2015-05-06 12:18:49
To 2002 το περιοδικό ΤΙΜΕ σύστησε στο ευρύ κοινό έναν άγνωστο μέχρι τότε όρο που έμελλε να απασχολήσει έκτοτε ειδικούς κι επιστήμονες ακόμα και το ίδιο το FBI. Αναφερόμαστε στον όρο CSI effect και στην επιρροή που ασκούν οι σειρές τύπου CSI στην κοινωνία Το φαινόμενο CSI effect σχετίζεται κυρίως με την εσφαλμένη εντύπωση που έχει δημιουργηθεί στον απλό τηλεθεατή για το πως εξιχνιάζεται ένα έγκλημα. Ιδιαίτερα στις χώρες που εφαρμόζεται το αγγλοσαξονικό δίκαιο (όπου οι ένορκοι είναι απλοί πολίτες κι αυτοί αποφασίζουν περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου) το CSI effect αποτελεί ένα πρωτοφανές πρόβλημα. Οι ένορκοι οι οποίοι συχνά έχουν παρακολουθήσει αρκετά τέτοιου είδους σειρές, αποκτούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν σε μια δίκη. Έχουν την πεποίηθηση πως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται περισσότερο προηγμένη τεχνολογία, σαν κι αυτήν που έχουν δει στις σειρές (DNA test, ταυτοποίηση αποτυπωμάτων κ.α.) και πολύ συχνά τείνουν να αποφασίζουν την αθωότητα του κατηγορουμένου όταν δεν υπάρχει επιστημονικό τεκμήριο, ακόμα κι όταν όλα τα άλλα στοιχεία υποδεικνύουν την ενοχή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλο και περισσότερα εγκλήματα να παραμένουν ατιμώρητα.
Για να μην κάνεις εσύ τον Σέρλοκ, δες εδώ την ιστορία ενός πραγματικού ντετέκτιβ:
Ταυτόχρονα, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως τα αποτελέσματα των επιστημονικών τεστ είναι αλάνθαστα, κάτι που έχει αποδειχθεί επανειλημμένως πως δεν ισχύει. Οι ένορκοι εστιάζουν ιδιαίτερα στα αποτελέσματα των εργαστηριακών τεστ υπονομεύοντας άλλα αθωωτικά ή ενοχοποιητικά στοιχεία που παρουσιάζονται. Είναι ενδιαφέρον πως πρόσφατα το ίδιο το FBI παραδέχθηκε πως συχνά οι αναλύσεις τους είναι ελαττωματικές.
Ένα επιπλέον σοβαρό θέμα που προκύπτει από το φαινόμενο CSI effect, είναι το κατά πόσο αυτές οι σειρές εκπαιδεύουν τους εν δυνάμει εγκληματίες να καλύψουν καλύτερα τα ίχνη τους. Γνωρίζοντας πλέον τον τρόπο που δουλεύουν και συλλέγουν στοιχεία οι ερευνητές, γίνονται πιο προσεκτικοί στα ίχνη που αφήνουν πίσω. Αν και αρκετοί ειδικοί θεωρούν μη ρεαλιστικές αυτές τις σειρές και πως το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει, επικρατεί η ανησυχία πως η δημοσιοποίηση των τρόπων λειτουργίας των αρχών βοηθάει στη διαμόρφωση και βελτιστοποίηση του modus operandi (μέθοδος δράσης) κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη τη διαλεύκανση της κάθε υπόθεσης.
Απ'την άλλη πλευρά, το CSI effect μπορεί να έχει και τα θετικά του. Έχει αναγκάσει τους κατήγορους και τους αστυνομικούς να είναι πιο απαιτητικοί κι ενημερωμένοι διεξάγοντας πληρέστερες έρευνες κι έχει προσελκύσει περισσότερους νέους στην επιστήμη της εγκληματολογίας. Επίσης, έχει διευκολύνει την παρουσίαση επιστημονικών στοιχείων στους ενόρκους αφού τους είναι πλέον οικεία η ορολογία και η διαδικασία, παρόλο που δεν αντιλαμβάνονται πάντα τη διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και «ποιητικής αδείας» που χρησιμοποιείται συχνά σε αυτές τις σειρές.
Το CSI effect αναφέρεται στην επίδραση αυτών των σειρών στην κοινωνία και κυρίως στο δικαστικό σύστημα. Ποιό είναι όμως αυτό το στοιχείο που κάνει εμάς να παρακολουθούμε φανατικά αυτού του τύπου τις σειρές; Είναι φυσιολογικό ή μήπως κάτι δεν πάει καλά με εμάς; Είναι πιθανό το CSI effect να αποκτήσει και μια πιο σκοτεινή διάσταση με πρωταγωνιστές τους fans αυτών των σειρών; Μιλήσαμε με την εγκληματολόγο Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου για να μας καθησυχάσει.
VICE: Γνωρίζοντας την επίδραση της τηλεόρασης στη ζωή μας, αναρωτάται κανείς κατά πόσο οι σειρές τύπου CSI θα μπορούσαν να «γεννήσουν» έναν εγκληματία.
Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου: Μέχρι τώρα κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί ερευνητικά. Η τηλεόραση, αν και μας περνάει ασυνείδητα μηνύματα, γενικά δεν θεωρείται γενεσιουργός αιτία εγκλήματος. Η τέλεση εγκλήματος είναι ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Το άτομο που θα επηρεαστεί παίρνοντας ιδέες από κάποιο επεισόδιο για να τελέσει ένα έγκλημα, πρόκειται για άτομο κάποιας βαριάς ψυχοπαθολογίας που έχει περάσει τη λεπτή γραμμή κι έχει ήδη αποφασίσει να εγκληματίσει.
Μια ιστορία ή ένας ήρωας με τον οποίο ίσως ταυτιστεί κάποιος τηλεθεατής, θα μπορούσε να τον προτρέψει προς το έγκλημα;
Ακόμα και η ενδεχόμενη ταύτιση με κάποιο επεισόδιο ή κάποιον ήρωα, δεν θεωρείται αρκετά σημαντικός παράγοντας ώστε να εγκαθιδρυθεί η ιδέα ενός εγκλήματος. Αντιθέτως, μια άλλη άποψη υποστηρίζει πως μέσω της ταύτισης εκτονώνονται τα αρνητικά συναισθήματα και οι αρνητικές σκέψεις κι έτσι ελαττώνεται γενικότερα η επιθετικότητα.
Μπορεί λοιπόν οι σειρές τύπου CSI να μην «σπρώχνουν» κάποιον στο έγκλημα, η υπερπροβολή όμως αυτών των σειρών δεν έχει κανένα αρνητικό αντίκτυπο;
Η απευαισθητοποίηση, που επέρχεται σταδιακά, απέναντι στη βία και στο έγκλημα αποτελεί σίγουρα ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Όταν έχεις συνηθίσει στις πολύ σκληρές εικόνες που συνήθως προβάλλουν αυτές οι σειρές, η πραγματικότητα που σπάνια είναι πιο hardcore παύει να σε κλονίζει κι έτσι όλα μετατρέπονται σε θέαμα.
Κάτι σαν αυτό που συνέβη σε γεγονότα όπως οι Δίδυμοι Πύργοι και το τσουνάμι της Ταϋλάνδης όπου παρακολουθούσαμε με ανεξήγητη μανία πλάνα από ανθρώπους που έπεφταν φλεγόμενοι στο κενό ή κείτονταν παραμορφωμένοι;
Είναι γεγονός πως οι εικόνες καταστροφής προκαλούν μια ιδιαίτερη γοητεία σε αρκετό κόσμο. Το να ιντριγκάρεσαι από ένα αρνητικό γεγονός ή συναίσθημα κρατώντας μια ασφαλή απόσταση από αυτό, θεωρείται κάτι το φυσιολογικό. Εδώ, ίσως να μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Paul Rozin «Benign masochism» (Καλοήθης μαζοχισμός), η ικανοποίηση δηλαδή που αντλεί ένα άτομο βιώνοντας αρνητικά συναισθήματα. Αυτό το διπολικό συναίσθημα, του να βρίσκεις κάτι αποκρουστικό αλλά ταυτόχρονα και γοητευτικό θεωρείται υγιές και σχετίζεται με την έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια η οποία μας εξελίσσει ως ένα βαθμό. Εάν για κάποιους λόγους η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει προς το γοητευτικό χωρίς το αίσθημα της απέχθειας ή της αποστροφής, τότε έχουμε να κάνουμε με μια ανησυχητική περίπτωση.
Ποιος είναι τελικά ο λόγος που βλέπουμε φανατικά τέτοιες σειρές αντί να αποζητάμε κάτι πιο ευχάριστο για την ψυχαγωγία μας;
Αρχικά, είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως εδώ γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για πραγματικό γεγονός ή ακόμα κι όταν πρόκειται για αληθινή ιστορία, δεν βλέπουμε τις πραγματικές εικόνες. Μια αρκετά απλοϊκή εξήγηση είναι πως αυτές οι σειρές ξυπνάνε τον «Σέρλοκ» που κρύβουμε όλοι μέσα μας «εγώ θα βρω τον ένοχο, θα λύσω το γρίφο» ενώ ταυτόχρονα κρατάμε ασφαλή απόσταση από αυτό που παρακολουθούμε. Μια αλλη, πιο περίπλοκη, προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η σχέση που προσπαθούμε να αναπτύξουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας με τον θάνατο. Σε ό,τι αφορά το θάνατο ο άνθρωπος είχε πάντα μια ενδόμυχη περιέργεια. Θέλει να μάθει τα πάντα γι'αυτόν κι αφού δεν μπορεί να τον αποφύγει, προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει. Με την παρακολούθηση τέτοιων θεαμάτων έρχεται πιο κοντά στην ιδέα του θανάτου. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως μια μέθοδος θεραπείας. Όσο πιο συχνά και κοντά έρχεσαι σε αυτόν , τόσο συνηθίζεις στην ιδέα του, τόσο τον εκλογικεύεις και τόσο ξορκίζεις τον φόβο.Και ίσως αυτό είναι το ζητούμενο τελικά.
Η Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου σπούδασε Κοινωνική Λειτουργός στο Τ.Ε.Ι. Αθηνών, απέκτησε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης MSc στην Εγκληματολογία και Ποινικό Δίκαιο και είναι Υποψήφια Διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση Αντεγκληματική Πολιτική. Επίσης, είναι εισηγήτρια σεμιναρίων εγκληματολογίας του κέντρου Περί Ψυχής.
Πηγή Tromaktiko
Για να μην κάνεις εσύ τον Σέρλοκ, δες εδώ την ιστορία ενός πραγματικού ντετέκτιβ:
Ταυτόχρονα, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως τα αποτελέσματα των επιστημονικών τεστ είναι αλάνθαστα, κάτι που έχει αποδειχθεί επανειλημμένως πως δεν ισχύει. Οι ένορκοι εστιάζουν ιδιαίτερα στα αποτελέσματα των εργαστηριακών τεστ υπονομεύοντας άλλα αθωωτικά ή ενοχοποιητικά στοιχεία που παρουσιάζονται. Είναι ενδιαφέρον πως πρόσφατα το ίδιο το FBI παραδέχθηκε πως συχνά οι αναλύσεις τους είναι ελαττωματικές.
Ένα επιπλέον σοβαρό θέμα που προκύπτει από το φαινόμενο CSI effect, είναι το κατά πόσο αυτές οι σειρές εκπαιδεύουν τους εν δυνάμει εγκληματίες να καλύψουν καλύτερα τα ίχνη τους. Γνωρίζοντας πλέον τον τρόπο που δουλεύουν και συλλέγουν στοιχεία οι ερευνητές, γίνονται πιο προσεκτικοί στα ίχνη που αφήνουν πίσω. Αν και αρκετοί ειδικοί θεωρούν μη ρεαλιστικές αυτές τις σειρές και πως το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει, επικρατεί η ανησυχία πως η δημοσιοποίηση των τρόπων λειτουργίας των αρχών βοηθάει στη διαμόρφωση και βελτιστοποίηση του modus operandi (μέθοδος δράσης) κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη τη διαλεύκανση της κάθε υπόθεσης.
Απ'την άλλη πλευρά, το CSI effect μπορεί να έχει και τα θετικά του. Έχει αναγκάσει τους κατήγορους και τους αστυνομικούς να είναι πιο απαιτητικοί κι ενημερωμένοι διεξάγοντας πληρέστερες έρευνες κι έχει προσελκύσει περισσότερους νέους στην επιστήμη της εγκληματολογίας. Επίσης, έχει διευκολύνει την παρουσίαση επιστημονικών στοιχείων στους ενόρκους αφού τους είναι πλέον οικεία η ορολογία και η διαδικασία, παρόλο που δεν αντιλαμβάνονται πάντα τη διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και «ποιητικής αδείας» που χρησιμοποιείται συχνά σε αυτές τις σειρές.
Το CSI effect αναφέρεται στην επίδραση αυτών των σειρών στην κοινωνία και κυρίως στο δικαστικό σύστημα. Ποιό είναι όμως αυτό το στοιχείο που κάνει εμάς να παρακολουθούμε φανατικά αυτού του τύπου τις σειρές; Είναι φυσιολογικό ή μήπως κάτι δεν πάει καλά με εμάς; Είναι πιθανό το CSI effect να αποκτήσει και μια πιο σκοτεινή διάσταση με πρωταγωνιστές τους fans αυτών των σειρών; Μιλήσαμε με την εγκληματολόγο Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου για να μας καθησυχάσει.
VICE: Γνωρίζοντας την επίδραση της τηλεόρασης στη ζωή μας, αναρωτάται κανείς κατά πόσο οι σειρές τύπου CSI θα μπορούσαν να «γεννήσουν» έναν εγκληματία.
Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου: Μέχρι τώρα κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί ερευνητικά. Η τηλεόραση, αν και μας περνάει ασυνείδητα μηνύματα, γενικά δεν θεωρείται γενεσιουργός αιτία εγκλήματος. Η τέλεση εγκλήματος είναι ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Το άτομο που θα επηρεαστεί παίρνοντας ιδέες από κάποιο επεισόδιο για να τελέσει ένα έγκλημα, πρόκειται για άτομο κάποιας βαριάς ψυχοπαθολογίας που έχει περάσει τη λεπτή γραμμή κι έχει ήδη αποφασίσει να εγκληματίσει.
Μια ιστορία ή ένας ήρωας με τον οποίο ίσως ταυτιστεί κάποιος τηλεθεατής, θα μπορούσε να τον προτρέψει προς το έγκλημα;
Ακόμα και η ενδεχόμενη ταύτιση με κάποιο επεισόδιο ή κάποιον ήρωα, δεν θεωρείται αρκετά σημαντικός παράγοντας ώστε να εγκαθιδρυθεί η ιδέα ενός εγκλήματος. Αντιθέτως, μια άλλη άποψη υποστηρίζει πως μέσω της ταύτισης εκτονώνονται τα αρνητικά συναισθήματα και οι αρνητικές σκέψεις κι έτσι ελαττώνεται γενικότερα η επιθετικότητα.
Μπορεί λοιπόν οι σειρές τύπου CSI να μην «σπρώχνουν» κάποιον στο έγκλημα, η υπερπροβολή όμως αυτών των σειρών δεν έχει κανένα αρνητικό αντίκτυπο;
Η απευαισθητοποίηση, που επέρχεται σταδιακά, απέναντι στη βία και στο έγκλημα αποτελεί σίγουρα ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Όταν έχεις συνηθίσει στις πολύ σκληρές εικόνες που συνήθως προβάλλουν αυτές οι σειρές, η πραγματικότητα που σπάνια είναι πιο hardcore παύει να σε κλονίζει κι έτσι όλα μετατρέπονται σε θέαμα.
Κάτι σαν αυτό που συνέβη σε γεγονότα όπως οι Δίδυμοι Πύργοι και το τσουνάμι της Ταϋλάνδης όπου παρακολουθούσαμε με ανεξήγητη μανία πλάνα από ανθρώπους που έπεφταν φλεγόμενοι στο κενό ή κείτονταν παραμορφωμένοι;
Είναι γεγονός πως οι εικόνες καταστροφής προκαλούν μια ιδιαίτερη γοητεία σε αρκετό κόσμο. Το να ιντριγκάρεσαι από ένα αρνητικό γεγονός ή συναίσθημα κρατώντας μια ασφαλή απόσταση από αυτό, θεωρείται κάτι το φυσιολογικό. Εδώ, ίσως να μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Paul Rozin «Benign masochism» (Καλοήθης μαζοχισμός), η ικανοποίηση δηλαδή που αντλεί ένα άτομο βιώνοντας αρνητικά συναισθήματα. Αυτό το διπολικό συναίσθημα, του να βρίσκεις κάτι αποκρουστικό αλλά ταυτόχρονα και γοητευτικό θεωρείται υγιές και σχετίζεται με την έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια η οποία μας εξελίσσει ως ένα βαθμό. Εάν για κάποιους λόγους η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει προς το γοητευτικό χωρίς το αίσθημα της απέχθειας ή της αποστροφής, τότε έχουμε να κάνουμε με μια ανησυχητική περίπτωση.
Ποιος είναι τελικά ο λόγος που βλέπουμε φανατικά τέτοιες σειρές αντί να αποζητάμε κάτι πιο ευχάριστο για την ψυχαγωγία μας;
Αρχικά, είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως εδώ γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για πραγματικό γεγονός ή ακόμα κι όταν πρόκειται για αληθινή ιστορία, δεν βλέπουμε τις πραγματικές εικόνες. Μια αρκετά απλοϊκή εξήγηση είναι πως αυτές οι σειρές ξυπνάνε τον «Σέρλοκ» που κρύβουμε όλοι μέσα μας «εγώ θα βρω τον ένοχο, θα λύσω το γρίφο» ενώ ταυτόχρονα κρατάμε ασφαλή απόσταση από αυτό που παρακολουθούμε. Μια αλλη, πιο περίπλοκη, προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η σχέση που προσπαθούμε να αναπτύξουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας με τον θάνατο. Σε ό,τι αφορά το θάνατο ο άνθρωπος είχε πάντα μια ενδόμυχη περιέργεια. Θέλει να μάθει τα πάντα γι'αυτόν κι αφού δεν μπορεί να τον αποφύγει, προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει. Με την παρακολούθηση τέτοιων θεαμάτων έρχεται πιο κοντά στην ιδέα του θανάτου. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως μια μέθοδος θεραπείας. Όσο πιο συχνά και κοντά έρχεσαι σε αυτόν , τόσο συνηθίζεις στην ιδέα του, τόσο τον εκλογικεύεις και τόσο ξορκίζεις τον φόβο.Και ίσως αυτό είναι το ζητούμενο τελικά.
Η Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου σπούδασε Κοινωνική Λειτουργός στο Τ.Ε.Ι. Αθηνών, απέκτησε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης MSc στην Εγκληματολογία και Ποινικό Δίκαιο και είναι Υποψήφια Διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση Αντεγκληματική Πολιτική. Επίσης, είναι εισηγήτρια σεμιναρίων εγκληματολογίας του κέντρου Περί Ψυχής.
Πηγή Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι αντιφατικές καταθέσεις της μητέρας της Άννυ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ