2015-05-20 15:12:09
Η γενιά των γενναίων Κρητικών που έσπευσε με όπλο τη ψυχή της και αντιπαρατέθηκε στα πεδία των μαχών με τους εισβολείς, επίλεκτους αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ, έβαλε τελεία! Σήμερα πια, οι μνήμες μεταφέρονται από τις γραπτές τους μαρτυρίες που διασώθηκαν ή από ακούσματα των επομένων που ασχολήθηκαν με το ηρωικό έπος αντίστασης κατά των Γερμανών επιδρομέων Στην έκθεση του αντιστασιακού Μανώλη Αλ. Πετρακάκη από το Νευς Αμάρι, επικεφαλής ομάδας στο χωριό του, που αναφέρεται στη δράση του από την πτώση των αλεξιπτωτιστών έως και την απελευθέρωση, γράφει για τις πρώτες μέρες της εισβολής: «Κατά τας αρχάς του τρίτου δεκαημέρου μηνός Μαΐου 1941, κατόπιν προσκλήσεως εκ Χανίων του αρχηγού Εθνικής Αντιστάσεως Ηρακλείου κυρίου Πετρακογιώργη Γεωργίου, μετέβην εις Χανιά μετά του αυτοκινήτου μου μεταφέρας εκείθεν εμπόρευμα του ως άνω Πετρακογιώργη…
»Την επομένην της μεταβάσεως μου εις Χανιά ήρχισε ο βομβαρδισμός υπό αεροπλάνων και πτώσις αλεξιπτωτιστών εις διάφορα σημεία πέριξ της πόλεως Χανίων
. Την δευτέραν ημέραν ήρχισεν διανομή όπλων εκ μέρους του δήμου Χανίων ότε μεταβάς και εγώ οπλίσθην και έλαβον μέρος εις την μάχην κατά των Γερμανών. Όταν ήρχισε η κατάληψις της πόλεως Χανίων ανεχώρησα μετά του Γεωργίου Πετρακογιώργη, του ταγματάρχου Γεωργίου Κατσιράκη και ενός Καλοχριστινάκη επίσης ταγματάρχου και άλλων επιβιβασθέντων του αυτοκινήτου μου δια Ρέθυμνον…
»Εις χωρίον Ατσιπόπουλου Ρεθύμνης συνηντήσαμε τον φρούραρχον Ρεθύμνης κ. Νικολακάκην μετ’ άλλων αξιωματικών, οίτινες μας εδήλωσαν, μάλλον ψευδώς, ότι το Ρέθυμνον κατελήφθη υπό Γερμανών στρατιωτών και συνεπώς δεν δυνάμεθα να προχωρήσομεν δια Ρέθυμνον…
»Κατόπιν των ανωτέρω ηλλάξαμεν πορείαν και μετέβημεν εις χωρίον Ρούστικα όπου εγκατέλειψα το αυτοκίνητόν μου, παραδώσας τούτο εις τον γνωστόν μου Μιχαήλ Παπαδάκην και ανεχώρησα δια το χωρίον μου Νευς Αμάρι. Μετά την άφιξιν μου εις το χωρίον μου, εν συνεργασία μετά του ομοχωρίου μου Κούνουπα Εμμανουήλ, κατηρτίσαμεν μιαν μικράν ένοπλον ομάδα της οποίας την αρχηγίαν ανέλαβον και ως υπαρχηγός ταύτης ο Εμμ. Κούνουπας και ηρχίσαμεν την δράσιν μας εναντίον των κατακτητών Γερμανών…»
«ΣΕΡΒΙΡΑ ΦΑΓΗΤΟ ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΑΝΕ ΟΙ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΕΣ…»
Ο Απόστολος Αποστολάκης, παλαιός εστιάτορας στην πόλη του Ρεθύμνου τις ώρες της εισβολής ήταν σερβιτόρος «στου Μαρνιέρου το μαγαζί». Είχε στα 82 του χρόνια που αφηγήθηκε, θύμησες από την εισβολή και νέος στα 21 του χρόνια κατά την από αέρος επιδρομή είδε και άκουσε. «… Ήμουνα ‘γω σερβιτόρος στου Μαρνιέρου το μαγαζί, στη-μ-παραλία. Ήρθενε ο δικηγόρος ο Μυλωνάκης να φάει στσι 3.30’ η ώρα, είδενε τ΄αεροπλάνα στη Σκαλέτα και πέφτανε αλεξιπτωτιστές και μου λέει: «Εδώ είναι μεγάλη υπόθεση! Γερμανοί ‘ναι». Του είχα βάλει εγώ το φαΐ, τον εσέρβιρα και σηκώθηκα και ‘φυγα και πήγα στου «Κιουλούμπαση». Ήτανε ένας μου μπάρμπας που ‘κανε μια ταβέρνα ‘κει , ο Παντελής Ανουσάκης, κι ήτονε άλλος ένας ‘κεια, Στέργιο τον ελέγανε Περάκη και πήγαμε στη νομαρχία. Ανοίξαμε τα’ αγρονομείο και βγάλαμε τα τουφέκια και τα μοιράζαμε στο-γ-κόσμο. Είχαμε φωνάξει του κόσμου να ‘ρθει να πάρομε τουφέκια…
»Επήρα ‘γω ένα κοντό Μάλιχερ, εγυρίζαμε στου «Κιουλούμπαση», μας βομβαρδίζαν οι Γερμανοί, εφέρανε κι ένα χωροφύλακα που τραυματίστηκενε στη Φορτέτζα που ‘τονε σκοπός και τον ελέγανε Καλαϊτζάκη κι ήτονε απού τον Αποκόρωνα. Τραυματίστηκενε από όλμο! Τον εφέρανε στην ταβέρνα του Παντελή στου «Κιουλούμπαση» και τον εδέσαμε. Ύστερα ‘γω πήγα στη μάχη μέσα στη ΒΙΟ. Είχε πεταχτεί ο Κατσιάς απάνω στο μπεντένι και σκότωσε τσι Γερμανούς και τους πήρε τα πολυβόλα και τσι γυρίσαμε πίσω…
»Τότε μου λέει εμένα ο στρατιώτης ο Παπαλεβύζος απού το Χρωμοναστήρι που κράτιενε ένα ραβδί! Ο Παπαλεβύζος είχεν έρθει απού την Αλβανία μ άλλους και δεν είχανε ούτε τουφέκια. Μου λέει, λοιπόν: «Πάρε το ραβδί ‘παέ να φύγεις για θα σκοτωθείς και δώσμου το τουφέκι». Ανταλλάξαμε το ραβδί με το τουφέκι κι έφυγα. Πήγα στου Παντελή του Ανουσάκη του μπάρμπα μου κι επήραμε τα πράματα, ότι μπορούσαμε, τα λεφτά αυτός, είχε με βουργιάλι λογαδερό πεντοχίλιαρα και χιλιάρικα!
»Με τα πόδια φύγαμε και πήγαμε στα Ρούστικα σ’ ένα κτήμα που ‘χενε, να μείνομε ‘κει. Αλλά νυχτωθήκαμε στη Γωνιά και μείναμε σ’ ένα σπίτι και το πρωί μπήκαμε στο-μ-ποταμό και βγήκαμε σ’ ένα μέρος «Τζιμπιδέ» το λένε. Μείναμε ‘κει, ήρθαν ύστερα κι οι Πίσσηδες, κάτσαμε ‘κει μερικές μέρες και ύστερα έφυγα και πήγα στο χωριό μου, το Νεροχώρι Αποκορώνου. Αλλά μ’ ειδοποίησενε ο μπάρμπας μου ο Παντελής: «Να ‘ρθεις για θ’ ανοίξομε το μαγαζί». Ήρθα με τα πόδια από το χωριό μου και μπήκα στη Γεωργιούπολη και μπήκα άμμο-άμμο και πέρασα τον Πετρέ. Στον Πετρέ διψούσα κι ήτονε ‘κει ένα πηγάδι με γεράνι και μου δώσανε νερό και ήπια κι ήρθα στο Ρέθεμνος…
»Πιάνω δουλειά στου Παντελή κι εν τω μεταξύ έφυγα και πήγα στη-μ-παραλία. Και με βλέπει ο συνέταιρος του Μαρνιέρο, ένας Μαριδάκης απού τσι Λαμπιώτες και μου λέει: «Έλα ‘παέ μωρέ να δεις που οι Γερμανοί καίνε το μαγαζί μας. Πήγαμε στη-μ-παραλία και θωρώ τα τραπέζια, τσι καρέκλες και τα καίγανε όλα. Κι ο λόγος γιατί βρήκανε στο μαγαζί του μέσα του Τσώρτσιλ τη φωτογραφία, του Μεταξά και του βασιλιά και αυτές τσι φωτογραφίες τσ΄ είχανε βάλει έτσι όπως κι άλλα μαγαζιά. Δεν αφήκανε τίποτα κι έκλαιγενε αυτός!» Tromaktiko
»Την επομένην της μεταβάσεως μου εις Χανιά ήρχισε ο βομβαρδισμός υπό αεροπλάνων και πτώσις αλεξιπτωτιστών εις διάφορα σημεία πέριξ της πόλεως Χανίων
»Εις χωρίον Ατσιπόπουλου Ρεθύμνης συνηντήσαμε τον φρούραρχον Ρεθύμνης κ. Νικολακάκην μετ’ άλλων αξιωματικών, οίτινες μας εδήλωσαν, μάλλον ψευδώς, ότι το Ρέθυμνον κατελήφθη υπό Γερμανών στρατιωτών και συνεπώς δεν δυνάμεθα να προχωρήσομεν δια Ρέθυμνον…
»Κατόπιν των ανωτέρω ηλλάξαμεν πορείαν και μετέβημεν εις χωρίον Ρούστικα όπου εγκατέλειψα το αυτοκίνητόν μου, παραδώσας τούτο εις τον γνωστόν μου Μιχαήλ Παπαδάκην και ανεχώρησα δια το χωρίον μου Νευς Αμάρι. Μετά την άφιξιν μου εις το χωρίον μου, εν συνεργασία μετά του ομοχωρίου μου Κούνουπα Εμμανουήλ, κατηρτίσαμεν μιαν μικράν ένοπλον ομάδα της οποίας την αρχηγίαν ανέλαβον και ως υπαρχηγός ταύτης ο Εμμ. Κούνουπας και ηρχίσαμεν την δράσιν μας εναντίον των κατακτητών Γερμανών…»
«ΣΕΡΒΙΡΑ ΦΑΓΗΤΟ ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΑΝΕ ΟΙ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΕΣ…»
Ο Απόστολος Αποστολάκης, παλαιός εστιάτορας στην πόλη του Ρεθύμνου τις ώρες της εισβολής ήταν σερβιτόρος «στου Μαρνιέρου το μαγαζί». Είχε στα 82 του χρόνια που αφηγήθηκε, θύμησες από την εισβολή και νέος στα 21 του χρόνια κατά την από αέρος επιδρομή είδε και άκουσε. «… Ήμουνα ‘γω σερβιτόρος στου Μαρνιέρου το μαγαζί, στη-μ-παραλία. Ήρθενε ο δικηγόρος ο Μυλωνάκης να φάει στσι 3.30’ η ώρα, είδενε τ΄αεροπλάνα στη Σκαλέτα και πέφτανε αλεξιπτωτιστές και μου λέει: «Εδώ είναι μεγάλη υπόθεση! Γερμανοί ‘ναι». Του είχα βάλει εγώ το φαΐ, τον εσέρβιρα και σηκώθηκα και ‘φυγα και πήγα στου «Κιουλούμπαση». Ήτανε ένας μου μπάρμπας που ‘κανε μια ταβέρνα ‘κει , ο Παντελής Ανουσάκης, κι ήτονε άλλος ένας ‘κεια, Στέργιο τον ελέγανε Περάκη και πήγαμε στη νομαρχία. Ανοίξαμε τα’ αγρονομείο και βγάλαμε τα τουφέκια και τα μοιράζαμε στο-γ-κόσμο. Είχαμε φωνάξει του κόσμου να ‘ρθει να πάρομε τουφέκια…
»Επήρα ‘γω ένα κοντό Μάλιχερ, εγυρίζαμε στου «Κιουλούμπαση», μας βομβαρδίζαν οι Γερμανοί, εφέρανε κι ένα χωροφύλακα που τραυματίστηκενε στη Φορτέτζα που ‘τονε σκοπός και τον ελέγανε Καλαϊτζάκη κι ήτονε απού τον Αποκόρωνα. Τραυματίστηκενε από όλμο! Τον εφέρανε στην ταβέρνα του Παντελή στου «Κιουλούμπαση» και τον εδέσαμε. Ύστερα ‘γω πήγα στη μάχη μέσα στη ΒΙΟ. Είχε πεταχτεί ο Κατσιάς απάνω στο μπεντένι και σκότωσε τσι Γερμανούς και τους πήρε τα πολυβόλα και τσι γυρίσαμε πίσω…
»Τότε μου λέει εμένα ο στρατιώτης ο Παπαλεβύζος απού το Χρωμοναστήρι που κράτιενε ένα ραβδί! Ο Παπαλεβύζος είχεν έρθει απού την Αλβανία μ άλλους και δεν είχανε ούτε τουφέκια. Μου λέει, λοιπόν: «Πάρε το ραβδί ‘παέ να φύγεις για θα σκοτωθείς και δώσμου το τουφέκι». Ανταλλάξαμε το ραβδί με το τουφέκι κι έφυγα. Πήγα στου Παντελή του Ανουσάκη του μπάρμπα μου κι επήραμε τα πράματα, ότι μπορούσαμε, τα λεφτά αυτός, είχε με βουργιάλι λογαδερό πεντοχίλιαρα και χιλιάρικα!
»Με τα πόδια φύγαμε και πήγαμε στα Ρούστικα σ’ ένα κτήμα που ‘χενε, να μείνομε ‘κει. Αλλά νυχτωθήκαμε στη Γωνιά και μείναμε σ’ ένα σπίτι και το πρωί μπήκαμε στο-μ-ποταμό και βγήκαμε σ’ ένα μέρος «Τζιμπιδέ» το λένε. Μείναμε ‘κει, ήρθαν ύστερα κι οι Πίσσηδες, κάτσαμε ‘κει μερικές μέρες και ύστερα έφυγα και πήγα στο χωριό μου, το Νεροχώρι Αποκορώνου. Αλλά μ’ ειδοποίησενε ο μπάρμπας μου ο Παντελής: «Να ‘ρθεις για θ’ ανοίξομε το μαγαζί». Ήρθα με τα πόδια από το χωριό μου και μπήκα στη Γεωργιούπολη και μπήκα άμμο-άμμο και πέρασα τον Πετρέ. Στον Πετρέ διψούσα κι ήτονε ‘κει ένα πηγάδι με γεράνι και μου δώσανε νερό και ήπια κι ήρθα στο Ρέθεμνος…
»Πιάνω δουλειά στου Παντελή κι εν τω μεταξύ έφυγα και πήγα στη-μ-παραλία. Και με βλέπει ο συνέταιρος του Μαρνιέρο, ένας Μαριδάκης απού τσι Λαμπιώτες και μου λέει: «Έλα ‘παέ μωρέ να δεις που οι Γερμανοί καίνε το μαγαζί μας. Πήγαμε στη-μ-παραλία και θωρώ τα τραπέζια, τσι καρέκλες και τα καίγανε όλα. Κι ο λόγος γιατί βρήκανε στο μαγαζί του μέσα του Τσώρτσιλ τη φωτογραφία, του Μεταξά και του βασιλιά και αυτές τσι φωτογραφίες τσ΄ είχανε βάλει έτσι όπως κι άλλα μαγαζιά. Δεν αφήκανε τίποτα κι έκλαιγενε αυτός!» Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ