2015-07-19 22:25:06
Ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, είναι μια πηγή χαράς η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτό το όραμα, της Μελίνας Μερκούρη αρχικά, τόσων και τόσων ανθρώπων στη συνέχεια. Μπορεί να έχουν περάσει έξι χρόνια από τα εγκαίνιά του και οκτώ εκατομμύρια διακόσιες χιλιάδες επισκέπτες από το κατώφλι του, αλλά ο Δημήτρης Παντερμαλής ακόμα τριγυρνά όλες τις «ελεύθερες» ώρες του στις αίθουσες, για να εξετάσει, να βοηθήσει, να παρατηρήσει, να εμπνευστεί.
Στη συνάντησή μας για τη συνέντευξη αυτή, με αφορμή τα έκτα γενέθλια του μουσείου, προσήλθε κρατώντας ένα αντίγραφο από χάλκινο ειδώλιο της Αθηνάς. Με το πέρας της συζήτησης, κατευθύνθηκε προς την προθήκη όπου εκτίθεται το πρωτότυπο, στον πρώτο όροφο, ώστε να κάνει τη σύγκριση, «επειδή ποτέ κανείς δεν ξέρει».
Δεκαπέντε χρόνια «εμπλοκής» με το συγκεκριμένο μουσείο, που ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη. Πανεπιστημιακός δάσκαλος Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, επικεφαλής της ανασκαφής στο Δίον, είχε, εκτός από τις ανάλογες περγαμηνές για να αναλάβει τη συγκεκριμένη ευθύνη, και θεωρητικές βάσεις.
Στα δεκαπέντε χρόνια «εμπλοκής» του με το μουσείο, το οποίο ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη.
Στα δεκαπέντε χρόνια «εμπλοκής» του με το μουσείο, το οποίο ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη.
Θυμίζει, απαντώντας ταυτόχρονα στην πρώτη ερώτηση κατά πόσο γνώριζε την Ακρόπολη, ότι το κεντρικό βάρος των μεταπτυχιακών του σπουδών είχε πέσει στον κλασικό κόσμο. «Ο δάσκαλός μου στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, ο Βάλτερ Σούχαρτ, ήταν ένας από τους παγκοσμίως γνωστούς ειδικούς της Ακρόπολης και υπήρξε ένας από τους ελάχιστους πολύ υψηλού επιπέδου γνώστες της κλασικής γλυπτικής» σημειώνει. «Επομένως μαθήματα, φροντιστήρια, συζητήσεις, συναντήσεις εργασίας, διατριβές, όλα γύριζαν γύρω από την αρχαϊκή και κλασική Αθήνα».
Στην πρώτη φάση του μεγάλου διαγωνισμού που έγινε για το μουσείο το 1989 ήταν μέλος της επιτροπής προετοιμασίας. Σιγά σιγά διαμόρφωσε την άποψή του, «μια άποψη ολιστικής παρουσίασης του μνημείου και όχι αποσπασματικής. Δηλαδή πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν. Ακόμα και παλιά σχέδια όσων έχουν καταστραφεί. Γιατί δεν μπορείς να εκτιμήσεις ένα μνημείο αν δεν το δεις συνολικά. Προσωπικά ανήκω σε εκείνους που δεν πιστεύουν στον κατακερματισμό της επιστήμης, ο οποίος έγινε τον 19ο αιώνα, αλλά σε μια συνθετικότερη και πιο ολοκληρωμένη αντίληψη της γνώσης. Η εντελώς εξειδικευμένη γνώση είναι χρήσιμη, όμως αν δεν σχετίζεται με το σύνολο θα προχωρήσει σε έναν δρόμο παραπλανητικό».
«Πάντα πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν», επισημαίνει ο πρόεδρος τ
«Πάντα πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν», επισημαίνει ο πρόεδρος του μουσείου.
Στην πρώτη, πρώτη παρουσίαση στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, είχατε πει πως θα θέλατε αυτό το μουσείο να είναι ένα μουσείο του 21ου αιώνα. Τι εννοούσατε με αυτό; Πώς κινηθήκατε για να το πετύχετε;
Η Ελλάδα έχει ένα πολύ μεγάλο προνόμιο. Σε αντίθεση με τα μουσεία της Κεντρικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τα οποία έχουν εκθέματα των μεσογειακών χωρών χωρίς πολλές φορές να ξέρουμε την ακριβή προέλευση ή με ποια κτίρια σχετίζονται. Είναι σκόρπια εκθέματα. Τα ελληνικά μουσεία στην πλειονότητά τους έχουν εκθέματα από συστηματικές ανασκαφές, όπου η σύνδεση κτιρίων και κινητών ευρημάτων μπορεί να γίνει απόλυτα σαφής και όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει -όπως π.χ. στην Ακρόπολη- τις ιστορικές περιπέτειες των εκθεμάτων. Ανάμεσα στο σήμερα και σε 2.500 χρόνια πίσω υπάρχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή η οποία συνήθως δεν υπάρχει, δεν τονίζεται, δεν παρουσιάζεται στα μουσεία των άλλων χωρών.
Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι κατ' εξοχήν συνδεδεμένο με τον Ιερό Βράχο και έχει και ουσιαστική και οπτική επαφή μαζί του. Οταν λοιπόν μιλούσα για μουσείο του 21ου αιώνα, εννοούσα να είναι πολύ πιο συνδεδεμένο με τον χώρο προέλευσης, να παρουσιάζει τις διάφορες διαδρομές των γλυπτών μέχρι να φτάσουν να εκτεθούν και συγχρόνως να απαλλαγούν τα γλυπτά, όσο είναι δυνατόν, από συμπληρώσεις, από αυτήν τη ''σκόνη'' που αφήνει η πολύχρονη έκθεση. Είναι ευρήματα του 19ου αιώνα, που πρέπει να συντηρηθούν, να απαλλαγούν από τη ''σκόνη'' και να είναι προσιτά από όλες τις πλευρές. Να μπορεί ο επισκέπτης, δηλαδή, να γυρίζει και να τα βλέπει. Η σπουδαία σύλληψη της κλασικής γλυπτικής, το σπουδαίο χαρακτηριστικό, είναι το στοιχείο της τρισδιάστατης εικόνας. Αυτό τονίσαμε στο μουσείο και χρησιμοποιήσαμε και φυσικό φως, κάτι που δεν γινόταν έως τώρα. Θεωρώ ότι το φυσικό φως με τις εναλλαγές του, με τη διαφοροποίηση της ποιότητάς του και των αποχρώσεών του, είναι το κατάλληλο για τα γλυπτά αυτά τα οποία δημιουργούνταν για τέτοιο φως.
Το μουσείο του 21ου αιώνα δεν μπορεί βεβαίως να είναι ένα μουσείο αριστουργημάτων. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχατε πολλά αριστουργήματα, που έπρεπε να βρούνε μια θέση, δημιούργησε προβλήματα στο στήσιμο της έκθεσης;
Νομίζω ότι πετύχαμε η έκθεση να έχει την πυκνότητα που είναι κρίσιμη για το επίπεδο του μουσείου. Μιλάμε για μουσείο διεθνούς επιπέδου, με μεγάλη επισκεψιμότητα και χρειάζεται χώρος και για να αναπνέουν τα γλυπτά και για να κινούνται με ευχέρεια οι επισκέπτες. Οσο στήναμε την παρουσίαση, δεν μας ενδιέφερε η εικόνα τους σε ένα άδειο μουσείο, αλλά το φανταζόμασταν γεμάτο. Κάναμε διάφορες δοκιμές και δύο εκθέσεις στο κτίριο Βάιλερ.
Περάσαμε από τη βάσανο της αισθητικής και από το πώς θα το εκλάβει ο επισκέπτης. Προβληματιστήκαμε για πολλά, ανάμεσα στα οποία, π.χ. τι φόντο θα έχουν τα αγάλματα. Διαπιστώσαμε ότι ένα σκληρό φόντο, ένας βαμμένος τοίχος ή ένα πανό με χρώμα, δημιουργεί σκληρά περιγράμματα. Είδαμε γυάλινα βάθρα, εναλλασσόμενο φως, διαφορά υψών, δοκιμάσαμε πολλά.
Παρ' όλα αυτά, στον τρίτο όροφο συστεγάσατε, κατά παράβαση της μουσειολογίας, πρωτότυπα με αντίγραφα. Αυθεντικές πλάκες της ζωφόρου που είχαμε εδώ και αντίγραφα των κλεμμένων από τον λόρδο Ελγιν που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Θα μπορούσατε να κατηγορηθείτε για προπαγάνδα, κάτι που δεν πρέπει να κάνει ένα μουσείο...
Θίγετε ένα από τα πιο κεντρικά θέματα. Αυτό το μουσείο έχει σύμβολα και έργα με μια δραματική ιστορία κατακερματισμού και τεμαχισμού. Θα έπρεπε, λοιπόν, να έχουμε κατά κάποιο τρόπο αναφορές σε αυτά που λείπουν. Η πρώτη μας κατεύθυνση ήταν να μη γίνουμε μουσείο προπαγάνδας.
Η αρχαιότητα είναι ένα αυτονόητο στοιχείο σε αυτήν τη χώρα. Τη βλέπουμε μπροστά μας σε κάθε βήμα. Δεν μπορείς να ζεις στην Αθήνα και να μη συνειδητοποιείς ότι ο Παρθενώνας είναι ολοένα μπροστά σου. Η σχέση μας, λοιπόν, με την αρχαιότητα δεν είναι ένας τυφλός και μονοκόμματος εθνικισμός, αλλά μια αυτονόητη σχέση, όπως είναι όταν βρίσκεσαι σε ένα νησί. Μπορείς να πεις ότι δεν βλέπω τη θάλασσα αλλά βλέπω μονάχα τα βουνά; Υπάρχει όμως κίνδυνος να εκτραπείς όταν στήνεις ένα τέτοιο μουσείο και να στοιχηθείς σε αυτήν τη στενή αντίληψη του τι είναι παράδοση, τι είναι εθνικό και να κάνεις σοβαρά λάθη. Είμαστε τελείως ξεκάθαροι.
Προσωπικά έχω ξεκαθαρίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια γιατί αξίζει και τι κερδίζεις από τα όσα βλέπεις στα μουσεία. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, δεν είναι κάτι τυχαίο που το έκανες σύμβολο και επειδή το έκανες σύμβολο, το φόρτωσες ιδεολογία και όταν φύγει η ιδεολογία, μένει κενό. Είναι ουσία. Πιστεύω ότι η τεχνική τελειότητα αυτών των αγαλμάτων κρύβει νόηση. Στον 5ο αιώνα π.Χ. είχαν πετύχει, επομένως, έναν ανώτατο βαθμό νόησης. Τουλάχιστον ως άσκηση για τον σύγχρονο άνθρωπο αξίζει τον κόπο να το μελετήσει. Δεν πρόκειται για κενό θαυμασμό. Είναι ουσία. Τη βλέπω αυτή την ουσία. Και θα πρέπει να είμαι ανόητος για να μην καταλάβω ότι αυτός ο συνδυασμός υψηλής νόησης και υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας είναι κάτι που αξίζει τον κόπο να το έχεις και να το προβάλλεις.
Ολα αυτά δείχνουν γιατί δεν είστε ένα μουσείο που έγινε απλώς της μόδας. Αν ίσχυε αυτό, θα είχατε «περάσει».
Αυτό είναι και η ουσία του κλασικού. Ταυτοχρόνως, προσπαθήσαμε να απαλλάξουμε από το βάρος και τη θαμπάδα του κλασικισμού το γνήσια κλασικό. Να δώσουμε δυνατότητα στον επισκέπτη να επιστρέψει στις πηγές, να δει το αυθεντικό και να ξεφύγει από τη στρεβλή ιδεολογική αντίληψη ότι ο 5ος αιώνας ήταν ένας Χρυσούς Αιώνας. Πρόκειται για εφεύρημα των μεταγενέστερων. Ο 5ος αιώνας ήταν ένας πολύ ζωνταντός αιώνας, με τεράστιες συγκρούσεις, με ακρότητες, αλλά και με δυνατότητα να μετατρέψεις όλη αυτή την πολιτική αναστάτωση σε υψηλή τέχνη.
Ολα αυτά προϋποθέτουν αμέτρητες εργατοώρες από ολόκληρο το προσωπικό, ξενύχτια, αγωνία...
Ως διοίκηση έχουμε πολύ καλή συνεργασία με το προσωπικό και αναπτύσσουμε ανθρώπινες σχέσεις και επαφές. Οι άνθρωποί μας -ίσως ακούγεται λίγο παλιομοδίτικο- χαίρονται που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο. Πολλές φορές χρειάζεται να παραβούν και το ωράριό τους και να κάνουν προσπάθειες μαζί μας ώστε να μπορέσει το μουσείο να ανταποκριθεί.
Το δημόσιο μουσείο, να θυμίσουμε
Δημόσιο, ναι. Δεν έχουμε καμία σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Νομίζω το μεγάλο στοίχημα είναι να είσαι στο Δημόσιο και να δουλεύεις με μεγαλοψυχία, με όραμα, αλλά και με μία πρακτική προσέγγιση. Δεν πιστεύω σε κάποια διοίκηση που είναι απομακρυσμένη, κάνει ένα χρονοδιάγραμμα, ένα οργανόγραμμα και περιμένει να λειτουργήσει αυτόματα. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσει αυτός που έχει την ευθύνη ότι κοντά στα θεωρητικά, υπάρχει και ένα ανθρώπινο στοιχείο.
Πρόσφατα εγκαινιάσατε στο ισόγειο μια περιοδική έκθεση με αρχαία της Σαμοθράκης.
Οι περιοδικές εκθέσεις είναι σημαντικές, αλλά και εξαιρετικά δαπανηρές. Σκεφτήκαμε με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη, να έχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ξεκινήσαμε με τη Σαμοθράκη να παρουσιάζουμε απομακρυσμένους τόπους με πολύ σημαντικά ευρήματα. Καλέσαμε τους συναδέλφους να τα φέρουν από την περιφέρεια στην Αθήνα. Επίσης θέλουμε να τονίσουμε το στοιχείο που λέγαμε στην αρχή, τη σύνδεση των ευρημάτων με τα μνημεία από τα οποία προέρχοναι αλλά και με το μαγικό τοπίο. Πιστεύουμε ότι η Ιστορία της Ελλάδας είναι Τόπος, Μνημεία που βγήκαν από τον τόπο, μέσω των Ανθρώπων και των κοινωνιών τους.
Ας πούμε ότι γίνεται επισκέψιμη και η ανασκαφή στο υπόγειο, ότι βάζετε στην έκθεση άλλα πέντε ή είκοσι πέντε αγάλματα συντεθειμένα από θραύσματα, και... και... Θα τελειώσει τότε το μουσείο;
Δεν πρόκειται για δημόσιο έργο, πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό. Και οι ζωντανοί οργανισμοί δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Χρειάζεται συνεχής αναζήτηση. Επειδή αυτά τα έργα είναι σπουδαία, σου επιτρέπουν κάθε φορά να ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα είχες πριν δει. Κάθε τόσο μένω έκπληκτος με κάτι που βλέπω, σε έργα που τα έχω ξαναδεί αμέτρητες φορές. Η διαρκής διαδικασία της ανακάλυψης είναι ίσως η πεμπτουσία του μεγάλου μουσείου.
Πηγή
Tromaktiko
Στη συνάντησή μας για τη συνέντευξη αυτή, με αφορμή τα έκτα γενέθλια του μουσείου, προσήλθε κρατώντας ένα αντίγραφο από χάλκινο ειδώλιο της Αθηνάς. Με το πέρας της συζήτησης, κατευθύνθηκε προς την προθήκη όπου εκτίθεται το πρωτότυπο, στον πρώτο όροφο, ώστε να κάνει τη σύγκριση, «επειδή ποτέ κανείς δεν ξέρει».
Δεκαπέντε χρόνια «εμπλοκής» με το συγκεκριμένο μουσείο, που ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη. Πανεπιστημιακός δάσκαλος Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, επικεφαλής της ανασκαφής στο Δίον, είχε, εκτός από τις ανάλογες περγαμηνές για να αναλάβει τη συγκεκριμένη ευθύνη, και θεωρητικές βάσεις.
Στα δεκαπέντε χρόνια «εμπλοκής» του με το μουσείο, το οποίο ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη.
Στα δεκαπέντε χρόνια «εμπλοκής» του με το μουσείο, το οποίο ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη.
Θυμίζει, απαντώντας ταυτόχρονα στην πρώτη ερώτηση κατά πόσο γνώριζε την Ακρόπολη, ότι το κεντρικό βάρος των μεταπτυχιακών του σπουδών είχε πέσει στον κλασικό κόσμο. «Ο δάσκαλός μου στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, ο Βάλτερ Σούχαρτ, ήταν ένας από τους παγκοσμίως γνωστούς ειδικούς της Ακρόπολης και υπήρξε ένας από τους ελάχιστους πολύ υψηλού επιπέδου γνώστες της κλασικής γλυπτικής» σημειώνει. «Επομένως μαθήματα, φροντιστήρια, συζητήσεις, συναντήσεις εργασίας, διατριβές, όλα γύριζαν γύρω από την αρχαϊκή και κλασική Αθήνα».
Στην πρώτη φάση του μεγάλου διαγωνισμού που έγινε για το μουσείο το 1989 ήταν μέλος της επιτροπής προετοιμασίας. Σιγά σιγά διαμόρφωσε την άποψή του, «μια άποψη ολιστικής παρουσίασης του μνημείου και όχι αποσπασματικής. Δηλαδή πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν. Ακόμα και παλιά σχέδια όσων έχουν καταστραφεί. Γιατί δεν μπορείς να εκτιμήσεις ένα μνημείο αν δεν το δεις συνολικά. Προσωπικά ανήκω σε εκείνους που δεν πιστεύουν στον κατακερματισμό της επιστήμης, ο οποίος έγινε τον 19ο αιώνα, αλλά σε μια συνθετικότερη και πιο ολοκληρωμένη αντίληψη της γνώσης. Η εντελώς εξειδικευμένη γνώση είναι χρήσιμη, όμως αν δεν σχετίζεται με το σύνολο θα προχωρήσει σε έναν δρόμο παραπλανητικό».
«Πάντα πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν», επισημαίνει ο πρόεδρος τ
«Πάντα πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν», επισημαίνει ο πρόεδρος του μουσείου.
Στην πρώτη, πρώτη παρουσίαση στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, είχατε πει πως θα θέλατε αυτό το μουσείο να είναι ένα μουσείο του 21ου αιώνα. Τι εννοούσατε με αυτό; Πώς κινηθήκατε για να το πετύχετε;
Η Ελλάδα έχει ένα πολύ μεγάλο προνόμιο. Σε αντίθεση με τα μουσεία της Κεντρικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τα οποία έχουν εκθέματα των μεσογειακών χωρών χωρίς πολλές φορές να ξέρουμε την ακριβή προέλευση ή με ποια κτίρια σχετίζονται. Είναι σκόρπια εκθέματα. Τα ελληνικά μουσεία στην πλειονότητά τους έχουν εκθέματα από συστηματικές ανασκαφές, όπου η σύνδεση κτιρίων και κινητών ευρημάτων μπορεί να γίνει απόλυτα σαφής και όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει -όπως π.χ. στην Ακρόπολη- τις ιστορικές περιπέτειες των εκθεμάτων. Ανάμεσα στο σήμερα και σε 2.500 χρόνια πίσω υπάρχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή η οποία συνήθως δεν υπάρχει, δεν τονίζεται, δεν παρουσιάζεται στα μουσεία των άλλων χωρών.
Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι κατ' εξοχήν συνδεδεμένο με τον Ιερό Βράχο και έχει και ουσιαστική και οπτική επαφή μαζί του. Οταν λοιπόν μιλούσα για μουσείο του 21ου αιώνα, εννοούσα να είναι πολύ πιο συνδεδεμένο με τον χώρο προέλευσης, να παρουσιάζει τις διάφορες διαδρομές των γλυπτών μέχρι να φτάσουν να εκτεθούν και συγχρόνως να απαλλαγούν τα γλυπτά, όσο είναι δυνατόν, από συμπληρώσεις, από αυτήν τη ''σκόνη'' που αφήνει η πολύχρονη έκθεση. Είναι ευρήματα του 19ου αιώνα, που πρέπει να συντηρηθούν, να απαλλαγούν από τη ''σκόνη'' και να είναι προσιτά από όλες τις πλευρές. Να μπορεί ο επισκέπτης, δηλαδή, να γυρίζει και να τα βλέπει. Η σπουδαία σύλληψη της κλασικής γλυπτικής, το σπουδαίο χαρακτηριστικό, είναι το στοιχείο της τρισδιάστατης εικόνας. Αυτό τονίσαμε στο μουσείο και χρησιμοποιήσαμε και φυσικό φως, κάτι που δεν γινόταν έως τώρα. Θεωρώ ότι το φυσικό φως με τις εναλλαγές του, με τη διαφοροποίηση της ποιότητάς του και των αποχρώσεών του, είναι το κατάλληλο για τα γλυπτά αυτά τα οποία δημιουργούνταν για τέτοιο φως.
Το μουσείο του 21ου αιώνα δεν μπορεί βεβαίως να είναι ένα μουσείο αριστουργημάτων. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχατε πολλά αριστουργήματα, που έπρεπε να βρούνε μια θέση, δημιούργησε προβλήματα στο στήσιμο της έκθεσης;
Νομίζω ότι πετύχαμε η έκθεση να έχει την πυκνότητα που είναι κρίσιμη για το επίπεδο του μουσείου. Μιλάμε για μουσείο διεθνούς επιπέδου, με μεγάλη επισκεψιμότητα και χρειάζεται χώρος και για να αναπνέουν τα γλυπτά και για να κινούνται με ευχέρεια οι επισκέπτες. Οσο στήναμε την παρουσίαση, δεν μας ενδιέφερε η εικόνα τους σε ένα άδειο μουσείο, αλλά το φανταζόμασταν γεμάτο. Κάναμε διάφορες δοκιμές και δύο εκθέσεις στο κτίριο Βάιλερ.
Περάσαμε από τη βάσανο της αισθητικής και από το πώς θα το εκλάβει ο επισκέπτης. Προβληματιστήκαμε για πολλά, ανάμεσα στα οποία, π.χ. τι φόντο θα έχουν τα αγάλματα. Διαπιστώσαμε ότι ένα σκληρό φόντο, ένας βαμμένος τοίχος ή ένα πανό με χρώμα, δημιουργεί σκληρά περιγράμματα. Είδαμε γυάλινα βάθρα, εναλλασσόμενο φως, διαφορά υψών, δοκιμάσαμε πολλά.
Παρ' όλα αυτά, στον τρίτο όροφο συστεγάσατε, κατά παράβαση της μουσειολογίας, πρωτότυπα με αντίγραφα. Αυθεντικές πλάκες της ζωφόρου που είχαμε εδώ και αντίγραφα των κλεμμένων από τον λόρδο Ελγιν που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Θα μπορούσατε να κατηγορηθείτε για προπαγάνδα, κάτι που δεν πρέπει να κάνει ένα μουσείο...
Θίγετε ένα από τα πιο κεντρικά θέματα. Αυτό το μουσείο έχει σύμβολα και έργα με μια δραματική ιστορία κατακερματισμού και τεμαχισμού. Θα έπρεπε, λοιπόν, να έχουμε κατά κάποιο τρόπο αναφορές σε αυτά που λείπουν. Η πρώτη μας κατεύθυνση ήταν να μη γίνουμε μουσείο προπαγάνδας.
Η αρχαιότητα είναι ένα αυτονόητο στοιχείο σε αυτήν τη χώρα. Τη βλέπουμε μπροστά μας σε κάθε βήμα. Δεν μπορείς να ζεις στην Αθήνα και να μη συνειδητοποιείς ότι ο Παρθενώνας είναι ολοένα μπροστά σου. Η σχέση μας, λοιπόν, με την αρχαιότητα δεν είναι ένας τυφλός και μονοκόμματος εθνικισμός, αλλά μια αυτονόητη σχέση, όπως είναι όταν βρίσκεσαι σε ένα νησί. Μπορείς να πεις ότι δεν βλέπω τη θάλασσα αλλά βλέπω μονάχα τα βουνά; Υπάρχει όμως κίνδυνος να εκτραπείς όταν στήνεις ένα τέτοιο μουσείο και να στοιχηθείς σε αυτήν τη στενή αντίληψη του τι είναι παράδοση, τι είναι εθνικό και να κάνεις σοβαρά λάθη. Είμαστε τελείως ξεκάθαροι.
Προσωπικά έχω ξεκαθαρίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια γιατί αξίζει και τι κερδίζεις από τα όσα βλέπεις στα μουσεία. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, δεν είναι κάτι τυχαίο που το έκανες σύμβολο και επειδή το έκανες σύμβολο, το φόρτωσες ιδεολογία και όταν φύγει η ιδεολογία, μένει κενό. Είναι ουσία. Πιστεύω ότι η τεχνική τελειότητα αυτών των αγαλμάτων κρύβει νόηση. Στον 5ο αιώνα π.Χ. είχαν πετύχει, επομένως, έναν ανώτατο βαθμό νόησης. Τουλάχιστον ως άσκηση για τον σύγχρονο άνθρωπο αξίζει τον κόπο να το μελετήσει. Δεν πρόκειται για κενό θαυμασμό. Είναι ουσία. Τη βλέπω αυτή την ουσία. Και θα πρέπει να είμαι ανόητος για να μην καταλάβω ότι αυτός ο συνδυασμός υψηλής νόησης και υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας είναι κάτι που αξίζει τον κόπο να το έχεις και να το προβάλλεις.
Ολα αυτά δείχνουν γιατί δεν είστε ένα μουσείο που έγινε απλώς της μόδας. Αν ίσχυε αυτό, θα είχατε «περάσει».
Αυτό είναι και η ουσία του κλασικού. Ταυτοχρόνως, προσπαθήσαμε να απαλλάξουμε από το βάρος και τη θαμπάδα του κλασικισμού το γνήσια κλασικό. Να δώσουμε δυνατότητα στον επισκέπτη να επιστρέψει στις πηγές, να δει το αυθεντικό και να ξεφύγει από τη στρεβλή ιδεολογική αντίληψη ότι ο 5ος αιώνας ήταν ένας Χρυσούς Αιώνας. Πρόκειται για εφεύρημα των μεταγενέστερων. Ο 5ος αιώνας ήταν ένας πολύ ζωνταντός αιώνας, με τεράστιες συγκρούσεις, με ακρότητες, αλλά και με δυνατότητα να μετατρέψεις όλη αυτή την πολιτική αναστάτωση σε υψηλή τέχνη.
Ολα αυτά προϋποθέτουν αμέτρητες εργατοώρες από ολόκληρο το προσωπικό, ξενύχτια, αγωνία...
Ως διοίκηση έχουμε πολύ καλή συνεργασία με το προσωπικό και αναπτύσσουμε ανθρώπινες σχέσεις και επαφές. Οι άνθρωποί μας -ίσως ακούγεται λίγο παλιομοδίτικο- χαίρονται που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο. Πολλές φορές χρειάζεται να παραβούν και το ωράριό τους και να κάνουν προσπάθειες μαζί μας ώστε να μπορέσει το μουσείο να ανταποκριθεί.
Το δημόσιο μουσείο, να θυμίσουμε
Δημόσιο, ναι. Δεν έχουμε καμία σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Νομίζω το μεγάλο στοίχημα είναι να είσαι στο Δημόσιο και να δουλεύεις με μεγαλοψυχία, με όραμα, αλλά και με μία πρακτική προσέγγιση. Δεν πιστεύω σε κάποια διοίκηση που είναι απομακρυσμένη, κάνει ένα χρονοδιάγραμμα, ένα οργανόγραμμα και περιμένει να λειτουργήσει αυτόματα. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσει αυτός που έχει την ευθύνη ότι κοντά στα θεωρητικά, υπάρχει και ένα ανθρώπινο στοιχείο.
Πρόσφατα εγκαινιάσατε στο ισόγειο μια περιοδική έκθεση με αρχαία της Σαμοθράκης.
Οι περιοδικές εκθέσεις είναι σημαντικές, αλλά και εξαιρετικά δαπανηρές. Σκεφτήκαμε με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη, να έχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ξεκινήσαμε με τη Σαμοθράκη να παρουσιάζουμε απομακρυσμένους τόπους με πολύ σημαντικά ευρήματα. Καλέσαμε τους συναδέλφους να τα φέρουν από την περιφέρεια στην Αθήνα. Επίσης θέλουμε να τονίσουμε το στοιχείο που λέγαμε στην αρχή, τη σύνδεση των ευρημάτων με τα μνημεία από τα οποία προέρχοναι αλλά και με το μαγικό τοπίο. Πιστεύουμε ότι η Ιστορία της Ελλάδας είναι Τόπος, Μνημεία που βγήκαν από τον τόπο, μέσω των Ανθρώπων και των κοινωνιών τους.
Ας πούμε ότι γίνεται επισκέψιμη και η ανασκαφή στο υπόγειο, ότι βάζετε στην έκθεση άλλα πέντε ή είκοσι πέντε αγάλματα συντεθειμένα από θραύσματα, και... και... Θα τελειώσει τότε το μουσείο;
Δεν πρόκειται για δημόσιο έργο, πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό. Και οι ζωντανοί οργανισμοί δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Χρειάζεται συνεχής αναζήτηση. Επειδή αυτά τα έργα είναι σπουδαία, σου επιτρέπουν κάθε φορά να ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα είχες πριν δει. Κάθε τόσο μένω έκπληκτος με κάτι που βλέπω, σε έργα που τα έχω ξαναδεί αμέτρητες φορές. Η διαρκής διαδικασία της ανακάλυψης είναι ίσως η πεμπτουσία του μεγάλου μουσείου.
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ σήμερα στα γηπεδάκια του Κολυμβητηρίου Πρέβεζας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νέα Apple Watch και Mac έρχονται σε λίγους μήνες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ