2015-06-28 22:12:08
Ο ανήφορος της ηλικίας του «θεριού» της ζωής Ιάκωβου Τζίτζικα στον Άη Γιάννη της Αμπαδιάς στο Αμάρι, έφτασε στο 93ο σκαλοπάτι του και ο φύλακας-άγγελός του η σύζυγός του Γερασιμία Παραδεισανού, με το δυσεύρετο αλλά περήφανο όνομα, τον ακολουθεί παντού!
Ο πατέρας του μετακινήθηκε από το κοντινό Άνω Μέρος, αλλά ο ίδιος «φύτρωσε» και έμεινε στο χωριό του. Ήρεμος με υπομονή… ελέφαντα, αφήνει τις ώρες και τις μέρες να φεύγουν χωρίς διαμαρτυρία, όπως έκανε και σε όλη του τη ζωή! Ακόμα και τότε που δούλευε, μετακατοχικά, σαν… μαχητής «στο λιοτρίβι με τα πετράδια του χωριού» και ανταμείφθηκε «στα 101 μεροκάματα που έκανε με 808 οκάδες λάδι», ποσότητα «που δεν έβγαζε ένα νοικοκύρης».
«ΕΙΜΑΙ ΓΡΕ ΑΠΟΚΑΜΩΜΕΝΗ…»
Η γυναίκα της ζωής του, μια παραδοσιακή μορφή της Κρήτης που χάνεται, η εκρηκτική αλλά καλοσυνάτη Γερασιμία είναι παντού τζίτζικας χωράφια άι γιάννηςμαζί του, αφοσιωμένη για δεκαετίες δίπλα του
. Ήπιο το «θεριό» και χαμηλών τόνων, μα η σεβάσμια μικροκαμωμένη γυναίκα του κάποιες φορές γίνεται… φωτιά, όταν επιμείνεις να αλλάξεις τη γνώμη της. Δίδει την… ταυτότητά της: «Είμαι Παραδεισανού και εδά Τζίτζικα, 88 χρονού και ήμαστονε με τον άντρα μου 64 χρόνους μαζί! Εγέρασα κι είμαι γρε αποκαμωμένη, στη-γ-κατοχή πεινασμένη και με το ρόβι που βάναμε με τα ζευγάρια αναθρεμένη, μεγαλωμένη δίχως ψωμί παρά με τα χαρούπια και το ρόβι. Εκατάλαβες; Το όνομά μου είναι παλαιεινό μα μου αρέσει…»
Ο ένας έχει… ακουμπήσει τη ζωή του στον άλλο και μαζί συνεχίζουν να πορεύονται αγαπημένοι. Και η σβέλτη Γερασιμία στο διπλανό κάθισμα του καφενείου, αφού έμεινε για λίγη ώρα και πήρε κέρασμα δυο συσκευασίες «από αυτές που έχουνε τα κομματάκια», δηλαδή τα φουντούκια, τον παρότρυνε: «Άντε Ιάκωβε να πάμε στο σπίτι να πάρεις το φάρμακο σου». Χωρίς αντίρρηση, ο βασανισμένος και πολύχρονος δουλευτής της γης την ακολούθησε και πήραν το δρόμο προς την πανωχωριά ΔΥΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ
«Μα δεν πήγες στο χωράφι σήμερα;» ερωτάται. Και απαντά χωρίς πολλή σκέψη: «Εποκάμανε τα χωράφια, εκάμαμενε εμείς κι ας κάμουνε κι άλλοι!». Στη θύμησή του έχουν… κονέψει δυο περιστατικά από την, σχεδόν, αιωνόβια ζωή του. Το ένα όταν, αφηγείται, τζίτζικας χωράφια άι γιάννης«μας είχανε αγγαρεία οι Γερμανοί στο-ν-Τυμπάκι και όντε μας εδίνανε το συσσίτιο, εβομβαρδίσανε οι Εγγλέζοι. Μας είχανε εκείνηνά τη μέρα φασολάδα, μου βάλανε και με τσι βομβαρδισμούς επήρα το χρειαζούμενο με τη φασολάδα κι έσπασα οθέ το Κλήμα. Όντε-ν- έφταξα στο-ν-Άη Γιάννη με τα πόδια, να φανταστείς, η φασολάδα ήτανε ακόμη ζεστή! Καταλαβαίνεις εδά το ζόρε μου!».
Όμως, εκεί που σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα και ταράχτηκε τόσο έντονα ήταν στα χρόνια της αλληλοσφαγής του εμφυλίου, που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία.
Γιατί, τότε, «δεν εγάτεχες από πού ‘θελα σου ΄ρθει, από αντάρτη ή από φαντάρο;». Πάντως, το βέβαιο ήταν, ότι τα πυρά της αδελφοκτονίας «θα ήρχουντονε από Έλληνα» και αυτό ήταν το σοβαρότερο… Η περίοδος αυτή, φαίνεται, ότι ήταν η πλέον σκληρή και… τρικυμιώδης της Σύγχρονης Ιστορίας της χώρας για την ψυχή του κάθε Έλληνα. Γι'αυτό και αποφεύγει να συζητά τα φρικτά που συνέβησαν τότε, κι όταν ψελλίζει κάποιο από τα πολλά, οι λέξεις βγαίνουν με μεγάλη δυσκολία Πηγή
Tromaktiko
Ο πατέρας του μετακινήθηκε από το κοντινό Άνω Μέρος, αλλά ο ίδιος «φύτρωσε» και έμεινε στο χωριό του. Ήρεμος με υπομονή… ελέφαντα, αφήνει τις ώρες και τις μέρες να φεύγουν χωρίς διαμαρτυρία, όπως έκανε και σε όλη του τη ζωή! Ακόμα και τότε που δούλευε, μετακατοχικά, σαν… μαχητής «στο λιοτρίβι με τα πετράδια του χωριού» και ανταμείφθηκε «στα 101 μεροκάματα που έκανε με 808 οκάδες λάδι», ποσότητα «που δεν έβγαζε ένα νοικοκύρης».
«ΕΙΜΑΙ ΓΡΕ ΑΠΟΚΑΜΩΜΕΝΗ…»
Η γυναίκα της ζωής του, μια παραδοσιακή μορφή της Κρήτης που χάνεται, η εκρηκτική αλλά καλοσυνάτη Γερασιμία είναι παντού τζίτζικας χωράφια άι γιάννηςμαζί του, αφοσιωμένη για δεκαετίες δίπλα του
Ο ένας έχει… ακουμπήσει τη ζωή του στον άλλο και μαζί συνεχίζουν να πορεύονται αγαπημένοι. Και η σβέλτη Γερασιμία στο διπλανό κάθισμα του καφενείου, αφού έμεινε για λίγη ώρα και πήρε κέρασμα δυο συσκευασίες «από αυτές που έχουνε τα κομματάκια», δηλαδή τα φουντούκια, τον παρότρυνε: «Άντε Ιάκωβε να πάμε στο σπίτι να πάρεις το φάρμακο σου». Χωρίς αντίρρηση, ο βασανισμένος και πολύχρονος δουλευτής της γης την ακολούθησε και πήραν το δρόμο προς την πανωχωριά ΔΥΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ
«Μα δεν πήγες στο χωράφι σήμερα;» ερωτάται. Και απαντά χωρίς πολλή σκέψη: «Εποκάμανε τα χωράφια, εκάμαμενε εμείς κι ας κάμουνε κι άλλοι!». Στη θύμησή του έχουν… κονέψει δυο περιστατικά από την, σχεδόν, αιωνόβια ζωή του. Το ένα όταν, αφηγείται, τζίτζικας χωράφια άι γιάννης«μας είχανε αγγαρεία οι Γερμανοί στο-ν-Τυμπάκι και όντε μας εδίνανε το συσσίτιο, εβομβαρδίσανε οι Εγγλέζοι. Μας είχανε εκείνηνά τη μέρα φασολάδα, μου βάλανε και με τσι βομβαρδισμούς επήρα το χρειαζούμενο με τη φασολάδα κι έσπασα οθέ το Κλήμα. Όντε-ν- έφταξα στο-ν-Άη Γιάννη με τα πόδια, να φανταστείς, η φασολάδα ήτανε ακόμη ζεστή! Καταλαβαίνεις εδά το ζόρε μου!».
Όμως, εκεί που σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα και ταράχτηκε τόσο έντονα ήταν στα χρόνια της αλληλοσφαγής του εμφυλίου, που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία.
Γιατί, τότε, «δεν εγάτεχες από πού ‘θελα σου ΄ρθει, από αντάρτη ή από φαντάρο;». Πάντως, το βέβαιο ήταν, ότι τα πυρά της αδελφοκτονίας «θα ήρχουντονε από Έλληνα» και αυτό ήταν το σοβαρότερο… Η περίοδος αυτή, φαίνεται, ότι ήταν η πλέον σκληρή και… τρικυμιώδης της Σύγχρονης Ιστορίας της χώρας για την ψυχή του κάθε Έλληνα. Γι'αυτό και αποφεύγει να συζητά τα φρικτά που συνέβησαν τότε, κι όταν ψελλίζει κάποιο από τα πολλά, οι λέξεις βγαίνουν με μεγάλη δυσκολία Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Διαλύεται η ελληνική παροικία της Ρόμα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΝΤ. ΣΑΜΑΡΑΣ: Ο ΛΑΟΣ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΩΜΕΝΟΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ