2012-05-06 17:49:56
Το άρθρο 37
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς.
2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής.
3. Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες
. Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών. Σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Βουλή.
Οι δύο «ασάφειες» του άρθρου 37
Του Νίκου Αλιβιζάτο*
Το άρθρο 37 του Συντάγματος πήρε τη σημερινή του μορφή με την αναθεώρηση του 1985-86. «Καμάρι» του Αν. Πεπονή, ο οποίος το είχε εισηγηθεί τότε εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, θεωρείται «παιδί» του Δημ. Τσάτσου, που ήταν ο βασικός εμπνευστής του, και του Γ. Κασιμάτη, νομικού συμβούλου του Ανδρέα Παπανδρέου. Ρυθμίζει πιο λεπτομερειακά από κάθε άλλο Σύνταγμα στον κόσμο, μια κορυφαία στιγμή κάθε κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, που αλλού θεωρείται ρουτίνα: τον διορισμό της κυβέρνησης από τον αρχηγό του κράτους.
Ποια είναι η πεμπτουσία του άρθρου 37, έτσι όπως ισχύει από το 1986; Είναι η δυσπιστία προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, αντίστοιχα, η πεποίθηση ότι το κομματικό σύστημα μπορεί σε κάθε περίπτωση να αυτορρυθμισθεί, με «τιμωρία», αν δεν τα καταφέρει, την προσφυγή ξανά στις κάλπες. Ετσι, οι συντάκτες του άρθρου θέλησαν να αποκλείσουν άπαξ και διά παντός μιαν επανάληψη των «Ιουλιανών» του 1965: ο αρχηγός του κράτους δεν θα μπορούσε πλέον να διορίζει πρωθυπουργό τον «κηπουρό» του.
Ηταν όμως ρεαλιστική η εμπιστοσύνη αυτή προς την ικανότητα του κομματικού συστήματος να βρίσκει λύσεις στο πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις; Ή μήπως δεν έπαιρνε υπ' όψιν ότι, υπό συνθήκες πρωτοφανούς κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων, όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα και με την οικονομική κρίση να μην αφήνει περιθώρια για πολλές συζητήσεις, τα κόμματα ίσως δεν τα καταφέρουν να συνεννοηθούν, χωρίς τη συνδρομή κάποιου «τρίτου»; Στο κάτω κάτω της γραφής, ο αιρετός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν έχει τίποτα το κοινό με τον κληρονομικό μονάρχη.
Είναι βέβαιο ότι το άρθρο 37 εφαρμόσθηκε επιτυχώς το 1989 - 90. Για τελευταία φορά τότε, οι εκλογές δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη μονοκομματική πλειοψηφία και το άρθρο 37 εφαρμόσθηκε σε όλη του την έκταση. Εν τούτοις, εκείνη την περίοδο, τα δύο «μεγάλα» κόμματα διατηρούσαν ακόμη τις δυνάμεις τους και ένα τουλάχιστον από αυτά, η Ν.Δ. του Κωνστ. Μητσοτάκη, παρά την απλή αναλογική του 1989, άγγιζε την αυτοδυναμία. Σήμερα, απεναντίας, ένα ποσοστό της τάξεως του 30% φαίνεται περίπου ισοδύναμο με εκλογικό θρίαμβο. Τότε, εξάλλου, η κρίση ήταν καθαρά πολιτική, ενώ σήμερα πηγαίνει πολύ βαθύτερα: πλήττει και τον τελευταίο πολίτη, όχι μόνο στο βαλάντιο, αλλά και στον τρόπο ζωής του. Είναι αμφίβολο, λοιπόν, αν το θετικό προηγούμενο του 1989 - 90 εγγυάται από μόνο του την επιτυχή εφαρμογή του άρθρου 37, υπό τις σημερινές συνθήκες.
Γιατί, παρά τον λεπτομερειακό του χαρακτήρα, το άρθρο 37 -όπως άλλωστε κάθε νομικό κείμενο- κρύβει και αυτό σημεία, που θα μπορούσαν να δώσουν λαβή σε ανούσιες αμφισβητήσεις. Καλό είναι, όσο μπορούμε, να τα ξεκαθαρίσουμε εγκαίρως, διότι, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις επαναλαμβανόμενες περί εντολής (την οποία δεν προτίθεται τάχα να «καταθέσει») δηλώσεις του κ. Τσίπρα, πολλοί θα σπεύσουν να τα ερμηνεύσουν όπως τους βολεύει.
Το πρώτο από τα σημεία αυτά είναι το εξής: κατά το στάδιο των διερευνητικών εντολών, ποιος διαπιστώνει, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αν αυτές «τελεσφόρησαν»: οι αρχηγοί των κομμάτων στους οποίους αυτές παρέχονται ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Το 1989, με τη Ν.Δ. να απέχει ελάχιστα από την αυτοδυναμία (6, 3 και 1 έδρα στις εκλογές του Ιουνίου και του Νοεμβρίου του 1989 και του Απριλίου του 1990 αντιστοίχως), είχε υποστηριχθεί (μεταξύ άλλων από τον Φ. Σπυρόπουλο) ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να βασισθεί στη διαβεβαίωση του αποδέκτη της διερευνητικής εντολής (εν προκειμένω, του κ. Μητσοτάκη) ότι έχει τη δεδηλωμένη. Και τούτο, χωρίς να του ζητήσει «έγγραφες αποδείξεις». Οπως είχε πει τότε ο αείμνηστος Αρ. Μάνεσης, «δεν μπορούμε να ζητάμε από έναν αρχηγό κόμματος να προσκομίζει δηλώσεις του νόμου 105 στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Στην πράξη, εν τούτοις, επικράτησε η άλλη άποψη και δεν δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον κ. Μητσοτάκη, αν και την είχε ζητήσει (τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο του 1989), αλλά μόνον τον Απρίλιο του 1990, όταν ο μοναδικός βουλευτής ενός μικρού κόμματος, της ΔΗΑΝΑ του κ. Κ. Στεφανόπουλου, δήλωσε δημοσίως ότι θα τον υποστηρίξει. Την άποψη αυτή δέχονται πλέον και οι περισσότεροι συνταγματολόγοι (Κ. Μαυριάς, Αντ. Παντελής, Κ. Χρυσόγονος κ.ά.).
Σήμερα που κανένα κόμμα δεν φαίνεται να πλησιάζει ούτε κατά προσέγγιση την αυτοδυναμία, είναι αυτονόητο ότι μόνη η διαβεβαίωση του αποδέκτη της διερευνητικής εντολής ότι διαθέτει τη δεδηλωμένη δεν αρκεί. Χρειάζονται επαρκείς ενδείξεις, ικανές να πείσουν όχι μόνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και τον κάθε πολίτη, ότι η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Βουλή. Την απολύτως πλέον κρατούσα ερμηνεία αυτή ενισχύει και η χρήση από το Σύνταγμα του παθητικού χρόνου (:«για να διακριβωθεί», «αν δεν διαπιστωθεί») και όχι του ενεργητικού (:«να διακριβώσει» κ.λπ.), η χρήση του οποίου, όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί, θα μετέθετε τη σχετική ευθύνη στον αποδέκτη της διερευνητικής εντολής.
Η «τέταρτη φάση»
Το δεύτερο αδιευκρίνιστο σημείο του άρθρου 37 αφορά τη διάρκεια της «τέταρτης φάσης», δηλαδή της διαβούλευσης των αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά το στάδιο των διερευνητικών εντολών. (Τη φάση αυτή, τόσο αυτονόητη στη λογική του άρθρου 37, δεν την είχαν προβλέψει οι συντάκτες της αρχικής πρότασης αναθεωρήσεως του ΠΑΣΟΚ, το 1985· μπήκε στο Σύνταγμα ύστερα από πρόταση που διατυπώθηκε στις 11/11/1985, από τη γενική συνέλευση της Ενωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων). Ενόσω λοιπόν το Σύνταγμα ορίζει ότι κάθε διερευνητική εντολή διαρκεί τρεις μέρες, δεν διαλαμβάνει οτιδήποτε για τη διάρκεια του «Συμβουλίου» των πολιτικών αρχηγών. (Το 1989, πάντως, η μεν κυβέρνηση Τζαννετάκη προέκυψε ύστερα από διαβούλευση λίγων ωρών, ενώ η κυβέρνηση Ζολώτα ύστερα από διαπραγματεύσεις 4 ημερών). Οπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς, πρόκειται για πολύ σημαντική λεπτομέρεια, αφού από αυτήν ενδέχεται να εξαρτηθεί η εξεύρεση λύσης, ευρύτερης ή στενότερης αποδοχής. Η κρίση για το αν συμπληρώθηκε ο εύλογος χρόνος και πρέπει συνεπώς να πάμε για εκλογές ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο ρόλος του οποίου -και σε αυτό το στάδιο- ενδέχεται να αποδειχθεί καίριος. Συμπερασματικά, παρά την προσπάθεια των κομμάτων να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, το άρθρο 37 κρύβει και αυτό τα «μυστικά» του. Θέλω να πιστεύω ότι οι πολιτικοί μας, έχοντας διδαχθεί από τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος, θα τα προσεγγίσουν χωρίς υστερίες, ούτε μικροκομματικές μιζέριες, αλλά με τη σοβαρότητα που επιβάλλουν οι περιστάσεις.
* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
πηγη:kathimerini
liberals10
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς.
2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής.
3. Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες
Οι δύο «ασάφειες» του άρθρου 37
Του Νίκου Αλιβιζάτο*
Το άρθρο 37 του Συντάγματος πήρε τη σημερινή του μορφή με την αναθεώρηση του 1985-86. «Καμάρι» του Αν. Πεπονή, ο οποίος το είχε εισηγηθεί τότε εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, θεωρείται «παιδί» του Δημ. Τσάτσου, που ήταν ο βασικός εμπνευστής του, και του Γ. Κασιμάτη, νομικού συμβούλου του Ανδρέα Παπανδρέου. Ρυθμίζει πιο λεπτομερειακά από κάθε άλλο Σύνταγμα στον κόσμο, μια κορυφαία στιγμή κάθε κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, που αλλού θεωρείται ρουτίνα: τον διορισμό της κυβέρνησης από τον αρχηγό του κράτους.
Ποια είναι η πεμπτουσία του άρθρου 37, έτσι όπως ισχύει από το 1986; Είναι η δυσπιστία προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, αντίστοιχα, η πεποίθηση ότι το κομματικό σύστημα μπορεί σε κάθε περίπτωση να αυτορρυθμισθεί, με «τιμωρία», αν δεν τα καταφέρει, την προσφυγή ξανά στις κάλπες. Ετσι, οι συντάκτες του άρθρου θέλησαν να αποκλείσουν άπαξ και διά παντός μιαν επανάληψη των «Ιουλιανών» του 1965: ο αρχηγός του κράτους δεν θα μπορούσε πλέον να διορίζει πρωθυπουργό τον «κηπουρό» του.
Ηταν όμως ρεαλιστική η εμπιστοσύνη αυτή προς την ικανότητα του κομματικού συστήματος να βρίσκει λύσεις στο πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις; Ή μήπως δεν έπαιρνε υπ' όψιν ότι, υπό συνθήκες πρωτοφανούς κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων, όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα και με την οικονομική κρίση να μην αφήνει περιθώρια για πολλές συζητήσεις, τα κόμματα ίσως δεν τα καταφέρουν να συνεννοηθούν, χωρίς τη συνδρομή κάποιου «τρίτου»; Στο κάτω κάτω της γραφής, ο αιρετός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν έχει τίποτα το κοινό με τον κληρονομικό μονάρχη.
Είναι βέβαιο ότι το άρθρο 37 εφαρμόσθηκε επιτυχώς το 1989 - 90. Για τελευταία φορά τότε, οι εκλογές δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη μονοκομματική πλειοψηφία και το άρθρο 37 εφαρμόσθηκε σε όλη του την έκταση. Εν τούτοις, εκείνη την περίοδο, τα δύο «μεγάλα» κόμματα διατηρούσαν ακόμη τις δυνάμεις τους και ένα τουλάχιστον από αυτά, η Ν.Δ. του Κωνστ. Μητσοτάκη, παρά την απλή αναλογική του 1989, άγγιζε την αυτοδυναμία. Σήμερα, απεναντίας, ένα ποσοστό της τάξεως του 30% φαίνεται περίπου ισοδύναμο με εκλογικό θρίαμβο. Τότε, εξάλλου, η κρίση ήταν καθαρά πολιτική, ενώ σήμερα πηγαίνει πολύ βαθύτερα: πλήττει και τον τελευταίο πολίτη, όχι μόνο στο βαλάντιο, αλλά και στον τρόπο ζωής του. Είναι αμφίβολο, λοιπόν, αν το θετικό προηγούμενο του 1989 - 90 εγγυάται από μόνο του την επιτυχή εφαρμογή του άρθρου 37, υπό τις σημερινές συνθήκες.
Γιατί, παρά τον λεπτομερειακό του χαρακτήρα, το άρθρο 37 -όπως άλλωστε κάθε νομικό κείμενο- κρύβει και αυτό σημεία, που θα μπορούσαν να δώσουν λαβή σε ανούσιες αμφισβητήσεις. Καλό είναι, όσο μπορούμε, να τα ξεκαθαρίσουμε εγκαίρως, διότι, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις επαναλαμβανόμενες περί εντολής (την οποία δεν προτίθεται τάχα να «καταθέσει») δηλώσεις του κ. Τσίπρα, πολλοί θα σπεύσουν να τα ερμηνεύσουν όπως τους βολεύει.
Το πρώτο από τα σημεία αυτά είναι το εξής: κατά το στάδιο των διερευνητικών εντολών, ποιος διαπιστώνει, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αν αυτές «τελεσφόρησαν»: οι αρχηγοί των κομμάτων στους οποίους αυτές παρέχονται ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Το 1989, με τη Ν.Δ. να απέχει ελάχιστα από την αυτοδυναμία (6, 3 και 1 έδρα στις εκλογές του Ιουνίου και του Νοεμβρίου του 1989 και του Απριλίου του 1990 αντιστοίχως), είχε υποστηριχθεί (μεταξύ άλλων από τον Φ. Σπυρόπουλο) ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να βασισθεί στη διαβεβαίωση του αποδέκτη της διερευνητικής εντολής (εν προκειμένω, του κ. Μητσοτάκη) ότι έχει τη δεδηλωμένη. Και τούτο, χωρίς να του ζητήσει «έγγραφες αποδείξεις». Οπως είχε πει τότε ο αείμνηστος Αρ. Μάνεσης, «δεν μπορούμε να ζητάμε από έναν αρχηγό κόμματος να προσκομίζει δηλώσεις του νόμου 105 στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Στην πράξη, εν τούτοις, επικράτησε η άλλη άποψη και δεν δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον κ. Μητσοτάκη, αν και την είχε ζητήσει (τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο του 1989), αλλά μόνον τον Απρίλιο του 1990, όταν ο μοναδικός βουλευτής ενός μικρού κόμματος, της ΔΗΑΝΑ του κ. Κ. Στεφανόπουλου, δήλωσε δημοσίως ότι θα τον υποστηρίξει. Την άποψη αυτή δέχονται πλέον και οι περισσότεροι συνταγματολόγοι (Κ. Μαυριάς, Αντ. Παντελής, Κ. Χρυσόγονος κ.ά.).
Σήμερα που κανένα κόμμα δεν φαίνεται να πλησιάζει ούτε κατά προσέγγιση την αυτοδυναμία, είναι αυτονόητο ότι μόνη η διαβεβαίωση του αποδέκτη της διερευνητικής εντολής ότι διαθέτει τη δεδηλωμένη δεν αρκεί. Χρειάζονται επαρκείς ενδείξεις, ικανές να πείσουν όχι μόνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και τον κάθε πολίτη, ότι η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Βουλή. Την απολύτως πλέον κρατούσα ερμηνεία αυτή ενισχύει και η χρήση από το Σύνταγμα του παθητικού χρόνου (:«για να διακριβωθεί», «αν δεν διαπιστωθεί») και όχι του ενεργητικού (:«να διακριβώσει» κ.λπ.), η χρήση του οποίου, όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί, θα μετέθετε τη σχετική ευθύνη στον αποδέκτη της διερευνητικής εντολής.
Η «τέταρτη φάση»
Το δεύτερο αδιευκρίνιστο σημείο του άρθρου 37 αφορά τη διάρκεια της «τέταρτης φάσης», δηλαδή της διαβούλευσης των αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά το στάδιο των διερευνητικών εντολών. (Τη φάση αυτή, τόσο αυτονόητη στη λογική του άρθρου 37, δεν την είχαν προβλέψει οι συντάκτες της αρχικής πρότασης αναθεωρήσεως του ΠΑΣΟΚ, το 1985· μπήκε στο Σύνταγμα ύστερα από πρόταση που διατυπώθηκε στις 11/11/1985, από τη γενική συνέλευση της Ενωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων). Ενόσω λοιπόν το Σύνταγμα ορίζει ότι κάθε διερευνητική εντολή διαρκεί τρεις μέρες, δεν διαλαμβάνει οτιδήποτε για τη διάρκεια του «Συμβουλίου» των πολιτικών αρχηγών. (Το 1989, πάντως, η μεν κυβέρνηση Τζαννετάκη προέκυψε ύστερα από διαβούλευση λίγων ωρών, ενώ η κυβέρνηση Ζολώτα ύστερα από διαπραγματεύσεις 4 ημερών). Οπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς, πρόκειται για πολύ σημαντική λεπτομέρεια, αφού από αυτήν ενδέχεται να εξαρτηθεί η εξεύρεση λύσης, ευρύτερης ή στενότερης αποδοχής. Η κρίση για το αν συμπληρώθηκε ο εύλογος χρόνος και πρέπει συνεπώς να πάμε για εκλογές ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο ρόλος του οποίου -και σε αυτό το στάδιο- ενδέχεται να αποδειχθεί καίριος. Συμπερασματικά, παρά την προσπάθεια των κομμάτων να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, το άρθρο 37 κρύβει και αυτό τα «μυστικά» του. Θέλω να πιστεύω ότι οι πολιτικοί μας, έχοντας διδαχθεί από τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος, θα τα προσεγγίσουν χωρίς υστερίες, ούτε μικροκομματικές μιζέριες, αλλά με τη σοβαρότητα που επιβάλλουν οι περιστάσεις.
* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
πηγη:kathimerini
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Φ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ: Σήμερα αποφασίζουμε για τα παιδιά μας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ