2015-07-16 18:20:17
Η μη απόδοση του ΦΠΑ στην χώρα μας φτάνει σε ποσοστά της τάξης του 33%, την στιγμή που ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στο 16%, με χώρες όπως η Φιλανδία ή το Λουξεμβούργο να μην περνάνε το 6%. Αυτό αφαιρεί από τον προϋπολογισμό έσοδα από 6 έως 8 δις ευρώ το χρόνο. [1]
Δυστυχώς, με το σχετικό μέτρο για την πάταξη της φοροδιαφυγής, στο προς ψήφιση σχέδιο νόμου, περισσότερο εξυπηρετούνται οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις, παρά προστατεύεται ο πολίτης, διευκολύνεται η πάταξη της φοροδιαφυγής, και διασφαλίζεται η απόδοση του φόρου. Παράλληλα, με την αναγκαστική πληρωμή με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες για ποσά μεγαλύτερα των 70€ δημιουργείται μια σειρά από προβλήματα.
Το εν λόγω μέτρο στερεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομία (Άρθρο 5, Παρ 1) αποκλειστικά από τους κατοίκους των νησιών [2], επιβάλλοντας τους τον τρόπο, αλλά και το μέσο συναλλαγής. Υπάρχουν συμπολίτες μας που για διαφορετικούς λόγους αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν κάρτες και η αναγκαστική επιβολή θα τους επιβαρύνει χωρίς λόγο.
Το κόστος μεταφοράς χρήματος μετατοπίζεται από τις τράπεζες στους επιχειρηματίες. Η μεταφορά τραπεζογραμματίων και νομισμάτων κοστίζει στις τράπεζες ακριβές χρηματαποστολές, η υποχρεωτική πιστωτική κοστίζει από περίπου 40€/μήνα σε κάθε επιχειρηματία.
Χωρίς σοβαρή νομική και θεσμική κάλυψη, δεν διασφαλίζεται ότι η διαχείριση του τεράστιου όγκου δεδομένων που θα συλλέγουν οι τράπεζες για τις συναλλαγές μας, θα είναι αναγκαστικά ορθή ή νόμιμη.
Αυτό δεν προκύπτει από κάποια ανασφάλεια που μπορεί να έχουμε, αλλά από την προηγούμενη αυθαίρετη συμπεριφορά των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων απέναντι στη νομοθεσία και τους πολίτες. Εισάγοντας παράνομες χρεώσεις στις τράπεζες, τις λεγόμενες «κάρτες πελάτη» τα τελευταία χρόνια στα super market, ή ακόμα και με την ξεκάθαρη πώληση προσωπικών δεδομένων σε τρίτους.
Όλα συνηγορούν ότι έτσι έρχεται το τέλος της ιδιωτικότητας στις συναλλαγές, καθώς οι τράπεζες θα μπορούν πλέον να γνωρίζουν από ποιο κατάστημα και τι προϊόν αγοράζει ο καθένας, κάτι που διευκολύνεται μετά από συνεργασία με αλυσίδες καταστημάτων. Φυσικά, στο μέλλον η πληροφορία αυτή αναμένεται να πάρει τεράστια αξία αν το τραπεζικό σύστημα επιβιώσει ως έχει, με τεράστιες συνέπειες για την προσωπική ζωή των πολιτών και την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.
Το κόστος λειτουργίας των τερματικών για κάρτες που ως τώρα επιβαρύνει τον επιτηδευματία με ένα ποσό της τάξης των 18€ ανά μήνα, είναι σε συνδυασμό με το πάγιο τηλεφωνικής γραμμής, ένα ποσό διόλου ευκαταφρόνητο πλέον, ειδικά για μια μικρή ή μεσαία επιχείριση.
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χειριστούμε αυτή την υπόθεση πρόχειρα και να βρεθούμε μπροστά σε καταστάσεις που είναι δυνατόν να αποφευχθούν με έναν προσεκτικό σχεδιασμό.
Oι καταναλωτικές συνήθειες έχουν τεράστια αξία για τράπεζες και πολυεθνικές επιχειρήσεις, αυτό είναι γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Με το μέτρο αυτό, παρέχονται στις τράπεζες τεράστια προνόμια, ενώ το πραγματικό πρόβλημα που είναι η παρακράτηση του ΦΠΑ από τις επιχειρήσεις και η φοροδιαφυγή θα παραμείνει χωρίς λύση.
Εκτιμούμε, λοιπόν, ότι η καλύτερη λύση θα ήταν, όχι η εφαρμογή του μέτρου αυτού, αλλά αντίθετα: Η θωράκιση των θεσμών τραπεζικού ελέγχου. Έτσι η υποχρέωση των τραπεζών να μην διατηρούν στα δεδομένα τους επιπλέον πληροφορίες που δεν χρειάζονται για την πληρωμή και το ιστορικό των συναλλαγών ως πληροφορία, θα μπορέσει να γίνει επιτέλους πράξη, ενώ θα διαγραφούν όσα δεδομένα έχουν ως τώρα καταγραφεί παραβιάζοντας τον νόμο.
Κάτι που θα θέλαμε να θέσουμε επίσης υπό συζήτηση είναι οι «διάφανες» φορολογικές δηλώσεις (όπως γίνεται επιτυχημένα εδώ και πολύ καιρό στη Σουηδία). Το τι δηλώνει κάποιος ότι κάνει πρέπει να είναι διάφανο σε ένα κράτος. Όχι να είναι υπό επίβλεψη από μια τράπεζα όλη η ζωή ενός πολίτη εξαρχής, με την ανησυχία «μήπως» και κάνει κάτι παράνομο.
Είναι υλοποιήσιμο άμεσα, με μικρό κόστος συντήρησης και τεράστιες προοπτικές καλής λειτουργίας.
Πηγή Tromaktiko
Δυστυχώς, με το σχετικό μέτρο για την πάταξη της φοροδιαφυγής, στο προς ψήφιση σχέδιο νόμου, περισσότερο εξυπηρετούνται οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις, παρά προστατεύεται ο πολίτης, διευκολύνεται η πάταξη της φοροδιαφυγής, και διασφαλίζεται η απόδοση του φόρου. Παράλληλα, με την αναγκαστική πληρωμή με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες για ποσά μεγαλύτερα των 70€ δημιουργείται μια σειρά από προβλήματα.
Το εν λόγω μέτρο στερεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομία (Άρθρο 5, Παρ 1) αποκλειστικά από τους κατοίκους των νησιών [2], επιβάλλοντας τους τον τρόπο, αλλά και το μέσο συναλλαγής. Υπάρχουν συμπολίτες μας που για διαφορετικούς λόγους αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν κάρτες και η αναγκαστική επιβολή θα τους επιβαρύνει χωρίς λόγο.
Το κόστος μεταφοράς χρήματος μετατοπίζεται από τις τράπεζες στους επιχειρηματίες. Η μεταφορά τραπεζογραμματίων και νομισμάτων κοστίζει στις τράπεζες ακριβές χρηματαποστολές, η υποχρεωτική πιστωτική κοστίζει από περίπου 40€/μήνα σε κάθε επιχειρηματία.
Χωρίς σοβαρή νομική και θεσμική κάλυψη, δεν διασφαλίζεται ότι η διαχείριση του τεράστιου όγκου δεδομένων που θα συλλέγουν οι τράπεζες για τις συναλλαγές μας, θα είναι αναγκαστικά ορθή ή νόμιμη.
Αυτό δεν προκύπτει από κάποια ανασφάλεια που μπορεί να έχουμε, αλλά από την προηγούμενη αυθαίρετη συμπεριφορά των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων απέναντι στη νομοθεσία και τους πολίτες. Εισάγοντας παράνομες χρεώσεις στις τράπεζες, τις λεγόμενες «κάρτες πελάτη» τα τελευταία χρόνια στα super market, ή ακόμα και με την ξεκάθαρη πώληση προσωπικών δεδομένων σε τρίτους.
Όλα συνηγορούν ότι έτσι έρχεται το τέλος της ιδιωτικότητας στις συναλλαγές, καθώς οι τράπεζες θα μπορούν πλέον να γνωρίζουν από ποιο κατάστημα και τι προϊόν αγοράζει ο καθένας, κάτι που διευκολύνεται μετά από συνεργασία με αλυσίδες καταστημάτων. Φυσικά, στο μέλλον η πληροφορία αυτή αναμένεται να πάρει τεράστια αξία αν το τραπεζικό σύστημα επιβιώσει ως έχει, με τεράστιες συνέπειες για την προσωπική ζωή των πολιτών και την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.
Το κόστος λειτουργίας των τερματικών για κάρτες που ως τώρα επιβαρύνει τον επιτηδευματία με ένα ποσό της τάξης των 18€ ανά μήνα, είναι σε συνδυασμό με το πάγιο τηλεφωνικής γραμμής, ένα ποσό διόλου ευκαταφρόνητο πλέον, ειδικά για μια μικρή ή μεσαία επιχείριση.
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χειριστούμε αυτή την υπόθεση πρόχειρα και να βρεθούμε μπροστά σε καταστάσεις που είναι δυνατόν να αποφευχθούν με έναν προσεκτικό σχεδιασμό.
Oι καταναλωτικές συνήθειες έχουν τεράστια αξία για τράπεζες και πολυεθνικές επιχειρήσεις, αυτό είναι γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Με το μέτρο αυτό, παρέχονται στις τράπεζες τεράστια προνόμια, ενώ το πραγματικό πρόβλημα που είναι η παρακράτηση του ΦΠΑ από τις επιχειρήσεις και η φοροδιαφυγή θα παραμείνει χωρίς λύση.
Εκτιμούμε, λοιπόν, ότι η καλύτερη λύση θα ήταν, όχι η εφαρμογή του μέτρου αυτού, αλλά αντίθετα: Η θωράκιση των θεσμών τραπεζικού ελέγχου. Έτσι η υποχρέωση των τραπεζών να μην διατηρούν στα δεδομένα τους επιπλέον πληροφορίες που δεν χρειάζονται για την πληρωμή και το ιστορικό των συναλλαγών ως πληροφορία, θα μπορέσει να γίνει επιτέλους πράξη, ενώ θα διαγραφούν όσα δεδομένα έχουν ως τώρα καταγραφεί παραβιάζοντας τον νόμο.
Κάτι που θα θέλαμε να θέσουμε επίσης υπό συζήτηση είναι οι «διάφανες» φορολογικές δηλώσεις (όπως γίνεται επιτυχημένα εδώ και πολύ καιρό στη Σουηδία). Το τι δηλώνει κάποιος ότι κάνει πρέπει να είναι διάφανο σε ένα κράτος. Όχι να είναι υπό επίβλεψη από μια τράπεζα όλη η ζωή ενός πολίτη εξαρχής, με την ανησυχία «μήπως» και κάνει κάτι παράνομο.
Είναι υλοποιήσιμο άμεσα, με μικρό κόστος συντήρησης και τεράστιες προοπτικές καλής λειτουργίας.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ