2012-05-04 15:21:25
Φωτογραφία για Τουρκία: Μια αναδυόμενη... υπερδύναμη
του George Friedman

Η Τουρκία αναδύεται και πάλι ως σημαντική περιφερειακή δύναμη. Κατά μια έννοια, βρίσκεται σε διαδικασία επιστροφής στη θέση που κατείχε πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αποτελούσε την έδρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όμως, αν και ο παραλληλισμός με την Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει επιφανειακή αξία στην κατανόηση της κατάστασης, δεν καταφέρνει να συνυπολογίσει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο παγκόσμιο σύστημα και στην περιοχή. Ως εκ τούτου, για να κατανοηθεί η στρατηγική της Τουρκίας, πρέπει να κατανοηθούν πρώτα οι συνθήκες στις οποίες βρίσκεται σήμερα η χώρα.

Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον περιορισμό της τουρκικής εδαφικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία και σε ένα κομμάτι στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Αυτή η μείωση του εδάφους απάλλαξε την Τουρκία από την υπερδιευρυμένη θέση που προσπαθούσε να διατηρήσει ως μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την αραβική χερσόνησο μέχρι τα Βαλκάνια.


Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία ευθυγράμμισε και πάλι τα συμφέροντά της με την ισχύ της. Αν και η χώρα ήταν πολύ μικρότερη, έγινε παράλληλα πολύ λιγότερο ευάλωτη σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το πρόβλημα της Ρωσίας 

 

Την ίδια ώρα, υπήρχε ένα κοινό σημείο που συνέδεε τις δύο περιόδους: ο φόβος λόγω της Ρωσίας.

Από την πλευρά της, η Ρωσία πλήττονταν από μια σοβαρή στρατηγική ευπάθεια. Τα λιμάνια της -δηλαδή η Αγία Πετρούπολη, το Βλαδιβοστόκ, το Μούρμανσκ και η Οδησσός- ήταν προσβάσιμα μόνο μέσω στενών τα οποία ελέγχονταν από πιθανώς εχθρικές δυνάμεις.

Οι Βρετανοί είχαν μπλοκάρει διάφορα δανέζικα στενά, οι Ιάπωνες μπλόκαραν την πρόσβαση στο Βλαδιβοστόκ και οι Τούρκοι την πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η εθνική πολιτική της Ρωσίας επικεντρώωνόταν στην επανάκτηση του ελέγχου του Βοσπόρου τόσο για να αποτρέψει ένα μπλοκάρισμα, όσο και για να δείξει τη δύναμή της στη Μεσόγειο.

Έτσι, οι Ρώσοι είχαν ιδιαίτερο συμφέρον να αλλάξουν την τουρκική εδαφική κυριαρχία. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Οθωμανοί συμμάχησαν με τους Γερμανούς, οι οποίοι μάχονταν τους Ρώσους. Την περίοδο του μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Σοβιετικοί είτε ήταν αποδυναμωμένοι είτε είχαν αλλού στραμμένη την προσοχή τους, η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη μέχρι τον Φεβρουάριο του 1945, όταν κήρυξε πόλεμο κατά του Άξονα.

Μετά τον πόλεμο, όταν οι Σοβιετικοί ήταν ισχυροί και επιχείρησαν κρυφά να αποσταθεροποιήσουν τόσο την Τουρκία όσο και την Ελλάδα, οι Τούρκοι σύναψαν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ.

Από το 1945 μέχρι το 1991 η Τουρκία ήταν κλειδωμένη σε μια σχέση με τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ακολουθούσαν μια στρατηγική περιορισμού της Σοβιετικής Ένωσης σε μια νοητή γραμμή που εκτεινόταν από τη Νορβηγία μέχρι το Πακιστάν.

Η Τουρκία αποτελούσε ένα στοιχείο-κλειδί, διότι ήλεγχε τον Βόσπορο, αλλά και γιατί μια Τουρκία που θα τασσόταν υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης θα άνοιγε την πόρτα για άμεση σοβιετική πίεση στο Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία. Μια Τουρκία που είτε θα συμμαχούσε με τη Σοβιετική Ένωση είτε θα επηρεάζονταν από αυτήν, θα «\έσπαζε το κέντρο του αμερικανικού συστήματος περιορισμού, αλλάζοντας την ισορροπία δυνάμεων. Μαζί με τη Γερμανία, η Τουρκία ήταν το κλειδί για τη στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Από την τουρκική άποψη, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Οι Σοβιετικοί είχαν αναδυθεί από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια εξαιρετικά ισχυρή θέση. Η Δυτική Ευρώπη ήταν σε συντρίμμια, η Κίνα είχε γίνει κομμουνιστική και το πλεόνασμα της στρατιωτικής δυνατότητας των Σοβιετικών, παρά τις μαζικές καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου, ξεπερνούσε την ικανότητα των κρατών της περιφέρειας -συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας- να αντισταθούν. Δεδομένης της αξίας του Βοσπόρου και της Μικράς Ασίας στους Σοβιετικούς, η Τουρκία είχε θεμελιώδη σημασία. Καθώς οι Τούρκοι δεν μπορούσαν από μόνοι τους να χειριστούν το θέμα των Σοβιετικών, η χώρα σύναψε μια εξαιρετικά σφιχτή και αμοιβαία επωφελή σχέση με τις ΗΠΑ.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία ήταν στρατηγικά ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Σοβιετικούς στον Βορρά και δύο «πελάτες» των Σοβιετικών -τη Συρία και το Ιράκ- στον Νότο.

Το Ισραήλ τραβούσε την προσοχή της Συρίας από την Τουρκία. Όμως αυτή η στρατηγική λογική διαλύθηκε το 1991 με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Στο μεταξύ, η Ένωση είχε κατακερματιστεί. Οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τον νότιο Καύκασο και τα Βαλκάνια και οι εξεγέρσεις στον βόρειο Καύκασο καθήλωσαν τον ρωσικό στρατό. Η Αρμενία, η Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Ανεξάρτητο κράτος έγινε και η Ουκρανία, θολώνοντας έτσι το καθεστώς του Ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στην Κριμαία. Για πρώτη φορά από τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, η Τουρκία είχε απαλλαγεί από τον φόβο της για τη Ρωσία.

Ο καθοριστικός παράγοντας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είχε εξαφανιστεί και, μαζί με αυτόν και η τουρκική εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Η μετασοβιετική αλλαγή

Χρειάστηκε καιρός για να αναγνωρίσουν οι Τούρκοι και οι Αμερικάνοι την αλλαγή. Η σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ παρέμεινε ανέπαφη για αρκετό καιρό μετά την αλλαγή του στρατηγικού περιβάλλοντος που είχε οδηγήσει στη συμμαχία των δύο πλευρών. Οι συνεχιζόμενες προσπάθειές της να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίστηκαν. Η σχέση της με το Ισραήλ παρέμεινε ανέπαφη ακόμα και μετά τη χαλάρωση της θέση της Αμερικής για προώθηση των τουρκοϊσραηλιτικών στρατηγικών δεσμών.

Είναι πολύ πιο εύκολο να δημιουργηθεί μια στρατηγική πολιτική εάν υπάρχει μια ξεκάθαρη απειλή, παρά εάν υπάρχει μια σειρά ακαθόριστων ευκαιριών. Για την Τουρκία, οι ευκαιρίες γίνονταν όλο και πιο εμφανείς, όμως ο καθορισμός του πώς θα γινόταν η εκμετάλλευσή τους αποτελούσε πρόκληση. Για τη χώρα, το βασικό σημείο καμπής αποτέλεσε το 2003 και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.

Από την άποψη της Τουρκίας, η εισβολή δεν ήταν απαραίτητη, απειλούσε να ενισχύσει το Ιράν και δημιουργούσε εγχώρια πολιτικά προβλήματα. Για πρώτη φορά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι όχι μόνο αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αμερικανική πρωτοβουλία, αλλά παράλληλα εμπόδισαν τους Αμερικάνους από το να χρησιμοποιήσουν τουρκικό έδαφος για την εισβολή στο Ιράκ.

Η Τουρκία ερχόταν αντιμέτωπη με μια κατάσταση όπου η σχέση της με τις ΗΠΑ αποδεικνυόταν πιο επικίνδυνη από την απειλή την οποία θα απέτρεπε η συμμαχία με την υπερδύναμη.

Και αυτό αποδείχθηκε το σημείο καμπής στη μετασοβιετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Άπαξ και η Τουρκία αποφάσισε να μη συνεργαστεί με τις ΗΠΑ -κάτι που αποτελούσε βασική της προτεραιότητα για δεκαετίες- η εξωτερική πολιτική της δεν μπορούσε ποτέ πια να είναι η ίδια. Βέβαια, το γεγονός ότι η Τουρκία αψήφησε τις ΗΠΑ δεν έφερε τη συντέλεια του κόσμου. Μάλιστα, καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος στο Ιράκ, οι Τούρκοι μπορούσαν θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους πιο σοφούς από τους Αμερικάνους στο θέμα αυτό και οι Αμερικάνοι δύσκολα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το αντίθετο.

Έτσι, η Τουρκία μπορούσε πλέον να εξετάσει και άλλες σχέσεις. Μια εμφανής επιλογή ήταν η σύνδεση με την Ευρώπη, οι ηγέτιδες δυνάμεις της οποίας ήταν επίσης αντίθετες με την αμερικανική εισβολή.

Αυτό το κοινό σημείο, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό για να μπορέσει η χώρα να κερδίσει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διάφοροι λόγοι, μεταξύ των οποίων ο φόβος της μαζικής τουρκικής μετανάστευσης και η εχθρότητα με την Ελλάδα, στάθηκαν εμπόδιο. Το θέμα της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. δεν αφορούσε μόνο την εξωτερική πολιτική της. Για τους κοσμικούς, συμβόλιζε την ιδέα της Τουρκίας ως ευρωπαϊκής χώρας, προσηλωμένης στις ευρωπαϊκές αξίες.

Όμως η απόφαση για την ένταξή της δεν ήταν στο χέρι της. Τελικά, η ευρωπαϊκή απόφαση για αποκλεισμό της Τουρκίας άφησε τη χώρα με πιο δυναμική οικονομία σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές και χωρίς ευθύνη για το ελληνικό χρέος.

Η αποτυχία της ένταξης στην Ευρώπη και η μεταβολή των σχέσεων με τις ΗΠΑ από αναγκαίες σε συζητήσιμες (αν και επιθυμητές) ανάγκασαν τελικά την Τουρκία να δημιουργήσει μια μεταψυχροπολεμική στρατηγική. Αυτή η στρατηγική βασιζόταν σε τρία γεγονότα.

Πρώτον, η Τουρκία δεν είχε να αντιμετωπίσει καμία άμεση υπαρξιακή απειλή και ακόμα και οι δευτερεύουσες απειλές ήταν διαχειρίσιμες.

Δεύτερον, η Τουρκία αναπτυσσόταν ταχύτατα σε οικονομικό επίπεδο και είχε τον πιο ισχυρό στρατό στην περιοχή της.

Και τρίτον, η Τουρκία περικυκλωνόταν από όλο και πιο ασταθείς και επικίνδυνους γείτονες.

Στο Ιράκ και τη Συρία υπήρχε αστάθεια. Το Ιράν γινόταν όλο και πιο διεκδικητικό, ενώ ένας πόλεμος μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ ή και των ΗΠΑ παρέμενε πιθανός. Η περιοχή του Καυκάσου ήταν ήσυχη, όμως η ρωσική εισβολή στη Γεωργία το 2008 και οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας εξακολουθούσαν να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες. Τα Βαλκάνια είχαν ησυχάσει μετά τον πόλεμο στο Κόσσοβο, όμως η περιοχή παρέμενε υποανάπτυκτη και πιθανώς ασταθής. Τον τελευταίο χρόνο, η Βόρεια Αφρική έγινε ασταθής, η Ρωσία έγινε πιο διεκδικητική και οι ΗΠΑ άρχισαν να εμφανίζονται πιο απόμακρες και απρόβλεπτες.

Τρεις διαδικασίες καθορίζουν τη στρατηγική της Τουρκίας: Η πρώτη είναι η αύξηση της σχετικής της ισχύος. Σε μια περιοχή αποσταθεροποιητικών δυνάμεων, η σχετική ισχύς της Τουρκίας αυξάνεται, δίνοντας έτσι νέες επιλογές στην Άγκυρα. Η δεύτερη αφορά τους πιθανούς κινδύνους που ενέχει για τα τουρκικά συμφέροντα η αποσταθεροποίηση, ενώ η τρίτη είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε διαδικασία επανακαθορισμού του ρόλου τους στην περιοχή, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, και δεν μπορούν να θεωρούνται πλέον σταθερή και προβλέψιμη δύναμη.

Το μεταβατικό στάδιο

Η Τουρκία αναδύεται ως μια μεγάλη δύναμη. Δεν έχει γίνει ακόμα, για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμένων θεσμών για τη διαχείριση των περιφερειακών ζητημάτων, μιας πολιτικής βάσης που δεν είναι ακόμα έτοιμη να δει τη χώρα ως μεγάλη δύναμη ή να στηρίξει τις περιφερειακές παρεμβάσεις, και μια περιφέρεια που δεν είναι ακόμα έτοιμη να δει την Τουρκία ως επωφελή, σταθεροποιητική δύναμη. Για να μετατραπεί οποιαδήποτε δύναμη σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη χρειάζονται να γίνουν πολλά βήματα. Και η Τουρκία τώρα αρχίζει να κάνει αυτά τα βήματα.

Στην παρούσα φάση, η τουρκική στρατηγική βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο. Δεν έχει πλέον τη θέση που κατείχε την ψυχροπολεμική περίοδο, ως απλώς μέρος ενός συμμαχικού συστήματος, ούτε όμως έχει βάλει τις βάσεις μιας ώριμης περιφερειακής πολιτικής. Δεν μπορεί να ελέγξει την περιφέρεια και δεν μπορεί να αγνοήσει αυτό που γίνεται.

Η περίπτωση της Συρίας είναι διδακτική. Η χώρα είναι γείτονας της Τουρκίας και η αστάθεια στη Συρία μπορεί να επηρεάσει την Τουρκία. Δεν υπάρχει καμία διεθνής συμμαχία που να είναι έτοιμη να λάβει μέτρα για να σταθεροποιήσει τη Συρία. Ως εκ τούτου, η Άγκυρα τηρεί μια στάση στην οποία από τη μια αποφεύγει να λάβει ανοιχτά δράση, από την άλλη όμως κρατά ανοιχτές τις επιλογές της στην περίπτωση όπου η κατάσταση γίνει ανυπόφορη γι' αυτήν.

Η Τουρκία έχει δύο βασικά εσωτερικά ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει καθώς θα προχωρά:

Το πρώτο είναι οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των κοσμικών και των κληρικών. Αυτό το θέμα είναι εσωτερικό, αλλά κατά καιρούς γίνεται και πρόβλημα για την εξωτερική πολιτική της χώρας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους εξτρεμιστές ισλαμιστές, όπου η οποιαδήποτε ένδειξη ισλαμικής θρησκοληψίας μπορεί να θέσει σε κατάσταση συναγερμού τις μη ισλαμικές δυνάμεις και να αλλάξει τη συμπεριφορά τους απέναντι στην Τουρκία.

Το άλλο πρόβλημα είναι το PKK.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ενδημικό στις περισσότερες κοινωνίες σήμερα, ενώ καθορίζει και την αμερικανική πολιτική. Το PKK, από την άλλη, είναι ένα μοναδικό πρόβλημα. Το κουρδικό διασταυρώνεται με τα περιφερειακά προβλήματα. Για παράδειγμα, το ερώτημα του μέλλοντος του Ιράκ περιλαμβάνει την έκταση της αυτονομίας της κουρδικής περιοχής του Ιράκ, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει τους Τούρκους Κούρδους. Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Τουρκία είναι ότι όσο εξακολουθεί να υφίσταται το κουρδικό οι ξένες δυνάμεις που αντιτίθενται στην άνοδο της Τουρκίας θα δουν τους Κούρδους ως τουρκική αδυναμία και θα μπορούσαν να θεωρήσουν κρυφές παρεμβάσεις στις κουρδικές περιοχές ευκαιρία να υπονομεύσουν την τουρκική δύναμη.

Η Τουρκία είναι ήδη επιφυλακτική σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες της Συρίας και του Ιράν να την περιορίσουν μέσω των Κούρδων ανταρτών. Όσο πιο πολύ ενισχύεται η Τουρκία, τόσο πιο άβολα θα αισθάνονται κάποιοι στην περιφέρειά της, και αυτό ουσιαστικά αυξάνει την ευπάθειά της σε εξωτερικές παρεμβάσεις.

Ως εκ τούτου, πρέπει να επιλύσει το κουρδικό θέμα, αφού οι περιφερειακές αναταραχές και οι διαχωρισμοί που πυροδοτούνται από τους εξωτερικούς εχθρούς θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη δύναμή της και να αντιστρέψουν την τρέχουσα τάση της να γίνει μεγάλη δύναμη.

Υπάρχει ένα παράδοξο: όσο πιο ισχυρό γίνεται ένα κράτος, τόσο πιο ευάλωτο μπορεί να γίνει. Η Τουρκία πιθανότατα ήταν πιο ασφαλής από το 1991 μέχρι σήμερα, απ’ ό,τι μπορεί να είναι όταν γίνει μεγάλη δύναμη. Την ίδια ώρα, δεν είναι ασφαλές να αποτελεί απλώς μικρό σύμμαχο σε μια παγκόσμια δύναμη, που παίρνει ρίσκα σε άλλες χώρες.

Η ιδέα της ασφάλειας μεταξύ των εθνών είναι μακροπρόθεσμα απατηλή. Δεν έχει διάρκεια. Η τρέχουσα στρατηγική της Τουρκίας είναι η ιδέα της ασφάλειας να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι θα αφήσει τα γεγονότα γύρω της να ακολουθήσουν την πορεία τους με τη λογική υπόθεση ότι προς το παρόν το αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων δεν απειλεί τόσο όσο θα την απειλούσε μια παρέμβασή. Όμως, αυτή είναι μια μεταβατική πολιτική.

Η αστάθεια στα νότια, η διεύρυνση της σφαίρας επιρροής του Ιράν, η ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στον Καύκασο και η πιθανότητα κάποια στιγμή οι ΗΠΑ να αλλάξουν και πάλι την πολιτική τους στη Μέση Ανατολή και να προσπαθήσουν να προσελκύσουν και πάλι την Τουρκία στη συμμαχία τους είναι παράγοντες που εμποδίζουν τη μεταβατική αυτή πολιτική να γίνει μόνιμη.

Η Τουρκία είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση ακριβώς επειδή είναι σε θέση να μελετήσει τη μεταβολή της από μικρή χώρα σε μεγάλη δύναμη. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον διότι η συμπεριφορά τους είναι σε γενικές γραμμές προβλέψιμη. Όμως, η διαχείριση μιας μετάβασης στην εξουσία είναι πολύ πιο δύσκολη από την άσκηση της εξουσίας. Η μεταβατική εξουσία αφορά τη διατήρηση της ισορροπίας όταν όλος ο κόσμος γύρω σου βρίσκεται σε χαοτική κατάσταση.

Οι πιέσεις που ασκεί αυτό σε μια κοινωνία και σε μια κυβέρνηση είναι τεράστιες. Φέρνει στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες και δοκιμάζει όλες τις δυνάμεις. Και για την Τουρκία θα χρειαστεί αρκετός καιρός ώστε η μετάβαση να οδηγήσει σε σταθερή πλατφόρμα ισχύος.

πηγή: euro2day.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ