2015-05-30 22:45:07
Οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν παλαιοχριστιανικὴ Ἄκανθο προέρχονται μόνο ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση, ἡ ὁποία θέλει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ διδάσκει τὸν χριστιανισμὸ στὴν περιοχή. Μολονότι οἱ ἀνασκαφικὲς ἔρευνες στὴν ἀρχαία πόλη καὶ στὸ νεκροταφεῖο της ἔχουν διάρκεια συνεχοῦς δραστηριότητος περίπου σαράντα ἐτῶν, τὰ στοιχεῖα ποὺ παρουσιάσθηκαν μέχρι στιγμῆς, γιὰ τὴν παλαιοχριστιανικὴ φάση, εἶναι ἐλάχιστα. Ἔχει ἀναφερθῆ ὁ ἐντοπισμὸς διάσπαρτης παλαιοχριστιανικῆς κεραμικῆς καὶ λίγων θραυσμάτων μαρμαρίνων θωρακίων τῆς ἴδιας περιόδου, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιήθηκαν στὸ μεσοβυζαντινὸ νεκροταφεῖο καὶ βρέθηκαν στὰ οἰκόπεδα 212 καὶ 213 στὸν Ἄρμενο, δηλαδὴ στὸν παραλιακὸ τομέα τοῦ νέου οἰκισμοῦ τῆς Ἱερισσοῦ.
Τὸ 2000, σὲ μία ἐναλλασσόμενη ἀνασκαφικὴ δράση τῶν Ἐφορειῶν Κλασσικῶν καὶ Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, μὲ ὑπευθύνους τοὺς ἀρχαιολόγους Ἑλένη Τρακοσοπούλου καὶ τὸν Ἰωακ. Παπάγγελο, ἐντοπίσθηκε τμῆμα ἀσβεστόκτιστου ἡμικυκλικοῦ κτίσματος, τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύθηκε ὡς τμῆμα κόγχης παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς πυξίδας προσδιορίσθηκε ἡ περίπου θέση τοῦ ὑποτιθέμενου παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ καὶ ἔκτοτε, περιμέναμε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνηθοῦν τὰ οἰκόπεδα στὰ ὁποῖα πιθανολογεῖτο νὰ ἐντοπισθῆ ὁ ὑπόλοιπος ναός.
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006 ξεκινήσαμε δοκιμαστικὲς τομὲς καὶ ἄρχισαν νὰ ἀναφαίνονται ἀποσπασματικά, κορυφὲς ἀσβεστόκτιστων τοίχων. Τοὺς ἀποτυπώσαμε, σὲ συνάρτηση μὲ τὸ καταχωσμένο πλέον τμῆμα τῆς κόγχης καί, μὲ τὴν τόλμη ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει τοὺς ἀρχαιολόγους, συνθέσαμε τὸ εἰκονιζόμενο «σχέδιο ἐργασίας». Ἡ συνέχεια τῆς ἀνασκαφῆς μέχρι καὶ τὸ 2008, μᾶς ἔδωσε τήν ἱκανοποίηση ὅτι τό πρωτόλειο σχέδιο δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Θὰ παρουσιάσουμε ἐν συντομία τὸ τὶ ἔχει ἀποκαλυφθῆ μέχρι σήμερα ἀπὸ τὸν παλαιοχριστιανικὸ ναὸ καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ κάνουμε μία πρώτη ἀξιολόγηση τοῦ μνημείου.
Τὸ εὕρημα εἶναι μία μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ μὲ αἴθριο. Οἱ μέγιστες ἐξωτερικὲς διαστάσεις τοῦ ναοῦ, χωρὶς τὴν κόγχη καὶ τὸ αἴθριο, εἶναι 25,40Χ18,60 μ. Τὸ μεσαῖο κλίτος ἔχει 8 μ. καθαρὸ πλάτος καὶ τὰ πλάγια 4 μ. Στὴν μέση τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου βρίσκεται ἡ ἡμικυκλική, ἐλαφρῶς πεταλόσχημη κόγχη, χορδῆς 5,10 μ. Στὴν δυτικὴ πλευρά, σὲ ὅλο τὸ πλάτος τοῦ ναοῦ, ὑπάρχει ὁ νάρθηκας πλάτους 4,20 μ. Ἀπὸ τὸν νάρθηκα πρὸς τὰ κλίτη ὑπάρχει ἀνὰ μία εἴσοδος στὸ μέσον τοῦ κάθε κλίτους. Στὴν δυτικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ ὑπάρχουν δύο εἴσοδοι, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν πρὸς τὸν ναὸ ἀπὸ τὴν κιονοστήρικτη στοὰ τοῦ αἰθρίου. Τὸ αἴθριο ἔχει ἐξωτερικὲς διαστάσεις 19,50Χ18,60 μ. Στὴν μέση περίπου, κάπως ἔκκεντρα ὡς πρὸς τὸν ἄξονα ἀνατολῆς - δύσης τοῦ ναοῦ, βρίσκεται ἡ ἀνοικτὴ αὐλὴ τοῦ αἰθρίου, διαστάσεων 11,60Χ8,45 μ.
Στὴν νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ εἶναι προσκολλημένο ἕνα ὀρθογώνιο δωμάτιο, διαστάσεων 6,60Χ6,35 μ., τοῦ ὁποίου τὸ δάπεδο εἶναι ἐπιμελῶς στρωμένο μὲ μεγάλους ὀρθογώνιους ὀπτόπλινθους, συνήθων διαστάσεων 67Χ45 ἑκ. Στὸ μέσον τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς του, πάνω στὸ δάπεδο, εἶναι ἀκουμπισμένο μὲ τάξη ἕνα μεγάλο τμῆμα μιᾶς καλοφτιαγμένης μαρμάρινης τράπεζας. Σὲ κάποια τμήματα τῆς τοιχοποιΐας τοῦ κτίσματος ἔχουν σωθεῖ σπαράγματα τοιχογραφημένων ἐπιχρισμάτων. Δὲν γνωρίζουμε τὴν χρήση τοῦ προσκτίσματος αὐτοῦ, ἀλλὰ θεωροῦμε ὡς πιθανὸν ὅτι ἦταν χῶρος ἀποθέσεως προσφορῶν.
Στὴν βόρεια πλευρὰ τῆς βασιλικῆς ἐντοπίζεται ἕνας τοῖχος κάθετος πρὸς αὺτήν, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλευρὰ ὑπῆρχαν προσκτίσματα. Ἡ μελλοντικὴ ἔρευνα πιθανῶς θὰ μᾶς πληροφορήσει γιὰ τὴν ἔκταση καὶ τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν προσκτισμάτων.
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἡ βασιλικὴ τῆς Ἱερισσοῦ εἶναι ἔντονα λιθολογημένη, καὶ ἡ λιθολόγησή της ἄρχισε πολὺ νωρίς, ἴσως καὶ μέσα στὸν 9ον αἰῶνα, ὅταν ἄρχισε ἡ λειτουργία τοῦ ἐκεῖ μεσοβυζαντινοῦ νεκροταφείου. Ἔτσι αὐτὸ ποὺ ἐντοπίζεται ἀπὸ τὴν βασιλικὴ εἶναι τοιχοποιΐες μέχρι καὶ λίγα ἑκατοστᾶ πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίπεδα τῶν (κατεστραμμένων) δαπέδων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἀναγκασμένοι, λαμβάνοντας ὑπόψιν ὅτι ἡ ἀνασκαφικὴ ἔρευνα δὲν ὁλοκληρώθηκε, να περιορισθοῦμε στὴν ἀναφορὰ μόνον τῶν μέχρι στιγμῆς δεδομένων.
Ὁ ναὸς ἦταν ἐσωτερικῶς ἐπιχρισμένος καὶ τοιχογραφημένος. Σὲ κάποιες τοιχοποιΐες ὑπῆρχαν μαρμαροθετήματα στὰ ὁποῖα φαίνεται νὰ χρησιμοποιήθηκαν καὶ δουλεμένες κροῦστες θαλασσίων ὀστρέων. Ἐπειδὴ βρέθηκαν καὶ ὑάλινες ψηφίδες, θεωροῦμε πιθανὸν ὅτι ὑπῆρχαν καὶ ἐντοίχια ψηφιδωτά. Τὰ δάπεδα φαίνεται ὅτι ἦσαν, μερικῶς τουλάχιστον, κοσμημένα μὲ μαρμαροθετήματα (βρέθηκαν διάσπαρτες μαρμάρινες κροῦστες), ἀλλὰ κάποια τμήματα, ἴσως τὰ πλάγια κλίτη καὶ ὁ νάρθηκας, πρέπει νὰ ἦσαν στρωμμένα μὲ μαρμαρόπλακες. Ἀπὸ τὰ ἕξη ζεύγη κιόνων, ποὺ χώριζαν τὰ κλίτη, δὲν βρέθηκε τίποτα. Ἀπὸ τὰ μαρμάρινα διάστυλα τοῦ ναοῦ (=τὸ λεγόμενο τέμπλο) βρέθηκαν θραύσματα ἑνὸς τουλάχιστον φολιδωτοῦ συμπαγοῦς θωρακίου καὶ μικροθραύσματα διατρήτων φολιδωτῶν θωρακίων. Πιστεύουμε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ ἐνταχθοῦν σ᾽ αὐτὴ τὴν βασιλικὴ καὶ τὰ προαναφερθέντα θραύσματα τῶν ἀμφιπροσώπων σταυροφόρων θωρακίων ποὺ βρέθηκαν κατὰ τὴν ἀνασκαφὴ γειτονικοῦ οἰκοπέδου, τὸ 1984 (Παπάγγελος). Τὸ αἴθριο εἶναι περισσότερο λιθολογημένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη βασιλική, ἀλλὰ ἡ ἔρευνά του δὲν ὁλοκληρώθηκε.
Ἀπὸ τὰ κινητὰ εὑρήματα τῆς παλαιοχριστιανικῆς περιόδου ἀναφέρουμε τὸ πλῆθος θραυσμάτων στρογγυλῶν ὑαλοπινάκων (ποὺ βρέθηκαν κυρίως στὸν τομέα τοῦ νοτίου προσκτίσματος), ὑάλινων κανδηλίων, χάλκινων συρμάτων ἀναρτήσεως τῶν κανδηλίων καὶ μολύβδινες καντηλίθρες. Βρέθηκαν ἐπίσης καὶ περὶ τὰ τριάντα χάλκινα νομίσματα 4ου – 5ου αἰῶνος μ.Χ., τὰ ὁποῖα ἐντάσσουν χρονολογικῶς καὶ τὸν ναό. Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο βρέθηκαν καὶ ἀρκετὰ νομίσματα παλαιοτέρων περιόδων (χάλκινο νόμισμα Ἀκάνθου 400-358 π.Χ., Μένδης 405-348 π.Χ., χάλκινο Πέλλας 187-168 π.Χ., τρία Οὐρανουπόλεως, ὀρειχάλκινο Θεσσαλονίκης 3ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἕνας Ἀντωνινιανὸς Φιλίππου Α΄ 244- 249 μ.Χ.).
Τὸ μέγεθος καὶ ἡ προφανὴς πολυτέλεια τῆς βασιλικῆς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σημαίνουν ὅτι ἡ εὐημερία τῆς Ἀκάνθου τῆς ρωμαϊκῆς περιόδου συνεχίσθηκε τουλάχιστον μέχρι καὶ τὸν 5ον αἰῶνα. Τὸ νεώτερο σχετικὸ νόμισμα ποὺ βρήκαμε εἶναι τοῦ Μαρκιανοῦ (450-457 μ.Χ.). Ἡ βασιλικὴ πρέπει νὰ καταστράφηκε μετὰ τὸν 5ον καὶ πρὸ τοῦ 9ου αἰῶνος καὶ πιθανῶς κατὰ τὸν 6ον αἰῶνα.
Παρὰ τὸ μέγεθος τῆς βασιλικῆς (περὶ τὰ 50 μέτρα μῆκος, μαζὶ μὲ τὸ αἴθριο καὶ τὴν κόγχη) ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι τὸ κτίσμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ δὲν ἦταν οὔτε τὸ μοναδικὸ τοῦ εἴδους στὴν παλαιοχριστιανικὴ Ἄκανθο, οὔτε καὶ τὸ σημαντικότερο. Ἡ θέση του κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ στὰ βόρεια ὅρια τοῦ ἀραιοκατοικημένου παλαιοχριστιανικοῦ τομέως, θὰ πρέπει νὰ σχετίζεται μὲ τὸ παλαιοχριστιανικὸ νεκροταφεῖο, τοῦ ὁποίου κάποιοι τάφοι φαίνεται νὰ ἐρευνήθηκαν μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀνασκαφικῆς ἔρευνας τοῦ προχριστιανικοῦ νεκροταφείου. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναζητηθεῖ κάπου μέσα στὴν ἀρχαία πόλη καὶ ἄλλος ἕνας, τουλάχιστον, παλαιοχριστιανικὸς ναὸς ἀναλόγου κατασκευαστικῆς ποιότητος.
Εἴπαμε ὅτι τὸν χρόνο καὶ τὸν λόγο καταστροφῆς τῆς βασιλικῆς δὲν τὸν γνωρίζουμε ἀκόμη. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ θεωρηθῆ βέβαιο ὅτι περὶ τὰ τέλη τοῦ 9ουαἰῶνα ἡ βασιλικὴ ἦταν ἤδη ἐρειπωμένη, ἀλλὰ τὸ σχῆμα της δήλωνε τὴν ταυτότητα της. Γνωρίζουμε ὅτι τὸ 923 ἡ Ἱερισσός, (ὅπως ὀνομαζόταν ἤδη ὁ οἰκισμός), ἦταν ἕνα χωριὸ μὲ δραστήριους κατοίκους, τὸ ὁποῖο ὡς νομικὸ πρόσωπο ὑπῆρχε ἤδη τὸ ἔτος 883 (βλ. τὸ σιγίλλιο τοῦ Βασιλείου Α΄). Οἱ κάτοικοι λοιπὸν τῆς μεσοβυζαντινῆς Ἱερισσοῦ ἀξιοποίησαν τὴν προφανῆ ἱερότητα τοῦ χώρου τῆς ἐρειπωμένης βασιλικῆς γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν τὸ νεκροταφεῖο τους. Φυσικὸ ἦταν νὰ ἀξιοποιήσουν καὶ τὸ οἰκοδομικὸ ὑλικὸ τοῦ ἄχρηστου πλέον μεγάλου κτηρίου, προκειμένου νὰ κατασκευάσουν τοὺς τάφους τους· καὶ ἔτσι ἡ βασιλικὴ κατεδαφίσθηκε μέχρι τὸ δάπεδό της.
Ἡ περίοδος χρήσεως τοῦ μεσοβυζαντινοῦ νεκροταφείου προσδιορίζεται καὶ ἀπὸ τὸ χρονολογικὸ εὖρος τῶν νομισμάτων ποὺ συγκεντρώσαμε μέχρι στιγμῆς ἀπὸ τὴν ἀνασκαφή. Βρέθηκαν ἐννέα νομίσματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὰ τρία εἶναι τῶν ἐτῶν 945-950 (Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου), τὰ ἄλλα τρία «ἀνώνυμοι φόλλεις» τῶν ἐτῶν 970-1042, ἕνα ἀργυρὸ δουκᾶτο Βενετίας (Jacobo Contarini) 1275-1280 καὶ ἕνα «τραχύ» Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου 1272-1282. Τὰ δύο τελευταῖα νομίσματα τοῦ 13ουαἰῶνος δὲν συλλειτουργοῦν, πρὸς τὸ παρόν, μὲ ἄλλα εὑρήματα, ὧστε νὰ πιστοποιεῖται ἡ συνέχεια ταφικῆς χρήσεως τοῦ χώρου μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν περίοδο.
Ἀπὸ τὰ ἄλλα μεσοβυζαντινὰ εὑρήματα, ἄξιο λόγου εἶναι ἕνας χάλκινος ἐνεπίγραφος ἐγκόλπιος σταυρός. Στὴ μία ὄψη του φέρει τὴν ἐπιγραφὴ ΦΩΣ ΖΩΗ καὶ στὴν ἄλλη διαβάζουμε ΚΥΡΙΕ ΒΟΗΘΕΙ (ἀκολουθεῖ δυσανάγνωστο ὄνομα). Βρέθηκαν ἐπίσης ἀρκετὰ θραύσματα ἀπὸ γυάλινα βραχιόλια, εὕρημα σύνηθες στὴν μεσοβυζαντινὴ Ἱερισσό. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα εὑρήματα αὐτῆς τῆς ἐποχῆς γιατὶ ἐκκρεμεῖ ἡ ἔρευνα τῶν τάφων. Πιθανὸν νὰ βρεθοῦν χρήσιμα καὶ περισσότερα στοιχεῖα, ὧστε νὰ ἔχουμε καλύτερη εἰκόνα γιὰ τὴν μεσοβυζαντινή (ἴσως καὶ τὴν παλαιοχριστιανική) περίοδο τῆς Ἱερισσοῦ.
Στὴν ἀνασκαφὴ εἴχαμε τὴν συνεργασία τῶν ἀρχαιολόγων Στέφανου Τσολάκη, Γιώργου Ἀναγνωστάρα, Ἑλένης Μητσιάρα καὶ Ἀθηνᾶς Πούλου, τῆς ἀρχιτέκτονος Ἄννας Παπασωτηρίου, τῆς ζωγράφου Τερψιχόρης Ξανθοπούλου, τοῦ συντηρητοῦ τοιχογραφιῶν Ἀργύρη Δάλλα, τῶν συντηρητῶν μετάλλων Ἑλένης Πάππα καὶ Θεοδώρου Λάλου καὶ τῆς ὑπεύθυνης τοῦ φωτογραφικοῦ ἀρχείου Ἀνδρομάχης Κατσιμάνη. Τοὺς εὐχαριστοῦμε ὅλους ἐκ μέσης καρδίας. Χωρὶς ὅμως τὴν φιλότιμη καὶ προσεκτικὴ δουλειὰ τῶν ἔμπειρων ἐργατῶν τῆς ἀνασκαφῆς, Ἀντώνη Δεδέκα, Νίκου Κομνηνάκη, Παρμενίωνος Παρασκευᾶ καὶ Χρήστου Χωροῦδα, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ γράψουμε κάτι ἐνδιαφέρον. Τοὺς εὐχαριστοῦμε πολὺ γιὰ τὸν ζῆλο τους καὶ τὴν ἀγάπη στὴν δουλειά.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Ἡ βασιλικὴ τῆς Ἱερισσοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες βασιλικὲς ποὺ ἔχουν ἐρευνηθῆ στὴν Χαλκιδική. Ἡ συνύπαρξή της μὲ τὸ μεσοβυζαντινὸ νεκροταφεῖο ὑπογραμμίζει τὸν ἰδεολογικὸ δεσμὸ τῆς Ἀκάνθου μὲ τὴν Ἱερισσό, διὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ προσθέτει μία ἀκόμα ψηφίδα στὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν «συνέχεια».
Ἡ βασιλικὴ βρίσκεται σὲ ἕναν ἀπελπιστικὰ πυκνοδομημένο τομέα τῆς Ἱερισσοῦ, μὲ δρόμους στενοὺς καὶ δύσχρηστους. Προκειμένου νὰ σωθῆ καὶ νὰ ἀναδειχθῆ ἡ ἱστορικὴ καὶ κτηριολογικὴ σπουδαιότητα τοῦ μνημείου, πιστεύουμε ὅτι πρέπει νὰ γίνει τροποποίηση τοῦ πολεοδομικοῦ σχεδίου στὴν περιοχή, νὰ γίνει ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση τῶν οἰκοπέδων (μὲ ἀνταλλαγές), νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀνασκαφὴ τῆς βασιλικῆς, νὰ γίνει ἡ πρέπουσα ὑπερύψωση τῆς τοιχοποιΐας της καὶ στὴν περιοχή της νὰ ὀργανωθῆ ἕνα «ἀρχαιολογικὸ πάρκο».
Ἡ ἀνάδειξη καὶ ἡ προβολὴ τῆς βασιλικῆς θὰ συμβάλει οὐσιαστικῶς στὴν πολιτιστική, ἱστορική, τουριστική, πολεοδομικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀναβάθμιση τῆς Ἱερισσοῦ.
Από τους Άγνωστους Αρχαιολογικούς Θυσαυρούς
της Χαλκιδικής.
Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, Κλεάνθης Δημ. Δοῦκας Tromaktiko
Τὸ 2000, σὲ μία ἐναλλασσόμενη ἀνασκαφικὴ δράση τῶν Ἐφορειῶν Κλασσικῶν καὶ Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, μὲ ὑπευθύνους τοὺς ἀρχαιολόγους Ἑλένη Τρακοσοπούλου καὶ τὸν Ἰωακ. Παπάγγελο, ἐντοπίσθηκε τμῆμα ἀσβεστόκτιστου ἡμικυκλικοῦ κτίσματος, τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύθηκε ὡς τμῆμα κόγχης παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς πυξίδας προσδιορίσθηκε ἡ περίπου θέση τοῦ ὑποτιθέμενου παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ καὶ ἔκτοτε, περιμέναμε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνηθοῦν τὰ οἰκόπεδα στὰ ὁποῖα πιθανολογεῖτο νὰ ἐντοπισθῆ ὁ ὑπόλοιπος ναός.
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006 ξεκινήσαμε δοκιμαστικὲς τομὲς καὶ ἄρχισαν νὰ ἀναφαίνονται ἀποσπασματικά, κορυφὲς ἀσβεστόκτιστων τοίχων. Τοὺς ἀποτυπώσαμε, σὲ συνάρτηση μὲ τὸ καταχωσμένο πλέον τμῆμα τῆς κόγχης καί, μὲ τὴν τόλμη ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει τοὺς ἀρχαιολόγους, συνθέσαμε τὸ εἰκονιζόμενο «σχέδιο ἐργασίας». Ἡ συνέχεια τῆς ἀνασκαφῆς μέχρι καὶ τὸ 2008, μᾶς ἔδωσε τήν ἱκανοποίηση ὅτι τό πρωτόλειο σχέδιο δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Θὰ παρουσιάσουμε ἐν συντομία τὸ τὶ ἔχει ἀποκαλυφθῆ μέχρι σήμερα ἀπὸ τὸν παλαιοχριστιανικὸ ναὸ καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ κάνουμε μία πρώτη ἀξιολόγηση τοῦ μνημείου.
Τὸ εὕρημα εἶναι μία μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ μὲ αἴθριο. Οἱ μέγιστες ἐξωτερικὲς διαστάσεις τοῦ ναοῦ, χωρὶς τὴν κόγχη καὶ τὸ αἴθριο, εἶναι 25,40Χ18,60 μ. Τὸ μεσαῖο κλίτος ἔχει 8 μ. καθαρὸ πλάτος καὶ τὰ πλάγια 4 μ. Στὴν μέση τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου βρίσκεται ἡ ἡμικυκλική, ἐλαφρῶς πεταλόσχημη κόγχη, χορδῆς 5,10 μ. Στὴν δυτικὴ πλευρά, σὲ ὅλο τὸ πλάτος τοῦ ναοῦ, ὑπάρχει ὁ νάρθηκας πλάτους 4,20 μ. Ἀπὸ τὸν νάρθηκα πρὸς τὰ κλίτη ὑπάρχει ἀνὰ μία εἴσοδος στὸ μέσον τοῦ κάθε κλίτους. Στὴν δυτικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ ὑπάρχουν δύο εἴσοδοι, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν πρὸς τὸν ναὸ ἀπὸ τὴν κιονοστήρικτη στοὰ τοῦ αἰθρίου. Τὸ αἴθριο ἔχει ἐξωτερικὲς διαστάσεις 19,50Χ18,60 μ. Στὴν μέση περίπου, κάπως ἔκκεντρα ὡς πρὸς τὸν ἄξονα ἀνατολῆς - δύσης τοῦ ναοῦ, βρίσκεται ἡ ἀνοικτὴ αὐλὴ τοῦ αἰθρίου, διαστάσεων 11,60Χ8,45 μ.
Στὴν νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ εἶναι προσκολλημένο ἕνα ὀρθογώνιο δωμάτιο, διαστάσεων 6,60Χ6,35 μ., τοῦ ὁποίου τὸ δάπεδο εἶναι ἐπιμελῶς στρωμένο μὲ μεγάλους ὀρθογώνιους ὀπτόπλινθους, συνήθων διαστάσεων 67Χ45 ἑκ. Στὸ μέσον τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς του, πάνω στὸ δάπεδο, εἶναι ἀκουμπισμένο μὲ τάξη ἕνα μεγάλο τμῆμα μιᾶς καλοφτιαγμένης μαρμάρινης τράπεζας. Σὲ κάποια τμήματα τῆς τοιχοποιΐας τοῦ κτίσματος ἔχουν σωθεῖ σπαράγματα τοιχογραφημένων ἐπιχρισμάτων. Δὲν γνωρίζουμε τὴν χρήση τοῦ προσκτίσματος αὐτοῦ, ἀλλὰ θεωροῦμε ὡς πιθανὸν ὅτι ἦταν χῶρος ἀποθέσεως προσφορῶν.
Στὴν βόρεια πλευρὰ τῆς βασιλικῆς ἐντοπίζεται ἕνας τοῖχος κάθετος πρὸς αὺτήν, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλευρὰ ὑπῆρχαν προσκτίσματα. Ἡ μελλοντικὴ ἔρευνα πιθανῶς θὰ μᾶς πληροφορήσει γιὰ τὴν ἔκταση καὶ τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν προσκτισμάτων.
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἡ βασιλικὴ τῆς Ἱερισσοῦ εἶναι ἔντονα λιθολογημένη, καὶ ἡ λιθολόγησή της ἄρχισε πολὺ νωρίς, ἴσως καὶ μέσα στὸν 9ον αἰῶνα, ὅταν ἄρχισε ἡ λειτουργία τοῦ ἐκεῖ μεσοβυζαντινοῦ νεκροταφείου. Ἔτσι αὐτὸ ποὺ ἐντοπίζεται ἀπὸ τὴν βασιλικὴ εἶναι τοιχοποιΐες μέχρι καὶ λίγα ἑκατοστᾶ πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίπεδα τῶν (κατεστραμμένων) δαπέδων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἀναγκασμένοι, λαμβάνοντας ὑπόψιν ὅτι ἡ ἀνασκαφικὴ ἔρευνα δὲν ὁλοκληρώθηκε, να περιορισθοῦμε στὴν ἀναφορὰ μόνον τῶν μέχρι στιγμῆς δεδομένων.
Ὁ ναὸς ἦταν ἐσωτερικῶς ἐπιχρισμένος καὶ τοιχογραφημένος. Σὲ κάποιες τοιχοποιΐες ὑπῆρχαν μαρμαροθετήματα στὰ ὁποῖα φαίνεται νὰ χρησιμοποιήθηκαν καὶ δουλεμένες κροῦστες θαλασσίων ὀστρέων. Ἐπειδὴ βρέθηκαν καὶ ὑάλινες ψηφίδες, θεωροῦμε πιθανὸν ὅτι ὑπῆρχαν καὶ ἐντοίχια ψηφιδωτά. Τὰ δάπεδα φαίνεται ὅτι ἦσαν, μερικῶς τουλάχιστον, κοσμημένα μὲ μαρμαροθετήματα (βρέθηκαν διάσπαρτες μαρμάρινες κροῦστες), ἀλλὰ κάποια τμήματα, ἴσως τὰ πλάγια κλίτη καὶ ὁ νάρθηκας, πρέπει νὰ ἦσαν στρωμμένα μὲ μαρμαρόπλακες. Ἀπὸ τὰ ἕξη ζεύγη κιόνων, ποὺ χώριζαν τὰ κλίτη, δὲν βρέθηκε τίποτα. Ἀπὸ τὰ μαρμάρινα διάστυλα τοῦ ναοῦ (=τὸ λεγόμενο τέμπλο) βρέθηκαν θραύσματα ἑνὸς τουλάχιστον φολιδωτοῦ συμπαγοῦς θωρακίου καὶ μικροθραύσματα διατρήτων φολιδωτῶν θωρακίων. Πιστεύουμε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ ἐνταχθοῦν σ᾽ αὐτὴ τὴν βασιλικὴ καὶ τὰ προαναφερθέντα θραύσματα τῶν ἀμφιπροσώπων σταυροφόρων θωρακίων ποὺ βρέθηκαν κατὰ τὴν ἀνασκαφὴ γειτονικοῦ οἰκοπέδου, τὸ 1984 (Παπάγγελος). Τὸ αἴθριο εἶναι περισσότερο λιθολογημένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη βασιλική, ἀλλὰ ἡ ἔρευνά του δὲν ὁλοκληρώθηκε.
Ἀπὸ τὰ κινητὰ εὑρήματα τῆς παλαιοχριστιανικῆς περιόδου ἀναφέρουμε τὸ πλῆθος θραυσμάτων στρογγυλῶν ὑαλοπινάκων (ποὺ βρέθηκαν κυρίως στὸν τομέα τοῦ νοτίου προσκτίσματος), ὑάλινων κανδηλίων, χάλκινων συρμάτων ἀναρτήσεως τῶν κανδηλίων καὶ μολύβδινες καντηλίθρες. Βρέθηκαν ἐπίσης καὶ περὶ τὰ τριάντα χάλκινα νομίσματα 4ου – 5ου αἰῶνος μ.Χ., τὰ ὁποῖα ἐντάσσουν χρονολογικῶς καὶ τὸν ναό. Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο βρέθηκαν καὶ ἀρκετὰ νομίσματα παλαιοτέρων περιόδων (χάλκινο νόμισμα Ἀκάνθου 400-358 π.Χ., Μένδης 405-348 π.Χ., χάλκινο Πέλλας 187-168 π.Χ., τρία Οὐρανουπόλεως, ὀρειχάλκινο Θεσσαλονίκης 3ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἕνας Ἀντωνινιανὸς Φιλίππου Α΄ 244- 249 μ.Χ.).
Τὸ μέγεθος καὶ ἡ προφανὴς πολυτέλεια τῆς βασιλικῆς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σημαίνουν ὅτι ἡ εὐημερία τῆς Ἀκάνθου τῆς ρωμαϊκῆς περιόδου συνεχίσθηκε τουλάχιστον μέχρι καὶ τὸν 5ον αἰῶνα. Τὸ νεώτερο σχετικὸ νόμισμα ποὺ βρήκαμε εἶναι τοῦ Μαρκιανοῦ (450-457 μ.Χ.). Ἡ βασιλικὴ πρέπει νὰ καταστράφηκε μετὰ τὸν 5ον καὶ πρὸ τοῦ 9ου αἰῶνος καὶ πιθανῶς κατὰ τὸν 6ον αἰῶνα.
Παρὰ τὸ μέγεθος τῆς βασιλικῆς (περὶ τὰ 50 μέτρα μῆκος, μαζὶ μὲ τὸ αἴθριο καὶ τὴν κόγχη) ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι τὸ κτίσμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ δὲν ἦταν οὔτε τὸ μοναδικὸ τοῦ εἴδους στὴν παλαιοχριστιανικὴ Ἄκανθο, οὔτε καὶ τὸ σημαντικότερο. Ἡ θέση του κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ στὰ βόρεια ὅρια τοῦ ἀραιοκατοικημένου παλαιοχριστιανικοῦ τομέως, θὰ πρέπει νὰ σχετίζεται μὲ τὸ παλαιοχριστιανικὸ νεκροταφεῖο, τοῦ ὁποίου κάποιοι τάφοι φαίνεται νὰ ἐρευνήθηκαν μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀνασκαφικῆς ἔρευνας τοῦ προχριστιανικοῦ νεκροταφείου. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναζητηθεῖ κάπου μέσα στὴν ἀρχαία πόλη καὶ ἄλλος ἕνας, τουλάχιστον, παλαιοχριστιανικὸς ναὸς ἀναλόγου κατασκευαστικῆς ποιότητος.
Εἴπαμε ὅτι τὸν χρόνο καὶ τὸν λόγο καταστροφῆς τῆς βασιλικῆς δὲν τὸν γνωρίζουμε ἀκόμη. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ θεωρηθῆ βέβαιο ὅτι περὶ τὰ τέλη τοῦ 9ουαἰῶνα ἡ βασιλικὴ ἦταν ἤδη ἐρειπωμένη, ἀλλὰ τὸ σχῆμα της δήλωνε τὴν ταυτότητα της. Γνωρίζουμε ὅτι τὸ 923 ἡ Ἱερισσός, (ὅπως ὀνομαζόταν ἤδη ὁ οἰκισμός), ἦταν ἕνα χωριὸ μὲ δραστήριους κατοίκους, τὸ ὁποῖο ὡς νομικὸ πρόσωπο ὑπῆρχε ἤδη τὸ ἔτος 883 (βλ. τὸ σιγίλλιο τοῦ Βασιλείου Α΄). Οἱ κάτοικοι λοιπὸν τῆς μεσοβυζαντινῆς Ἱερισσοῦ ἀξιοποίησαν τὴν προφανῆ ἱερότητα τοῦ χώρου τῆς ἐρειπωμένης βασιλικῆς γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν τὸ νεκροταφεῖο τους. Φυσικὸ ἦταν νὰ ἀξιοποιήσουν καὶ τὸ οἰκοδομικὸ ὑλικὸ τοῦ ἄχρηστου πλέον μεγάλου κτηρίου, προκειμένου νὰ κατασκευάσουν τοὺς τάφους τους· καὶ ἔτσι ἡ βασιλικὴ κατεδαφίσθηκε μέχρι τὸ δάπεδό της.
Ἡ περίοδος χρήσεως τοῦ μεσοβυζαντινοῦ νεκροταφείου προσδιορίζεται καὶ ἀπὸ τὸ χρονολογικὸ εὖρος τῶν νομισμάτων ποὺ συγκεντρώσαμε μέχρι στιγμῆς ἀπὸ τὴν ἀνασκαφή. Βρέθηκαν ἐννέα νομίσματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὰ τρία εἶναι τῶν ἐτῶν 945-950 (Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου), τὰ ἄλλα τρία «ἀνώνυμοι φόλλεις» τῶν ἐτῶν 970-1042, ἕνα ἀργυρὸ δουκᾶτο Βενετίας (Jacobo Contarini) 1275-1280 καὶ ἕνα «τραχύ» Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου 1272-1282. Τὰ δύο τελευταῖα νομίσματα τοῦ 13ουαἰῶνος δὲν συλλειτουργοῦν, πρὸς τὸ παρόν, μὲ ἄλλα εὑρήματα, ὧστε νὰ πιστοποιεῖται ἡ συνέχεια ταφικῆς χρήσεως τοῦ χώρου μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν περίοδο.
Ἀπὸ τὰ ἄλλα μεσοβυζαντινὰ εὑρήματα, ἄξιο λόγου εἶναι ἕνας χάλκινος ἐνεπίγραφος ἐγκόλπιος σταυρός. Στὴ μία ὄψη του φέρει τὴν ἐπιγραφὴ ΦΩΣ ΖΩΗ καὶ στὴν ἄλλη διαβάζουμε ΚΥΡΙΕ ΒΟΗΘΕΙ (ἀκολουθεῖ δυσανάγνωστο ὄνομα). Βρέθηκαν ἐπίσης ἀρκετὰ θραύσματα ἀπὸ γυάλινα βραχιόλια, εὕρημα σύνηθες στὴν μεσοβυζαντινὴ Ἱερισσό. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα εὑρήματα αὐτῆς τῆς ἐποχῆς γιατὶ ἐκκρεμεῖ ἡ ἔρευνα τῶν τάφων. Πιθανὸν νὰ βρεθοῦν χρήσιμα καὶ περισσότερα στοιχεῖα, ὧστε νὰ ἔχουμε καλύτερη εἰκόνα γιὰ τὴν μεσοβυζαντινή (ἴσως καὶ τὴν παλαιοχριστιανική) περίοδο τῆς Ἱερισσοῦ.
Στὴν ἀνασκαφὴ εἴχαμε τὴν συνεργασία τῶν ἀρχαιολόγων Στέφανου Τσολάκη, Γιώργου Ἀναγνωστάρα, Ἑλένης Μητσιάρα καὶ Ἀθηνᾶς Πούλου, τῆς ἀρχιτέκτονος Ἄννας Παπασωτηρίου, τῆς ζωγράφου Τερψιχόρης Ξανθοπούλου, τοῦ συντηρητοῦ τοιχογραφιῶν Ἀργύρη Δάλλα, τῶν συντηρητῶν μετάλλων Ἑλένης Πάππα καὶ Θεοδώρου Λάλου καὶ τῆς ὑπεύθυνης τοῦ φωτογραφικοῦ ἀρχείου Ἀνδρομάχης Κατσιμάνη. Τοὺς εὐχαριστοῦμε ὅλους ἐκ μέσης καρδίας. Χωρὶς ὅμως τὴν φιλότιμη καὶ προσεκτικὴ δουλειὰ τῶν ἔμπειρων ἐργατῶν τῆς ἀνασκαφῆς, Ἀντώνη Δεδέκα, Νίκου Κομνηνάκη, Παρμενίωνος Παρασκευᾶ καὶ Χρήστου Χωροῦδα, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ γράψουμε κάτι ἐνδιαφέρον. Τοὺς εὐχαριστοῦμε πολὺ γιὰ τὸν ζῆλο τους καὶ τὴν ἀγάπη στὴν δουλειά.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Ἡ βασιλικὴ τῆς Ἱερισσοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες βασιλικὲς ποὺ ἔχουν ἐρευνηθῆ στὴν Χαλκιδική. Ἡ συνύπαρξή της μὲ τὸ μεσοβυζαντινὸ νεκροταφεῖο ὑπογραμμίζει τὸν ἰδεολογικὸ δεσμὸ τῆς Ἀκάνθου μὲ τὴν Ἱερισσό, διὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ προσθέτει μία ἀκόμα ψηφίδα στὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν «συνέχεια».
Ἡ βασιλικὴ βρίσκεται σὲ ἕναν ἀπελπιστικὰ πυκνοδομημένο τομέα τῆς Ἱερισσοῦ, μὲ δρόμους στενοὺς καὶ δύσχρηστους. Προκειμένου νὰ σωθῆ καὶ νὰ ἀναδειχθῆ ἡ ἱστορικὴ καὶ κτηριολογικὴ σπουδαιότητα τοῦ μνημείου, πιστεύουμε ὅτι πρέπει νὰ γίνει τροποποίηση τοῦ πολεοδομικοῦ σχεδίου στὴν περιοχή, νὰ γίνει ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση τῶν οἰκοπέδων (μὲ ἀνταλλαγές), νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀνασκαφὴ τῆς βασιλικῆς, νὰ γίνει ἡ πρέπουσα ὑπερύψωση τῆς τοιχοποιΐας της καὶ στὴν περιοχή της νὰ ὀργανωθῆ ἕνα «ἀρχαιολογικὸ πάρκο».
Ἡ ἀνάδειξη καὶ ἡ προβολὴ τῆς βασιλικῆς θὰ συμβάλει οὐσιαστικῶς στὴν πολιτιστική, ἱστορική, τουριστική, πολεοδομικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀναβάθμιση τῆς Ἱερισσοῦ.
Από τους Άγνωστους Αρχαιολογικούς Θυσαυρούς
της Χαλκιδικής.
Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, Κλεάνθης Δημ. Δοῦκας Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νέο σενάριο: Έξοδος για λίγο της Ελλάδος από το ευρώ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ