2015-05-22 20:57:11
Φωτογραφία για 6509 - Πανηγυρίζει η γενέτειρα του Βατοπαιδινού Αγίου Ιωακείμ Παπουλάκη
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και εφέτος η Ιθάκη θα εορτάσει την Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ΙΩΑΚΕΙΜ  ΤΟΥ ΙΘΑΚΗΣΙΟΥ του «Παπουλάκη».

 Οι ακουλοιθίες θα διεξαχθούν σύμφωνα με το ακόλουθο πρόγραμμα:

Σ Α Β Β Α Τ Ο  23  Μ Α Ϊ Ο Υ  2 0 1 5

 7:30 π.μ.  Όρθρος και Θ. Λειτουργία εις τον Ι. Κοιμητηριακό Ναό Αγ. Βαρβάρας Σταυρού Ιθάκης.

6:00 μ.μ.  Ι.Παράκλησις του Αγίου Ιωακείμ εις τον Ι. Κοιμητηριακό Ναό Αγίας Βαρβάρας Σταυρού Ιθάκης και εν συνεχεία λιτάνευσις των ιερών λειψάνων και της ιεράς εικόνος του Αγίου προς τον Ι. Ενοριακό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σταυρού Ιθάκης.

7:15 μ.μ.  Μέγας Αρχιερατικός Πανηγυρικός Εσπερινός μετά θείου κηρύγματος χοροστατούντος του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Κερνίτσης κ.κ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ καί συγχοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ εις τον Ι. Ενοριακό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σταυρού Ιθάκης.


 Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η  24 Μ Α Ϊ Ο Υ  2 0 1 5

7:00 π.μ.  Όρθρος – Αρχιερατική Θ. Λειτουργία, ιερουργούντος του

                  Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Κερνίτσης κ.κ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ και

                  του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ ΘΕΟΦΙΛΟΥ εις τον

                   Ι. Ενοριακό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σταυρού Ιθάκης.

6:00 μ.μ.  Μεθέορτος Εσπερινός και Ι. Παράκλησις του Αγίου εις τον

                    Ι. Ενοριακό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σταυρού Ιθάκης.

Η πνευματική γενέτειρα του Αγίου (Ι. Μ. Βατοπαιδίου) ανέλαβε να προβάλλει τον Άγιο στη συνείδηση του λαού. Έτσι το 1991 ο ηγούμενος της Ι. Μονής αρχ. Εφραίμ και πατέρες της αδελφότητας πήγαν στην Ιθάκη και μαζί με τον μητροπολίτη και την βοήθεια κατοίκων του νησιού εντόπισαν τον τάφο.

Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου έγινε στις 23-5-1992 από τους ίδιους και με ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχη  Βαρθολομαίου, αφού πρώτα έγινε Θεία Λειτουργία. Ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη», έγινε η ανακομιδή. Είναι αξιοσημείωτο πως η χαριτόβρυτος κάρα του Αγίου μοιράστηκε στα δύο από μόνη της και η ευλογία πήγε και στην Ι. Μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης και στην Ι. Μονή Βατοπαιδίου. Η τελευταία επιφύλαξε θερμή υποδοχή μετά από 170 έτη.

Η αναγνώριση της αγιότητας του Ιωακείμ του Βατοπαιδινού Παπουλάκη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, διότι προέκυψε με την παραδοσιακή διαδικασία. Πρώτα αναγνωρίστηκε από τα θεία χαρίσματα που του δόθηκαν και σκόρπησε προς κάθε κατεύθυνση. Κατόπιν πέρασε στην συνείδηση του λαού αυθόρμητα. Και κατόπιν οδηγήθηκε η διοίκηση να κάνει την επίσημη πράξη.

Σχετικό: 857 - Άγιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης (1786-1868)

Θαύματα πρὸ τῆς Κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου.

Α) Ἡ Ρόζα Πεταλᾶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἐξωγὴ εἶχε παντρευτεῖ στὸ γειτονικὸ Ξηρόμερο τῆς Ἀκαρνανίας.

Ὁ σύζυγός της ἔπασχε ἀπὸ ἀτροφία τοῦ ἀριστέρου του χεριοῦ. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς δυσμορφίας ἡ Ρόζα ἄρχισε σταδιακὰ νὰ νιώθει ἀπέχθεια καὶ ἀποστροφὴ πρὸς τὸν σύντροφό της, δὲν ἔχανε δὲ εὐκαιρία νὰ τὸν προσβάλει, ἀκόμα καὶ μπροστὰ στοὺς ἄλλους. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀρρώστησε ἀπὸ μυελίτιδα, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε γεννήσει δύο παιδιά.

Ἡ γεμάτη ἔπαρση καὶ ἀλαζονεία Ρόζα, τώρα κειτόταν παράλυτη, ἀνίκανη νὰ κινήσει τὰ πόδια της καὶ νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεββάτι.

Στὴν κατάσταση αὐτὴ μεταφέρθηκε στὸ σπίτι της, στὴν Ἐξωγή, διότι ὁ σύζυγός της, ἄν καὶ τὴν ἀγαποῦσε πολύ, στάθηκε ἀδύναμος νὰ τὴν περιποιηθεῖ καὶ νὰ τὴν θεραπεύσει μὲ τὰ ἰατρικὰ μέσα τοῦ τόπου.

Ἔτσι πέρασαν τρία χρόνια, χρόνια βαθιᾶς ὀδύνης καὶ ἀπελπισίας. Ἡ παράλυτη Ρόζα μόλις ποὺ μποροῦσε νὰ κάθεται στὸ κρεββάτι της, στηριζόμενη σὲ σχοινὶ ποὺ κρεμόταν ἀπὸ δοκάρι τῆς ὀροφῆς Συναισθανόμενη τὴν ἀθλία κατάστασή της ἔκλαιγε πικρά, λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς τὴν τιμώρησε γιὰ τὴν ἄπρεπη συμπεριφορὰ πρὸς τὸν ἄντρα της, ἐνῶ ἐκεῖνος τὴν λάτρευε.

Κάποια μέρα, βλέποντας ὅτι κάθε φαρμακευτικὸ μέσο στάθηκε ἄχρηστο γιὰ τὴν βελτίωση τῆς ὑγείας της, μὲ συντριβὴ καρδιὰς ἀποφάσισε νὰ παρακαλέσει τὸν Παπουλάκη νὰ τὴν θεραπεύσει.

Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἀνέβηκε στὴν Ἐξωγή, ὅπου βλέποντας τὴν μετάνοιά της, τῆς εἶπε: Παιδί μου, ἀγόρασε ἕνα καντήλι γιὰ τὴν Ἁγία Βαρβάρα κι ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ γιὰ σένα. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία, διότι ἡ πίστη σου θὰ σὲ σώσει.

Πράγματι ἡ παράλυτη Ρόζα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε χρήματα, ἐνεχυρίασε σὲ ἕναν συγχωριανό της τὴν κασέλα της (τὸ κιβώτιο τῶν ρούχων τῆς προίκας της) λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτὸν δέκα τάλληρα. Μὲ τὸ ποσὸ αὐτὸ ἀγόρασε ἕνα ἀργυρὸ καντήλι, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε στὸν Ἱ. Ν. τῆς Ἁγ. Βαρβάρας. Ὁ δὲ Ὅσιος Παπουλάκης προσευχόταν μὲ θέρμη ὑπὲρ τῆς ταλαίπωρης γυναίκας.

Τὴν ἴδια μέρα ἡ παράλυτη Ρόζα ἄρχισε παραδόξως νὰ αἰσθάνεται νὰ ἀναλαμβάνουν οἱ δυνάμεις της. Ἀμέσως ζήτησε ἀπὸ τὴ μητέρα της νὰ τὴν βοηθήσει νὰ ντυθεῖ καὶ νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Ἡ δύστυχη μάνα ἄκουσε διστακτικὴ τὶς προτάσεις τῆς κόρης της, ὅμως ἡ τελευταία ἐπέμενε. Τελικὰ πείστηκε καὶ τὴν βοήθησε νὰ ντυθεῖ καὶ νὰ καθίσει σὲ μιὰ καρέκλα. Τὴν αὐριανὴ μέρα, νιώθοντας δύναμη καὶ σωματικὴ εὐεξία, ντύθηκε, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι καὶ κάθισε περισσότερη ὥρα. Τὶς ἑπόμενες μέρες ἡ πρώην παράλυτη ἔγινε ἐντελῶς ὑγιὴς πρὸς δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Ρόζα, ἔπειτα ἀπὸ τὴν θαυματουργική της θεραπεία, ἐπέστρεψε στὸν σύζυγό της στὸ Ξηρόμερο. Θεραπευμένη καὶ ἀπὸ τὴν ψυχική της παράλυση, σεβόταν πλέον τὸν ἄντρα της καὶ ζοῦσαν πλέον μαζὶ εἰρηνικά.

***

Β) Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ θεράπευσε μὲ τὴν πρόσευχή του τὴν σύζυγο καὶ τὸ παιδὶ τοῦ Διονυσίου Παξινοῦ στὸ χωριὸ Σταυρός, τὴν μὲν ἀπὸ πυρροϊκὴ ὀφθαλμία, τὸ δὲ ἀπὸ ἐκλαμπτικοὺς σπασμούς, σταυρώνοντας καὶ τοὺς δύο μὲ τὸ μπαστούνι του. Ταυτόχρονα ἐπέπληξε τὸ ζευγάρι γιὰ τὴν χρηματικὴ προσφορὰ ποὺ εἶχαν συμφωνήσει ἀπὸ πρὶν νὰ τοῦ δώσουν. Κι αυτὴ ἡ συμφωνία τοῦ ζευγαριοῦ ἦταν μυστικὴ καὶ ἔγινε ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Ὁσίου.

***

Γ) Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ ξωκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὸ χωριὸ Κιόνι συνάντησε μιὰ μικρὴ κόρη, ὀνόματι Θεοδωρέλλα. Διψασμένος τῆς ζήτησε λίγο νερό. Τὸ κορίτσι πρόθυμα τοῦ ἔδωσε. Τότε ὁ Παπουλάκης τὴν εὐλόγησε καὶ προεῖπε πὼς θ’ ἀξιωθεῖ νὰ γίνει παπαδιά, ὅπως καὶ ἔγινε.

***

Δ) Στὸ χωριὸ Ράπεζα (σήμερα Ἀνθοῦσα) τῆς Πάργας τῆς Ἠπείρου, ὁ Ὅσιος Παπουλάκης ἐμφανίστηκε στὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ, ἐνῶ καθόλου δὲν εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ εἰδοποιήσει ὅσους εἶχαν τάματα γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ὁ ἱερέας ὑπάκουσε στὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου καὶ τὰ τάματα ἀπεστάλησαν.

Φθάνοντας τὸ πλοίο στὸ λιμανάκι τοῦ Μαυρωνᾶ, ὁ Ἅγιος ἤδη βρισκόταν στὴν προκυμαία. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἠπείρου εὐλαβοῦνται ἰδιαιτέρως τὸν Ἅγιον Παπουλάκη.

***

Ε) Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὁ Ὅσιος ἐπισκεπτόταν τοὺς συγγενεῖς του στὴν Πρέβεζα. Κάποτε πρότεινε στὸν πλοίαρχο Λ. Βεντούρα νὰ τὸν πάρει μαζί του στὴν Πρέβεζα. Ὁ πλοίαρχος ὅμως ξεκίνησε χωρὶς νὰ φροντίσει νὰ εἰδοποιήσει τὸν Παπουλάκη. Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Πρέβεζα εἶδαν ὅλοι ἔκπληκτοι τὸν Ἅγιο νὰ βαδίζει στὴν προκυμαία, χωρὶς ἄλλο πλοῖο ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἔχει ἐκπλεύσει ἀπὸ τὴν Ἰθάκη γιὰ Πρέβεζα! Ἀμέσως ὁ πλοίαρχος ζήτησε συγχώρηση γιὰ τὴν ἀμέλειά του καὶ τὸν προσκύνησε.

***

Στ) Κάποια γυναίκα μέθυσος καὶ ἐκλελυμένων ἠθῶν, παραφρόνησε κατὰ τὶς στιγμὲς τοῦ τοκετοῦ της, ἑτοίμασε ταψί, μέσα στὸ ὁποῖο ἔβαλε τὸ ἐκ κλεψιγαμίας μωρό της μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ψήσει στὸ φοῦρνο τοῦ σπιτιοῦ της... Ὁ Ἅγιος προεννόησε τὸ τραγικὸ γεγονὸς καὶ ἔστειλε ἔγκαιρα κάποια γερόντισσα, ἡ ὁποία ἔφτασε κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ παράφρων ἦταν ἕτοιμη νὰ ρίξει τὸ βρέφος στὴ φωτιά. Και ἡ μὲν δύστυχη γυναίκα εἰσήχθη στὸ φρενοκομείο τῆς Κέρκυρας, τὸ δὲ βρέφος ἀνετέθη σὲ κατάλληλη τροφὸ καὶ μεγάλωσε.

***

Ζ) Κάποια κόρη ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες τοῦ 1866, ἔμενε στὸ σπίτι τοῦ πλοιάρχου Ροδίτη στὸ Βαθύ. Ἡ συγκεκριμένη κοπέλα ἔπασχε ἀπὸ ἀρθρίτιδα μὲ ἀγκύλωση τοῦ δεξιοῦ γόνατος καὶ ὑπέφερε γιὰ πολὺ καιρό. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἅγιος Παπουλάκης τὴν λυπήθηκε καὶ κάνοντας θερμὴ προσευχή, τὴν σταύρωσε μὲ τὸ μπαστούνι του.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ἠ ἄρρωστη θεραπεύτηκε καὶ βάδιζε ἐλεύθερα.

***

Η) Ὅταν ὁ Ὅσιος κατὰ τὰ ἔτη 1833-36 ἔκτιζε τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας στὸν Σταυρό, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη χρημάτων γιὰ νὰ πληρώσει τοὺς τεχνίτες ἀπὸ τὴν Ἀνωγή. Ἀποφάσισε τότε νὰ τὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Νικόλαο Πήλικα.

Ὁ Ὅσιος Παπουλάκης πῆγε ὁ ἴδιος στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα. Ὁ τελευταῖος ὑποδέχθηκε ψυχρὰ τὸν καλόγερο καὶ τὸν ρώτησε τὶ κάνει καὶ πῶς πηγαίνει ἡ οἰκοδομή. -Καλὰ, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, ἀλλὰ μοῦ χρειάζονται χρήματα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μᾶς εὐκολύνετε νὰ πληρώσουμε τοὺς Ἀνωϊσάνους μαστόρους. –Καὶ πόσα θέλεις καλόγηρε; -Ἑξῆντα τάλληρα. –Πώ! Πώ! Ἑξήντα τάλληρα! Θέλω μιὰ μέρα νὰ τὰ μετρήσω! Δὲν ἔχω καλόγηρε, δὲν ἔχω! φώναξε ἀνάστατος ὁ φιλάργυρος Πήλικας. –Δὲν πείραζε κυρ-Νικολῆ, ἀποκρίθηκε ἥρεμα ὁ Ὅσιος, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχετε, ἄν δὲν ἔχετε τί πειράζει; Ὁ Θεὸς θὰ τὰ οἰκονομήσει· καὶ ἔφυγε.

Ὅμως ἔφθασε ἡ νύκτα γεμάτη τρομακτικὰ ὄνειρα γιὰ τὸν κὺρ-Νικολή. Ὅλη τὴν νύκτα τυραννιόταν ἀπὸ τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἄρνησή του πρὸς τὸν Ὅσιο. Μόλις προσπαθοῦσε νὰ ἡρεμήσει καὶ νὰ κλείσει τὰ μάτια του, ἔβλεπε τὸν Παπουλάκη νὰ ἔρχεται ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος του. Πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, φώναξε τὸν ὑπηρέτη του Στάθη Κοῦρο καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ψάξει παντοῦ καὶ νὰ τοῦ φέρει γρήγορα τὸν καλόγερο Ἰωακείμ. Ὁ τελευταῖος, βλέποντας τὸν ὑπηρέτη νὰ ἔρχεται, εἶπε:

-Ἀλήθεια Στάθη, ὁ κὺρ-Νικολῆς μετενόησε; Μὲ θέλει;

-Μάλιστα Παπούλη μου, τὸν τρόμαξες ὅλη τὴν νύκτα καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς δεῖ ἀμέσως.

Ὁ Παπουλάκης πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε ἀνυπόμονα ἔξω στὴν πόρτα. Φτάνοντας τοῦ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε:

-Μὲ ἐλάμπαξες (τρόμαξες) ἀπόψε Ἅγιε Καλόγερε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σου, πόσα χρήματα θέλεις;

-Ἑξῆντα τάλληρα καὶ ὅ,τι ἄλλο σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.

Ἀμέσως ὁ φιλάργυρος Πήλικας μέτρησε ἑξῆντα τάλληρα καὶ τὰ ἔδωσε πρόθυμα στὸν Ὅσιο. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς τὸν εὐχαρίστησε καὶ χαιρόταν διότι ὁ Ὕψιστος ἔφερε τὸν Πήλικα σὲ μετάνοια, εὐεργετῶντας ἔτσι τὸ κτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας.

Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Πήλικας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ὅσιο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ νικήσει τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαργυρίας.

***

Θ) Σὲ κάποιο σπίτι στὴν πρωτεύουσα τῆς νήσου Βαθύ, ἡ ἡλικιωμένη οἰκοδέσποινα ξαγρυπνοῦσε ἐργαζόμενη πλάι στὴν ἑστία τοῦ μαγειριοῦ. Τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια πολλὲς φτωχὲς καὶ χῆρες γυναῖκες ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζονται ὥς πολὺ ἀργὰ τὴ νύκτα γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιβιώσουν αὐτὲς καὶ τὰ παιδιά τους.

Ἦταν ἡ Τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα ὅταν ξαφνικὰ ἀκούστηκαν χτυπήματα στὴν πίσω πόρτα τοῦ μαγεριοῦ.

-Ποιός εἶναι; Φώναξε ἀνήσυχη ἡ γερόντισσα.

-Ἄνοιξε, ἀκούστηκε ἀπ’ ἔξω ν’ ἀπαντᾶ ἤρεμα κάποιος. Τότε ἡ γερόντισσα σηκώθηκε, ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ ἀντικρύζει ἐκπληκτη τὸν Παπουλάκη. Ἀφοῦ κάλεσε μέσα τὸν Ὅσιο καὶ κάθησαν κοντὰ στὴν φωτιά, τὸν ρώτησε ἀνήσυχη:

-Πῶς τέτοια ὥρα, παππούλη μου;

-Ἐμεῖς οἱ καλόγηροι δὲν λογαριάζουμε ὥρες καὶ στιγμές. Πηγαίνουμε ὅποια ὥρα ἐκεῖ ποὺ μᾶς καλεῖ τὸ καθῆκόν μας. Ἀλλὰ καὶ σεῖς βλέπω, ἐργάζεστε.

-Ναὶ παππούλη μου, ἔχω οἰκογένεια καὶ πρέπει νὰ δουλεύω καὶ τὶς νύχτες.

-Καλὰ κάνεις, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ ἄλλα καθήκοντα. Ὅταν μάλιστα εἶναι γονέας πρέπει νὰ προβλέπει νὰ μὴν ἀφήνει τὴν μπαρούτη κοντὰ στὴν φωτιά, διότι ὅταν ἡ φωτιὰ εἶναι σκεπασμένη μὲ τὴν στάχτη, ἔχει καλῶς. Ἀλλὰ ἄν φυσήξει ἀγέρας καὶ πάρει τὴν στάχτη καὶ ξεσκεπάσει τὴ φωτιά, τότε τί θὰ γίνει ἡ μπαρούτη; Πές μου!

-Θὰ ἀνάψει βέβαια, ἀπάντησε σαστισμένη ἡ νοικοκυρά.

Τὰ τελευταῖα λόγια ἐπανέλαβε αὐτολεξεὶ ὁ Παπουλάκης πρὸς τὴν γερόντισσα, καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφευγε πάλι τῆς εἶπε τὰ ἴδια προσθέτοντας: Πρόσεχε κυρά μου, τὶ σοῦ λέω.

Ὁ Ἅγιος χάθηκε μέσα στὴ χειμωνιάτικη νύχτα, ἡ δὲ ἀμέριμνη καὶ ἀνύποπτη γυναίκα μπῆκε σὲ σκέψεις τὶ νὰ ἐννοοῦσαν ἄραγε τὰ παραβολικὰ λόγια τοῦ καλόγηρου.

Τελικὰ κατάλαβε, ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ φιλοξενοῦσε κάποιον ξένο, στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ τὰ παιδιά της. Τὴ συγκεκριμένη ἐκείνη νύχτα, ὅπως ἀργότερα ἀνέφερε ὁ ἴδιος ὁ ξένος, τόσο ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὴν δεκαοχτάχρονη κόρη τῆς νοικοκυράς, ὥστε θὰ ἁμάρτανε μαζί της, ἄν αὐτὴ δὲν ἀπομακρυνόνταν ἔγκαιρα ἀπὸ τὴν μητέρα της...

***

 Ι) Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ βοηθοῦσε στὸ χωριὸ Σταυρός, κάποια χήρα μὲ τὰ ὀρφανὰ παιδιά της. Μὲ τὸ προορατικό του χάρισμα, γνώριζε πότε αὐτὴ ἡ φτωχὴ οἰκογένεια ἐστερεῖτο τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ τοὺς βοηθοῦσε κρυφά, προσφέροντας ὅ,τι μποροῦσε ἀπὸ τὴν θυρίδα τῆς πόρτας (κοτότρυπα). Παράλληλα, οὐδέποτε τοὺς ἔδινε κάτι, ὅταν δὲν εἶχαν ἀνάγκη, χωρὶς κανένας νὰ τοῦ τὸ μαρτυρεῖ. Κάποια μέρα ἔστειλε τὸ μικρὸ γιὸ τῆς χήρας μὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἱερομόναχο Ἀγάπιο, ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Περαχωρίου. Πράγματι τὸ παιδί, ἔφερε εἰς πέρας τὴν ἀποστολή του, προσκομίζοντας τὴν ἐπιστολὴ στὸν Ἀγάπιο, ὁ ὁποῖος, πρὶν τὴν διαβάσει, τὴν ἀσπάστηκε τρεῖς φορές. Γιὰ τὸν κόπο τοῦ θελήματος ὁ ἡγούμενος πίεσε τὸ φτωχὸ παιδί, νὰ καταλύσει λάδι στὸ φαγητό του, ἄν καὶ Παρασκευή.

Ἐπιστρέφοντας τὸ παιδὶ στὸ Σταυρό, καὶ περνώντας ἀπὸ το χωριὸ Λεύκη, κάποιος χωρικὸς τοῦ ἔδωσε 12 ἀχλάδια γιὰ τον Ὅσιο καὶ 4 δικά του. Ὁ μικρὸς Δημήτρης ἔβαλε σὲ ἕνα μαντήλι ὅλα τὰ ἀχλάδια καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸν Σταυρό.

Φτάνοντας στὸ χωριό, τὸν περίμενε ὁ Ὅσιος Παπουλάκης, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε ἀποκαλυπτικά: Καλῶς τὸν Δημήτρη. Ὅλη μέρα ἀλέθαμε, καὶ τὸ βράδυ γέννημα. Φάε, φάε Δημήτρη, φάε...

Ὁ μικρὸς Δημήτρης ντράπηκε τόσο πολύ, διότι ἀμέσως κατάλαβε ὅτι τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου ἀφοροῦσαν τὴν κατάλυση ἐλαίου ποὺ εἶχε κάνει, ἐνῶ ὁ Ὅσιος Πατήρ, τὸν νουθετοῦσε πολλὲς φορές, νὰ νηστεύει τὸ λάδι Τετάρτη καὶ Παρασκευή.

Τέλος ἀφοῦ ἄνοιξε τὸ μαντήλι, καὶ χωρὶς τὸ παιδί, νὰ τοῦ πεῖ ἀκόμη τίποτε, κράτησε 12 ἀχλάδια γιὰ ἐκεῖνον, καὶ πρόσφερε τὰ 4 στὸν ἔκπληκτο Δημήτρη.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπεραίνουμε πόσο τυπικὸς ἦταν ὁ Ἅγιος στὴν τήρηση τῶν νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐστηρὸς δὲ στὴν κατάλυσή της καὶ στὴν λαθροφαγία.

***

Ια) Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου Ιωακείμ, ὁ καπετὰν –Λάμπρος Ραυτόπουλος εἶχε σταλεῖ στῆν Βενετία, γιὰ νὰ φέρει μὲ τὴν γολέττα του τὴν ξυλεία γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.

Τὸ πλοῖο ὅμως ἀργοῦσε νὰ γυρίσει, καὶ οἱ συγγενεῖς τοῦ πληρώματος εἶχαν πάνω ἀπὸ τρεῖς μήνες νὰ πάρουν τὴν παραμικρὴ εἴδηση.

Στενοχωριοῦνταν πολύ, και μέσα στὴν ἀπελπισία τους νόμιζαν ὅτι ἡ γολέττα ναυάγησε.

Παρακαλοῦσαν τότε τὸν Παπουλάκη νὰ προσευχηθεῖ, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς τὶ ἀπέγινε τὸ πλοῖο. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἔδωσε θάρρος λέγοντας: Τὸ πλοῖο θὰ ἔρθει μετὰ ἕξι ἡμέρες καὶ θὰ φέρει καὶ την ξυλεία.

Καὶ πράγματι, μετὰ ἕξι ἡμέρες, τὸ πλοῖο ἄραξε στὸ λιμάνι τοῦ Μαυρουνᾶ καὶ ἡ πρόρρηση τοῦ Παπουλάκη ἐξεπληρώθη.

***

Ιβ) Ὅταν ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωακείμ, βρισκόταν στὴν Ράχη Κιονίου, κάποια μέρα συνάντησε τὸν Ἀπόστολο Παΐζη-Κροκό, ποὺ μετέφερε ἕνα σακκὶ καλαμποκάλευρο. Τότε ὁ Παπουλάκης τοῦ εἶπε:

-Ἀποστόλη, πὲς στὴν κυρα-Ἀποστόλαινα, νὰ μᾶς ψήσει μιὰ ροκίσσα (κουλούρα).

-Εὐχαρίστως παππούλη μου, ἀπάντησε ὁ Κροκός.

Φτάνοντας σπίτι του, διεβίβασε τὴν παραγγελία τοῦ καλόγερου στὴν σύζυγό του. Αὐτὴ ἀντέδρασε λέγοντας: Τώρα δά, θὰ κάτσω ἐγὼ νὰ χασομερήσω νὰ ψήσω ροκίσσα νὰ φάει ὁ Νταλιάνος (τὸ καλογεροπαίδι τοῦ Παπουλάκη)· καὶ συνέχισε τὴν ἐργασία της. Ὅμως, ἔπειτα ἀπὸ λίγο, ὦ τοῦ θαύματος!, παίρνουν φωτιὰ τὰ φορέματά της καὶ τὸ λινάρι τὸ ὁποῖο ἐργαζόταν καὶ παρ’ ὀλίγον θὰ καιγόταν καὶ ἡ ἴδια...

Βλέποντας τὴν θεία δίκη, διότι ἀρνήθηκε λίγο ἄρτο στὸν φτωχὸ ἀσκητή, μετενόησε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της καὶ ἔψησε τὴν ροκίσσα. Ὅταν τὴν πῆγε στὸν Ἅγιο, τῆς εἶπε: Γιατὶ ἔφερες κυρά, τὴν ροκίσσα νὰ φάει ὁ Νταλιάνος; Ἡ Ἀποστόλαινα τότε, ζήτησε συγχώρεση καὶ ἔλαβε τὴν εὐχὴ τοῦ διορατικοῦ Παπουλάκη.

***

Ιγ) Ὁ Νικόλαος Μωραΐτης-Τσάκος, βοσκὸς στὸ χωριὸ Ἀνωγή, εἶπε στην σύζυγό του νὰ βάλει στὸ σακκούλι ἕνα ποκάρι* μαλλιά, νὰ τὰ δώσει στὸ Παπουλάκη νὰ τὰ κάνει ἐνδύματα.

Ἐκείνη ἀντέδρασε, λέγοντας ὅτι εἶναι φτωχοί, καὶ θὰ γίνει αιτία τοῦ χωρισμοῦ της, ἄν δώσει στὸν καλόγερο. Ὁ σύζυγος Νικολῆς, παρὰ τὴν θέληση τῆς γυναίκας του, ἔβαλλε τὰ μαλλιὰ στὸν τορβά του καὶ παίρνοντας τὸ ποίμνιό του κατέβηκε στὰ πηγάδια τῆς Ἀσπροσυκιᾶς νὰ τὸ ποτίσει. Στὸ λόφο τοῦ Ἑρμοῦ, στὸ Σταυρό, καθόταν ὁ Παπουλάκης καὶ δίδασκε τοὺς πιστούς, κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ μιὰς ἀμυγδαλιάς. Ὁ Νικολῆς πῆγε κοντά του καὶ τὸν προσκύνησε. Ὁ Ἅγιος ἀμέσως τοῦ λέγει: Νικολῆ, τὸ πράγμα ποὺ ἔχεις στὸν τορβά σου δὲν μου χρειάζεται καὶ νὰ τὸ πάρεις πίσω.

Ὁ βοσκὸς ἐπέμενε, ὁ δὲ Ὅσιος ἐπανέλαβε: Ὅπως λέγω θὰ γίνει. Ὁ Νικολῆς ἀπομακρύνθηκε περίλυπος, σὲ αὐτοὺς δὲ ποὺ ρωτοῦσαν τὸν Ὅσιο γιατὶ ἀρνήθηκε τὸ δῶρο, ἀπάντησε: Δὲν θέλω νὰ χωρίσω ἀντρόγυνο.

*ποκάρι: τὸ κουρεμένο μαλλὶ τοῦ προβάτου.

***

Ιδ) Στὸ Περαχώρι, ἡ οἰκογένεια Καχρίλα ἔταξε 12 τάλληρα γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὸν Σταυρό. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἀποφάσισε ὁ σύζυγος νὰ δώσει στὸν Παπουλάκη τὰ χρήματα, εἶπε στὴν γυναῖκά του: Μόνο ἕξι τάλληρα θὰ πάω, γιατὶ οἱ καλόγηροι τὰ τρῶνε.

Ὕστερα, κατέβηκε στὸ Βαθύ, στὸ σπίτι τοῦ Χ. Παΐζη-Λιανοῦ, ὅπου τότε διέμενε ὁ Ὅσιος, νὰ τὰ προσφέρει. Μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, καὶ ἀσπασθεὶς τὸ χέρι του, ἄφησε πάνω στὸ τραπέζι ἕξη μόνο τάλληρα.

Ὁ Παπουλάκης, τοῦ ἔκαμε τότε τὴν παρατήρηση, ὅτι ἦταν περιττό, ἀφοῦ οἱ καλόγηροι τὰ τρῶνε! Ὁ Καχρίλας, ἀκούγοντας τὴν πρόρρηση τοῦ Ὁσίου, τόσο ταράχθηκε καὶ συγκινήθηκε, ὥστε ἀμέσως ζήτησε συγχώρηση καὶ ἐνώπιον ὅλων τῶν παρευρισκομένων ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του τὰ ὑπόλοιπα ἕξη τάλληρα καὶ συμπλήρωσε τὸ τάξιμο. Ὕστερα, προσκύνησε μετανοημένος τὸν Παπουλάκη, καὶ ἔφυγε παίρνοντας τὴν συγχώρηση καὶ εὐλογία του.

***

Ιε) Ὁδοιπορώντας ὁ Παπουλάκης, συνάντησε στὴν τοποθεσία Ἀγρός (κοντὰ στὸ σημερινὸ Χάνι), κάποιον Κεφαλλονίτη νὰ ἀναπαύεται ὑπὸ τὴν σκιὰ βαθύσκιου πρίνου. Μετὰ τὸν χαιρετισμό, ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Ὁ Παπουλάκης τοῦ εἶπε ὅτι χτίζει μιὰ ἐκκλησία καὶ στενοχωριέται διότι τοῦ λείπουν χρήματα. Ὁ Κεφαλλονίτης εἶπε ὅτι τὸ ἔργο εἶναι θεάρεστο, καὶ πῶς ἄν εἶχε θὰ τοῦ ἔδινε. Τότε ὁ Ἅγιοςτοῦ ἀπαντᾶ: Ἔχεις, διότι πῆγες νὰ ἀγοράσεις ἕνα ἄλογο καὶ σοῦ περισσεύουν χρήματα.

Πράγματι, ὁ Κεφαλλονίτης εἶχε ἔρθει σὲ συμφωνία νὰ ἀγοράσει τὸ ἄλογο τοῦ Νουτσάτου ἔναντι 46 ἑξηνταριῶν καὶ ἐκεῖνος διέθετε 46 ἀπὸ αὐτά.

Τότε, ἐκπλαγεὶς ἀπὸ τὴ πρόρρηση τοῦ Ὁσίου, ἔβγαλε ἀπὸ την τσέπη του τὸ ἕνα ἐπιπλέον ἑξηντάριο καὶ τὸ πρόσφερε στὸν Παπουλάκη κατασπαζόμενος τὴν δεξιά του. Ὁ Ὅσιος δέχθηκε τὸ δῶρο, καὶ εὐχαρίστησε τὸν ἐνάρετο πολίτη τῆς γειτονικῆς νήσου, εὐχηθεῖς σὲ αὐτὸν τὰ βέλτιστα.

***

 Ιστ) Ὁ Δημήτρης Μηλιαρέσης εἶχε μικρὸ καΐκι (λαντσόνι). Κάποτε ὁ καλόγερος τοῦ εἶπε:

-Μῆτσο, μὲ παίρνεις στὴν Πρέβεζα;

-Σὲ πηγαίνω παπούλη.

-Τί εἶναι ὁ ναῦλος;

-Δέκα κολωνάτα.

-Καλά, πηγαίνουμε.

Ὡς ναῦτες εἶχε τὸν πατέρα του καὶ τὸν Λεωνίδα Βεντούρα. Ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸ Κιόνι, καὶ περνώντας τὸ νησάκι Θηλειά, μπῆκαν στὸ Αὐλάκι, τὸ θαλάσσιο πέρασμα μεταξὺ Λευκάδας καὶ Ἀκαρνανίας. Ἐπειδὴ ὁ καιρὸς δὲν ἦταν τόσο εὐνοϊκός, ἄραξαν προσωρινά, στὴν ἄκρη τοῦ Αὐλακιοῦ, πρὸς τὸ φρούριο τῆς Λευκάδας.

Ὁ πλοίαρχος καὶ ὁ ναύτης βγῆκαν ἀπὸ τὸ λαντσόνι γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα, ὁ δὲ Παπουλάκης ἔμεινε μέσα προσευχόμενος.

Ὅταν κόπασε ἡ θαλασσοταραχή, ὁ Ὅσιος πρότεινε νὰ ἀναχωρήσουν. Ὁ γέροντας πατέρας τοῦ πλοιάρχου βγῆκε ἔξω γιὰ νὰ λύσει τὸ σχοινὶ τῆς πρύμνης.

Ἐπειδὴ ὅμως ἀργοῦσε πολύ, ὁ γιὸς πλοίαρχος τοῦ φώναξε νευριασμένος: Διάολε, ἔλα μέσα, νὰ βγῶ ἐγὼ νὰ τὸ λύσω! Καὶ μπῆκε ὁ γέρος, ὁ δὲ γιὸς βγῆκε, ἔλυσε τὸ σχοινί, καὶ ἀνεχώρησαν.

Τὸ λαντσόνι βρισκόταν μεταξὺ Πρεβέζης καὶ Λευκάδας, ἐνῶ ὁ καιρὸς φαινόταν πολὺ καλός. Ἐντελῶς ξαφνικά, τοὺς φωνάζει ὁ Ὅσιος: Γρήγορα, νὰ γυρίσουμε πίσω! Πράγματι, τὸ πλοῖο γύρισε πρὸς τὰ πίσω καὶ κατὰ προσταγὴ τοῦ Ὁσίου ἄραξαν στὴν προηγούμενη θέση. Ὁ Παπουλάκης τοὺς εἶπε νὰ βγοῦν ἔξω, καὶ ὅτι θὰ φύγουν τὴν αὐριανὴ μέρα. Κατόπιν, κατέβηκε στὸ πλοῖο νὰ προσευχηθεῖ. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο, ξέσπασε φοβερὴ θαλασσοταραχή, καὶ ἀνεμοζάλη, ἡ ὁποῖα ἀπειλούσε νὰ καταποντίσει καὶ πλοῖο καὶ ναύτες. Ὅταν ἐπέστρεψαν, ὁ πλοίαρχος Μηλιαρέσης, ἰδιαίτερα ταραγμένος τοῦ λέει:

-Τὶ κακὸ θὰ παθαίναμε παππούλη μου, ἄν συνεχίζαμε τὸ ταξίδι...

-Ναί, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, πάει, πάει τώρα ὁ διάολος, τὸν ὁποῖο προσκάλεσες καὶ ἦρθε πρὸ ὀλίγου. Ἄλλη φορὰ νὰ προσέχεις καὶ νὰ μὴν προσκαλεῖς στὸ πλοῖό σου τὸν πειρασμό.

Ἀμέσως ὁ πλοίαρχος καὶ οἱ δύο ναῦτες ἔσκυψαν καὶ ἀσπάστηκαν μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ παππούλη.

Τὸ ἑπόμενο πρωϊνό, ξεκίνησαν νωρὶς γιὰ τὴν Πρέβεζα. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος κάθισε στὸ τιμόνι καὶ εἶπε στοὺς ἄλλους νὰ κωπηλατοῦν, διοτι τοὺς ἀπειλεῖ κίνδυνος καὶ πρέπει νὰ φθάσουν πρὶν παρουσιαστεῖ. Πράγματι, μόλις ἔφθασαν στὴν Πρέβεζα σηκώθηκε τέτοια τρικυμία, ὥστε ἦρθε βάρκα μὲ πολλοὺς κωπηλάτες καὶ παρέλαβαν τὸν Ὅσιο γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν πόλη, ὅπου τὸν περίμεναν οἱ χριστιανοί.

***

 Ιζ) Ὁ Εὐστάθιος Συκιώτης, κάτοικος Σταυροῦ, ὅταν ἦταν νέος ἔπεσε ἀπὸ μιὰ ἐλιὰ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, παθαίνοντας διάσειση τοῦ ἐγκεφάλου τόσο σφοδρή, ὥστε ἐπέφερε παράλυση τῶν κάτω καὶ ἄνω ἄκρων. Γιὰ τρία χρόνια βρισκόταν κατάκοιτος, σὲ κακὴ κατάσταση, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ φάει, νὰ ντυθεῖ καὶ νὰ ἐκτελεῖ μόνος τὶς ἀνάγκες του.

Βλέποντάς τον ὁ Ἅγιος Παπουλάκης, τὸν συμπόνεσε καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: Βασίλη, ἄν θέλεις νὰ γίνει καλὰ ὁ γιός σου, νὰ πᾶς νὰ κατασκευάσεις ἔνα ἀσημένιο καντήλι ἑξήκοντα δραχμῶν, νὰ τὸ δώσεις στὸ γιό σου, νὰ τὸ πάει ὁ ἴδιος νὰ το ἀφιερώσει στὴν Ἁγία Βαρβάρα· ἐγὼ δὲ συγχρόνως θὰ προσεύχομαι ὑπὲρ τῆς ὑγείας του.

Ὁ πατέρας ἔκανε ὑπακοή, καὶ τὴν αὐριανὴ μέρα ἀγόρασε τὸ καντήλι. Μόλις δὲ ἀποφάσισε νὰ ἐκτελέσει τὴν παραγγελία τοῦ Ὁσίου, ἀμέσως τὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ ἀναλαμβάνει τὶς δυνάμεις του καὶ νὰ κινεῖ χέρια καὶ πόδια. Ὅταν ὁ πατέρας του ἔφερε τὸ καντήλι, τὸ πῆρε στὰ χέρια του ὁ πρώην παράλυτος, καὶ πηγαίνοντας πεζὸς στὴν Ἁγία Βαρβάρα, τὸ ἀφιέρωσε μπροστὰ στὴν ἱερή της εἰκόνα.

Ἀπὸ τότε, ὁ παράλυτος Εὐστάθιος ἔγινε ὑγιής, ἐργαζόταν, παντρεύτηκε καὶ ἀπέκτησε παιδιά.

***

Ιη) Στὶς 7 Φεβρουαρίου 1867, ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἀναπαυόταν στὸ σπίτι τοῦ Δημητρίου Ραυτόπουλου στὸ Κιόνι, κατὰ τὰ μεσάνυχτα σηκώνεται ἔντρομος, ξυπνᾶ ἀμέσως τὴν οἰκοδέσποινα καὶ τὴν προτρέπει νὰ ἀνάψει φωτιά, νὰ λιβανίσει, διότι ἔρχεται μεγάλο κακό, καὶ πρέπει νὰ προσεύχονται ὅλοι.

Πράγματι, σηκώθηκαν ὅλοι καὶ ἔκαναν ὅ,τι τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ προσεύχεται συνεχῶς. Στὶς 6 τὸ πρωί, ἔγινε μεγάλος σεισμός, διάρκειας μισοῦ λεπτοῦ, ποὺ συντάραξε τὴν Κεφαλληνία καὶ τὴν Ἰθάκη*. Λίγο ἀργότερα, σφοδρότερες δονήσεις ἔφεραν τὴν καταστροφή· πολλὰ σπίτια διερράγησαν, ἄλλα κατέπεσαν, ἡ δὲ θάλασσα ὑποχώρησε τόσο, ὥστε πλοῖο ἐλλιμενισμένο 20 μέτρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀκτή, βρέθηκε στὴ στεριά. Μέχρι τὸν Ἀπρίλιο, ἡ γῆ ἔτρεμε καθημερινά, ἐνῶ κάθε βδομάδα ὡς τὸν Ἰούλιο, ἰσχυρὴ δόνηση σκορποῦσε τὸν τρόμο και τὸν πανικὸ στοὺς κατοίκους.

*Μεγάλος σεισμός, μὲ ἐπίκεντρο τὴν περιοχὴ τοῦ Ληξουρίου Κεφαλληνίας καὶ μὲ τριακόσιους περίπου νεκρούς.

***

 Ιθ) Κάτοικος τοῦ χωριοῦ Ἀνωγή, ἔτρεφε ἄσπονδο μῖσος καὶ ἀδιάλλακτη ἔχθρα γιὰ ἕναν συγχωριανό του, γιὰ λόγους τιμῆς. Εἶχε ἀποφασίσει νὰ τοῦ στήσει ἐνέδρα καὶ νὰ τὸν σκοτώσει. Κανένας ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο, δὲν γνώριζε τὸ ἐγκληματικό του σχέδιο.

Κάποια μέρα, ἔμαθε ὅτι ὁ ἐχθρός του βρισκόταν στὸν Σταυρό, καὶ τὴν νύχτα θὰ ἀνέβαινε στὴν Ἀνωγή. Σκέφτηκε τότε νὰ τὸν περιμένει κρυμμένος σὲ κάποιο ἀπόκεντρο μέρος καὶ νὰ τὸν σκοτώσει μὲ δίκαννο ὅπλο καθὼς θὰ περνοῦσε.

Ὅμως, ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει. Ὁ Ὕψιστος φώτισε τὸν Ὅσιο Παπουλάκη νὰ προλάβει τὴν στυγερὴ δολοφονία. Ἔφτασε στὸν τόπο τῆς ἐνέδρας τὴν πιὸ κρίσιμη στιγμή, διότι ἔπειτα ἀπὸ λίγα λεπτά, τὸ κακὸ θὰ γινόταν.

Ὁ Ἅγιος, βαδίζοντας ἀθόρυβα, αἰφνιδίασε ἐκ τῶν ὄπισθεν τὸν παρ’ ὀλίγο φονιά, συλλαμβάνοντάς τον ἀπὸ τὰ χέρια. Τὸν ἐπέπληξε δὲ δριμύτατα γιὰ τὸ φοβερὸ ἔγκλημα τῆς ἀνθρωποκτονίας ποὺ σκόπευε νὰ διαπράξει.

Ὁ δράστης, καταληφθεὶς ὑπὸ φόβου καὶ τρόμου, ἄφησε νὰ πέσει ἀπὸ τὰ χέρια του τὸ ὅπλο, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό του αἰχμάλωτο στὴν θέληση τοῦ Ὁσίου. Ὁ τελευταῖος, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι τὸ ὅπλο καὶ στὸ ἄλλο τὸν δύστυχο ἐκεῖνον ἄνθρωπο, ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ἐνῶ δὲ ἐκεῖνος ζητοῦσε καταντροπιασμένος νὰ πάει σπίτι του, ὁ Παπουλάκης τοῦ ἔλεγε: Ὄχι! Ὅπου θέλω ἐγὼ θὰ πᾶμε. Προχώρα ἀπὸ ἐδῶ!Τελικά, τὸν ὁδήγησε στὸ σπίτι τοῦ ἀσπονδότερου ἐχθροῦ του. Πρῶτος μπῆκε ὁ Παπουλάκης καὶ κατόπιν ὁ δράστης.

Ἔπειτα ἀπὸ λίγα λεπτά, ἔφθασε καὶ ὁ νοικοκύρης. Ὁ Ὅσιος, μὲ εἰρηνικὸ καὶ πειστικὸ τρόπο, ἐπέφερε τὴν συνδιαλλαγή, καὶ τὴν ὁμόνοια μεταξὺ τῶν πρώην ἐχθρῶν καὶ διέταξε νὰ παρατεθεῖ δεῖπνο, στὸ ὁποῖο πῆραν μέρος ὅλοι μὲ εἰρήνη, ἀγάπη καὶ πολλὴ χαρά.

Ἀπὸ τότε, οἱ ἀδιάλλακτοι ἐκεῖνοι ἐχθροὶ ἔγιναν εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ φίλοι πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ τιμὴ τοῦ εἰρηνοποιοῦ Παπουλάκη.

***

Κ) Ὁ Δ. Β. ἦταν πλοίαρχος σὲ ἕνα διΐστιο καΐκι 300 κοιλῶν*, μὲ ναύτες τὸν Ε. Κ. καὶ Μ. Κ. Ἀνεχώρησαν μὲ καλὸ καιρό, γιὰ τὸ νησάκι Ἀρκούδι, Β. τῆς Ἰθάκης, νὰ φορτώσουν ξύλα. Ἐπειδὴ ὅμως τὴν νύκτα σηκώθηκε σφοδρὸς ἄνεμος, γρεολεβάντες, καὶ στὸ Ἀρκούδι δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν, διότι δὲν ὑπάρχει λιμάνι, σήκωσαν τὴν ἄγκυρα μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ ἀσφαλὲς λιμάνι τοῦ Μαυρωνᾶ. Μόλις ὅμως ὕψωσαν τὰ πανιά, τὰ ἔβαλαν στὰ πρύμα, μήπως ἀντικρύσουν φανάρι στὸ φοβερὸ σκοτάδι τῆς νύκτας. Ἀλλά, οὔτε φῶς, οὔτε στεριά, φαινόταν πουθενά, καὶ τὸ καΐκι σορβετάδο, δηλαδὴ μὲ τὴν σαβούρα στὸ ἀριστερὸ πλευρό, καὶ γεμᾶτο νερά, κυλιόταν ἀκυβέρνητο στὰ ἄγρια κύματα χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας. Ἑπτὰ ἡμερόνυχτα πάλευαν μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὥσπου προσήγγισαν στὸ Κάβο Πάσσαρο τῆς Σικελίας καὶ ἔρριξαν τὶς ἄγκυρες. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν βρῆκαν κάτι νὰ χορτάσουν τὴν πείνα τους, ἀποφάσισαν νὰ ἀνοιχτοῦν πάλι στὸ πέλαγος μὲ προορισμὸ τὴν Μάλτα, ἐφόσον ἐξακολουθοῦσε νὰ πνέει ὁ ἴδιος στεριανὸς ἄνεμος.

Ὁ πλοίαρχος ἦταν τολμηρὸς ναυτικός, ἀληθινὸ Ἰθακήσιο θαλασσοπούλι, καὶ δὲν δειλίαζε μπροστὰ σὲ κανένα κίνδυνο.

Μόλις ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο Πάσσαρο, σὲ ἀπόσταση λίγων μιλίων συναντήθηκαν παρ’ ἐλπίδα μὲ ἄλλο πλοῖο, ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ζήτησαν τροφές, καὶ νερό. Τοὺς ἔρριξαν δύο κοφίνια γαλέττες, ὅμως λίγες συνέλεξαν λόγω τῆς τρικυμίας, καὶ μόνο ἕνα βαρέλι νερό, κατάφεραν νὰ πάρουν γιὰ νὰ σβήσουν τὴν δίψα τους. Ἀκολούθησαν τὸ ξένο πλοῖο, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα πολυήμερο ταξίδι ἔφτασαν στὴν Μάλτα. Ἐκεῖ ἔνιωσαν ἀσφαλεῖς, διότι τοὺς δόθηκε τροφή, χρήματα καὶ ροῦχα. Κατόπιν, ἔγραψαν γιὰ τὴν σωτηρία τους στοὺς συγγενεῖς τους στὴν Ἰθάκη.

Ἐπειδὴ εἶχαν περάσει πολλὲς μέρες ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῶν ναυτικῶν, οἱ γονεῖς τους εἶχαν στείλει ἄλλο πλοῖο γιὰ νὰ τοὺς ἀναζητήσει. Οἱ ἔρευνες ὅμως ἀπέβησαν ἄκαρπες, διότι τὸ χαμένο καΐκι δὲν βρισκόταν πουθενά. Ἀπελπισμένοι οἱ γονεῖς πίστεψαν ὅτι βυθίστηκε καὶ διέταξαν να ψαλεῖ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία γιὰ τοὺς ναυαγούς.

Οἱ γονεῖς ἦταν ἀπαρηγόρητοι. Μοναδικὴ ἡλιαχτίδα στὴν βαριὰ καταχνιὰ τῆς θλίψης τους ἦταν ὁ στοργικός, καὶ παρήγορος Παπουλάκης, ὁ ὁποῖος ἔλεγε μὲ πεποίθηση στοὺς γονεῖς τῶν ναυαγῶν ὅτι τὰ παιδιά τους δὲν χάθηκαν, ἀλλὰ σώθηκαν, καὶ τὸ χαρούμενο γεγονός, θὰ γράψουν καὶ οἱ ἀγγλικὲς ἐφημεριδές.

Καὶ πράγματι, οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς γνωστοποίησαν τὸν ἐρχομό τῶν ναυαγῶν στὴν Μάλτα, ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωακείμ, δὲν ἔπαυε νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ αὐτούς. Ἡ πρόρρησή του ἐπαληθεύτηκε .

*Τὸ κοιλόν: μέτρο χωρητικότητος περίπου 24 ὀκάδων, ἰδίως διὰ δημητριακά, ἐλιές, κ.λ.π.

***

Κα) Ὁ Σ. Κ. ἀπὸ τὴν Ἀνωγή, εἶχε την πολλὴ κακιὰ συνήθεια νὰ κρατᾶ σημειώσεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖνους ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν. Κατέγραφε τὸ εἶδος τῆς ἐνοχλήσεως καὶ τὸν χρόνο ποὺ ἔγινε ἡ κάθε μία. Σκοπός τους ἦταν νὰ ἐκδικηθεὶ στὴν κατάλληλη στιγμή, ὅποιον τὸν εἶχε βλάψει. Τὸ ἐκδικητικὸ ἐκεῖνο σημειωματάριο διατηροῦσε τόσο μυστικό, ὥστε μόνο αὐτὸς τὸ γνώριζε καὶ κανένας ἄλλος.

Κάποιο βράδυ δέχθηκε στὸ σπίτι του τὸν Παπουλάκη, τὸν ὁποῖον ὑποδέχθηκε χαρούμενος καὶ ἀνύποπτος. Ὁ Ὅσιος ἄρχισε νὰ τοῦ μιλάει μὲ παραβολές, ἀναφέροντας τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα ποὺ ἐπιφέρουν τὸ μῖσος, ἡ μνησικακία καὶ ἡ ἐκδίκηση. Ἀφοῦ συνομίλησαν ἀρκετὴ ὥρα, τελικά, ὁ Παπουλάκης τοῦ ἀποκάλυψε τὸ μυστικό του καὶ τὸν παρώτρυνε νὰ τοῦ δώσει τὸ ἐκδικητικὸ σημειωματάριο γιὰ νὰ τὸ σχίσει, διότι ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀγάπη καὶ εἰρήνη καὶ ὄχι ἔχθρα καὶ ἐκδικήσεις. Τόσο πείσθηκε ὁ ἐκδικητικὸς Σ. Κ. γιὰ τὸ σφάλμα του, ὥστε παρέδωσε μετανοημένος τὸ σημειωματάριο στὸν Ὅσιο, δίνοντας πλέον ὑπόσχεση ὅτι θὰ συγχωρεῖ τοὺς ἐχθρούς του καὶ οὐδέποτε θὰ σημειώσει ἐκδίκηση.

Καὶ πράγματι, ἔτσι ἔγινε καὶ ὁ Θεὸς ξέρει πόσα κακὰ ἀπεσοβήθησαν μὲ τὴν εἰρηνοποιὸ διδασκαλία καὶ μέριμνα τοῦ Παπουλάκη.

***

Κβ) Τὸ νεογέννητο μωρὸ τῆς οἰκογένειας Μαρτάτου στὴν Λεύκη κινδύνευε νὰ πεθάνει διότι δὲν θήλαζε καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Ἡ ἀπελπισμένη μητέρα, πῆγε τὸ μωρό της στὸν Παπουλάκη. Ὁ Ἅγιος τὸ σταύρωσε καὶ διέταξε τὴν μητέρα νὰ προσφέρει στὸ παιδί της τὸ δεξιὸ μαστό. Ἀμέσως αὐτὸ ἄρχιζε νὰ θηλάζει κανονικά. Ἀπὸ τότε τὸ παιδάκι αὐτὸ εἶχε μιὰ πολὺ καλὴ ἀνάπτυξη.

***

Κγ) Ἡ Ἑλένη Γρίβα-Βλασσοπούλου (Τζανάκη) συνεχῶς εἰρωνευόταν καὶ ἐνοχλοῦσε τὸν σύζυγό της Νικολάκη ποὺ ἦταν θρησκευόμενος. Ὁ Νικολάκης μὲ σιωπή, καὶ ὑπομονὴ προσπαθοῦσε νὰ ἀνέχεται τὴν ἰδιότροπη σύζυγό του, δίχως νὰ ἐξωτερικεύει στοὺς ἄλλους αὐτή του τὴν δοκιμασία.

Κάποια μέρα, ποὺ ὁ Νικολάκης ἦταν πολὺ στενοχωρημένος ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῆς συζύγου του, χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιού τους. Στὸ ἄνοιγμά της παρουσιάστηκε ὁ Ὅσιος Παπουλάκη ὁ ὁποῖος δίχως περιστροφὲς λέει στὴν Ἑλένη: Ξέρεις τί πράγμα εἶναι Νικολάκαινα, ἄλλος νὰ κάνει τὴν προσευχή του καὶ ὁ ἄλλος νὰ τὸν κοροϊδεύει; Κοίταξε νὰ συνετιστεῖς καὶ νὰ σέβεσαι τὸν ἄντρα σου ποὺ εἶναι τόσο καλὸς μαζί σου.

Ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη μέρα ἡ Νικολάκαινα ἄλλαξε συμπεριφορά, ἀπέκτησε φόβο Θεοῦ νιώθοντας βαθύτατο σεβασμό, πρὸς τὸν Ὅσιο.

***

Κδ) Ὁ πιὸ φοβερὸς διώκτης τοῦ Ὁσίου ἦταν ὁ ἔμπορος καπετὰν-Γεώργιος Τσαπαρλῆς. Τόσο τὸν ἀπεχθανόταν ὥστε παρακινοῦσε τὸν ἐπίσκοπο Ἰθάκης Γαβριήλ, νὰ τὸν ἐξορίσει στὴ μονή του στὸ ἍγιοὌρος. Ἐνῶ ὁ Γαβριήλ, εὐλαβούμενος τὸν Ὅσιο, δὲν ἐσκόπευε νὰ τὸ κάνει αὐτό.

Ὅταν ὁ Ὅσιος πλησίαζε πρὸς τὸ θάνατο, ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἰθάκης μετέβαινε στὸ σπίτι τοῦ Χ. Παΐζη-Λιανοῦ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του. Μεταξὺ τῶν προσκυνητῶν ἦταν καὶ ἡ σύζυγος τοῦ διώκτη Γεωργίου, Ἐριφίλη. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ὅσιος τὴν ὐποδέχτηκε μὲ χαρά, καὶ τὴν ρώτησε γιὰ τὸν σύζυγό της καὶ ἄν ἔχουν νεώτερα γιὰ τὸ πλοῖο τοῦ ἀνεψιοῦ τους Ν. Κράβαρη. Αὐτὴ ἀπάντησε ὅτι ὁ σύζυγός της ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, διότι τὸ πλοῖο χάθηκε αὐτάνδρο καὶ τὴν ἐρχόμενη Κυριακή, θὰ τὸ ἀνακοινώσουν στὴ οἰκογένεια τοῦ ἀνεψιοῦ τους. Ἦταν δὲ ἡμέρα Δευτέρα. Τῆς λέει τότε ὁ κατάκοιτος Γέροντας:

-Μὴ στενοχωριέστε Ἐριφίλη. Μέχρι τὸ Σάββατο θὰ μάθετε γιὰ τὸ πλοῖο καὶ θὰ τὸ δεῖτε νὰ μπαίνει στὸ λιμάνι· ὅμως ἐγὼ δὲν θὰ τὸ δῶ.

-Εὐχαριστῶ παππούλη μου, ἀπάντησε ἡ γυναῖκα.

Στὸ δωμάτιο βρίσκονταν κάποιες εὐλαβεῖς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες παρακινοῦσαν τὸν Ὅσιο νὰ δοκιμάσει κάτι.

-Ἄν εἶχα ἕνα μῆλο, τὸ ἔτρωγα· εἶπε.

-Τέτοια ἐποχή, τέλος Φλεβάρη, ποῦ νὰ βρεθοῦν μῆλα;

-Κάπου μπορεῖ νὰ βρεθεῖ· ἀπάντησε ἐκεῖνος.

Τότε ἡ Ἐριφίλη θυμήθηκε ὅτι πρὶν ἕναν χρόνο καὶ πλέον εἶχε φυλάξει στὸ κομό της ἐννέα μῆλα, δὲν ἦταν ὅμως σίγουρη ἄν ὑπῆρχαν ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ τόσο χρονικὸ διάστημα. Μὲ τὸν ὐπάλληλο τοῦ ἄνδρα της πηγαίνει ἀμεσως σπίτι της καὶ γνωστοποιεῖ στὸν διώκτη Τσαπραλῆ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Παπουλάκη καὶ τὴν πρόρρησή του γιὰ τὸ καράβι τοῦ ἀνεψιοῦ τους. Ἄν ἐσὺ βρεῖς μῆλο γερό, στὸν κομό, τότε θὰ πιστέψω ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι Ἅγιος, καὶ θὰ ἔρθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸν προσκυνήσω· εἶπε ἐκεῖνος. Ἠ Ἐριφίλη μὲ ἔντονη ἀγωνία καὶ δάκρυα στὰ μάτια ἄνοιξε τὸν κομό, καὶ βρῆκε τὰ μῆλα τυλιγμένα σὲ χαρτί. Ἀνοίγει τὸ 1ο, 2οκαὶ ὅλα μέχρι τὸ 8ο ἦταν διάβρωτα τὸ δὲ 9ο βρέθηκε γερὸ καὶ κόκκινο, σὰν νὰ εἶχε κοπεῖ πρὶν λίγο ἀπὸ τὸ δένδρο. Γεμάτη χαρά, εἰδοποίησε τὸν σύζυγό της καὶ ἀμέσως ἐπιστρέφει στὸ δωμάτιο τοῦ Παπουλάκη. Ἀφοῦ γονάτισε μπρός του, τοῦ πρόσφερε τὸ μῆλο. Αὐτὸς τὸ δέχθηκε μὲ τὸ ἀσθενικό του χέρι καὶ εἶπε συγκινημένος: Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι.

Βλέποντας μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὁ διώκτης ἐπισκέφθηκε καὶ αὐτὸς τὸν Παπουλάκη γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει συγχώρηση, συντετριμμένος καὶ ἀσπαζόμενος τὴν δεξιά του, μένοντας γιὰ πολλὴ ὥρα μόνοι. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὅταν τὸν εἶδε μὲ χαρὰ καὶ ἀγάπη τοῦ εἶπε: Καλῶς ἦλθες καπετὰν Γιώργη. Καὶ τὸν συγχώρεσε μὲ ὄλη του τὴν καρδιά.

Ἡ δὲ πρόρρηση γιὰ τὸ πλοῖο ἐπαληθεύτηκε. Τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸ ἔμπαινε στὸ λιμάνι, ὁ λαὸς τῆς Ἰθάκης τὸ εἶδε ἀπὸ τὴν τοποθεσία Κάστρο, ὅταν συνόδευε τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στὸν Σταυρό.

***

Κε) Γιὰ τὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ Σταυρός, ὅ Ἅγιος εἶχε προφητέψει: Σὲ αὐτὸ τὸ μέρος θὰ χτιστεὶ μεγάλη ἐκκλησία. Θὰ τὴν ἀρχίσουν ντόπιοι, ξένοι θὰ τὴν ἀποτελειώσουν, ξένος παπᾶς θὰ τὴν ἐγκαινιάσει.

Πράγματι· τὴν ἄρχισαν χτίστες ἀπὸ τὰ χωριὰ Ἀνωγὴ καὶ Ἐξωγή, τὴν ἀποτέλειωσαν πρόσφυγες μικρασιάτες, πρόσφυγας -ὁ παπᾶ-Ἀνέστης- τὴν ἐγκαινίασε.

***

Κστ) Ἡ Ἀργυρὼ Μωραΐτη-Τζανέταινα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνωγή, ξεκίνησε γιὰ τὸν Σταυρό, κατηφορίζοντας τὸ παλιὸ μονοπάτι ποὺ συνδέει τὰ δύο χωριά. Πάνω στὸ κεφάλι της εἶχε τὴν μικρή, ξύλινη κούνια τοῦ μωροῦ της. Τὸ μικρὸ ἀγοράκι εἶχε ἀρρωστήσει καὶ τὸ πήγαινε ἀνήσυχη στὸν γιατρὸ τοῦ Σταυροῦ.

Κάτω ἀπὸ ἕναν μεγάλο σχίνο συνάντησε τὸν Ὅσιο Παπουλάκη νὰ κάθεται πάνω σὲ ἕναν βράχο. (Ὁ βράχος αὐτὸς ὀνομάζεται καθίστρα τοῦ Παπουλάκη καὶ μέχρι σήμερα εὐωδιάζει).

Ὁ Ἅγιος τὴν βοήθησε νὰ κατεβάσει τὴν κούνια ἀπὸ τὸ κεφάλι της καὶ τῆς ζήτησε νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ ξεκουραστεῖ. Ὕστερα σταύρωσε μὲ τὸ κομποσχοίνι του τὸ ἄρρωστο παιδάκι καὶ τῆς πρότεινε νὰ ἐπιστρέψουν μαζὶ στὴν Ἀνωγή. Δὲν ὑπῆρχε λόγος πλέον νὰ πάει στὸν γιατρό. Τὸ μωρό, ἦταν ἐντελῶς καλά.

***

Κζ) Στὸ Βαθύ, τὰ μεγάλα παιδιὰ κάποιας οἰκογένειας εἶχαν κλέψει ἕνα γουρουνόπουλο καὶ τὸ εἶχαν πάει στὴν μάνα τους νὰ τὸ μαγειρέψει. Περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Ὅσιος Παπουλάκης καὶ ρωτάει τὴν μητέρα:

-Τί θὰ μαγειρέψεις ἀπόψε νοικοκυρά;

-Λίγο κρέας ψήνω παππούλη· ἀπάντησε αὐτή.

-Θὰ ἔρθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ δῶ ὅταν θὰ τὸ κενώνεις (σερβίρεις)· τῆς εἶπε.

Πράγματι, πῆγε στὸ σπίτι τὴν ὥρα τοῦ σερβιρίσματος. Τότε, μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια ὅλων συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο· ἕνα χέρι ἅπλωνε καὶ ἔπαιρνε τὴν δική του μερίδα...!

Τοὺς λέει τότε ὁ Ἅγιος: Γιατὶ σκιαχτήκατε; Τὸ μερδικό του παίρνει. Αὐτὰ ἔχουν τὰ κλεφτά...!

***

Κη) Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, τόνιζε ἰδιαίτερα στοὺς Ἰθακησίους τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ κάθε μεγάλης ἑορτῆς. Μὲ συμβουλές, παραδείγματα καὶ πολλὰ ἀποκαλυπτικὰ σημεῖα ποὺ ἔγιναν σὲ διάφορα χ agioritikesmnimes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ