2015-06-11 13:23:18
Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης
Ιδιαίτερα σήμερα η ασθένεια αναστατώνει τον άνθρωπο. Η ασθένεια δεν είναι τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο. Η ασθένεια του καρκίνου ταλαιπωρεί πολλούς πολύ και συχνά δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα. Ο φόβος του θανάτου σ’ έναν καρκινοπαθή του μεγαλώνει το πρόβλημα. Μόνο η πίστη στον Θεό μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην υπομονή στην ασθένεια και στην αφοβία του θανάτου. Χρειάζεται σεβασμός και ορθή αντιμετώπιση του θανάτου από ιατρούς, νοσηλευτές, συγγενείς, ασθενείς. Η σωστή στάση του ασθενούς στην ασθένεια του σώματος μπορεί να δώσει την υγεία της ψυχής κι έτσι να θεαθεί ο θάνατος όχι ως κάτι το τραγικά φοβερό αλλά μία μετάβαση από τα λυπηρά στα ευφρόσυνα.
Διάγουμε αυτές τις ημέρες την ετήσια επέτειο της κοίμησης του μακαριστού γέρ. Μωυσέως του Αγιορείτου (†1ηΙουνίου 2014), ο οποίος ταλαιπωρήθηκε επί δεκαετίες από σοβαρές ασθένειες. Τις δοκιμασίες αυτές όμως τις μετουσίωσε σε μια πολύτιμη πνευματική εμπειρία, την οποία προσέφερε στους συνανθρώπους του μέσα από τα έργα του. Τιμώντας την οσία μνήμη του, δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος μιας σπουδαίας ομιλίας του, που αναφέρεται ακριβώς στο ζήτημα της εν Κυρίω αντιμετώπισης της ασθένειας.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά και ειλικρινά την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος σημαντικού επιστημονικού Συνεδρίου για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ο κύριος ομιλητής στην αποψινή εναρκτήρια τελετή.
Η κάθε ασθένεια και ιδιαίτερα μία χρόνια, που απειλεί τη ζωή, είναι συχνά ακατανόητη και ανεπιθύμητη, προσφέρει αναστάτωση, ταραχή, αγωνία, άγχος, φόβο, οδύνη. Ιδιαίτερα σήμερα, στη σύγχρονη εποχή, σε μία υπερκαταναλωτική κοινωνία, ένα κόσμο πολλών ανέσεων, ασίγαστων απολαύσεων, κορεσμού των υλικών αγαθών κι εύκολων λύσεων με διάφορα «παυσίπονα», το βαθύ μυστήριο του πόνου παραμένει ατυχία, δυστυχία, τιμωρία, κατάρα και αντιμετωπίζεται συνήθως με δέος και τρόμο. Άλλοτε πάλι με μεγάλη αμηχανία, πολλά ερωτηματικά και δύσκολες απορίες. Ακόμη και ο φιλόσοφος νους ταλαιπωρείται από λογισμούς και σκέψεις και αυξάνεται αντί να μειώνεται ο πόνος του, κατά το «ο προστιθείς γνώσιν, προσθήσει άλγημα»[1].
Μία διέξοδο δίνει η θρησκευτική οδός, η χριστιανική πίστη, η ορθόδοξη παράδοση. Φωτίζει το πανανθρώπινο δράμα το ευαγγέλιο και δεν αφήνει τον άνθρωπο στη μοναξιά, την απομόνωση και την απόγνωση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει και λέγει χαρακτηριστικά: «Ου γάρ έστιν άνθρωπον όντα, και επίκηρον ζώντα τον βίον τούτον, και λύπης είναι χωρίς· άλλ’ αν μή σήμερον, αύριον αν μή αύριον, μετά ταύτα συμβαίνει το λυπηρόν. Ώσπερ γάρ ούκ έστιν τινά είναι αθάνατον, άνθρωπον όντα, ούτως ουδέ λύπης χωρίς. Και όλως ούκ έστιν ευρείν τινα άνευ λύπης και αθυμίας· άλλ’ ο μέν μικρά, ο δε μείζονα έχει τα λυπούντα»[2].
Δυσκολοερμήνευτο για τους πολλούς αν ο πόνος ο ίδιος είναι ένα κακό ή είναι συνέπεια του κακού και ποιά η μεταξύ τους σχέση. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, το κακό, η φθορά και ο θάνατος εισήλθαν στη ζωή μετά την πτώση των πρωτοπλάστων[3]. Του κακού, του πόνου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου δεν είναι εφευρέτης και δημιουργός ο Θεός, ο Πανάγαθος, ο Πολυεύσπλαγχνος, η αυτοαγαθότητα, αλλά ο δαίμονας. Ο άνθρωπος βέβαια δεν είναι τέλεια ανεύθυνος και ανένοχος, αφού κατά την ελεύθερη βούλησή του παρακούσε τη θεία εντολή, μείωσε την αγάπη του στον Θεό με την παρακοή του και αμάρτησε.
Η ασθένεια, όπως ορισμένοι θεωρούν, δεν είναι αποτέλεσμα ενός οργισμένου, ενοχλημένου, τιμωρού κι εκδικητού Θεού προς τον αμαρτήσαντα, αφού έχουμε και άγιους ασθενείς. Υπάρχει μία λαθεμένη αντίληψη περί Θεού. Ότι ο Θεός προσφέρει μόνο δώρα, πλούτη, υγεία, μακροζωία και αδιατάρακτη ευτυχία. Ακόμη και για τους χριστιανούς αποτελεί σκάνδαλο η περιπέτεια, η δοκιμασία, ο πειρασμός, η ασθένεια, ο πόνος. Υπάρχει και μία κακή αγωγή που παραδίδεται και αναφέρει ότι στη ζωή θα είμεθα πάντα πρώτοι, ποτέ δεν θα ενοχληθούμε, δεν θα δυσκολευθούμε, δεν θα πονέσουμε, δεν θα δυστυχήσουμε και δεν θ’ ασθενήσουμε και ακόμη, κατά κάποιο τρόπο, το λέμε χαμηλόφωνα και αυτό, εμείς δεν θα πεθάνουμε. Προσγειωμένοι, αντικειμενικοί και ρεαλιστές πρέπει να πούμε πως οι αποτυχίες είναι πιο πολλές στη ζωή μας. Εντούτοις δεν είμαστε διόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτές τις παιδαγωγικές ευκαιρίες, που αν τις εκμεταλλευτούμε μπορούν να δώσουν πνευματική ωρίμανση και ψυχική καλλιέργεια.
Η τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένη εποχή μας μαζί με τις ανέσεις κι εξυπηρετήσεις προσφέρει δυστυχώς στον άνθρωπο πολλές ψυχικές και σωματικές παθήσεις. Ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίσθηκε ως ο αιώνας των ψυχιάτρων, λόγω της αυξήσεως των ψυχικών νοσημάτων. Αλλά και οι σωματικές ασθένειες δεν αφήνουν κενές τις κλίνες των νοσοκομείων και των οικιών. Ο πόνος δεν αφήνει θύρα σφαλισμένη. Η πλεονεξία και η ασέβεια του ανθρώπου μόλυνε τη φύση, το περιβάλλον, που τώρα σκληρά τον εκδικείται και μολύνεται ο μολύνας, άλλα και όχι μόνο αυτός. Η ιατρική επιστήμη, παρά τις πολλές και μεγάλες προόδους της και τα καταπληκτικά επιτεύγματα, δεν μπόρεσε να διώξει όλο τον πόνο από τη ζωή των ανθρώπων και να εμποδίσει τον πρόωρο θάνατο τόσων συνανθρώπων μας, ακόμη και παιδιών.
Η στάση απέναντι στους καρκινοπαθείς: λάθη και ενθαρρύνσεις
Ερχόμεθα τώρα στο θέμα μας το πικρό και δύσκολο. Ένας καρκινοπαθής σήμερα δυστυχώς από πολλούς θεωρείται όπως κάποτε ένας λεπρός. Δεν είναι φυσιολογική η ματιά μας απέναντι του. Έχει ένα πολύ λαθεμένο στοιχείο οίκτου, που ο ασθενής εύκολα το αντιλαμβάνεται, για να μην πώ ότι έχει και μία κρυφή οίηση περί της ασφαλούς ιδικής μας υγείας, της ανωτερότητάς μας, της ισχύος και του κύρους μας, που είναι άγνωστο αν το έχουμε και, αν το έχουμε, μέχρι πότε θα το έχουμε. Ένας καρκινοπαθής συχνά έχει σοβαρές ψυχολογικές επιπλοκές, που επηρεάζουν ασφαλώς και την πορεία της σωματικής του ασθένειας, ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο και στην ιδέα της αντιμετωπίσεως του θανάτου. Σχεδόν όλοι όσοι πληροφορούνται ότι πάσχουν από καρκίνο, κατά τις στατιστικές ειδικών[4], αντιδρούν με ανησυχία και φόβο.
Όταν η νόσος χρονίζει, αναπτύσσονται σε ορισμένους αμυντικοί μηχανισμοί και οι ασθενείς κατά κάποιο τρόπο προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση. Είναι όμως συχνό το φαινόμενο παρουσίας σοβαρών ψυχικών διαταραχών, που οδηγούν σε κατάθλιψη, άγχος, ενοχές, αϋπνίες, φοβίες, φαντασίες και ορισμένες φορές σε αμνησία, παράνοια, επίκληση του θανάτου. Στις δύσκολες αυτές καταστάσεις του τελικού σταδίου μπορεί ακόμη να έχουμε εχθρικότητα προς το περιβάλλον, μελαγχολία, καχυποψία, απομόνωση και τάσεις αυτοκτονίας. Είναι, νομίζουμε, μεγάλο το λάθος και για τον ασθενή και για τον ιατρό η λέξη καρκίνος να ταυτίζεται πάντα με τον θάνατο. Καλούνται όλοι να επανεξετάσουν και να επανατοποθετήσουν τη στάση τους ανταποκρινόμενοι στις βαθύτατες πνευματικές, ακόμη και συναισθηματικές ανάγκες των ασθενών. Μήν εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας μόνο στην καλύτερη δοσολογία φαρμάκων. Αξίζει να συνεργασθούμε με τον ψυχίατρο, τον ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό, τον καλό νοσοκόμο, τον υπομονετικό συγγενή, τον πνευματικό ιερέα, κυρίως τον ίδιο τον ασθενή. Η κατανόηση του περιβάλλοντος και η καλή συνδρομή τον ανακουφίζει αρκετά στην αντιμετώπιση του πόνου και στην άρση του σταυρού, του φόβου του θανάτου.
Το πέπλο του θανάτου απλώνεται παντού. Θάνατος φυσικός και αφύσικος πλημμυρίζει τις καθημερινές ειδήσεις· από πολέμους, τροχαία δυστυχήματα, μόλυνση του περιβάλλοντος, βιασμούς, ληστείες, εγκλήματα, επιδημίες και ανίατες ασθένειες. Η κάθε ημέρα μας πλησιάζει στον θάνατο. Είναι το μόνο σίγουρο, που όμως δεν το σκεφτόμαστε όσο πρέπει και όπως πρέπει. Όλοι φωνάζουμε: Μή μιλάτε για θάνατο! Ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον φόβο του μην πεθάνει, πεθαίνει πριν πεθάνει. Ομολογώ πως μόνο μία θερμή πίστη μπορεί να μετριάσει αυτόν τον φοβερό φόβο του θανάτου, που μαστίζει τον άνθρωπο. Ο σωματικός θάνατος συντελείται με την αναχώρηση της ψυχής από το σώμα. Αν αυτού του βιαίου θανάτου προηγηθεί ο πνευματικός θάνατος, διά της καταφάσεως της αμαρτίας, τότε και ο σωματικός θάνατος γίνεται τραγικότερος, αδιέξοδος καί ανέλπιδος.
Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή, είναι δύσκολο να τον παρηγορήσεις. Μια ζωή ασυναίσθητη, αναξιοπρεπής και ασυνείδητη επιδεινώνει τον φόβο του θανάτου. Για τον μοναχό η μνήμη του θανάτου είναι ψυχωφελής. Κάθε πρωί ξυπνά σαν να είναι η πρώτη ημέρα της ζωής του και κάθε βράδυ πλαγιάζει σαν να είναι το τελευταίο της ζωής του. Έτσι, δεν κουράζεται από τη στέρεα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα και δεν ζεί με συνεχή όνειρα και βαρειά προγράμματα ως επιγείως αθάνατος. Στο Άγιον Όρος λέγουν αν δεν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις, εννοώντας τη νέκρωση των παθών προ του τάφου. «Ο Χριστός πέθανε πραγματικά, αλλά πέθανε για να συναντήσει τον άνθρωπο εκεί που βρίσκεται, μέσα στη φθορά και το θάνατο, μέσα στην οδύνη και την απογοήτευση, μέσα στο ανόητο και το παράλογο, και να τον αναστήσει»[5]. Με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο· «θανάτω θάνατον πατήσας και τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ο καρκίνος και το χαροποιόν πένθος της μνήμης θανάτου
«Ο χριστιανισμός είναι ο μόνος που μπορεί και πρέπει να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη κάποιας αντιμετωπίσεως του θανάτου και του πένθους που ο σύγχρονος πολιτισμός έχει καλύψει με μια διακριτική σιωπή»[6]. Να μιλάς για τον θάνατο σημαίνει να διερωτάσαι για τον δικό σου θάνατο. Η ενασχόληση με τον θάνατο μπορεί να παροξύνει προσωπικές φοβίες. Θεωρείται συνήθως μακάβριο θέμα και δεν πιστεύεται ότι υπάρχει σοβαρός λόγος ν’ ασχολούμεθα με αυτό. Γι’ αυτό συγχαίρω εγκάρδια την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος συνεδρίου για την έμπνευση να συμπεριλάβει στη θεματολογία του και την αποψινή ομιλία. Ο ομιλών, ως μοναχός Αγιορείτης, θέλει να βιώνει το χαροποιόν πένθος της μνήμης του θανάτου. Το στασίδι του στο ναό, το κλινάρι του στο κελλί του, το σώμα του το ίδιο, σημαίνουν τον τάφο του και το ράσο του το επιτάφιο ένδυμα. Όχι μόνο όμως έτσι, συμβολικά και ιδεατά, αλλά και ως μακροχρόνια κι επίπονα ασθενής, προ τετραετίας περίπου υποβληθείς σε μεταμόσχευση ήπατος, βίωσε το άλγος, οσμίσθηκε θάνατο, έτσι δεν σας ομιλεί φιλολογικά, αλλά με δάκρυα, ιδρώτες και άλγη, για τα οποία ευχαριστεί τον Θεό, αφού εκεί τον ανακάλυψε καλύτερα. Δεν στάθηκε μοιρολατρικά, παθητικά στο πρόβλημά του, φοβήθηκε, λύγισε, αλλά δεν απόκαμε. Συγχωρέστε μου αυτή την εξομολόγηση, νομίζω όμως ότι από αγάπη μπορούμε μερικές φορές και να εκτιθέμεθα.
Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο πιο αναλυτικός, γιατί ο ασθενής και συγκεκριμένα ο καρκινοπαθής φοβάται τόσο τον θάνατο. Κατ’ αρχάς δεν είναι αφύσικος και ανόητος αυτός ο φόβος. Δικαιολογείται και καλούμεθα να τον αντιμετωπίσουμε και απαλύνουμε. Η ασθένεια συνηθέστατα φέρνει αυτές τις σκέψεις. Ούτε να τρομάζουμε εμείς που τις έχουμε, ούτε να τρομάζουμε αυτούς που τις έχουν, ούτε να προσπαθούμε να παρηγορήσουμε με ψέματα, με μετάθεση, με αναβολή, με προχειρότητα κι επιπολαιότητα. Επαναλαμβάνουμε, γιατί θεωρούμε πως είναι σημαντικό πως, όσο πιο πνευματικά νεκρός είναι ένας ασθενής, τόσο πιο πολύ φοβάται τον θάνατο. Ελέγχεται από τη ζωή του κι έχει ενοχές κι αισθάνεται ότι τα χάνει όλα, αφού είναι τρομερά δεμένος με τα υλικά αγαθά. Η παρούσα φάση, αν τον οδηγήσει στη μετάνοια, είναι ένα κέρδος και η κατάσταση αντιμετωπίζεται καλύτερα με την εγρήγορση, την προσευχή, τη συντριβή και την κατανόηση.
Δεν μπορούμε να πούμε με κανένα τρόπο ότι ο θάνατος είναι κάτι το καλό και μας απαλλάσσει και μας αναπαύει. Ο θάνατος είναι μυστήριο, είναι φρικτός και φοβερός. Αν κάποτε μιλάμε με ωραιοποιημένες εκφράσεις γι’ αυτόν είναι για καθαρά ποιμαντικούς λόγους και προς παρηγορία των πενθούντων. Οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι, κυρίως της μή τουριστικοποιημένης υπαίθρου, δίχως να μιλούν με μεγάλα και παχειά λόγια, αποδέχονται με θλίψη βέβαια, αλλά όχι με τρόμο το τέλος της ζωής, κι ετοιμάζονται σαν για μεγάλο ταξίδι, εξομολογούνται, κοινωνούν, αποχαιρετούν. Οι αστοί, οι κάπως πιο μορφωμένοι, οι έχοντες κάποιο όνομα και αξίωμα, αντιμετωπίζουν τον θάνατο φιλοσοφικά, σαν ένα φυσικό τέλος της ζωής, δεν το πολυσυζητούν όμως, ανησυχούν, θα είχαν, λέγουν, κι άλλα πράγματα να κάνουν, θα ήθελαν και θα μπορούσαν άλλο λίγο να ζήσουν.
Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας, αν βρεθούν απέναντι σ’ ένα συγγενή τους, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, έχουν ένα συνωμοτικό ύφος, είναι εκνευρισμένοι, ενοχλούν ιδιαίτερα τους ιατρούς και το προσωπικό, ως να είναι εκείνοι οι υπεύθυνοι, συνεννοούνται με νεύματα, με ψιθύρους στους διαδρόμους, θεωρώντας ότι η αλήθεια, αν ειπωθεί, είναι επικίνδυνη και θα επιταχύνει το πρόβλημα. Ο ασθενής όμως μέσα στη θλίψη του πόνου του αισθάνεται, κατανοεί, αντιλαμβάνεται τη θεατρική πράξη που παίζεται και αφήνεται πιο μόνος στις πράγματι δύσκολες αυτές ώρες. Συχνά προσκαλείται και παρακαλείται να λάβει μέρος και ο ιατρός στην επιλεγμένη από τους συγγενείς παράσταση. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, θα την έλεγα των μασκοφόρων χριστιανών, που και την ύστατη αυτή ώρα αγωνίζονται να προσποιούνται τους απαθείς, με χαμόγελα και υποκριτικές ευχές, για να μή χαλάσουν ένα προφίλ που από ετών παρουσίαζαν τεχνηέντως. Είναι λυπηρό ο άνθρωπος να μή θέλει να παραδεχθεί τη γύμνια του ούτε τότε. Οι άνθρωποι αυτοί, ασθενείς ή συγγενείς, έχουν μια μαγική αντίληψη περί της Εκκλησίας και των θείων μυστηρίων της, μερικές φορές μάλιστα απαιτούν το θαύμα και δεν υπακούουν και στις ιατρικές εντολές. Πρόκειται για δύσκολες περιπτώσεις ψυχικά ασθενών.
Η εξοικείωση με το θάνατο και η Ιατρική
Θεωρούμε πως η έξαρση της λογικής, ο υλικός ευδαιμονισμός, η άμβλυνση της πίστης, ο δυτικός τρόπος ζωής και στην ορθόδοξη Ανατολή δεν διαφωτίζουν ικανοποιητικά τον άνθρωπο και δεν τον βοηθούν ν’ αντιμετωπίσει ορθά τον θάνατο. Νομίζουμε πως με το να μετονομάσουμε τα γραφεία κηδειών σε τελετών απαλλαγήκαμε και από τη μνήμη του θανάτου. Στην Αμερική υπάρχει μια μεγάλη και δαπανηρή διαδικασία για την ωραιοποίηση των νεκρών. Δυσκολευόμαστε σήμερα και στην Ελλάδα άνετα να μιλήσουμε για την αθανασία της ψυχής, για τη δυνατή βεβαιότητα και την ελευθερώτρια χάρη της πίστης και θέλουμε να βρούμε μοντέρνους όρους εκφράσεως για να επικοινωνήσουμε μ’ εκείνους που δυσφορούν στο άκουσμα ότι υπάρχει και πέραν του τάφου ζωή. Αν ο άνθρωπος πιστέψει στην άλλη ζωή και ότι αυτή η ζωή έχει μία σίγουρη ημερομηνία λήξεως, πιστεύουμε ότι θα αισθανθεί πιο ελεύθερος, για να μπορέσει να ζήσει χαρούμενος την κάθε ώρα, μ’ ενδιαφέρον, δύναμη και αγάπη για τον εαυτό του και τους άλλους, δίχως ν’ αποθεώνει τα επιτεύγματά του και να θεωρεί τη στέρησή τους ανυπαρξία[7].
Η Δύση επιμένει να μη θεωρεί αποτυχία της ιατρικής επιστήμης να θέλει, μα να μή μπορεί, να θεραπεύσει τα πάντα. Κατάφερε την παράταση της ζωής, αλλά όχι τη θανάτωση του θανάτου. Ο δυτικός άνθρωπος δεν ταπεινώνεται στην ιδέα ότι απέτυχε στην επίτευξη της επίγειας αθανασίας κι ελπίζει ότι θα τα καταφέρει. Ιδιαίτερα δε ο σύγχρονος αμερικανικός πολιτισμός επαναφέρει την ενασχόληση με τη μετεμψύχωση, τη μαγεία, την αστρολογία, την παραψυχολογία, την παρεμπόδιση του γήρατος διά βαφών κι εγχειρήσεων και νεανικών αμφιέσεων ή διά εγκλεισμού σε άσυλα και κλινικές. Αποφεύγεται συστηματικά η αναφορά του θανάτου, ως να πρόκειται για κάτι το βρωμερό, το αισχρό, το απρεπές. Όμως αυτό το πνεύμα δεν αρχίζει να επικρατεί και στην Ελλάδα;
Έτσι κι εδώ σπάνια αντιμετωπίζεται σωστά ένας θάνατος, ακόμη και αν είναι αναμενόμενος, κι έχουμε κατάθλιψη και όχι λύπη και θλίψη, που δικαιολογούνται από την πλούσια ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.
Επειδή απόψε απευθύνομαι κυρίως σε ιατρούς, που το ενδιαφέρον τους για την επιστήμη και η αγάπη τους για τους ασθενείς τους σύναξε εδώ, ως ασθενής και ως συμπάσχων μιλώντας, επιτρέψτε μου να πώ, πως η οικογένεια του ασθενούς θέλει πάντα κοντά της τον ιατρό και μάλιστα στις δύσκολες τελευταίες ώρες. Ο ιατρός είναι ο καταλληλότερος για ν’ αναγγείλει τον θάνατο. Το περιβάλλον θέλει να έχει τη διαβεβαίωση ότι πρόσφερε ό,τι μπορούσε να προσφερθεί μέχρι την τελευταία του στιγμή. Είναι μια δικαιολογημένη ψυχολογική απαίτηση. Ο ιατρός που αναγγέλλει τον θάνατο βρίσκεται και αυτός σε μία δύσκολη θέση. Απέτυχε να παρατείνει τη ζωή. Δηλώνει την αδυναμία του. Μειώνεται η φαινομενική παντοδυναμία του. Αυτός που εξηρτάτο από αυτόν δεν υπάρχει. Το περιβάλλον έχει κλονισμένη τώρα εμπιστοσύνη. Τον βλέπει με άλλη ματιά. Η ταπεινότητα, η ειλικρίνεια, ο σεβασμός θα βοηθήσουν και τις δύο πλευρές σε μια καλύτερη αντιμετώπιση. Ο θάνατος επελθών δηλώνει την αδυναμία όλων μας. Ας το ομολογήσουμε. Όσο πιο άπειρος και νέος είναι ο ιατρός, τόσο πιο ηττημένος αισθάνεται. Αν ο ίδιος πανικοβάλλεται από τον θάνατο, είναι ανεπαρκής να συνδράμει και το ταραγμένο πενθηφόρο περιβάλλον, έστω λέγοντας ότι ο ασθενής αναπαύθηκε και δεν θα ταλαιπωρείται άλλο, προσφέροντας μια μικρή συναισθηματική υποστήριξη και συμπάθεια. Τα αυτά περίπου ισχύουν και για το νοσηλευτικό προσωπικό, την κοινωνική λειτουργό και ιδιαίτερα τον ιερέα του νοσοκομείου.
Παρενθετικά θα ήθελα ν’ αναφέρω ένα γεγονός. Ένας συνάδελφός σας στο εξωτερικό κατηγορήθηκε από άλλο συνάδελφό σας, σε μία τηλεοπτική εκπομπή, που την παρακολουθούσαν εκατομμύρια θεατές, ότι σπαταλά τα μοσχεύματα, δίνοντας τρίτο συκώτι σ’ ένα παιδί που τ’ απέρριπτε ο οργανισμός του. Ο εγκαλούμενος δήλωσε: «Ορκιζόμενος ως ιατρός ορκίσθηκα να σώσω τον άνθρωπο και όχι την ανθρωπότητα! Ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι αναγκεμένοι ασθενείς, αλλά εγώ καλούμαι να συνδράμω τον συγκεκριμένο που έχω μπροστά μου»[8]. Δεν μπορούμε να μιλάμε γενικόλογα και αόριστα. Ο κάθε ασθενής είναι μια άλλη περίπτωση και προσωπικότητα. Καλούμεθα να σεβασθούμε τη μοναδικότητα και ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Με όλες τις γνώσεις μας, με όλη τη δύναμή μας, την υπομονή μας, την ταπείνωση και την αγάπη μας. Ας μην προσπερνάμε το κρεβάτι του καρκινοπαθούς ως ενός άμεσου μελλοθανάτου. Ας εξαντλήσουμε τα περιθώρια της αντοχής μας, αφού δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτε περισσότερο με τη χημειοθεραπεία, την ακτινοβολία, την εγχείρηση, τα αναλγητικά.
Η εύρεση της ελευθερίας μέσα από την αδυναμία
Γιατί ο Θεός επιτρέπει τον θάνατο των παιδιών; Γιατί δεν ανακαλύπτεται το φάρμακο του καρκίνου; Γιατί τόσος πόνος, τόση αδικία και τόσα δάκρυα; Δεν μπορούμε συνέχεια να μιλάμε. Ο λόγος μας θέλει πολλά αποσιωπητικά. Μερικές φορές είναι μόνο ν’ ακούμε, να συμπονούμε. Είπε ένας σοφός: Ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά κι ένα στόμα. Πιο πολύ ν’ άκουμε και λιγότερο να μιλάμε. Είναι πιο πολλά αυτά που δεν γνωρίζουμε. Δεν είναι λύση φυγής η αποσιώπηση. Είναι παραδοχή αδυναμίας. Η γνώση της αδυναμίας είναι πάλι δύναμη. Η αποδοχή της καταστάσεως ενός βαριά ασθενούς, ενός καρκινοπαθούς, είναι σημαντική. Χρειάζεται μία εκπαίδευση και μαθητεία στις λέξεις ασθένεια, που προσφέρει υγεία, υπομονή, που προσφέρει ελπίδα, αποδοχή, που προσφέρει ειρήνη, τόλμη, που προσφέρει κουράγιο. Δεν πιστεύουμε στην τύχη, στο μοιραίο, στο συμβάν, αλλά στην επιλογή του πεδίου απ’ όπου ο χειμώνας θα φέρει την άνοιξη, ο πόνος την ευλογία, η πενία τον πλούτο, η στένωση την άνεση, όπως λέγει ο Α. Σολτζενίτσιν: «Σ’ ένα κελλί φυλακής γνώρισα την ελευθερία»!
Η Εκκλησία μας σέβεται και τιμά το ανθρώπινο σώμα και είναι αντίθετη σε ό,τι το φθείρει. Οι παρεμβάσεις μας σε αυτό επιτρέπονται μόνο όταν είναι θεραπευτικές. Κάθε τι που βοήθα στη φθορά του απορρίπτεται. Δεν επιτρέπεται κανένας εξαναγκασμός. Γι’ αυτό και η Εκκλησία αρνείται ακόμη και την καύση των νεκρών. Οι παρεμβάσεις στο σώμα για μεταμοσχευτικούς λόγους επιτρέπονται ως πράξεις ιερής αγάπης, φιλανθρωπίας, φιλαδελφίας και συναλληλίας, ως έξαρση της αυτεξουσιότητος για θυσία και δόση αγαθή. Μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον μόνο να ζήσει και όχι να πεθάνει.
Είπα πολλά. Θα σας κούρασα. Να με συγχωρήσετε. Μήν τα βάλετε με τη διοργανωτική Επιτροπή. Μίλησα πιο πολύ ως ασθενής. Δεν μίλησα ως δάσκαλος. Αν κάπου η ομιλία μου προσέλαβε κηρυγματικό χαρακτήρα θεωρήστε το παρασυρμό κι εκτροπή. Πρόθεσή μου δεν ήταν να σας συγκινήσω συναισθηματικά ή να σας διδάξω κουράζοντάς σας. Ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον κόπο των μελετών σας, για τις μετά των ασθενών σας αγωνίες, για τις προσπάθειές σας ακόμη και όταν έσβηναν πολλές ελπίδες, για το χαμόγελο και όταν σας κούραζαν με περιττές ερωτήσεις οι ασθενείς σας λέγοντας: Θα ζήσω λίγο ακόμη, γιατρέ; Για την επιμονή σας να συνεχίσετε τους αγώνες σας και στον επόμενο ασθενή, με τον ίδιο καρκίνο και το ίδιος τέλος. Τέλος, σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας και την προσοχή σας και παρακαλώ τον Θεό να σας ενισχύει πλούσια πάντοτε στο ιδιαίτερα υψηλό και ιερό εργο σας: της θεραπείας, της απαλύνσεως του πόνου, της παρατάσεως της ζωής, της επανόδου της υγείας, της διαφορότροπης θέας του θανάτου, όποτε θελήσει ο Πανάγαθος Θεός, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ιδιαίτερα σήμερα η ασθένεια αναστατώνει τον άνθρωπο. Η ασθένεια δεν είναι τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο. Η ασθένεια του καρκίνου ταλαιπωρεί πολλούς πολύ και συχνά δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα. Ο φόβος του θανάτου σ’ έναν καρκινοπαθή του μεγαλώνει το πρόβλημα. Μόνο η πίστη στον Θεό μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην υπομονή στην ασθένεια και στην αφοβία του θανάτου. Χρειάζεται σεβασμός και ορθή αντιμετώπιση του θανάτου από ιατρούς, νοσηλευτές, συγγενείς, ασθενείς. Η σωστή στάση του ασθενούς στην ασθένεια του σώματος μπορεί να δώσει την υγεία της ψυχής κι έτσι να θεαθεί ο θάνατος όχι ως κάτι το τραγικά φοβερό αλλά μία μετάβαση από τα λυπηρά στα ευφρόσυνα.
Έκκλ. 1,18.
PG 62, στ. 604.
Γεν. 3,5-7.
Βακαλίκου Ι., «Ασθενείς τελικού σταδίου», Πρακτικά 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου ’Ογκολογίας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 55- 58.
Κουνάβη Π. Γ., Ο Πόνος, Αθήνα 1994, σ. 128.
Φάρου Φιλοθέου αρχιμ.., Το πένθος, Αθήνα 1981, σ. 16.
Οπ.π., σ. 57.
Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Επιστροφή από την Αμερική, Αθήνα 1999, σ. 91.
Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Μακεδονία» Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου με γενικό θέμα: «Πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση του γυναικολογικού καρκίνου» στις 25.5.2001. Μέρος της εισηγήσεως δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Ο άγιος πόνος”, Αθήνα 2005, σσ. 94-104.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Άγιον Όρος και Κοινωνία, σελ.13-29, Εκδόσεις Αρμός, 2009
http://www.pemptousia.gr
Ιδιαίτερα σήμερα η ασθένεια αναστατώνει τον άνθρωπο. Η ασθένεια δεν είναι τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο. Η ασθένεια του καρκίνου ταλαιπωρεί πολλούς πολύ και συχνά δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα. Ο φόβος του θανάτου σ’ έναν καρκινοπαθή του μεγαλώνει το πρόβλημα. Μόνο η πίστη στον Θεό μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην υπομονή στην ασθένεια και στην αφοβία του θανάτου. Χρειάζεται σεβασμός και ορθή αντιμετώπιση του θανάτου από ιατρούς, νοσηλευτές, συγγενείς, ασθενείς. Η σωστή στάση του ασθενούς στην ασθένεια του σώματος μπορεί να δώσει την υγεία της ψυχής κι έτσι να θεαθεί ο θάνατος όχι ως κάτι το τραγικά φοβερό αλλά μία μετάβαση από τα λυπηρά στα ευφρόσυνα.
Διάγουμε αυτές τις ημέρες την ετήσια επέτειο της κοίμησης του μακαριστού γέρ. Μωυσέως του Αγιορείτου (†1ηΙουνίου 2014), ο οποίος ταλαιπωρήθηκε επί δεκαετίες από σοβαρές ασθένειες. Τις δοκιμασίες αυτές όμως τις μετουσίωσε σε μια πολύτιμη πνευματική εμπειρία, την οποία προσέφερε στους συνανθρώπους του μέσα από τα έργα του. Τιμώντας την οσία μνήμη του, δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος μιας σπουδαίας ομιλίας του, που αναφέρεται ακριβώς στο ζήτημα της εν Κυρίω αντιμετώπισης της ασθένειας.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά και ειλικρινά την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος σημαντικού επιστημονικού Συνεδρίου για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ο κύριος ομιλητής στην αποψινή εναρκτήρια τελετή.
Η κάθε ασθένεια και ιδιαίτερα μία χρόνια, που απειλεί τη ζωή, είναι συχνά ακατανόητη και ανεπιθύμητη, προσφέρει αναστάτωση, ταραχή, αγωνία, άγχος, φόβο, οδύνη. Ιδιαίτερα σήμερα, στη σύγχρονη εποχή, σε μία υπερκαταναλωτική κοινωνία, ένα κόσμο πολλών ανέσεων, ασίγαστων απολαύσεων, κορεσμού των υλικών αγαθών κι εύκολων λύσεων με διάφορα «παυσίπονα», το βαθύ μυστήριο του πόνου παραμένει ατυχία, δυστυχία, τιμωρία, κατάρα και αντιμετωπίζεται συνήθως με δέος και τρόμο. Άλλοτε πάλι με μεγάλη αμηχανία, πολλά ερωτηματικά και δύσκολες απορίες. Ακόμη και ο φιλόσοφος νους ταλαιπωρείται από λογισμούς και σκέψεις και αυξάνεται αντί να μειώνεται ο πόνος του, κατά το «ο προστιθείς γνώσιν, προσθήσει άλγημα»[1].
Μία διέξοδο δίνει η θρησκευτική οδός, η χριστιανική πίστη, η ορθόδοξη παράδοση. Φωτίζει το πανανθρώπινο δράμα το ευαγγέλιο και δεν αφήνει τον άνθρωπο στη μοναξιά, την απομόνωση και την απόγνωση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει και λέγει χαρακτηριστικά: «Ου γάρ έστιν άνθρωπον όντα, και επίκηρον ζώντα τον βίον τούτον, και λύπης είναι χωρίς· άλλ’ αν μή σήμερον, αύριον αν μή αύριον, μετά ταύτα συμβαίνει το λυπηρόν. Ώσπερ γάρ ούκ έστιν τινά είναι αθάνατον, άνθρωπον όντα, ούτως ουδέ λύπης χωρίς. Και όλως ούκ έστιν ευρείν τινα άνευ λύπης και αθυμίας· άλλ’ ο μέν μικρά, ο δε μείζονα έχει τα λυπούντα»[2].
Δυσκολοερμήνευτο για τους πολλούς αν ο πόνος ο ίδιος είναι ένα κακό ή είναι συνέπεια του κακού και ποιά η μεταξύ τους σχέση. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, το κακό, η φθορά και ο θάνατος εισήλθαν στη ζωή μετά την πτώση των πρωτοπλάστων[3]. Του κακού, του πόνου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου δεν είναι εφευρέτης και δημιουργός ο Θεός, ο Πανάγαθος, ο Πολυεύσπλαγχνος, η αυτοαγαθότητα, αλλά ο δαίμονας. Ο άνθρωπος βέβαια δεν είναι τέλεια ανεύθυνος και ανένοχος, αφού κατά την ελεύθερη βούλησή του παρακούσε τη θεία εντολή, μείωσε την αγάπη του στον Θεό με την παρακοή του και αμάρτησε.
Η ασθένεια, όπως ορισμένοι θεωρούν, δεν είναι αποτέλεσμα ενός οργισμένου, ενοχλημένου, τιμωρού κι εκδικητού Θεού προς τον αμαρτήσαντα, αφού έχουμε και άγιους ασθενείς. Υπάρχει μία λαθεμένη αντίληψη περί Θεού. Ότι ο Θεός προσφέρει μόνο δώρα, πλούτη, υγεία, μακροζωία και αδιατάρακτη ευτυχία. Ακόμη και για τους χριστιανούς αποτελεί σκάνδαλο η περιπέτεια, η δοκιμασία, ο πειρασμός, η ασθένεια, ο πόνος. Υπάρχει και μία κακή αγωγή που παραδίδεται και αναφέρει ότι στη ζωή θα είμεθα πάντα πρώτοι, ποτέ δεν θα ενοχληθούμε, δεν θα δυσκολευθούμε, δεν θα πονέσουμε, δεν θα δυστυχήσουμε και δεν θ’ ασθενήσουμε και ακόμη, κατά κάποιο τρόπο, το λέμε χαμηλόφωνα και αυτό, εμείς δεν θα πεθάνουμε. Προσγειωμένοι, αντικειμενικοί και ρεαλιστές πρέπει να πούμε πως οι αποτυχίες είναι πιο πολλές στη ζωή μας. Εντούτοις δεν είμαστε διόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτές τις παιδαγωγικές ευκαιρίες, που αν τις εκμεταλλευτούμε μπορούν να δώσουν πνευματική ωρίμανση και ψυχική καλλιέργεια.
Η τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένη εποχή μας μαζί με τις ανέσεις κι εξυπηρετήσεις προσφέρει δυστυχώς στον άνθρωπο πολλές ψυχικές και σωματικές παθήσεις. Ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίσθηκε ως ο αιώνας των ψυχιάτρων, λόγω της αυξήσεως των ψυχικών νοσημάτων. Αλλά και οι σωματικές ασθένειες δεν αφήνουν κενές τις κλίνες των νοσοκομείων και των οικιών. Ο πόνος δεν αφήνει θύρα σφαλισμένη. Η πλεονεξία και η ασέβεια του ανθρώπου μόλυνε τη φύση, το περιβάλλον, που τώρα σκληρά τον εκδικείται και μολύνεται ο μολύνας, άλλα και όχι μόνο αυτός. Η ιατρική επιστήμη, παρά τις πολλές και μεγάλες προόδους της και τα καταπληκτικά επιτεύγματα, δεν μπόρεσε να διώξει όλο τον πόνο από τη ζωή των ανθρώπων και να εμποδίσει τον πρόωρο θάνατο τόσων συνανθρώπων μας, ακόμη και παιδιών.
Η στάση απέναντι στους καρκινοπαθείς: λάθη και ενθαρρύνσεις
Ερχόμεθα τώρα στο θέμα μας το πικρό και δύσκολο. Ένας καρκινοπαθής σήμερα δυστυχώς από πολλούς θεωρείται όπως κάποτε ένας λεπρός. Δεν είναι φυσιολογική η ματιά μας απέναντι του. Έχει ένα πολύ λαθεμένο στοιχείο οίκτου, που ο ασθενής εύκολα το αντιλαμβάνεται, για να μην πώ ότι έχει και μία κρυφή οίηση περί της ασφαλούς ιδικής μας υγείας, της ανωτερότητάς μας, της ισχύος και του κύρους μας, που είναι άγνωστο αν το έχουμε και, αν το έχουμε, μέχρι πότε θα το έχουμε. Ένας καρκινοπαθής συχνά έχει σοβαρές ψυχολογικές επιπλοκές, που επηρεάζουν ασφαλώς και την πορεία της σωματικής του ασθένειας, ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο και στην ιδέα της αντιμετωπίσεως του θανάτου. Σχεδόν όλοι όσοι πληροφορούνται ότι πάσχουν από καρκίνο, κατά τις στατιστικές ειδικών[4], αντιδρούν με ανησυχία και φόβο.
Όταν η νόσος χρονίζει, αναπτύσσονται σε ορισμένους αμυντικοί μηχανισμοί και οι ασθενείς κατά κάποιο τρόπο προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση. Είναι όμως συχνό το φαινόμενο παρουσίας σοβαρών ψυχικών διαταραχών, που οδηγούν σε κατάθλιψη, άγχος, ενοχές, αϋπνίες, φοβίες, φαντασίες και ορισμένες φορές σε αμνησία, παράνοια, επίκληση του θανάτου. Στις δύσκολες αυτές καταστάσεις του τελικού σταδίου μπορεί ακόμη να έχουμε εχθρικότητα προς το περιβάλλον, μελαγχολία, καχυποψία, απομόνωση και τάσεις αυτοκτονίας. Είναι, νομίζουμε, μεγάλο το λάθος και για τον ασθενή και για τον ιατρό η λέξη καρκίνος να ταυτίζεται πάντα με τον θάνατο. Καλούνται όλοι να επανεξετάσουν και να επανατοποθετήσουν τη στάση τους ανταποκρινόμενοι στις βαθύτατες πνευματικές, ακόμη και συναισθηματικές ανάγκες των ασθενών. Μήν εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας μόνο στην καλύτερη δοσολογία φαρμάκων. Αξίζει να συνεργασθούμε με τον ψυχίατρο, τον ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό, τον καλό νοσοκόμο, τον υπομονετικό συγγενή, τον πνευματικό ιερέα, κυρίως τον ίδιο τον ασθενή. Η κατανόηση του περιβάλλοντος και η καλή συνδρομή τον ανακουφίζει αρκετά στην αντιμετώπιση του πόνου και στην άρση του σταυρού, του φόβου του θανάτου.
Το πέπλο του θανάτου απλώνεται παντού. Θάνατος φυσικός και αφύσικος πλημμυρίζει τις καθημερινές ειδήσεις· από πολέμους, τροχαία δυστυχήματα, μόλυνση του περιβάλλοντος, βιασμούς, ληστείες, εγκλήματα, επιδημίες και ανίατες ασθένειες. Η κάθε ημέρα μας πλησιάζει στον θάνατο. Είναι το μόνο σίγουρο, που όμως δεν το σκεφτόμαστε όσο πρέπει και όπως πρέπει. Όλοι φωνάζουμε: Μή μιλάτε για θάνατο! Ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον φόβο του μην πεθάνει, πεθαίνει πριν πεθάνει. Ομολογώ πως μόνο μία θερμή πίστη μπορεί να μετριάσει αυτόν τον φοβερό φόβο του θανάτου, που μαστίζει τον άνθρωπο. Ο σωματικός θάνατος συντελείται με την αναχώρηση της ψυχής από το σώμα. Αν αυτού του βιαίου θανάτου προηγηθεί ο πνευματικός θάνατος, διά της καταφάσεως της αμαρτίας, τότε και ο σωματικός θάνατος γίνεται τραγικότερος, αδιέξοδος καί ανέλπιδος.
Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή, είναι δύσκολο να τον παρηγορήσεις. Μια ζωή ασυναίσθητη, αναξιοπρεπής και ασυνείδητη επιδεινώνει τον φόβο του θανάτου. Για τον μοναχό η μνήμη του θανάτου είναι ψυχωφελής. Κάθε πρωί ξυπνά σαν να είναι η πρώτη ημέρα της ζωής του και κάθε βράδυ πλαγιάζει σαν να είναι το τελευταίο της ζωής του. Έτσι, δεν κουράζεται από τη στέρεα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα και δεν ζεί με συνεχή όνειρα και βαρειά προγράμματα ως επιγείως αθάνατος. Στο Άγιον Όρος λέγουν αν δεν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις, εννοώντας τη νέκρωση των παθών προ του τάφου. «Ο Χριστός πέθανε πραγματικά, αλλά πέθανε για να συναντήσει τον άνθρωπο εκεί που βρίσκεται, μέσα στη φθορά και το θάνατο, μέσα στην οδύνη και την απογοήτευση, μέσα στο ανόητο και το παράλογο, και να τον αναστήσει»[5]. Με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο· «θανάτω θάνατον πατήσας και τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ο καρκίνος και το χαροποιόν πένθος της μνήμης θανάτου
«Ο χριστιανισμός είναι ο μόνος που μπορεί και πρέπει να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη κάποιας αντιμετωπίσεως του θανάτου και του πένθους που ο σύγχρονος πολιτισμός έχει καλύψει με μια διακριτική σιωπή»[6]. Να μιλάς για τον θάνατο σημαίνει να διερωτάσαι για τον δικό σου θάνατο. Η ενασχόληση με τον θάνατο μπορεί να παροξύνει προσωπικές φοβίες. Θεωρείται συνήθως μακάβριο θέμα και δεν πιστεύεται ότι υπάρχει σοβαρός λόγος ν’ ασχολούμεθα με αυτό. Γι’ αυτό συγχαίρω εγκάρδια την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος συνεδρίου για την έμπνευση να συμπεριλάβει στη θεματολογία του και την αποψινή ομιλία. Ο ομιλών, ως μοναχός Αγιορείτης, θέλει να βιώνει το χαροποιόν πένθος της μνήμης του θανάτου. Το στασίδι του στο ναό, το κλινάρι του στο κελλί του, το σώμα του το ίδιο, σημαίνουν τον τάφο του και το ράσο του το επιτάφιο ένδυμα. Όχι μόνο όμως έτσι, συμβολικά και ιδεατά, αλλά και ως μακροχρόνια κι επίπονα ασθενής, προ τετραετίας περίπου υποβληθείς σε μεταμόσχευση ήπατος, βίωσε το άλγος, οσμίσθηκε θάνατο, έτσι δεν σας ομιλεί φιλολογικά, αλλά με δάκρυα, ιδρώτες και άλγη, για τα οποία ευχαριστεί τον Θεό, αφού εκεί τον ανακάλυψε καλύτερα. Δεν στάθηκε μοιρολατρικά, παθητικά στο πρόβλημά του, φοβήθηκε, λύγισε, αλλά δεν απόκαμε. Συγχωρέστε μου αυτή την εξομολόγηση, νομίζω όμως ότι από αγάπη μπορούμε μερικές φορές και να εκτιθέμεθα.
Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο πιο αναλυτικός, γιατί ο ασθενής και συγκεκριμένα ο καρκινοπαθής φοβάται τόσο τον θάνατο. Κατ’ αρχάς δεν είναι αφύσικος και ανόητος αυτός ο φόβος. Δικαιολογείται και καλούμεθα να τον αντιμετωπίσουμε και απαλύνουμε. Η ασθένεια συνηθέστατα φέρνει αυτές τις σκέψεις. Ούτε να τρομάζουμε εμείς που τις έχουμε, ούτε να τρομάζουμε αυτούς που τις έχουν, ούτε να προσπαθούμε να παρηγορήσουμε με ψέματα, με μετάθεση, με αναβολή, με προχειρότητα κι επιπολαιότητα. Επαναλαμβάνουμε, γιατί θεωρούμε πως είναι σημαντικό πως, όσο πιο πνευματικά νεκρός είναι ένας ασθενής, τόσο πιο πολύ φοβάται τον θάνατο. Ελέγχεται από τη ζωή του κι έχει ενοχές κι αισθάνεται ότι τα χάνει όλα, αφού είναι τρομερά δεμένος με τα υλικά αγαθά. Η παρούσα φάση, αν τον οδηγήσει στη μετάνοια, είναι ένα κέρδος και η κατάσταση αντιμετωπίζεται καλύτερα με την εγρήγορση, την προσευχή, τη συντριβή και την κατανόηση.
Δεν μπορούμε να πούμε με κανένα τρόπο ότι ο θάνατος είναι κάτι το καλό και μας απαλλάσσει και μας αναπαύει. Ο θάνατος είναι μυστήριο, είναι φρικτός και φοβερός. Αν κάποτε μιλάμε με ωραιοποιημένες εκφράσεις γι’ αυτόν είναι για καθαρά ποιμαντικούς λόγους και προς παρηγορία των πενθούντων. Οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι, κυρίως της μή τουριστικοποιημένης υπαίθρου, δίχως να μιλούν με μεγάλα και παχειά λόγια, αποδέχονται με θλίψη βέβαια, αλλά όχι με τρόμο το τέλος της ζωής, κι ετοιμάζονται σαν για μεγάλο ταξίδι, εξομολογούνται, κοινωνούν, αποχαιρετούν. Οι αστοί, οι κάπως πιο μορφωμένοι, οι έχοντες κάποιο όνομα και αξίωμα, αντιμετωπίζουν τον θάνατο φιλοσοφικά, σαν ένα φυσικό τέλος της ζωής, δεν το πολυσυζητούν όμως, ανησυχούν, θα είχαν, λέγουν, κι άλλα πράγματα να κάνουν, θα ήθελαν και θα μπορούσαν άλλο λίγο να ζήσουν.
Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας, αν βρεθούν απέναντι σ’ ένα συγγενή τους, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, έχουν ένα συνωμοτικό ύφος, είναι εκνευρισμένοι, ενοχλούν ιδιαίτερα τους ιατρούς και το προσωπικό, ως να είναι εκείνοι οι υπεύθυνοι, συνεννοούνται με νεύματα, με ψιθύρους στους διαδρόμους, θεωρώντας ότι η αλήθεια, αν ειπωθεί, είναι επικίνδυνη και θα επιταχύνει το πρόβλημα. Ο ασθενής όμως μέσα στη θλίψη του πόνου του αισθάνεται, κατανοεί, αντιλαμβάνεται τη θεατρική πράξη που παίζεται και αφήνεται πιο μόνος στις πράγματι δύσκολες αυτές ώρες. Συχνά προσκαλείται και παρακαλείται να λάβει μέρος και ο ιατρός στην επιλεγμένη από τους συγγενείς παράσταση. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, θα την έλεγα των μασκοφόρων χριστιανών, που και την ύστατη αυτή ώρα αγωνίζονται να προσποιούνται τους απαθείς, με χαμόγελα και υποκριτικές ευχές, για να μή χαλάσουν ένα προφίλ που από ετών παρουσίαζαν τεχνηέντως. Είναι λυπηρό ο άνθρωπος να μή θέλει να παραδεχθεί τη γύμνια του ούτε τότε. Οι άνθρωποι αυτοί, ασθενείς ή συγγενείς, έχουν μια μαγική αντίληψη περί της Εκκλησίας και των θείων μυστηρίων της, μερικές φορές μάλιστα απαιτούν το θαύμα και δεν υπακούουν και στις ιατρικές εντολές. Πρόκειται για δύσκολες περιπτώσεις ψυχικά ασθενών.
Η εξοικείωση με το θάνατο και η Ιατρική
Θεωρούμε πως η έξαρση της λογικής, ο υλικός ευδαιμονισμός, η άμβλυνση της πίστης, ο δυτικός τρόπος ζωής και στην ορθόδοξη Ανατολή δεν διαφωτίζουν ικανοποιητικά τον άνθρωπο και δεν τον βοηθούν ν’ αντιμετωπίσει ορθά τον θάνατο. Νομίζουμε πως με το να μετονομάσουμε τα γραφεία κηδειών σε τελετών απαλλαγήκαμε και από τη μνήμη του θανάτου. Στην Αμερική υπάρχει μια μεγάλη και δαπανηρή διαδικασία για την ωραιοποίηση των νεκρών. Δυσκολευόμαστε σήμερα και στην Ελλάδα άνετα να μιλήσουμε για την αθανασία της ψυχής, για τη δυνατή βεβαιότητα και την ελευθερώτρια χάρη της πίστης και θέλουμε να βρούμε μοντέρνους όρους εκφράσεως για να επικοινωνήσουμε μ’ εκείνους που δυσφορούν στο άκουσμα ότι υπάρχει και πέραν του τάφου ζωή. Αν ο άνθρωπος πιστέψει στην άλλη ζωή και ότι αυτή η ζωή έχει μία σίγουρη ημερομηνία λήξεως, πιστεύουμε ότι θα αισθανθεί πιο ελεύθερος, για να μπορέσει να ζήσει χαρούμενος την κάθε ώρα, μ’ ενδιαφέρον, δύναμη και αγάπη για τον εαυτό του και τους άλλους, δίχως ν’ αποθεώνει τα επιτεύγματά του και να θεωρεί τη στέρησή τους ανυπαρξία[7].
Η Δύση επιμένει να μη θεωρεί αποτυχία της ιατρικής επιστήμης να θέλει, μα να μή μπορεί, να θεραπεύσει τα πάντα. Κατάφερε την παράταση της ζωής, αλλά όχι τη θανάτωση του θανάτου. Ο δυτικός άνθρωπος δεν ταπεινώνεται στην ιδέα ότι απέτυχε στην επίτευξη της επίγειας αθανασίας κι ελπίζει ότι θα τα καταφέρει. Ιδιαίτερα δε ο σύγχρονος αμερικανικός πολιτισμός επαναφέρει την ενασχόληση με τη μετεμψύχωση, τη μαγεία, την αστρολογία, την παραψυχολογία, την παρεμπόδιση του γήρατος διά βαφών κι εγχειρήσεων και νεανικών αμφιέσεων ή διά εγκλεισμού σε άσυλα και κλινικές. Αποφεύγεται συστηματικά η αναφορά του θανάτου, ως να πρόκειται για κάτι το βρωμερό, το αισχρό, το απρεπές. Όμως αυτό το πνεύμα δεν αρχίζει να επικρατεί και στην Ελλάδα;
Έτσι κι εδώ σπάνια αντιμετωπίζεται σωστά ένας θάνατος, ακόμη και αν είναι αναμενόμενος, κι έχουμε κατάθλιψη και όχι λύπη και θλίψη, που δικαιολογούνται από την πλούσια ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.
Επειδή απόψε απευθύνομαι κυρίως σε ιατρούς, που το ενδιαφέρον τους για την επιστήμη και η αγάπη τους για τους ασθενείς τους σύναξε εδώ, ως ασθενής και ως συμπάσχων μιλώντας, επιτρέψτε μου να πώ, πως η οικογένεια του ασθενούς θέλει πάντα κοντά της τον ιατρό και μάλιστα στις δύσκολες τελευταίες ώρες. Ο ιατρός είναι ο καταλληλότερος για ν’ αναγγείλει τον θάνατο. Το περιβάλλον θέλει να έχει τη διαβεβαίωση ότι πρόσφερε ό,τι μπορούσε να προσφερθεί μέχρι την τελευταία του στιγμή. Είναι μια δικαιολογημένη ψυχολογική απαίτηση. Ο ιατρός που αναγγέλλει τον θάνατο βρίσκεται και αυτός σε μία δύσκολη θέση. Απέτυχε να παρατείνει τη ζωή. Δηλώνει την αδυναμία του. Μειώνεται η φαινομενική παντοδυναμία του. Αυτός που εξηρτάτο από αυτόν δεν υπάρχει. Το περιβάλλον έχει κλονισμένη τώρα εμπιστοσύνη. Τον βλέπει με άλλη ματιά. Η ταπεινότητα, η ειλικρίνεια, ο σεβασμός θα βοηθήσουν και τις δύο πλευρές σε μια καλύτερη αντιμετώπιση. Ο θάνατος επελθών δηλώνει την αδυναμία όλων μας. Ας το ομολογήσουμε. Όσο πιο άπειρος και νέος είναι ο ιατρός, τόσο πιο ηττημένος αισθάνεται. Αν ο ίδιος πανικοβάλλεται από τον θάνατο, είναι ανεπαρκής να συνδράμει και το ταραγμένο πενθηφόρο περιβάλλον, έστω λέγοντας ότι ο ασθενής αναπαύθηκε και δεν θα ταλαιπωρείται άλλο, προσφέροντας μια μικρή συναισθηματική υποστήριξη και συμπάθεια. Τα αυτά περίπου ισχύουν και για το νοσηλευτικό προσωπικό, την κοινωνική λειτουργό και ιδιαίτερα τον ιερέα του νοσοκομείου.
Παρενθετικά θα ήθελα ν’ αναφέρω ένα γεγονός. Ένας συνάδελφός σας στο εξωτερικό κατηγορήθηκε από άλλο συνάδελφό σας, σε μία τηλεοπτική εκπομπή, που την παρακολουθούσαν εκατομμύρια θεατές, ότι σπαταλά τα μοσχεύματα, δίνοντας τρίτο συκώτι σ’ ένα παιδί που τ’ απέρριπτε ο οργανισμός του. Ο εγκαλούμενος δήλωσε: «Ορκιζόμενος ως ιατρός ορκίσθηκα να σώσω τον άνθρωπο και όχι την ανθρωπότητα! Ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι αναγκεμένοι ασθενείς, αλλά εγώ καλούμαι να συνδράμω τον συγκεκριμένο που έχω μπροστά μου»[8]. Δεν μπορούμε να μιλάμε γενικόλογα και αόριστα. Ο κάθε ασθενής είναι μια άλλη περίπτωση και προσωπικότητα. Καλούμεθα να σεβασθούμε τη μοναδικότητα και ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Με όλες τις γνώσεις μας, με όλη τη δύναμή μας, την υπομονή μας, την ταπείνωση και την αγάπη μας. Ας μην προσπερνάμε το κρεβάτι του καρκινοπαθούς ως ενός άμεσου μελλοθανάτου. Ας εξαντλήσουμε τα περιθώρια της αντοχής μας, αφού δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτε περισσότερο με τη χημειοθεραπεία, την ακτινοβολία, την εγχείρηση, τα αναλγητικά.
Η εύρεση της ελευθερίας μέσα από την αδυναμία
Γιατί ο Θεός επιτρέπει τον θάνατο των παιδιών; Γιατί δεν ανακαλύπτεται το φάρμακο του καρκίνου; Γιατί τόσος πόνος, τόση αδικία και τόσα δάκρυα; Δεν μπορούμε συνέχεια να μιλάμε. Ο λόγος μας θέλει πολλά αποσιωπητικά. Μερικές φορές είναι μόνο ν’ ακούμε, να συμπονούμε. Είπε ένας σοφός: Ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά κι ένα στόμα. Πιο πολύ ν’ άκουμε και λιγότερο να μιλάμε. Είναι πιο πολλά αυτά που δεν γνωρίζουμε. Δεν είναι λύση φυγής η αποσιώπηση. Είναι παραδοχή αδυναμίας. Η γνώση της αδυναμίας είναι πάλι δύναμη. Η αποδοχή της καταστάσεως ενός βαριά ασθενούς, ενός καρκινοπαθούς, είναι σημαντική. Χρειάζεται μία εκπαίδευση και μαθητεία στις λέξεις ασθένεια, που προσφέρει υγεία, υπομονή, που προσφέρει ελπίδα, αποδοχή, που προσφέρει ειρήνη, τόλμη, που προσφέρει κουράγιο. Δεν πιστεύουμε στην τύχη, στο μοιραίο, στο συμβάν, αλλά στην επιλογή του πεδίου απ’ όπου ο χειμώνας θα φέρει την άνοιξη, ο πόνος την ευλογία, η πενία τον πλούτο, η στένωση την άνεση, όπως λέγει ο Α. Σολτζενίτσιν: «Σ’ ένα κελλί φυλακής γνώρισα την ελευθερία»!
Η Εκκλησία μας σέβεται και τιμά το ανθρώπινο σώμα και είναι αντίθετη σε ό,τι το φθείρει. Οι παρεμβάσεις μας σε αυτό επιτρέπονται μόνο όταν είναι θεραπευτικές. Κάθε τι που βοήθα στη φθορά του απορρίπτεται. Δεν επιτρέπεται κανένας εξαναγκασμός. Γι’ αυτό και η Εκκλησία αρνείται ακόμη και την καύση των νεκρών. Οι παρεμβάσεις στο σώμα για μεταμοσχευτικούς λόγους επιτρέπονται ως πράξεις ιερής αγάπης, φιλανθρωπίας, φιλαδελφίας και συναλληλίας, ως έξαρση της αυτεξουσιότητος για θυσία και δόση αγαθή. Μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον μόνο να ζήσει και όχι να πεθάνει.
Είπα πολλά. Θα σας κούρασα. Να με συγχωρήσετε. Μήν τα βάλετε με τη διοργανωτική Επιτροπή. Μίλησα πιο πολύ ως ασθενής. Δεν μίλησα ως δάσκαλος. Αν κάπου η ομιλία μου προσέλαβε κηρυγματικό χαρακτήρα θεωρήστε το παρασυρμό κι εκτροπή. Πρόθεσή μου δεν ήταν να σας συγκινήσω συναισθηματικά ή να σας διδάξω κουράζοντάς σας. Ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον κόπο των μελετών σας, για τις μετά των ασθενών σας αγωνίες, για τις προσπάθειές σας ακόμη και όταν έσβηναν πολλές ελπίδες, για το χαμόγελο και όταν σας κούραζαν με περιττές ερωτήσεις οι ασθενείς σας λέγοντας: Θα ζήσω λίγο ακόμη, γιατρέ; Για την επιμονή σας να συνεχίσετε τους αγώνες σας και στον επόμενο ασθενή, με τον ίδιο καρκίνο και το ίδιος τέλος. Τέλος, σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας και την προσοχή σας και παρακαλώ τον Θεό να σας ενισχύει πλούσια πάντοτε στο ιδιαίτερα υψηλό και ιερό εργο σας: της θεραπείας, της απαλύνσεως του πόνου, της παρατάσεως της ζωής, της επανόδου της υγείας, της διαφορότροπης θέας του θανάτου, όποτε θελήσει ο Πανάγαθος Θεός, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ιδιαίτερα σήμερα η ασθένεια αναστατώνει τον άνθρωπο. Η ασθένεια δεν είναι τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο. Η ασθένεια του καρκίνου ταλαιπωρεί πολλούς πολύ και συχνά δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα. Ο φόβος του θανάτου σ’ έναν καρκινοπαθή του μεγαλώνει το πρόβλημα. Μόνο η πίστη στον Θεό μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην υπομονή στην ασθένεια και στην αφοβία του θανάτου. Χρειάζεται σεβασμός και ορθή αντιμετώπιση του θανάτου από ιατρούς, νοσηλευτές, συγγενείς, ασθενείς. Η σωστή στάση του ασθενούς στην ασθένεια του σώματος μπορεί να δώσει την υγεία της ψυχής κι έτσι να θεαθεί ο θάνατος όχι ως κάτι το τραγικά φοβερό αλλά μία μετάβαση από τα λυπηρά στα ευφρόσυνα.
Έκκλ. 1,18.
PG 62, στ. 604.
Γεν. 3,5-7.
Βακαλίκου Ι., «Ασθενείς τελικού σταδίου», Πρακτικά 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου ’Ογκολογίας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 55- 58.
Κουνάβη Π. Γ., Ο Πόνος, Αθήνα 1994, σ. 128.
Φάρου Φιλοθέου αρχιμ.., Το πένθος, Αθήνα 1981, σ. 16.
Οπ.π., σ. 57.
Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Επιστροφή από την Αμερική, Αθήνα 1999, σ. 91.
Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Μακεδονία» Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου με γενικό θέμα: «Πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση του γυναικολογικού καρκίνου» στις 25.5.2001. Μέρος της εισηγήσεως δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Ο άγιος πόνος”, Αθήνα 2005, σσ. 94-104.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Άγιον Όρος και Κοινωνία, σελ.13-29, Εκδόσεις Αρμός, 2009
http://www.pemptousia.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Λιπαρά - Η ιδανική ημερήσια πρόσληψη στη διατροφή μας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«ΕΧΟΥΜΕ ΜΑΘΕΙ ΑΠΟ ΠΕΡΣΙ...»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ