2015-06-21 14:56:08
Και μπορεί και σήμερα να ασκούνται ασφυκτικές πιέσεις για νέα υποδούλωση με τον οικονομικό πόλεμο που κήρυξαν, πρωτίστως οι γνωστοί στη σύγχρονη ιστορία του τόπου Γερμανοί, όμως ο Γιάννης Σαββάκης, ένας 85 χρόνων απόμαχος της γης, έχει μάθει πλέον από τα δεινά των ταραχών και έμελλε πριν κλείσει τα μάτια του να δει και το νέο είδους στραγγαλισμό! Παιδί των αδυσώπητων κατοχικών χρόνων στην πολυμελή οικογένεια του Κώστα Σαββάκη μαχητή του Μακεδονικού Αγώνα και συνέχεια ανθυπολοχαγού, αιχμάλωτου στην Μικρασιατική Καταστροφή, βίωσε τη γερμανική κυριαρχία των ναζί στο χωριό του, τον Πατσό Αμαρίου Τα περιστατικά της περιόδου από το 1941 έως το 1944, πρώτα στα χρόνια της παιδικής ανεμελιάς ως μαθητής προκατοχικά και μέχρι τον δεύτερο χρόνο της γερμανοκατοχής που αποφοίτησε, και ύστερα τα όσα τραγικά ακολούθησαν, έχουν στοιχειώσει στη θύμησή του, και… ξεπετάγονται όταν κρατά το απολυτήριο φοίτησής του στο δημοτικό σχολείο του χωριού του
. Τον τίτλο υπογράφει η διευθύντρια Λιλίκα Σταυρακάκη-Κουμεντάκη από το Καστέλι Πεδιάδος Ηρακλείου, έχει ημερομηνία 20 Ιουνίου 1942, και τον έκρινε άξιο: «Ο μαθητής Ιωάννης Κων. Σαββάκης εκ Πατσού ετών 12, πατρός γεωργού διακούσας πάντα τα μαθήματα της έκτης τάξεως του σχολείου τούτου και κατά το τέλος του σχολικού έτους 1941-1942 εξετασθείς εις αυτά, εκρίθη άξιος απολύσεως δια του βαθμού καλώς 7. Η δε διαγωγή του υπήρξε κοσμιωτάτη…. Εν Πατσώ 20 Ιουνίου 1942 η διευθύντρια…»
ΑΚΟΥΜΠΗΣΑΝ ΣΤΗ…ΓΗ
Ο οικισμός έγινε γνωστός στα «μαύρα χρόνια», περισσότερο με την παραμονή του Γερμανού στρατηγού Καρλ Κράιπε και των απαγωγέων του στο μετόχι των Χαροκόπων στις «Πλάτες», και τη μετακίνηση του «με το μουλάρι του Κουρκουλού» από τον Γιώργη Παττακό, στις Καρίνες, συνέχεια στου Φωτεινού και στις παραλίες του Ροδάκινου από όπου φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή. Όμως, εκείνα τα χρόνια και με τον σάλο που είχε προκληθεί διεθνώς, τούτο, ευτυχώς, κρατήθηκε «επτασφράγιστο μυστικό» και «αν σώθηκε το χωριό οφείλεται πως δεν είχαμε προδότες και δεν υπήρχε και δρόμος για να έχουμε τακτικά τους Γερμανούς στα πόδια μας».
Η ζωή του, τότε, δύσκολη και όλοι είχαν… ακουμπήσει στη γη να τους θρέψει! Επιστρέφει στα λείψανα των ξένων δυνάμεων που ήλθαν, δήθεν, «για να μας σώσουν», και περιπλανιούνταν στο χωριό του αναζητώντας κρύπτες μέχρι να φυγαδευτούν προς την ελευθερία! «Η ζωή μας ήταν ανυπόφορη», αναπολεί «και κάθε βράδυ στον αχυρώνα του Παύλου του Κουρκουλού έμεναν τριάντα τη μια και σαράντα Εγγλέζοι την άλλη. Τον Σήφη τον Αυστραλό τον είχαμε μήνες στο σπίτι μας και ήταν με τον πατέρα μου στο χωράφι κάθε μέρα. Ήταν σεμνός και αγαπητός άνθρωπος, φώναζε τον πατέρα μου μπαμπά και αυτός μου έμαθε να μετρώ στη γλώσσα τους μέχρι το 10!».
Η… ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥΣ
Η πείνα, ωστόσο, δεν… έπιασε την οικογένειά του, όπως και τις περισσότερες στον Πατσό, «όπως γινόταν στην Αθήνα», γιατί όλες «το χώμα τις ζούσε και τα οικόσιτα ζώα που είχε το κάθε σπίτι». Το βασικό αγαθό το λάδι υπήρχε, όπως και το ψωμί, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Επειδή, ακριβώς, υπήρχαν προϊόντα και για τον… Γερμανό οι κατακτητές «από το φυλάκιο του Σπηλίου» συχνά βρίσκονταν στο χωριό και ζητούσαν τρόφιμα για να επιζήσουν. Και σε μια από τις πολλές επισκέψεις τους, ο αγροφύλακας Γιώργης Γαβαλάς τους οδήγησε στο πατρικό του σπίτι : «Έφερε δυο Γερμανούς στο σπίτι μας», αφηγείται, «και μπαίνουν στην κουζίνα που ήμουν εγώ με τη μάνα μου την Ευανθία και της λέει: «Φέρε τους συντέκνισσα ότι διάολο έχεις να τους αποβγάλομε». Αλλά οι Γερμανοί καταλάβανε, γιατί ξέρανε ορισμένα ελληνικά αλλά ο αγροφύλακας δεν μπορούσε να ξέρει, αλλά το είπε. Λέει του αγροφύλακα η μάνα μου: «Δεν έχω κακομοίρη πράμα άλλο παρά δυο κρεμμυδομάνες!» Όταν, τις έφερε για να τις πάρουν του λέει: «Δώστε τις να τις βάλουνε στον κώλο τους». Όμως, αυτοί κατάλαβαν και φεύγοντας κοιτάξανε τη μάνα μου, και της είπαν: «Μαμά όλα κώλο!» Αυτό το περιστατικό δεν μου έχει φύγει από τότε και δεν θα το ξεχάσω ποτέ…»
Ο Γιάννης Σαββάκης έμεινε στο χωριό όλα του τα χρόνια, έγινε… ένα με τη γη και τάχθηκε να υπηρετεί την οικογένεια και να βοηθά τα άλλα του αδέρφια, τον Μανώλη, τον Γιώργη και τον Νίκο, που μετέπειτα ανέλαβε εφημέριος στον Πατσό, «που φοιτούσαν στο γυμνάσιο του Ρεθύμνου». Γι'αυτό και κάθε βδομάδα, «ξυπόλυτος με άλλους χωριανούς και με το γαϊδουράκι» έφτανε στην πόλη, μεταφέροντάς τους «τα βουργιάλια με τα τρόφιμα και τα άλλα είδη που τους έστελνε το σπίτι». Εκεί που γεννήθηκε το 1930, αφού η οικογένειά του… ξεριζώθηκε από το Σπήλι μαζί με άλλες και μετακινήθηκε και πάλι… ορεινά αλλά σε εύφορους τόπους, εκεί παραμένει. Όμως, η ρίζα καταγωγής του παραμένει και τη μνημονεύει συχνά: «Το σόι μας ξεκίνησε από το Σπήλι…»
Πηγή Tromaktiko
ΑΚΟΥΜΠΗΣΑΝ ΣΤΗ…ΓΗ
Ο οικισμός έγινε γνωστός στα «μαύρα χρόνια», περισσότερο με την παραμονή του Γερμανού στρατηγού Καρλ Κράιπε και των απαγωγέων του στο μετόχι των Χαροκόπων στις «Πλάτες», και τη μετακίνηση του «με το μουλάρι του Κουρκουλού» από τον Γιώργη Παττακό, στις Καρίνες, συνέχεια στου Φωτεινού και στις παραλίες του Ροδάκινου από όπου φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή. Όμως, εκείνα τα χρόνια και με τον σάλο που είχε προκληθεί διεθνώς, τούτο, ευτυχώς, κρατήθηκε «επτασφράγιστο μυστικό» και «αν σώθηκε το χωριό οφείλεται πως δεν είχαμε προδότες και δεν υπήρχε και δρόμος για να έχουμε τακτικά τους Γερμανούς στα πόδια μας».
Η ζωή του, τότε, δύσκολη και όλοι είχαν… ακουμπήσει στη γη να τους θρέψει! Επιστρέφει στα λείψανα των ξένων δυνάμεων που ήλθαν, δήθεν, «για να μας σώσουν», και περιπλανιούνταν στο χωριό του αναζητώντας κρύπτες μέχρι να φυγαδευτούν προς την ελευθερία! «Η ζωή μας ήταν ανυπόφορη», αναπολεί «και κάθε βράδυ στον αχυρώνα του Παύλου του Κουρκουλού έμεναν τριάντα τη μια και σαράντα Εγγλέζοι την άλλη. Τον Σήφη τον Αυστραλό τον είχαμε μήνες στο σπίτι μας και ήταν με τον πατέρα μου στο χωράφι κάθε μέρα. Ήταν σεμνός και αγαπητός άνθρωπος, φώναζε τον πατέρα μου μπαμπά και αυτός μου έμαθε να μετρώ στη γλώσσα τους μέχρι το 10!».
Η… ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥΣ
Η πείνα, ωστόσο, δεν… έπιασε την οικογένειά του, όπως και τις περισσότερες στον Πατσό, «όπως γινόταν στην Αθήνα», γιατί όλες «το χώμα τις ζούσε και τα οικόσιτα ζώα που είχε το κάθε σπίτι». Το βασικό αγαθό το λάδι υπήρχε, όπως και το ψωμί, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Επειδή, ακριβώς, υπήρχαν προϊόντα και για τον… Γερμανό οι κατακτητές «από το φυλάκιο του Σπηλίου» συχνά βρίσκονταν στο χωριό και ζητούσαν τρόφιμα για να επιζήσουν. Και σε μια από τις πολλές επισκέψεις τους, ο αγροφύλακας Γιώργης Γαβαλάς τους οδήγησε στο πατρικό του σπίτι : «Έφερε δυο Γερμανούς στο σπίτι μας», αφηγείται, «και μπαίνουν στην κουζίνα που ήμουν εγώ με τη μάνα μου την Ευανθία και της λέει: «Φέρε τους συντέκνισσα ότι διάολο έχεις να τους αποβγάλομε». Αλλά οι Γερμανοί καταλάβανε, γιατί ξέρανε ορισμένα ελληνικά αλλά ο αγροφύλακας δεν μπορούσε να ξέρει, αλλά το είπε. Λέει του αγροφύλακα η μάνα μου: «Δεν έχω κακομοίρη πράμα άλλο παρά δυο κρεμμυδομάνες!» Όταν, τις έφερε για να τις πάρουν του λέει: «Δώστε τις να τις βάλουνε στον κώλο τους». Όμως, αυτοί κατάλαβαν και φεύγοντας κοιτάξανε τη μάνα μου, και της είπαν: «Μαμά όλα κώλο!» Αυτό το περιστατικό δεν μου έχει φύγει από τότε και δεν θα το ξεχάσω ποτέ…»
Ο Γιάννης Σαββάκης έμεινε στο χωριό όλα του τα χρόνια, έγινε… ένα με τη γη και τάχθηκε να υπηρετεί την οικογένεια και να βοηθά τα άλλα του αδέρφια, τον Μανώλη, τον Γιώργη και τον Νίκο, που μετέπειτα ανέλαβε εφημέριος στον Πατσό, «που φοιτούσαν στο γυμνάσιο του Ρεθύμνου». Γι'αυτό και κάθε βδομάδα, «ξυπόλυτος με άλλους χωριανούς και με το γαϊδουράκι» έφτανε στην πόλη, μεταφέροντάς τους «τα βουργιάλια με τα τρόφιμα και τα άλλα είδη που τους έστελνε το σπίτι». Εκεί που γεννήθηκε το 1930, αφού η οικογένειά του… ξεριζώθηκε από το Σπήλι μαζί με άλλες και μετακινήθηκε και πάλι… ορεινά αλλά σε εύφορους τόπους, εκεί παραμένει. Όμως, η ρίζα καταγωγής του παραμένει και τη μνημονεύει συχνά: «Το σόι μας ξεκίνησε από το Σπήλι…»
Πηγή Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Περιπτώσεις παιδόφιλων που ΣΟΚΑΡΑΝ το Πανελλήνιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ