2015-08-10 19:32:58
Μια πληγή μένει ακόμα ανοιχτή στην ψυχή... του Γιάννη Ταταράκη και σήμερα στα 87 του χρόνια, και αυτό το απόστημα δεν θα κλείσει μέχρι να αναπνέει!
Ήταν οι αμείλικτες ώρες στο ξημέρωμα της 22ας Αυγούστου του ΄44, τότε που τα γερμανικά πυρά «θέρισαν» στο «Φούντωμα» στο Γερακάρι Αμαρίου τη ζωή του πατέρα του Νίκου.
Και ήταν ο πρώτος νεκρός των μαζικών εκτελέσεων των κατοίκων και του ολοκαυτώματος που ακολούθησε, στις θηριωδίες που συντελέστηκαν την ίδια μέρα στα οκτώ χωριά του «Κέντρους» με τους 164 νεκρούς «… Τα ξημερώματα», αφηγήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο αείμνηστος ριμαδόρος Μανώλης Ακουμνιανάκης ή Χαντακομανώλης(Νικητές στο απόσπασμα, το Αμάρι στις φλόγες σελ. 221), «με τη-μ-πρώτη ριπή, τότες εσκοτώσανε το-ν-Ταταράκη το Νικολή που κοίταξενε να φύγει. Ήτονε νεροφόρος, υδρονομέας κι επήγαινε να ‘μολάρει το νερό. Όπως έφυγενε απ΄ τη βορεινή μεριά του χωριού, ήτονε ‘κεια σκοποί, του βάνουνε μια ριπή και το-ν-εσκοτώσανε…»
ΤΟΥΣ ΒΡΗΚΑΝ ΣΤΟΝ…ΥΠΝΟ
Άλλη φωτογραφία από μνημόσυνο στην επέτειο στη δεκαετία του ’50 στο ίδιο χωριό
Εκείνο το ξημέρωμα ο υδρονομέας είχε πάει, κρατώντας φανάρι στο σκοτάδι, για να ποτίσει τα κηπευτικά. Όμως τους αντιλήφθηκε και ο αγροφύλακας του χωριού. Περιγράφει ο Ακουμιανάκης: «… Τα ξημερώματα φτάξανε ‘δω. Κι ήτονε-ν-ένας αμπελοφύλακας στσι «Κεφάλες», ο Κωστής ο Κοκονάς και τσ’ άκουσενε, γιατί αυτοί με τα στιβάνια που φορούσανε βγάνανε βρούχος! Και προβέρνει στη-γ-κορφή και φωνάζει του μπάρμπα μου του Κατσακούλιο, του πατέρα μου ένα αδερφό: «Μπάρμπα Κατσακούλιο, οι Γερμανοί έρχουνται μόνο φύγετε. Όσοι ακούσανε, εφύγανε…»
Ακόμα και η νύχτα και το ξημέρωμα εκείνης της μέρας «έκαιγαν»! Ο Γιάννης Ταταράκης, τότε στα 16 του χρόνια, όπως συνηθίζονταν από τους περισσότερους, διανυκτέρευε στο δώμα του πατρικού του σπιτιού. «Κοιμόμασταν στο δώμα με τον ξάδερφό μου τον Νίκο τον Ταταράκη και τον αδερφό μου τον Γιώργη», γυρίζει σε εκείνες τις ώρες της αιματηρής μέρας.
«Ο πατέρας μου είχε πάει στη στέρνα για να αφήσει το νερό και να ποτίσει και όταν πήρε χαμπάρι τους Γερμανούς έφυγε με το φανάρι να έρθει να μας ειδοποιήσει με τη μάνα μου να φύγομε. Ο αγροφύλακας ο Κωστής ο Κοκονάς ο Φασουλόκωστας άρχισε να παίζει το μούζικο για να φύγει ο κόσμος. Είδανε οι Γερμανοί, που είχανε έρθει άλλοι από το Σπήλι και άλλοι από το Μέρωνα, τον
Το πρώτο θύμα στο Γερακάρι Νίκος Ταταράκης. Η ζωή του κόπηκε στο «Φούντωμα»
πατέρα μου με το φανάρι στο «Φούντωμα», τον σημάδεψαν και τον σκότωσαν. Η μάνα μου, μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, γύρισε και μας είπε: «Τον πατέρα σας σκοτώσανε», σαν να το ήξερε!»
ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ ΣΕ ΧΩΡΙΑ
Μπαίνοντας στο Γερακάρι, σαν λυσσασμένα σκυλιά, άρχισαν να σκοτώνουν όσους έβρισκαν και μπαίνοντας στα σπίτια έπαιρναν τους κατοίκους στη συγκέντρωση. «Μέσα σε λίγες ώρες μάζεψαν όλο το χωριό», συνεχίζει.«Επέλεξαν αυτούς που θα σκότωναν και εμάς μας πήγαν με τα πόδια στο Μέρωνα και από το Μέρωνα με φορτηγά στη φυλακή στη Φορτέτζα.
Κάναμε με τα άλλα μου αδέρφια τον Γιώργη, τον Αντώνη και την Αικατερίνη και τη μάνα μου κάμποσο καιρό στα σύρματα. Εγώ έμεινα είκοσι μέρες μα τα άλλα μου αδέρφια μπορεί και σαράντα. Ήρθα πάλι στο χωριό και είδα μόνο χαλάσματα και μαύρο, φτώχια και κακομοιριά. Μας πήρανε, όσους μείναμε, αφού δεν είχαμε σπίτι, στο Βυζάρι, στην Πατσό και στο Κεντροχώρι. Όσα ακολουθήσανε ήταν απερίγραπτα και μόνο ο Θεός ξέρει πώς ζήσαμε!
Ορφανός, έφυγα το ’54 και πήγα στην Αθήνα για να βρω την τύχη μου και δούλεψα στα λεωφορεία. Μα και στην Αθήνα η τραγωδία του χωριού και η εκτέλεση του πατέρα μου με ακολουθούν και αυτές τις αναμνήσεις θα τις σέρνω μέχρι να κλείσουν τα μάτια μου. Είμαι 87 χρονών σήμερα και δεν φεύγουν από το νου μου. Μπορούν να φύγουν;»
Και βέβαια αυτές οι τραγωδίες στα χωριά του «Κέντρους» που προκάλεσαν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής δεν θα σβήσουν ποτέ από τη θύμηση όσων, παιδιά τότε, είναι ακόμα είναι στη ζωή. Αυτές τις μέρες και περισσότερο στις 22 Αυγούστου, οι εικόνες της φρίκης ξανάρχονται. Μα ανασύρονται και στα μνημόσυνα που γίνονται κάθε χρόνο στα μαρτυρικά χωριά, τα πρόσωπα των γυναικών που η ανελέητη μανία των ναζί τους στέρησε τους προστάτες των σπιτιών τους και τους βύθισε στη δυστυχία. «Έκανε για κάμποσα χρόνια κάθε χωριό από τα οκτώ, και το δικό του μνημόσυνο. Και τότε άκουες μέσα από τα μαύρα τσεμπέρια να βγαίνουν μόνο μοιρολόγια. Άκουες μόνο θρήνο, φωνές και μούγκρο…», θυμούνται κάτοικοι.
Ο πρώτος που εκτελέστηκε τη φονική μέρα του Αυγούστου στο Γερακάρι ήταν ο πατέρας του Γιάννη Ταταράκη Νίκος. «Ποτέ δεν έφυγαν αυτές οι ώρες από το μυαλό μου και ούτε θα φύγουν μέχρι να ζω», λέει σήμερα
Πηγή
Tromaktiko
Ήταν οι αμείλικτες ώρες στο ξημέρωμα της 22ας Αυγούστου του ΄44, τότε που τα γερμανικά πυρά «θέρισαν» στο «Φούντωμα» στο Γερακάρι Αμαρίου τη ζωή του πατέρα του Νίκου.
Και ήταν ο πρώτος νεκρός των μαζικών εκτελέσεων των κατοίκων και του ολοκαυτώματος που ακολούθησε, στις θηριωδίες που συντελέστηκαν την ίδια μέρα στα οκτώ χωριά του «Κέντρους» με τους 164 νεκρούς «… Τα ξημερώματα», αφηγήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο αείμνηστος ριμαδόρος Μανώλης Ακουμνιανάκης ή Χαντακομανώλης(Νικητές στο απόσπασμα, το Αμάρι στις φλόγες σελ. 221), «με τη-μ-πρώτη ριπή, τότες εσκοτώσανε το-ν-Ταταράκη το Νικολή που κοίταξενε να φύγει. Ήτονε νεροφόρος, υδρονομέας κι επήγαινε να ‘μολάρει το νερό. Όπως έφυγενε απ΄ τη βορεινή μεριά του χωριού, ήτονε ‘κεια σκοποί, του βάνουνε μια ριπή και το-ν-εσκοτώσανε…»
ΤΟΥΣ ΒΡΗΚΑΝ ΣΤΟΝ…ΥΠΝΟ
Άλλη φωτογραφία από μνημόσυνο στην επέτειο στη δεκαετία του ’50 στο ίδιο χωριό
Εκείνο το ξημέρωμα ο υδρονομέας είχε πάει, κρατώντας φανάρι στο σκοτάδι, για να ποτίσει τα κηπευτικά. Όμως τους αντιλήφθηκε και ο αγροφύλακας του χωριού. Περιγράφει ο Ακουμιανάκης: «… Τα ξημερώματα φτάξανε ‘δω. Κι ήτονε-ν-ένας αμπελοφύλακας στσι «Κεφάλες», ο Κωστής ο Κοκονάς και τσ’ άκουσενε, γιατί αυτοί με τα στιβάνια που φορούσανε βγάνανε βρούχος! Και προβέρνει στη-γ-κορφή και φωνάζει του μπάρμπα μου του Κατσακούλιο, του πατέρα μου ένα αδερφό: «Μπάρμπα Κατσακούλιο, οι Γερμανοί έρχουνται μόνο φύγετε. Όσοι ακούσανε, εφύγανε…»
Ακόμα και η νύχτα και το ξημέρωμα εκείνης της μέρας «έκαιγαν»! Ο Γιάννης Ταταράκης, τότε στα 16 του χρόνια, όπως συνηθίζονταν από τους περισσότερους, διανυκτέρευε στο δώμα του πατρικού του σπιτιού. «Κοιμόμασταν στο δώμα με τον ξάδερφό μου τον Νίκο τον Ταταράκη και τον αδερφό μου τον Γιώργη», γυρίζει σε εκείνες τις ώρες της αιματηρής μέρας.
«Ο πατέρας μου είχε πάει στη στέρνα για να αφήσει το νερό και να ποτίσει και όταν πήρε χαμπάρι τους Γερμανούς έφυγε με το φανάρι να έρθει να μας ειδοποιήσει με τη μάνα μου να φύγομε. Ο αγροφύλακας ο Κωστής ο Κοκονάς ο Φασουλόκωστας άρχισε να παίζει το μούζικο για να φύγει ο κόσμος. Είδανε οι Γερμανοί, που είχανε έρθει άλλοι από το Σπήλι και άλλοι από το Μέρωνα, τον
Το πρώτο θύμα στο Γερακάρι Νίκος Ταταράκης. Η ζωή του κόπηκε στο «Φούντωμα»
πατέρα μου με το φανάρι στο «Φούντωμα», τον σημάδεψαν και τον σκότωσαν. Η μάνα μου, μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, γύρισε και μας είπε: «Τον πατέρα σας σκοτώσανε», σαν να το ήξερε!»
ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ ΣΕ ΧΩΡΙΑ
Μπαίνοντας στο Γερακάρι, σαν λυσσασμένα σκυλιά, άρχισαν να σκοτώνουν όσους έβρισκαν και μπαίνοντας στα σπίτια έπαιρναν τους κατοίκους στη συγκέντρωση. «Μέσα σε λίγες ώρες μάζεψαν όλο το χωριό», συνεχίζει.«Επέλεξαν αυτούς που θα σκότωναν και εμάς μας πήγαν με τα πόδια στο Μέρωνα και από το Μέρωνα με φορτηγά στη φυλακή στη Φορτέτζα.
Κάναμε με τα άλλα μου αδέρφια τον Γιώργη, τον Αντώνη και την Αικατερίνη και τη μάνα μου κάμποσο καιρό στα σύρματα. Εγώ έμεινα είκοσι μέρες μα τα άλλα μου αδέρφια μπορεί και σαράντα. Ήρθα πάλι στο χωριό και είδα μόνο χαλάσματα και μαύρο, φτώχια και κακομοιριά. Μας πήρανε, όσους μείναμε, αφού δεν είχαμε σπίτι, στο Βυζάρι, στην Πατσό και στο Κεντροχώρι. Όσα ακολουθήσανε ήταν απερίγραπτα και μόνο ο Θεός ξέρει πώς ζήσαμε!
Ορφανός, έφυγα το ’54 και πήγα στην Αθήνα για να βρω την τύχη μου και δούλεψα στα λεωφορεία. Μα και στην Αθήνα η τραγωδία του χωριού και η εκτέλεση του πατέρα μου με ακολουθούν και αυτές τις αναμνήσεις θα τις σέρνω μέχρι να κλείσουν τα μάτια μου. Είμαι 87 χρονών σήμερα και δεν φεύγουν από το νου μου. Μπορούν να φύγουν;»
Και βέβαια αυτές οι τραγωδίες στα χωριά του «Κέντρους» που προκάλεσαν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής δεν θα σβήσουν ποτέ από τη θύμηση όσων, παιδιά τότε, είναι ακόμα είναι στη ζωή. Αυτές τις μέρες και περισσότερο στις 22 Αυγούστου, οι εικόνες της φρίκης ξανάρχονται. Μα ανασύρονται και στα μνημόσυνα που γίνονται κάθε χρόνο στα μαρτυρικά χωριά, τα πρόσωπα των γυναικών που η ανελέητη μανία των ναζί τους στέρησε τους προστάτες των σπιτιών τους και τους βύθισε στη δυστυχία. «Έκανε για κάμποσα χρόνια κάθε χωριό από τα οκτώ, και το δικό του μνημόσυνο. Και τότε άκουες μέσα από τα μαύρα τσεμπέρια να βγαίνουν μόνο μοιρολόγια. Άκουες μόνο θρήνο, φωνές και μούγκρο…», θυμούνται κάτοικοι.
Ο πρώτος που εκτελέστηκε τη φονική μέρα του Αυγούστου στο Γερακάρι ήταν ο πατέρας του Γιάννη Ταταράκη Νίκος. «Ποτέ δεν έφυγαν αυτές οι ώρες από το μυαλό μου και ούτε θα φύγουν μέχρι να ζω», λέει σήμερα
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η επιλογή επαναφοράς στην προηγούμενη εφαρμογή από το ios 9
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΚΤΑΚΤΗ Γ.Σ. ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ SUPER LEAGUE
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ