά. Ἡ πίστη μου εἶναι χαλαρή. Ἀνθρώπινο βέβαια, δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά τό κάνεις πράξη. Πρέπει νά ἔρθει καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν εἴμαστε ἀγχωμένοι, δέν εἶναι ὁ ἑαυτός μας, εἶναι ἡ ἀρρώστια μας. Ὅταν εἴμαστε τρελλαμένοι, ὅταν εἴμαστε πανικόβλητοι, δέν εἴμαστε ἐμεῖς. Δέ μπορεῖ ὁ καλός Θεός νά μᾶς ἔπλασε ἀγχωμένους, νά μᾶς ἔπλασε τρελλούς, πανικόβλητους. Λίαν καλῶς ἐποίησε τά πάντα. Κι ἐμᾶς πολύ καλά μᾶς ἔκανε. Ὅλα τά ἄλλα τά κάναμε μόνοι μας, μέ τόν τρόπο σκέψης μας, μέ τήν ὄρεξη πού εἴχαμε γιά προσπάθεια... Θέλω νά προσπαθήσω; Προσπαθῶ. Ἄν δέ θέλω, δέν προσπαθῶ. Κάθομαι πίσω. Ἀλλά δέ μοῦ φταῖνε οἱ ἄλλοι μετά.
Χωρίς ἄγχος πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἠρεμοῦμε, ὁπότε ἔχουμε καθαρό μυαλό καί βλέπουμε τό Θεό. Μόλις ἠρεμήσεις, τότε μπορεῖς νά σκεφτεῖς. Ὅταν δέν ἠρεμεῖς, τά βλέπεις ὅλα θολά. Ξέρεις τί θέλεις νά κάνεις, ξέρεις τά πάντα, βλέπεις γύρω σου, ἀλλά δέν ξέρεις μέ ποιόν τρόπο. Ἔλεγα ἕνα παράδειγμα: Ἄν βγάλω λίγο τά γυαλιά μου, τά βλέπω ὅλα, ὅλους. Κι ἐσᾶς σᾶς βλέπω καί τί εἶναι καί νά πιάσω καί δουλειές κι ὅλα νά τά κάνω, ἀλλά τά βλέπω θολά ὅμως. Σέ λίγο θά κουραστῶ. Ὁπότε, τί θά κάνω; Θά καθήσω. Ἐνῶ ἡ ζωή θά προχωράει. Δέ θά μπορῶ νά ἔχω δυνάμεις. Ἐνῶ ἄν φορέσω τά γυαλιά μου, πάλι τά ἴδια βλέπω, ἀλλά καθαρά, χωρίς θάμπωμα. Τά γυαλιά εἶναι ἡ ἠρεμία. Τό θάμπωμα εἶναι ὁ πανικός.
Κι ἀκόμα, ὅταν δέν ἔχουμε ἄγχος, μποροῦμε νά βοηθήσουμε καί τούς γύρω μας. Μέ τήν προσπάθειά μας δίνουμε ἐλπίδα· ὁ ἤρεμος μεταδίδει εἰρήνη, ἐνῶ ὁ ἀγχωμένος ταραχή. Ὁ καθένας κινεῖται ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐνέργειας πού διαθέτει. Αὐτό πού ἔχει κανείς μέσα του αὐτό δίνει.
Εἶναι καλό ἐπίσης νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι τά πάντα στή ζωή εἶναι ἕνα ρίσκο. Ὅταν σηκώνομαι τό πρωί νά πάω στή δουλειά μου δέν ξέρω τί θά μοῦ συμβεῖ, δέν ἔχω την δυνατότητα νά γνωρίζω τό μέλλον. Δέ σταματάω ὅμως. Προχωρῶ. Καί ἡ πίστη στό Θεό εἶναι ἕνα ρίσκο· τό Θεό δέν Τόν εἶδα, δέν Τόν ἄγγιξα· ὅ,τι ξέρω γι᾿ Αὐτόν εἶναι ἀπό ἀκούσματα, βιώματα καί τά βιβλία· ρισκάρω σημαίνει ὅτι τολμῶ καί ἐμπιστεύομαι τό Θεό· ἐμπιστεύομαι ὅλη μου τή ζωή στό Θεό καί τοῦ λέω: «Ὁδήγησέ με στή σωτηρία, ὁδήγησέ με κοντά Σου, γιά νά βλέπω τό πρόσωπό Σου». Αὐτό εἶναι τό ρίσκο στή ζωή μας. Αὐτό εἶναι τό θάρρος πού πρέπει νά δείχνουμε. Βλέπουμε πολλοί ὅτι μόλις ἀρχίζουν οἱ δυσκολίες ἀπελπιζόμαστε. Ποῦ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη στό Θεό;
Ἐνῶ μέ τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί τήν παράδοσή μας σ᾿ Αὐτόν, ὅλη ἡ ζωή μας κυλᾶ μέσα στόν παράδεισο. Ὁ Θεός ξέρει μέ ποιό τρόπο θά ἐπέμβει στή ζωή μας. Ἐμεῖς τό μόνο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά Τόν ἐμπιστευόμαστε, ὅπως ἐμπιστευόμαστε τό γιατρό. Ὅταν πᾶμε στό νοσοκομεῖο καί πρέπει νά γίνει ἐπέμβαση, δέ φεύγουμε, παρ᾿ ὅλο πού γνωρίζουμε ὅτι ὁ γιατρός θά μᾶς κόψει, ἀλλά τόν ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε καί τό Θεό γιά τή ζωή μας καί τή σωτηρία μας.
Νά Τόν ἐμπιστευόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σκεφτεῖτε, ἐάν οἱ Ἀπόστολοι ἔκαναν δεύτερη σκέψη, ἴσως σήμερα νά μήν εἴχαμε Ἀποστόλους. Αὐτοί ὅμως στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου "εὐθέως", δηλαδή χωρίς δεύτερη σκέψη, Τόν ἀκολούθησαν. Δέν εἶπαν "Ἄς μαζέψω τά ὑπόλοιπα δίχτυα", ἤ "Νά ἐνημερώσω τόν πατέρα ἤ τήν γυναίκα ἤ τά παιδιά μου", ἀλλά τά ἄφησαν ὅλα καί Τόν ἀκολούθησαν. Ἀκολούθησαν ποιόν ὅμως; Ἕναν ἄγνωστο- δέν τούς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀκόμη. Αὐτό πού τούς ἔκανε αὐθόρμητα νά Τόν ἀκολουθήσουν ἦταν τό θεϊκό Του βλέμμα, ἡ θεϊκή Του μορφή, ἡ θεϊκή Του φωνή! Ὅταν τούς εἶπε "Ἀκολούθει μοι", ἡ καρδιά τους κατάλαβε ὅτι ἦταν γνώριμη αὐτή ἡ φωνή, ἦταν ἡ φωνή τοῦ Δημιουργοῦ πού μόνο ἡ καρδιά μας μπορεῖ νά τήν ἀναγνωρίσει, γιατί αὐτή ἡ φωνή ἀκούσθηκε τήν στιγμή τῆς Δημιουργίας, "ποιήσωμεν άνθρωπον", καί αὐτή ἡ φωνή εἶναι χαραγμένη στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτή ἡ φωνή μᾶς συνοδεύει στήν ζωή μας δίνοντας θάρρος καί παρηγοριά! Αὐτή τήν φωνή δέν θέλει νά ἀκοῦμε ὁ διάβολος, καί μᾶς δημιουργεῖ πανικό, ταραχή, ἀδιέξοδα στήν σκέψη καί τό μυαλό μας! Ἄς ἐμπιστευθοῦμε αὐτήν τήν γλυκειά φωνή, τήν "γνώριμη" στήν καρδιά μας, καί "εὐθέως", χωρίς δεύτερη σκέψη, νά ἀκολουθήσωμε τά βήματά της, πού ὁδηγοῦν ἀπό τόν Σταυρό στήν Ἀνάσταση!
Κι ἄν πέσουμε, πάλι ὁ Θεός θά σταθεῖ μπροστά μας μέ τήν ἀγάπη Του, θά μᾶς δώσει ἄλλη εὐκαιρία γιά νά ἀνταποκριθοῦμε, εὐθέως. Κι ἔτσι, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σβήνει τήν ἐλπίδα καί ἑδραιώνει τήν βεβαιότητα. Στό Γολγοθᾶ ὑπῆρχαν τρεῖς σταυροί. Ὁ ἕνας ληστής ζήτησε συγχώρηση καί βρῆκε τή σωτηρία, ὁ ἄλλος ὄχι. Στό χέρι μας εἶναι νά μετατρέψουμε τό σταυρό πού σηκώνουμε σέ σταυρό σωτηρίας, ζητώντας συγχώρηση ἀπό τό Θεό.
Λέμε συνήθως: «Ἔβαλε ὁ πειρασμός τήν οὐρά του», ἀλλά δέ λέμε: «Θά βάλει ὁ Θεός τό χέρι Του», γιά νά πάρουμε ἐλπίδα καί δύναμη. Τό διαπιστώνουμε ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀφοῦ ἔχουμε ταλαιπωρηθεῖ ἄδικα, ὅτι ὁ Θεός μᾶς βοήθησε. Ἄν πιστέψουμε ὅτι θά βάλει ὁ Θεός τό χέρι Του, ἠρεμοῦμε, ὁπότε ξεπερνᾶμε εὐκολότερα τό πρόβλημα. Δέν τό κάνουμε καί γι᾿ αὐτό εἴμαστε συνεχῶς σέ ἔνταση. Πρέπει νά ἠρεμήσουμε γιά νά μποροῦμε νά ποῦμε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον». Ὁ Χριστός περιμένει νά ἐπέμβει στή ζωή μας ὅταν ἐμεῖς Τοῦ τό ζητήσουμε. Μᾶς ἔχει πλάσει ὁ καλός Θεός ἐλεύθερους γιά νά ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα. Θέλει νά γίνουμε δοῦλοι Του, ὄχι νά μᾶς κάνει δούλους Του. Ἐμεῖς, μέ τήν ἐπιλογή τή δική μας.Ὅταν τοῦ πῶ «Κύριε, ἐλέησον», τί σημαίνει; «Ἔλα στή ζωή μου», Τόν καλῶ. Πρέπει ἐγώ νά κάνω τό βῆμα, νά μέ δεῖ γιά νά ᾿ρθει. Μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐλευθερία! Μόνο ἕνας Θεός θά μποροῦσε νά πλάσει ἕνα ὄν καί νά τό ἀφήσει τόσο ἐλεύθερο, ὥστε νά Τόν σταυρώσει! Ἐμεῖς θέλουμε νά ἐπιβάλουμε τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ὅμως δέν ἐπιβάλλεται, βιώνεται.
Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής στούς Ἀδελφούς Καραμαζώφ τοῦ Ντοστογιέφσκυ κατηγορεῖ τόν Χριστό γιατί ἄφησε τούς ἀνθρώπους ἐλεύθερους, ἐνῶ αὐτό πού τούς χρειάζεται γιά νά εὐτυχήσουν εἶναι «θαύματα, μυστήριο καί αὐθεντία» καί δηλώνει ὅτι ὁ ἴδιος ἀνήκει σέ μιά μερίδα ἀνθρώπων πού ἀνέλαβαν νά «διορθώσουν αὐτό τό λάθος» τοῦ Χριστοῦ ἐπιβάλλοντας στούς ἀνθρώπους τήν τάξη. Ἄν βάλει ὁ καθένας μας τόν ἑαυτό του στή θέση τοῦ Ἱεροεξεταστῆ, θά διαπιστώσουμε ὅτι κι ἐμεῖς πολλές φορές προσπαθοῦμε νά ἐπιβάλουμε στούς ἄλλους αὐτό πού θεωροῦμε σωστό, «διορθώνοντας» τό Θεό καί μένοντας ἀνένδοτοι στίς θέσεις μας, παρά τό ἄγγιγμα τῆς ἀγάπης Του.
Ὅταν ἀφήσουμε τήν καρδιά μας ἐλεύθερη, ὅλα τά ἄλλα ἔρχονται μόνα τους. Εἶναι ἀνάγκη νά κινούμαστε ἐλεύθερα. Κλείνεις τά μάτια σου καί προχωρᾶς· ὅσο τά ἔχεις ἀνοιχτά, σκοντάφτεις. Σκοντάφτεις σ᾿ αὐτά πού πᾶς καί βλέπεις καί τά παρατηρεῖς κι ἀρχίζεις τό «γιατί» καί μετά σοῦ γίνεται συνήθεια καί τό ψάχνεις ἀκόμη περισσότερο. Ἐνῶ ἄν τ᾿ ἀφήσεις ἐλεύθερα, εἶσαι ἐλεύθερος κι ἐσύ. Πολύ σημαντικό αὐτό. Ὅσο πιό ἁπλά ζοῦμε, τόσο πιό πολύ ἀγγίζουμε τήν τελειότητα. Ὅσο πιό πολύπλοκα, μέ τή σκέψη δηλαδή, τόσο ἀπομακρυνόμαστε. Γιατί σοῦ τραβᾶνε τό μυαλό καί οἱ σκέψεις κι ἀρχίζεις καί μπλέκεις. Καί τί εἶπες καί γιατί τό ᾿πες καί γιατί τό ᾿κανες καί μοῦ τό ᾿πες καί σοῦ τό ᾿πα καί μπλέκεις μετά· ἡ μιά κουβέντα θά φέρει τήν ἄλλη. Ἐνῶ ζῆσε πιό ἁπλά... καί πολλές φορές κάνεις μιά προσπάθεια νά ζήσεις ἁπλά, ὄντως, καί οἱ ἄλλοι δέ σέ πιστεύουν. Δέ σέ πιστεύουν μέ τίποτα. Ἀλλά, ἄν ὄντως ζεῖς ἁπλά, δέ στενοχωριέσαι. Ἄς μή πιστέψουν ὅλοι. Φτάνει νά κάνεις προσπάθεια, τήν ἐπανεκκίνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό.
Ἀλλά κι ὅταν πέφτουμε, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀπογοητευόμαστε. Δέν ὑπάρχει στή ζωή μας οὔτε ἀδιέξοδο, οὔτε κατάθλιψη, οὔτε στενοχώρια· μόνο ἄν τό ἐπιτρέπουμε ἐμεῖς, ἤ ἄν τό θέλουμε ἐμεῖς. Εἶναι ἀνάγκη συνεχῶς νά προχωροῦμε. Νά μή μένουμε στήν πτώση μας, ἀλλά νά λέμε: «Σκόνταψα, ἔπεσα, σηκώθηκα»· αὐτά ἀνήκουν στό παρελθόν -τώρα; περπατάω. Ὑπάρχει μιά τρέλλα στόν κόσμο γιατί θέλουμε νά ἑρμηνεύουμε τά πάντα, μᾶς ἀρέσουν τά περίπλοκα πράγματα καί σκεφτόμαστε πολύ, μέ συνέπεια νά κουράζουμε τόν ἑαυτό μας εὔκολα, ἀλλά καί τούς ἄλλους. Ἕνα πράγμα πρέπει νά καταλάβουμε ὅλοι, ὅτι δέν χρειάζεται νά τά καταλαβαίνουμε ὅλα, δέν ἔχει νόημα καί δέ μᾶς συμφέρει γιά τήν ψυχική μας εἰρήνη καί γαλήνη.
Ἡ ζωή μας μπορεῖ νά ἔχει θλίψεις, μπορεῖ νά ἔχει πειρασμούς, στενοχώριες, ἀλλά ἔχει καί χαρές. Δέν εἶναι δυνατόν οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες νά καλύπτουν τίς χαρές. Οἱ χαρές εἶναι πολύ πιό ὄμορφες γιατί ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἀγωνιζόμαστε ὀμορφαίνει τήν ζωή μας. Ἀγωνιζόμαστε νά ἐπιστρέψουμε στόν Παράδεισο, στήν ἀνεμπόδιστη ἐπικοινωνία μέ τό Θεό μας, νά βλέπουμε τό πρόσωπό Του, κι ὁ σκοπός αὐτός εἶναι ἱερός, εἶναι ὡραῖος, εἶναι ὄμορφος, εἶναι τέλειος αὐτός ὁ σκοπός. Ὁπότε ἡ ἀγωνία μας καί ὁ ἀγώνας μας ἔχει ἕνα νόημα, ἄρα πορευόμαστε μέ χαρά.
Γιά παράδειγμα, στόν πόλεμο τοῦ ᾿40 πήγαιναν στό μέτωπο οἱ στρατιῶτες μας, μιά μικρή ὁμάδα, νά τά βάλουν μέ δυό αὐτοκρατορίες. Κι ἐνῶ πήγαιναν σέ βέβαιο θάνατο, ἀποχαιρετοῦσαν τούς δικούς τους μέ τό χαμόγελο στά χείλη. Καί τό πιό συγκλονιστικό, μέ τήν πεποίθηση ὅτι θά ἐπιστρέψουν. Τί ἦταν αὐτό πού τούς ἔδινε θάρρος νά κάνουν αὐτή τήν «τρέλλα»; Ἡ πίστις τους στό Θεό καί τά ἰδανικά τῆς πατρίδος. Καί βλέπουμε πῶς ἐνεργοῦσε ἡ ἴδια ἡ Παναγία καί τούς ἐνίσχυε!
Ἔτσι εἴμαστε κι ἐμεῖς στήν πορεία. Δέ μπορεῖ ἡ ζωή μας νά εἶναι μόνο χαρές. Ἡ ζωή μας πάλι δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο λύπες. Εἶναι καί τά δύο. Γιά φανταστεῖτε μιά ζωή ἄσπρη, ὅλο ἄσπρο· ἀνιαρό, κουραστικό. Γιά φανταστεῖτε μιά ζωή ὅλο μαῦρο· κατάθλιψη σκέτη. Γιά φανταστεῖτε ὅμως μιά ζωή πολύχρωμη· πανέμορφο πράγμα.
Λοιπόν, τό πολύχρωμο εἶναι ἡ ζωή μας· διότι εἶναι ἡ χαρά μας. Εἶναι ὀμορφιά. Καί πολλές φορές ὅταν μᾶς στερεῖ κάτι τό ὁποῖο τό χαιρόμαστε, ἀγωνιζόμαστε· τό ἐκτιμοῦμε βέβαια περισσότερο, τότε, ὅταν τό χάσουμε, καί ἀγωνιζόμαστε ἀκόμη περισσότερο νά τό ἀποκτήσουμε. Κι ἀποκτάει νόημα ὁ ἀγώνας μας. Καί χαιρόμαστε. Δέ μέ νοιάζει ἄν κοπιάζω. Ἀγάπη μέχρι τελευταίας στιγμῆς, μέχρι νά τό κερδίσω. Κι ὅταν τό κερδίσω, ζῶ πάλι τή χαρά μου μέ κάτι τό ὁποῖο, ἐνῶ τό εἶχα πρίν, τώρα τό ἀποκτῶ πάλι, τό ἴδιο πράγμα, καί τό χαίρομαι ἀκόμη περ agioritikesmnimes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ινδία: Συνελήφθησαν 1.000 άτομα που έδιναν "σκονάκι" σε εξεταζόμενους
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα σημαντικότερα διατροφικά μειονεκτήματα της νηστείας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ