2015-06-19 13:37:54
Αριθμός 2287/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Δ. Κυριλλόπουλος, Ό. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Χρ. Μπολόφη, Ιω. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι.
Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου και Κ. Φιλοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Β. Μόσχου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 31 Μαΐου 2013 αγωγή:
της ...., κατοίκου Αθηνών (...), η οποία δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Παρασκευά Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2. Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 13-15), το οποίο παρέστη με τις δικηγόρους α) Αθηνά Πετρόγλου (Α.Μ. 14046) και β) Ελένη Μυλωνά (Α.Μ. 25070), που τις διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 30 Σεπτεμβρίου 2014 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 9 Οκτωβρίου 2014 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αγωγή αυτή η ενάγουσα επιδιώκει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων Ταμείων να της καταβάλουν, νομιμοτόκως, το ποσό που της αναλογεί και το οποίο αντιστοιχεί στις περικοπές της απονεμηθείσας σ’ αυτήν κύριας και επικουρικής συντάξεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο και τις πληρεξουσίες των εναγομένων Ταμείων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Φ. Ντζίμα και του Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου, τακτικών μελών της συνθέσεως που δίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, η Σύμβουλος Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου και η Πάρεδρος Β. Μόσχου, αναπληρωματικά έως τότε μέλη της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 64/2015).
2. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήχθη δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, μετά από αίτηση της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία έγινε δεκτή με την ΠΑ 22/30.9.2014 πράξη της κατά την ως άνω διάταξη Τριμελούς Επιτροπής. Περαιτέρω, με την από 9.10.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση εισήχθη, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
3. Επειδή, με την ως άνω αγωγή, όπως διευκρινίζεται με το από 14.10.2014 υπόμνημα, η ενάγουσα, συνταξιούχος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ζητεί α) να υποχρεωθούν οι εν λόγω ασφαλιστικοί οργανισμοί να της καταβάλουν νομιμοτόκως το συνολικό ποσόν των 13.616,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσόν, κατά το οποίο, όπως αναλυτικώς εκτίθεται στην αγωγή, περιορίσθηκαν οι απονεμηθείσες σε αυτήν από τους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς συντάξεις (κύρια και επικουρική), δυνάμει i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 και β) να επανέλθει η σύνταξή της στο ποσό, που προσδιορίσθηκε με τις αντίστοιχες πράξεις απονομής.
4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων ... Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα ... Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό ...».
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την ως άνω ΠΑ 22/30.9.2014 πράξη της Τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αγωγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας, σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων, με τις οποίες επήλθαν διαδοχικές περικοπές στην κύρια και την επικουρική σύνταξη της ενάγουσας.
6. Επειδή, η ανωτέρω πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΕΣΤΙΑ», φύλλο της 10.10.2014 και «ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 10.10.2014), όπως ορίζεται στο ν. 3900/2010. Κατόπιν αυτού, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, παραδεκτώς εισάγεται προς επίλυση το ανωτέρω ζήτημα και είναι περαιτέρω εξεταστέο.
7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμοςορίζει»∙ στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1), και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) –ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς– αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως –συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντωνσυνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα)– προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙ πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.
8. Επειδή, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, μειώσεις συντάξεων μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών μπορούν ναχωρήσουν και, επομένως, η παράλειψη της επιβεβλημένης, για τους εκτιθέμενους στην ίδια ως άνω σκέψη λόγους, εκπονήσεως μελέτης των επιπτώσεων που επιφέρουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων μειώσεις των απονεμηθεισών σ’ αυτούς συντάξεων δεν μπορεί να συγχωρηθεί, κατά τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με την επίκληση τέτοιων δημοσιονομικών συνθηκών και την κατεπείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως των αναδυόμενων υπό τις συνθήκες αυτές κινδύνων για την οικονομία της Χώρας.
9. Επειδή, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Αγγ. Θεοφιλοπούλου, οι Σύμβουλοι Χρ. Ράμμος, Μιχ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Σπ. Μαρκάτης, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Κων. Πισπιρίγκος, Παρ. Μπραΐμη,Σοφ. Βιτάλη και η Πάρεδρος Χρ. Μπολόφη οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, των οποίων έχει ήδη παρατεθεί το περιεχόμενο, συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ’ ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ’ ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ’ όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρωςτου ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου, καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση του εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή θυσία εισοδήματος, υπό περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή του εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι ηπροβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της απονεμηθείσας συντάξεως στο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιας πρόνοιας του νόμου ο θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στην άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία κλπ) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κλπ), η πτώση του προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ’ ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ’ όψιν ο νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως. Ο δικαστικός δε έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται. Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου, πλην ο βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση από τον εργασιακό βίο. ʼλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα. Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ’ εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος, αλλ’ ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.
10. Επειδή, εξ άλλου, μειοψήφησε επίσης η Σύμβουλος Ο. Ζύγουρα, η οποία διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντάς την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων και τον ειδικώτερο καθορισμό του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197-2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάστασή τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους του Κράτους δεν επιβάλλεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δοθέντος ότι αυτές καταλείπουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίζη και να οργανώνη εκάστοτε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως –άρα και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του. Παρέχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατ’ αρχήν, οι διατάξεις αυτές συνταγματικό έρεισμα σε χρηματοδότηση εκ μέρους του Κράτους, τυχόν πρόβλεψη της οποίας απόκειται στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, δεδομένου ότι, πάντως, κατά τα προεκτεθέντα, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων εντάσσεται με αυτές στους σκοπούς του κράτους. Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, εξ άλλου, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιογενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012). Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ’ όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, κάτι το οποίο διασφαλίζεται και με την διατήρηση –και μετά τις τυχόν μειώσεις– ενός ελαχίστου ποσοστού αναπληρώσεως των συντάξεων. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια, καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές.
11. Επειδή, στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσης από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/13), της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπ kranos
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Δ. Κυριλλόπουλος, Ό. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Χρ. Μπολόφη, Ιω. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι.
Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου και Κ. Φιλοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Β. Μόσχου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 31 Μαΐου 2013 αγωγή:
της ...., κατοίκου Αθηνών (...), η οποία δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Παρασκευά Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2. Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 13-15), το οποίο παρέστη με τις δικηγόρους α) Αθηνά Πετρόγλου (Α.Μ. 14046) και β) Ελένη Μυλωνά (Α.Μ. 25070), που τις διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 30 Σεπτεμβρίου 2014 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 9 Οκτωβρίου 2014 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αγωγή αυτή η ενάγουσα επιδιώκει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων Ταμείων να της καταβάλουν, νομιμοτόκως, το ποσό που της αναλογεί και το οποίο αντιστοιχεί στις περικοπές της απονεμηθείσας σ’ αυτήν κύριας και επικουρικής συντάξεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο και τις πληρεξουσίες των εναγομένων Ταμείων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Φ. Ντζίμα και του Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου, τακτικών μελών της συνθέσεως που δίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, η Σύμβουλος Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου και η Πάρεδρος Β. Μόσχου, αναπληρωματικά έως τότε μέλη της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 64/2015).
2. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήχθη δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, μετά από αίτηση της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία έγινε δεκτή με την ΠΑ 22/30.9.2014 πράξη της κατά την ως άνω διάταξη Τριμελούς Επιτροπής. Περαιτέρω, με την από 9.10.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση εισήχθη, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
3. Επειδή, με την ως άνω αγωγή, όπως διευκρινίζεται με το από 14.10.2014 υπόμνημα, η ενάγουσα, συνταξιούχος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ζητεί α) να υποχρεωθούν οι εν λόγω ασφαλιστικοί οργανισμοί να της καταβάλουν νομιμοτόκως το συνολικό ποσόν των 13.616,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσόν, κατά το οποίο, όπως αναλυτικώς εκτίθεται στην αγωγή, περιορίσθηκαν οι απονεμηθείσες σε αυτήν από τους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς συντάξεις (κύρια και επικουρική), δυνάμει i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 και β) να επανέλθει η σύνταξή της στο ποσό, που προσδιορίσθηκε με τις αντίστοιχες πράξεις απονομής.
4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων ... Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα ... Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό ...».
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την ως άνω ΠΑ 22/30.9.2014 πράξη της Τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αγωγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας, σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων, με τις οποίες επήλθαν διαδοχικές περικοπές στην κύρια και την επικουρική σύνταξη της ενάγουσας.
6. Επειδή, η ανωτέρω πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΕΣΤΙΑ», φύλλο της 10.10.2014 και «ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 10.10.2014), όπως ορίζεται στο ν. 3900/2010. Κατόπιν αυτού, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, παραδεκτώς εισάγεται προς επίλυση το ανωτέρω ζήτημα και είναι περαιτέρω εξεταστέο.
7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμοςορίζει»∙ στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1), και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) –ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς– αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως –συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντωνσυνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα)– προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙ πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.
8. Επειδή, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, μειώσεις συντάξεων μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών μπορούν ναχωρήσουν και, επομένως, η παράλειψη της επιβεβλημένης, για τους εκτιθέμενους στην ίδια ως άνω σκέψη λόγους, εκπονήσεως μελέτης των επιπτώσεων που επιφέρουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων μειώσεις των απονεμηθεισών σ’ αυτούς συντάξεων δεν μπορεί να συγχωρηθεί, κατά τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με την επίκληση τέτοιων δημοσιονομικών συνθηκών και την κατεπείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως των αναδυόμενων υπό τις συνθήκες αυτές κινδύνων για την οικονομία της Χώρας.
9. Επειδή, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Αγγ. Θεοφιλοπούλου, οι Σύμβουλοι Χρ. Ράμμος, Μιχ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Σπ. Μαρκάτης, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Κων. Πισπιρίγκος, Παρ. Μπραΐμη,Σοφ. Βιτάλη και η Πάρεδρος Χρ. Μπολόφη οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, των οποίων έχει ήδη παρατεθεί το περιεχόμενο, συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ’ ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ’ ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ’ όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρωςτου ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου, καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση του εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή θυσία εισοδήματος, υπό περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή του εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι ηπροβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της απονεμηθείσας συντάξεως στο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιας πρόνοιας του νόμου ο θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στην άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία κλπ) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κλπ), η πτώση του προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ’ ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ’ όψιν ο νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως. Ο δικαστικός δε έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται. Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου, πλην ο βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση από τον εργασιακό βίο. ʼλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα. Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ’ εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος, αλλ’ ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.
10. Επειδή, εξ άλλου, μειοψήφησε επίσης η Σύμβουλος Ο. Ζύγουρα, η οποία διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντάς την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων και τον ειδικώτερο καθορισμό του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197-2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάστασή τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους του Κράτους δεν επιβάλλεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δοθέντος ότι αυτές καταλείπουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίζη και να οργανώνη εκάστοτε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως –άρα και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του. Παρέχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατ’ αρχήν, οι διατάξεις αυτές συνταγματικό έρεισμα σε χρηματοδότηση εκ μέρους του Κράτους, τυχόν πρόβλεψη της οποίας απόκειται στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, δεδομένου ότι, πάντως, κατά τα προεκτεθέντα, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων εντάσσεται με αυτές στους σκοπούς του κράτους. Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, εξ άλλου, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιογενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012). Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ’ όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, κάτι το οποίο διασφαλίζεται και με την διατήρηση –και μετά τις τυχόν μειώσεις– ενός ελαχίστου ποσοστού αναπληρώσεως των συντάξεων. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια, καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές.
11. Επειδή, στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσης από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/13), της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπ kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«ΠΑΡΑΘΥΡΟ» ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ