2012-05-03 19:22:01
Τρεις μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές επικρατεί αναστάτωση μετά το κλίμα που έχει διαμορφωθεί για την επιστροφή διορισμών των δικαστικών αντιπροσώπων, αλλά και με το ζήτημα της φορολόγησης ή μη της δικαστικής αποζημίωσης.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, ενόψει του φόβου δικαστικοί αντιπρόσωποι να αρχίσουν να επιστρέφουν ομαδικά τους διορισμούς τους, λόγω της φορολόγησης της εκλογικής αποζημίωσης, απέστειλε εγκύκλιο προς τους εφόρους αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής και τους εισαγγελείς Πρωτοδικών, στην οποία υπογραμμίζει ότι όσοι παρέλαβαν το διορισμό τους δεν μπορούν να τον αποποιηθούν.
Ο κ. Τέντες υπογραμμίζει στην εγκύκλιό του ότι «παρατηρείται το φαινόμενο δικαστικοί αντιπρόσωποι εμφανιζόμενοι ενώπιον των εισαγγελικών αρχών να εκδηλώνουν πρόθεση αποποιήσεως του διορισμού τους διά της επιστροφής του εγγράφου διορισμού τους μετά την παραλαβή του».
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός υπενθυμίζει ότι «οι τακτικοί και αναπληρωτές αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής, μη έχοντες το δικαίωμα αποποιήσεως του διορισμού τους, είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται στον τόπο του διορισμού τους δύο ημέρες πριν από την ψηφοφορία και να εκτελούν εγκαίρως και επιμελώς τα καθήκοντά τους».
Επομένως, σημειώνει ο κ. Τέντες, «οι εισαγγελείς Πρωτοδικών δεν πρέπει να δέχονται επιστροφές διοριστηρίων αλλά αντιθέτως οφείλουν να υποδεικνύουν στους δικαστικούς αντιπροσώπους τις ως άνω υποχρεώσεις τους, υπενθυμίζοντας σε αυτούς τις πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες, που υπέχουν στην περίπτωση που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Τέντε, οι έφοροι θα πρέπει: «α) Να γνωστοποιούν στους αρμόδιους εισαγγελείς Πρωτοδικών τα πλήρη στοιχεία όσων δικαστικών αντιπροσώπων δεν προσέρχονται αδικαιολόγητα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους επειδή η άρνησή τους αυτή είναι αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 118 παρ. 3 του Π.Δ. 26/2012, β) σε περίπτωση που εξαντληθεί ο αριθμός των αναπληρωματικών δικαστικών αντιπροσώπων και υπάρχουν εκλογικά τμήματα χωρίς δικαστικό αντιπρόσωπο, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 9 του παραπάνω Π.Δ. 26/2012: 1) να διορίζουν ως αντιπροσώπους πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 68 του Π.Δ. 26/2012 τα οποία βρίσκονται στην περιφέρειά τους, αφού προηγουμένως ζητήσουν σχετικά στοιχεία ταυτότητα από τα Πρωτοδικεία, τους Δικηγορικούς Συλλόγους και την περιφέρεια και 2) να χρησιμοποιούν δικαστικούς αντιπροσώπους από όμορες περιφέρειες μετά από σχετική αίτησή τους και εντολή του εφόρου στην περιφέρεια του οποίου αυτοί έχουν διοριστεί».
Υπενθυμίζεται ότι σε εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών υπογραμμίζεται ότι η εκλογική αποζημίωση υπόκειται σε νόμιμες κρατήσεις, καθώς και σε φορολογία εισοδήματος. Ταυτόχρονα ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωαννίνων Ευστάθιος Βεργώνης στην από 2 Μαΐου 2012 διάταξή του επισημαίνει ότι η εκλογική αποζημίωση απαλλάσσεται από οποιοδήποτε φόρο, εισφορά ή κράτηση υπέρ τρίτων. Τη νομοθετική αντίφαση και τις αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις που υπάρχουν στο ζήτημα της φορολόγησης ή όχι της ειδικής εκλογικής αποζημίωσης επισημαίνει ο πρόεδρος του ΔΣΑ Γ. Αδαμόπουλος σε επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών Φίλιππο Σαχινίδη, με την οποία τον καλεί να «επανεξετάσει άμεσα το ζήτημα και να αναθεωρήσει τις εισπρακτικού χαρακτήρα πρακτικές του».
Πάντως, προσθέτει ο κ. Αδαμόπουλος, εάν τελικά αποφασιστεί από την κυβέρνηση η φορολόγηση της εκλογικής αποζημίωσης, τότε οι δικαστικοί αντιπρόσωποι θα πρέπει από το ακαθάριστο ποσό να αφαιρέσουν τις δαπάνες τους (διατροφή, ξενοδοχεία κ.λπ.).
Από την πλευρά της η Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΔΥΕ), αφού επισημαίνει και αυτή με τη σειρά της τη νομοθετική αντίφαση στο ζήτημα της φορολόγησης της εκλογικής αποζημίωσης, καλεί το αρμόδιο υπουργείο «να αναλογισθεί τον άτοπο και παράλογο χαρακτήρα της φορολόγησης και να προβεί άμεσα -έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή- σε σημαντική αναπροσαρμογή προς τα πάνω των καταβαλλόμενων ποσών προκειμένου να ανταποκρίνονται επαρκώς και αξιοπρεπώς στο μέτρο των θεσμικών καθηκόντων που πρόκειται να ασκηθούν».
24wro
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, ενόψει του φόβου δικαστικοί αντιπρόσωποι να αρχίσουν να επιστρέφουν ομαδικά τους διορισμούς τους, λόγω της φορολόγησης της εκλογικής αποζημίωσης, απέστειλε εγκύκλιο προς τους εφόρους αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής και τους εισαγγελείς Πρωτοδικών, στην οποία υπογραμμίζει ότι όσοι παρέλαβαν το διορισμό τους δεν μπορούν να τον αποποιηθούν.
Ο κ. Τέντες υπογραμμίζει στην εγκύκλιό του ότι «παρατηρείται το φαινόμενο δικαστικοί αντιπρόσωποι εμφανιζόμενοι ενώπιον των εισαγγελικών αρχών να εκδηλώνουν πρόθεση αποποιήσεως του διορισμού τους διά της επιστροφής του εγγράφου διορισμού τους μετά την παραλαβή του».
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός υπενθυμίζει ότι «οι τακτικοί και αναπληρωτές αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής, μη έχοντες το δικαίωμα αποποιήσεως του διορισμού τους, είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται στον τόπο του διορισμού τους δύο ημέρες πριν από την ψηφοφορία και να εκτελούν εγκαίρως και επιμελώς τα καθήκοντά τους».
Επομένως, σημειώνει ο κ. Τέντες, «οι εισαγγελείς Πρωτοδικών δεν πρέπει να δέχονται επιστροφές διοριστηρίων αλλά αντιθέτως οφείλουν να υποδεικνύουν στους δικαστικούς αντιπροσώπους τις ως άνω υποχρεώσεις τους, υπενθυμίζοντας σε αυτούς τις πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες, που υπέχουν στην περίπτωση που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Τέντε, οι έφοροι θα πρέπει: «α) Να γνωστοποιούν στους αρμόδιους εισαγγελείς Πρωτοδικών τα πλήρη στοιχεία όσων δικαστικών αντιπροσώπων δεν προσέρχονται αδικαιολόγητα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους επειδή η άρνησή τους αυτή είναι αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 118 παρ. 3 του Π.Δ. 26/2012, β) σε περίπτωση που εξαντληθεί ο αριθμός των αναπληρωματικών δικαστικών αντιπροσώπων και υπάρχουν εκλογικά τμήματα χωρίς δικαστικό αντιπρόσωπο, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 9 του παραπάνω Π.Δ. 26/2012: 1) να διορίζουν ως αντιπροσώπους πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 68 του Π.Δ. 26/2012 τα οποία βρίσκονται στην περιφέρειά τους, αφού προηγουμένως ζητήσουν σχετικά στοιχεία ταυτότητα από τα Πρωτοδικεία, τους Δικηγορικούς Συλλόγους και την περιφέρεια και 2) να χρησιμοποιούν δικαστικούς αντιπροσώπους από όμορες περιφέρειες μετά από σχετική αίτησή τους και εντολή του εφόρου στην περιφέρεια του οποίου αυτοί έχουν διοριστεί».
Υπενθυμίζεται ότι σε εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών υπογραμμίζεται ότι η εκλογική αποζημίωση υπόκειται σε νόμιμες κρατήσεις, καθώς και σε φορολογία εισοδήματος. Ταυτόχρονα ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωαννίνων Ευστάθιος Βεργώνης στην από 2 Μαΐου 2012 διάταξή του επισημαίνει ότι η εκλογική αποζημίωση απαλλάσσεται από οποιοδήποτε φόρο, εισφορά ή κράτηση υπέρ τρίτων. Τη νομοθετική αντίφαση και τις αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις που υπάρχουν στο ζήτημα της φορολόγησης ή όχι της ειδικής εκλογικής αποζημίωσης επισημαίνει ο πρόεδρος του ΔΣΑ Γ. Αδαμόπουλος σε επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών Φίλιππο Σαχινίδη, με την οποία τον καλεί να «επανεξετάσει άμεσα το ζήτημα και να αναθεωρήσει τις εισπρακτικού χαρακτήρα πρακτικές του».
Πάντως, προσθέτει ο κ. Αδαμόπουλος, εάν τελικά αποφασιστεί από την κυβέρνηση η φορολόγηση της εκλογικής αποζημίωσης, τότε οι δικαστικοί αντιπρόσωποι θα πρέπει από το ακαθάριστο ποσό να αφαιρέσουν τις δαπάνες τους (διατροφή, ξενοδοχεία κ.λπ.).
Από την πλευρά της η Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΔΥΕ), αφού επισημαίνει και αυτή με τη σειρά της τη νομοθετική αντίφαση στο ζήτημα της φορολόγησης της εκλογικής αποζημίωσης, καλεί το αρμόδιο υπουργείο «να αναλογισθεί τον άτοπο και παράλογο χαρακτήρα της φορολόγησης και να προβεί άμεσα -έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή- σε σημαντική αναπροσαρμογή προς τα πάνω των καταβαλλόμενων ποσών προκειμένου να ανταποκρίνονται επαρκώς και αξιοπρεπώς στο μέτρο των θεσμικών καθηκόντων που πρόκειται να ασκηθούν».
24wro
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η σοφία αναζητείται
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ