2015-08-15 12:34:06
Σε δεκαπέντε λεπτά της ώρας από το Κορτέν, φτάσαμε στον πανύψηλο βράχο, που καταμεσής του απότομου γκρεμού του προβάλλει η είσοδος μιας μεγάλης σπηλιάς, στο βάθος της οποίας είναι κτισμένη η Μονή Σουμελά! ακούστηκαν τα λόγια του παπα-Γιώργη στην ξαφνική ησυχία των παιδιών, που απέσπασαν την προσοχή τους.
-Πες μας ότι γνωρίζεις για το Μοναστήρι αυτό, πάτερ! παρακάλεσαν όλα τα παιδιά.
-Το Μοναστήρι αυτό ήταν πολύ φημισμένο και ξακουσμένο, παιδιά μου! Δεν υπάρχει Πόντιος που να μην έτρεφε και τρέφει μεγάλη πίστη κι ευλάβεια σ' αυτό. Όπως οι χριστιανοί πηγαίνουν - όσοι μπορούν και θέλουν - στα Ιεροσόλυμα ως προσκυνητές στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, έτσι σχεδόν υπήρχε μεγάλη επιθυμία κι ευλάβεια σε κάθε Πόντιο να επισκεφθεί το Μοναστήρι αυτό και να προσκυνήσει την άγια και θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, η οποία είναι αρχαιότατη και μία από τις τρεις εικόνες που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
-Που βρίσκεται τώρα αυτή η εικόνα; ρώτησε η Παρεσούλα.
-Η εικόνα αυτή βρίσκεται ως πρόσφυγας μαζί μ' εμάς!
-Που; ρώτησαν όλα μαζί τα παιδιά.
-Εδώ στην ελεύθερη πατρίδα μας, την Ελλάδα, όπου οι Πόντιοι της κτίσαμε νέα κατοικία, νέο Μοναστήρι, στην Καστανιά της Βέροιας, σε μια ωραία και ψηλή τοποθεσία, που μοιάζει κάπως μ' εκείνη του όρους Μελά.
-Πες μας, σε παρακαλώ, την ιστορία της! Πως έγινε αυτό; ρώτησε η Παρθενίτσα.
-Κατά την Μικρασιατική καταστροφή, οι καλόγεροι του Μοναστηριού, προβλέποντας την εγκατάλειψη της Μονής από τους ίδιους, καθώς και την ερήμωση μα και τη λεηλάτηση της από τους Τούρκους, είχαν κρύψει κάπου εκεί κατά το παρεκκλησάκι της αγίας Βαρβάρας την εικόνα αυτή σε ασφαλές μέρος.
Αργότερα, αρκετά χρόνια μετά την ειρήνη και την αποκατάσταση καλών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, οι καλόγεροι που ήρθαν κι αυτοί πρόσφυγες στην Ελλάδα, ζήτησαν με τη βοήθεια της κυβέρνησης μας άδεια από την Τουρκική κυβέρνηση να πάνε να την φέρουν.
Πραγματικά, η άδεια δόθηκε και τον Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια τριάντα ένα ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος είχε κρύψει την εικόνα και άλλα ιερά αντικείμενα προτού εγκαταλείψουν τη Μονή, αναχώρησε για την Τραπεζούντα με δυο άλλους συνοδούς Πόντιους, με σκοπό να φτάσουν στο Μοναστήρι, να ξεθάψουν την εικόνα και να τη φέρουν στην Ελλάδα.
Η αποστολή έφτασε στον τόπο που ήταν κρυμμένα τα ιερά κειμήλια. Με πολύ κόπο ανασκάψανε και τα βρήκαν. Ήταν η σεπτή εικόνα της Παναγίας, ο Τίμιος Σταυρός των Κομνηνών και το ιερό Ευαγγέλιο του Χριστόφορου. Ο Αμβρόσιος και οι συνοδοί του επέστρεψαν στην Αθήνα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους φέρνοντας τα ιερά κειμήλια της Μονής. Τα παρέδωσαν στον αείμνηστο Μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος τα έθεσε στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για κοινό προσκύνημα και κατόπιν τα τοποθέτησε στο Βυζαντινό Μουσείο. Εκεί παρέμειναν έως το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα.
-Κι έπειτα τι απέγιναν; ρώτησε ο Παντελής.
-Το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα ο αείμνηστος Πρόεδρος Φίλων Κτενίδης του Σωματείου των Ποντίων «Παναγία Σουμελά» τα ζήτησε από το Βυζαντινό Μουσείο, τα παρέλαβε και προσκόμισε την ιερή εικόνα με μεγάλες τιμές και παρατάξεις στα υψώματα της Καστανιάς Βέροιας, όπου με τη φροντίδα του Σωματείου έγινε η θεμελίωση μικρού Ναού της Παναγίας Σουμελά.
Η θεμελίωση έγινε τον Δεκαπενταύγουστο της ίδιας χρονιάς και κατόπιν η εικόνα επιστράφηκε στην Αθήνα και τοποθετήθηκε πάλι στο Βυζαντινό Μουσείο. Στο μεταξύ το Σωματείο της Παναγίας Σουμελά με τους άξιους ηγέτες του εργάζονταν εντατικά, για τη γρήγορη αποπεράτωση του μικρού Ναού της Παναγίας Σουμελά, που θεμελιώθηκε στην Καστανιά.
Χάρη, λοιπόν, στις εντατικές εκείνες προσπάθειες του Σωματείου, το ζήλο και την ευλάβεια των μελών του, η εκκλησία αποπερατώθηκε σ' ένα χρόνο και ήταν έτοιμη πια να δεχθεί την οριστική εγκατάσταση της σεπτής εικόνας της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βέροιας.
Τον Αύγουστο του χίλια εννιακόσια πενήντα δύο, η επιτροπή του Σωματείου ζήτησε από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών να επιτρέψει τη μετακόμιση της εικόνας της Παναγίας και των άλλων κειμηλίων στο Μοναστήρι της Καστανιάς. Έτσι, δόθηκε η άδεια και τα ιερά κειμήλια από το Βυζαντινό Μουσείο πρώτα μεταφέρθηκαν στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου έμειναν για ένα τριήμερο σε κοινό προσκύνημα των πιστών. Χιλιάδες Αθηναίοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, με συνωστισμό πήγαιναν και χαιρετούσαν την Ποντιώτισσα Παναγία.
Ύστερα, μεταφέρθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών, παραλήφθηκε από την επιτροπή και άρχισε πια το ταξίδι με το τρένο. Στις έξι Αυγούστου έφτασε στην Κατερίνη, όπου οι Πόντιοι κάτοικοι της επέμειναν να κρατήσουν την εικόνα στην εκκλησία τους για να τη χαιρετίσουν. Εκεί έμεινε σε κοινό προσκύνημα πάλι τρεις μέρες και έγινε λειτουργία. Στις εννέα του μήνα ξεκίνησε και στον Γιδά έγινε στάση, όπου πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν να την προσκυνήσουν.
Τέλος, έφτασε στην Βέροια, όπου έμεινε πάλι τρεις μέρες στο ναό του Αγίου Αντωνίου και ακολούθησε κοινό προσκύνημα και αρχιερατική λειτουργία. Στις δεκατρείς Αυγούστου η εικόνα έφτασε πια στην καινούργια εκκλησία της Καστανιάς και τοποθετήθηκε εκεί. Στις δεκατέσσερις το βράδυ, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, έγινε μεγάλος εσπερινός από τους μητροπολίτες, Σερρών Κωνσταντίνο και Βέροιας Αλέξανδρο.
Στις δεκαπέντε Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έγινε μεγαλόπρεπη αρχιερατική λειτουργία από τους δυο μητροπολίτες, δώδεκα ιερείς και έγινε μεγάλο πανηγύρι. Παραβρέθηκαν στη λειτουργία οι πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές από την Θεσσαλονίκη και την Βέροια, αλλά και από πολλούς νομούς του κράτους.
Οι προσκυνητές που παραβρέθηκαν στο πρώτο εκείνο πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά, υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες πάνω - κάτω. Στις δεκαέξι του μήνα ο δεσπότης Κωνσταντίνος έψαλλε μνημόσυνα υπέρ των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και των συνδρομητών της Μονής. Έτσι, λοιπόν, έγινε η εγκατάσταση της Παναγίας Σουμελά του Πόντου στην Ελλάδα.
Από τότε, κάθε χρόνο, στις δεκαπέντε Αυγούστου γιορτάζεται η μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου στο ωραίο αυτό τοπίο, όπου χρόνο με το χρόνο συρρέουν περισσότεροι προσκυνητές, όχι μόνο Πόντιοι, αλλά και άλλοι Έλληνες, από όλα τα τμήματα της Ελλάδας, για να προσκυνήσουν με ευλάβεια την άγια και θαυματουργή εικόνα της Ποντιώτισσας Παναγίας. Για τη στέγαση και διαμονή τους, η Επιτροπή μερίμνησε να κτιστούν ξενώνες, τους οποίους και φροντίζει. Ο περίβολος του ναού δεντροφυτεύτηκε, κτίστηκε βρύση με άφθονο νερό κι ολοένα έγιναν και γίνονται νέες τουριστικές εργασίες.
Από τον Δεκαπενταύγουστο του δύο χιλιάδες δέκα μέχρι σήμερα, σε κλίμα συγκίνησης και κατάνυξης τελείται επίσης, κατόπιν άδειας της Τουρκικής κυβέρνησης, η Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά στον Πόντο, με αντίγραφο της εικόνας που υπάρχει στο Βέρμιο, από τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος λέει με νόημα να κρατήσουμε σαν αναμμένη λαμπάδα την ελπίδα στου Σουμελιώτικου Δεκαπενταύγουστου, ν' ανθίσει πλούσια μέσα μας και να φέρει κι άλλο.αμήν!
-Πολύ συγκλονιστικά όλα όσα μας είπες, παπα-Γιώργη! είπε ο Ορφέας. Σε διακόψαμε όμως στην αναφορά σου για την επίσκεψη σου στην Σουμελιώτισσα Παναγία στον Πόντο. Συνέχισε το! Πρέπει να ήταν αρκετά ενδιαφέρον!
-Είχα πει, λοιπόν, πως έφτασα στον απόκρημνο βράχο μέσα με μια μεγάλη και βαθιά σπηλιά, μέσα στην οποία είναι κτισμένη η Μονή. Ο βράχος αυτός απέχει δώδεκα ώρες περίπου πεζοπορία από την Τραπεζούντα και βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Μελά.
Η Μονή ονομάστηκε Σουμελά από την προφορά του Ποντιακού γλωσσικού ιδιώματος. Η λέξη είναι σύνθετη από το «σου», που προέρχεται από την πρόθεση «εις» και τη γενική του άρθρου «του», δηλαδή «εις του» και με αποκοπή του «ει» και την αφαίρεση του «τ=σου» και «Μελά» έγινε η σύνθεση «Σουμελά».
Επομένως, «Σουμελά» σημαίνει «εις του Μελά». Δηλαδή, πάμε εις του Μελά. Σιγά - σιγά όμως η φράση προφερόμενη ως μια λέξη από τους κατοίκους της περιοχής αποτέλεσε μια λέξη, τη λέξη «Σουμελά», που πήρε και την έννοια ουσιαστικού ονόματος. Έτσι, λοιπόν, προήλθε το όνομα της Μονής από τους κατοίκους των γύρω χωριών της Εξαρχίας Σουμελά.
Και τώρα θα σας περιγράψω την Μονή όσο καλύτερα μπορώ και μάλιστα όπως ήταν προπολεμικά. Από τη ρίζα του απόκρημνου και σχεδόν κάθετου βράχου, αρχίζουμε ν' ανεβαίνουμε τα λαξευτά πέτρινα σκαλοπάτια. Τα μετράμε ανεβαίνοντας και είναι ενενήντα τρία. Το ενενηκοστό τρίτο σκαλοπάτι είναι σε ύψος περίπου πενήντα μέτρων προς την παρειά του βράχου. Ατενίζοντας προς τα κάτω μας πιάνει ίλιγγος. Ευτυχώς στο τελευταίο αυτό σκαλοπάτι υπάρχει η είσοδος προς τη Μονή.
Μέσα στο χώρο της σπηλιάς είναι κτισμένη η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μόλις μπαίνεις αριστερά. Κατόπιν, σε προέκταση, δεξιά, βλέπουμε τη βρύση με τη λεκάνη, όπου συγκεντρώνονταν οι σταλαματιές που έσταζαν από το βράχο κι αποτελούσαν αγίασμα θαυματουργό. Οι σταλαματιές αυτές έχουν την ιστορία τους, για την οποία θα σας αναφέρω παρακάτω. Λίγο πίσω από τη βρύση είναι ο φούρνος. Προχωρώντας στο βάθος βλέπουμε τα δωμάτια των καλόγερων, επιπλωμένα και στρωμένα με βαρύτιμα περσικά χαλιά.
Πολυτελέστερα και πλουσιότερα είναι επιπλωμένο το Ηγουμενείο, όπου φυλάγονταν η πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής και όπου, εκτός από σπουδαία ιστορικά, θρησκευτικά και άλλα πολύτιμα και δυσεύρετα βιβλία, φυλάγονταν επίσης και πολλά ιστορικά έγγραφα - Χρυσόβουλα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, των Τσάρων της Ρωσίας, ως και πολλά φιρμάνια των Σουλτάνων. Προς τη δυτική πλευρά της σπηλιάς είναι κτισμένος φούρνος για την καθημερινή αρτοδότηση των καλόγερων, του προσωπικού της Μονής και των προσκυνητών, που στεγάζονταν κι αναπαύονταν σε ευρύχωρους και άνετους ξενώνες.
Η εκκλησία, όπως σας είπα, είναι στην ανατολική πλευρά. Μπαίνοντας μέσα βλέπουμε πολλά αφιερώματα και ιερά σκεύη - ασημένια μανουάλια με πελώριες λαμπάδες, πέντε απ' τις οποίες, λένε, ότι είναι αφιέρωμα του σουλτάνου Σελίμ.
Επίσης, βλέπουμε ασημένιες εικόνες, πολυτελή πολυέλαιο, κομψά κι απέριττα στασίδια, απλό μα ωραίο τέμπλο, αναλόγια των ψαλτών με πολλά εκκλησιαστικά βιβλία των ιερών Ακολουθιών, ασημένιο Ευαγγέλιο και δισκοπότηρα στο Ιερό πάνω στην Αγία Τράπεζα, θόλος απλός και χαλκοσκέπαστος από φύλλα χρυσού, δώρο κι αφιέρωμα πάλι του ίδιου σουλτάνου που προανέφερα.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά ήταν πλουσιότατη. Είχε παντού σχεδόν μετόχια και κτήματα στην Τραπεζούντα, στα Πλάτανα και σε πολλά χωριά της Εξαρχίας. Από τα Μετόχια εκείνα, τα οποία το Ηγουμενείο νοίκιαζε σε διάφορους, η Μονή αποκόμιζε πολλά προϊόντα ή χρήματα. Πλουσιότατα ήταν τα κτήματα τους στα Πλάτανα, όπου είχε εκτεταμένους ελαιώνες και κάθε χρόνο τα ζώα της Μονής - περίπου δέκα με δεκαπέντε μουλάρια - μετέφερναν σ' αυτήν νόστιμες παχιές ελιές κι ολόκληρα βαρέλια και τενεκέδες από ελαιόλαδα Πλάτανας, που ήταν φημισμένα σε όλη την Τουρκία για την άριστη ποιότητα τους.
Εκτός όμως από τα εισοδήματα εκείνα, κατά καιρούς, εκπρόσωποι της Μονής από καλόγερους ταξίδευαν στη Ρωσία κι επισκέπτονταν τους εκεί εγκατεστημένους ομογενείς ή και Ρώσους, από τους οποίους ζητούσαν τη συνδρομή για το Μοναστήρι.
Μπορούμε να πούμε πως υπήρξε καιρός που το Μοναστήρι αυτό έγινε πλουσιότατο και ήταν σαν ένα μικρό κράτος. Ο ηγούμενος είχε μεγάλη επιρροή στους κατοίκους της Εξαρχίας και τους υποστήριζε, όταν ήταν ανάγκη, από τις Τουρκικές Αρχές.
Σπουδαιότεροι ηγούμενοι που διοίκησαν κατά καιρούς τη Μονή και φημίζονται για τη δράση τους, υπήρξαν ο Χατζη-Παρθένιος, ο Άνθιμος, ο Ιγνάτιος, ο Γερβάσιος και άλλοι. Η Μονή Σουμελά, κατά τα παλιότερα χρόνια, προτού ιδρυθεί η Ιερή Μητρόπολη Ροδοπόλεως, ήταν θρησκευτικό και εθνικό κέντρο όλων των χωριών της Εξαρχίας, των οποίων οι Έλληνες χριστιανοί κάτοικοι με θάρρος κι ελπίδα ατένιζαν σ' αυτό.
Ο Χριστιανισμός κι ο Ελληνισμός είχαν βαθιά τις ρίζες τους σε όλη την περιοχή. Τα χωριά της Εξαρχίας ήταν όλα σχεδόν ελληνικά και ελάχιστα ήταν τα αμιγή Τουρκικά, οι Τούρκοι των οποίων ελάχιστα γνωρίζοντας την Τουρκική γλώσσα, μιλούσαν κι αυτοί μαζί με τους συγχωριανούς τους Ρωμιούς το ποντιακό ιδίωμα.
Η Μονή Σουμελά κατά τα χρόνια της Εξαρχίας διατηρούσε και εσωτερική Ιερατική Σχολή, όπου φοιτούσαν από διάφορα χωριά και ένας ή δύο μαθητές, με αντικειμενικό σκοπό να καταρτίζονται για παπάδες και δάσκαλοι στα χωριά τους.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά είναι αρχαιότατη και αρχίζει από τη χρονιά τριακόσια ογδόντα μετά Χριστό η εγκατάσταση της Εικόνας της Παναγίας στο σπήλαιο του όρους Μελά. Η ίδρυση Μοναστηριού σ' αυτό και η επάνδρωση του με ιερομόναχους στηρίζεται βέβαια σε ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά και στην παράδοση.
Ένας παλιός ηγούμενος της Μονής που λεγόταν Παρθένιος Μεταξόπουλος, παρακάλεσε κι ανέθεσε σ' ένα φίλο του λόγιο και ιστορικό, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που έμενε τότε στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας, κατά τον δέκατο έκτο αιώνα, να γράψει για την ιστορία της Μονής.
Για ευκολία του έστειλε και όλα τα σχετικά έγγραφα και άλλα στοιχεία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του Μοναστηριού. Ο Καυσοκαλυβίτης ενδιαφέρθηκε κι έγραψε την ιστορία της Μονής Σουμελά, που λίγο αργότερα τυπώθηκε στη Λειψία της Γερμανίας το έτος χίλια επτακόσια εβδομήντα πέντε.
Το βιβλίο αυτό λέει πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε τρεις εικόνες της Θεοτόκου με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Απ' αυτές, η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα Πελοποννήσου στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Η δεύτερη βρίσκεται στη Μονή του Κύκκου στην Κύπρου και η Τρίτη στη Μονή Σουμελά.
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς όπου κι αν πήγαινε, τη μία από τις τρεις εικόνες την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Κάποτε ήρθε στην Αθήνα, επισκέφτηκε την Ακρόπολη μαζί με την εικόνα του και πήγε και στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας κοντά στην Ακρόπολη. Από την Αθήνα κατόπιν, πήγε στη Θήβα κι έμεινε εκεί. Συνέβηκε όμως ν' αρρωστήσει και προαισθάνθηκε τον θάνατο του. Τότε κάλεσε κάποιο φίλο του Ανανία, του έδωσε την εικόνα κι ανάθεσε σ' αυτόν την φροντίδα της.
Ο Ανανίας την έθεσε σε κοινό προσκύνημα στην Θήβα. Αλλά τότε άρχισαν τα καθημερινά θαύματα της Μεγαλόχαρης. Πολλοί άρρωστοι ανάπηροι, μισοπαράλυτοι, κουφοί, βουβοί, τυφλοί και ψυχοπαθείς, που κατέφευγαν στη χάρη και στην ευσπλαχνία της, θεραπεύονταν.
Οι Θηβαίοι και οι κάτοικοι των χωριών της περιφέρειας που ευεργετήθηκαν τόσο πλούσια από τη χάρη της, της έκτισαν περίλαμπρο ναό, όπου αναστήλωσαν την άγια εικόνα και την ονόμασαν «Παναγία η Αθηναία», γιατί από εκεί πέρασε πρώτα ο Απόστολος Λουκάς και την έφερε στη Θήβα. Αργότερα, όμως, άγνωστο το «πως», η εικόνα βρέθηκε και στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας στην Ακρόπολη της Αθήνας.
Κατά το έτος τριακόσια εβδομήντα εννέα μετά Χριστό, ζούσε στην Αθήνα ένας ευσεβής και καλός χριστιανός μαζί με τον ανεψιό του, που ονομαζότανε Σωτήριχος. Μια νύχτα η Παναγία φανερώθηκε σε όνειρο στο Βασίλειο και του είπε:
-Είμαι η Παναγία η Αθηνιώτισσα. Εσύ και ο ανεψιός σου να αφήσετε ότι έχετε από τα υπάρχοντα σας, ν' αλλάξετε τα ονόματα σας, να γίνετε μοναχοί και ν' ακολουθήσετε όπου θα σας δείξω και θα σας οδηγήσω.
Το πρωί ο Βασίλειος ήταν εκστατικός από το ολοζώντανο όραμα της νύχτας. Κάλεσε τον ανεψιό του και του το διηγήθηκε. Αμέσως άλλαξαν τα κοσμικά τους ονόματα και πήραν τα καλογερικά. Ο Βασίλειος πήρε το όνομα Βαρνάβας και ο Σωτήριχος πήρε το όνομα Σωφρόνιος. Μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και πήραν τον δρόμο της Θήβας.
Όταν έφτασαν στη Θήβα και μπήκαν στο ναό, είδαν την εικόνα της Αθηνιώτισσας θρονιασμένη εκεί. Μετά το όνειρο, φαίνεται πως από τη Μονή της Ακρόπολης της Αθήνας πέταξε στη Θήβα και θρονιάστηκε στο ναό της εκεί.
Στο ναό της Θήβας ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος γονυπέτησαν και προσεύχονταν. Τότε, ξαφνικά, από το μέρος όπου ήταν θρονιασμένη η εικόνα, άκουσαν τη φωνή της Μεγαλόχαρης που έλεγε:
-Τέκνα μου, ακολουθείτε με θάρρος και πίστη προς Ανατολάς. Εγώ τώρα πηγαίνω προς το όρος Μελά, που διάλεξα για κατοικία μου μαζί με σας.
Μόλις σταμάτησε η φωνή, είδαν την άγια εικόνα να πετάει από τη θέση της, να βγαίνει από την Εκκλησία και πετώντας αδιάκοπα προς τα ύψη, να κατευθύνεται ανατολικά. Την παρακολούθησαν με θαυμασμό και έκσταση στο ουράνιο ταξίδι της, ώσπου απομακρύνθηκε πολύ και δεν την έβλεπαν πια.
Έτσι, η άγια εικόνα πετώντας πάνω από στεριές και θάλασσες πήγε και κάθισε στη σπηλιά του όρους Μελά στον Πόντο.
-Πω, πω!.... Αληθινά συγκινητικό! είπε ο Ορφέας.
-Θαύμα! ψιθύρισε η Παρεσούλα.
-Συνέχισε, πάτερ! Μίλα μας! Πες μας κι άλλα! παρακάλεσε η Παρθενίτσα.
-Και βέβαια θα σας πω κι άλλα πολλά, παιδιά μου! Ακούστε με προσοχή, λοιπόν!... Ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος, ύστερα από το θαύμα αυτό, εκτελώντας την προσταγή της Θεοτόκου, ετοιμάστηκαν για το μακρινό και δύσκολο ταξίδι τους να πάνε να συναντήσουν την εικόνα στου Μελά.
Με πεζοπορία πολλών ημερών έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Αποβιβάστηκαν σε πλοίο για την Τραπεζούντα, όπου έφτασαν μετά από δεκατρείς ημέρες και αναπαύτηκαν εκεί για λίγες μέρες. Πήγαν και προσκύνησαν στη μητρόπολη την Χρυσοκέφαλο Παναγία και την αγία κάρα του αγίου Ευγενίου.
Παίρνουν ύστερα τον δρόμο δίπλα στον ποταμό Πυξίτη και βαδίζουν στο εσωτερικό. Κάποια μέρα φτάνουν στο χωριό Κοσπιδή και μπαίνουν σ' ένα μαγαζάκι να φάνε κάτι και να ξεκουραστούν. Εκεί ζήτησαν πληροφορίες για το όρος Μελά. Ο φιλόξενος μαγαζάτορας, που τη στιγμή εκείνη φίλευε τους ξένους με φρέσκα ψάρια, τους είπε:
-Τα ψάρια αυτά που τρώτε είναι από το ποτάμι που κατεβαίνει από το όρος Μελά.
Εκείνοι μόλις τ' άκουσαν, τραντάχτηκαν από χαρά. Ο χωρικός τους έδωσε οδηγίες για τον δρόμο που θ' ακολουθούσαν. Τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν.
Σύμφωνα με τις οδηγίες που πήραν, ακολούθησαν την κοίτη του ποταμού κι ύστερα από πορεία περίπου τεσσάρων ωρών έφτασαν σε μια ακροποταμιά, όπου νυχτώθηκαν και διανυκτέρευσαν. Το πρωί, όταν ξημέρωσε και φώτισε ο ήλιος, πέρασαν το ποτάμι και είδαν ψηλά στα θεόρατα έλατα και άλλα δέντρα να προβάλλει η κορυφή του βουνού. Οι δυο μοναχοί χάρηκαν και είπαν μέσα τους πως εκεί τους περίμενε η Μεγαλόχαρη.
Με πολύ κόπο ανέβηκαν διασχίζοντας το κατάπυκνο δάσος από δένδρα και συνεχόμενους θάμνους, γιατί δεν υπήρχε δρόμος μα ούτε μονοπάτι φτάνοντας τέλος στη ρίζα του βουνού, του οποίου πριν, είδαν την κορυφή. Εκεί αντίκρισαν στην πλαγιά του ένα πελώριο βράχο, που καταμεσής του άνοιγε μια μεγάλη σπηλιά και με πλατιά επιφάνεια προς τα έξω. Τώρα ήταν πλέον βέβαιοι πως εκεί θα έβρισκαν την εικόνα. Τους κατέλαβε όμως αγωνία για το πως θα έφταναν έως τη σπηλιά, επειδή ο βράχος ήταν απότομος και σχεδόν κάθετος.
Δεν φαινόταν κανένας τρόπος ν' ανεβούν, επειδή το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν αρκετά ψηλό. Βάλθηκαν τότε να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν την Παναγιά να κάνει πάλι το θαύμα της. Πραγματικά, κάποια στιγμή ένα τρίξιμο κι ένας κρότος σαν βούισμα ακούστηκε. Ένα τεράστιο και θεόρατο έλατο ξεριζώθηκε, κατέβηκε κι έπεσε στη ρίζα του βράχου ακουμπώντας σ' αυτόν λοξά με την κορυφή έως την είσοδο της σπηλιάς σχηματίζοντας γέφυρα.
Οι πατέρες σταυροκοπήθηκαν κι ανέβηκαν στη σπηλιά, όπου είδαν κοπάδια χελιδονιών που πετούσαν και μπαινόβγαιναν. Τα χελιδόνια με την ανεπάντεχη αυτή επίσκεψη ανθρώπων στο λημέρι τους ξαφνιάστηκαν και τρομαγμένα έφυγαν και δεν ξανάρθαν.
Την ώρα που βρίσκονταν πια οι ξένοι μας εκεί στη σπηλιά, κάποια στιγμή ο ουρανός έλαμψε στον ορίζοντα σαν αστραπή κι ένα πλούσιο φως πλημμύρισε σ' αυτή. Τότε οι μοναχοί είδαν στον θόλο της την εικόνα ακουμπισμένη σε μια εσοχή, που σχηματίζονταν στο ψηλότερο μέρος του. Οι καλόγεροι αμέσως άρχισαν την καθαριότητα της σπηλιάς από τα σκουπίδια και τις ακαθαρσίες των πουλιών, που ζούσαν εκεί. Βλέποντας πως η παραμονή τους εκεί θα ήταν πολύ δύσκολη για την έλλειψη νερού, προσευχήθηκαν με κατάνυξη στην Παναγία κι αμέσως άρχισαν να στάζουν πυκνές σταγόνες νερού κάτω από τον βράχο, όπου ήταν θρονιασμένη η εικόνα.
Οι σταγόνες εκείνες έσταζαν αδιάκοπα έως το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα που ερημώθηκε το Μοναστήρι από τους μοναχούς του, οι οποίοι έφυγαν και αυτοί πρόσφυγες στην Ελλάδα. Το νερό τους συγκεντρωνότανε σε ντεπόζιτο και αποτελούσε πλούσια βρύση, που έτρεχε μέσα σε πέτρινη λεκάνη.
Ο πατριώτης μας από τη Λαραχανή κύριος Λευτέρης, ο οποίος ήταν βουλευτής, το χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα επισκέφτηκε την Πατρίδα και πήγε στου Σουμελά, απ' όπου έφερε από τη λεκάνη εκείνη ένα κομμάτι πέτρας, που έχει πάνω της σκαλιστό σταυρό και το παρέδωσε στη Μονή Παναγίας Σουμελά Καστανιάς.
-Μίλα μας, παπα-Γιώργη, για την οικοδόμηση του Μοναστηριού! είπε ο Παντελής.
-Ναι! Θα συνέχιζα μ' αυτό το θέμα έτσι κι αλλιώς!... Ακούστε!... Από τη μεριά εκείνη, που οι καλόγεροι έφτασαν στη σπηλιά, το έτος τριακόσια ογδόντα μετά Χριστό, άρχισαν οι εργασίες για την οικοδόμηση του Μοναστηριού. Πρώτα - πρώτα οι δυο καλόγεροι έχτισαν ένα πρόχειρο κελί στο βάθος της σπηλιάς για κατοικία τους και για την προσευχή τους.
Γρήγορα μαθεύτηκε στην περιφέρεια πως η εικόνα της Παναγίας πέταξε από την Αθήνα και ήρθε στου Μελά, όπου εγκαταστάθηκαν και οι δυο καλόγεροι Αθηναίοι. Οι χωρικοί, με ευλάβεια έσπευσαν να την επισκεφτούν και να βοηθήσουν τους καλόγερους για την οικοδόμηση εκκλησίας του Μοναστηριού.
Έτσι, κουβάλησαν υλικά και πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία. Στην αρχή, με την επιθυμία των καλόγερων έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, για να κάνουν την καθημερινή τους προσευχή, ώσπου να χτιστεί μεγάλη εκκλησία της Θεοτόκου. Το εκκλησάκι αυτό το καθαγίασαν ιερείς, που τους έστειλε ο Επίσκοπος Τραπεζούντας.
Στη συνέχεια όμως, άρχισε η οικοδόμηση μεγάλου Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μέσα στη σπηλιά, που ήταν άλλωστε και ο καθαυτό σκοπός των μοναχών σύμφωνα με την εντολή της Μεγαλόχαρης. Ο Ναός αυτός, με τη βοήθεια των ευλαβών χριστιανών κατοίκων της περιοχής, αποπερατώθηκε και ειδοποιήθηκε σχετικά ο Επίσκοπος Τραπεζούντας για τα εγκαίνια.
Ο Επίσκοπος ανέβηκε με συνοδεία πολλών ιερέων και του ηγεμόνα της Τραπεζούντας Αυγουστάλιου Κουρτίκιου - Ρωμαίου διοικητή - και καθαγίασε τον ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το τριακόσια ογδόντα έξι μετά Χριστό. Η τελετή των εγκαινίων έγινε μεγαλόπρεπα με την παρουσία των επισήμων και τη συρροή άπειρου πλήθους από τα χωριά.
Η φήμη της Μεγαλόχαρης στο νέο της Μοναστήρι, πολύ γρήγορα διαδόθηκε παντού - όχι μόνο στον Πόντο, αλλά και σε όλη τη Μικρασία. Από παντού έρχονταν προσκυνητές και άρρωστοι. Ζητούσαν την ευσπλαχνία και τη χάρη της Θεοτόκου για να γιατρευτούν. Τα αλλεπάλληλα θαύματά της έφερναν κοντά της αρρώστους από λογής ασθένειες, οι οποίοι έβρισκαν τη θεραπεία τους.
-Έκαναν κι εκεί, όπως εδώ κάθε χρόνο, τον Δεκαπενταύγουστο λειτουργία; ρώτησε ο Παντελής.
-Βεβαίως! Αδιάκοπα και κάθε χρόνο στην πανήγυρη της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο οι χριστιανοί Έλληνες πήγαιναν στη Μονή να χαιρετίσουν τη μνήμη της. Οι προσκυνητές εκείνοι της έφερναν μάλιστα και πολλά αφιερώματα, όπως δώρα και χρήματα. Τα χωριά και πολλές πόλεις της αφιέρωναν πολλά κτήματα, «μετόχια» λεγόμενα, για τη συντήρηση των Μοναχών της και για την τελειοποίηση των χτισιμάτων των κτιρίων και των ξενώνων της.
-Ε, τότε, ήταν πλούσια η Μονή, πάτερ! είπε ο Ορφέας.
-Ασφαλώς! Η Μονή πλούτισε γρήγορα και τόσο πολύ ώστε ο πλούτος της στάθηκε αιτία να γίνει ο στόχος των ληστών. Κάποτε, μετά από πολλά χρόνια, έγινε μια επιδρομή από τρεις άπιστους ληστές, οι οποίοι μάλωναν για την εικόνα της Παναγίας, επειδή ο καθένας τους ήθελε να την πάρει ο ίδιος.
Στο τέλος, συμφώνησαν να την κομματιάσουν στα τρία και να πάρει ο καθένας το ένα τρίτο. Ξαφνικά όμως, ο ένας το μετάνιωσε και παραιτήθηκε από το μερίδιο του. Τότε, οι άλλοι δύο αποφάσισαν να τη μοιραστούν εξίσου. Ο ένας σήκωσε το τσεκούρι του και κατάφερε δυνατό χτύπημα στη μέση της εικόνας, ακριβώς για να γίνει δίκαιη μοιρασιά.
Τι συνέβηκε, όμως; Με το χτύπημα, σαν να' πεσε κεραυνός. Άναψε αμέσως όλο το δάσος και κάηκαν τα έλατα. Μαζί τους κάηκαν και οι δυο ληστές. Ο τρίτος που δεν θέλησε μερίδιο σώθηκε. Ύστερα απ' αυτό, η εικόνα πέταξε και θρονιάστηκε στη θέση της στο ναό. Άλλοι λένε πως ο ευσεβής ληστής την πήγε εκεί. Μια βαθιά εντομή που υπάρχει και σήμερα ακόμη στη μέση της εικόνας είναι πολύ ευδιάκριτη και αποδίδεται στην τσεκουριά εκείνη του ληστή.
-Πω, πω!... Συγκλονιστικό!....Και τι απέγινε η Μονή έπειτα από εκείνη την καταστροφή, πάτερ; ρώτησε ο Παντελής.
-Μετά την καταστροφή εκείνη, για πολλά χρόνια η Μονή έμεινε έρημη και ακατοίκητη. Ύστερα όμως ιδρύθηκε ξανά και πολλοί νέοι καλόγεροι και μάλιστα αρκετοί μορφωμένοι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν εκεί.
Η πρόοδος και η δράση του Μοναστηριού έγινε και πάλι φημισμένη και έφθασε ξανά σε ψηλό επίπεδο κι εκπλήρωση του χριστιανικού και εθνικού του προορισμού. Δεύτερη λεηλασία όμως και καταστροφή την ξαναβρήκε, που δεν άφησε ούτε ίχνη της ωραίας αίγλης και της προόδου που είχε. Τη φορά εκείνη, η καταστροφή έγινε από τους Πέρσες, κατά τους πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Περσών. Και μετά την ολοκληρωτική εκείνη καταστροφή, επί δυο αιώνες και περισσότερο, η Μονή έμεινε ακατοίκητη και παντέρημη μέχρι το εξακόσια εξήντα τέσσερα μετά Χριστό, οπότε η Παναγία ευδόκησε να ιδρυθεί ξανά ο οίκος της.
-Ακολούθησε κι άλλη καταστροφή μετέπειτα; ρώτησε ο Ορφέας.
-Όχι, ευτυχώς! Από τότε η Μονή άρχισε την κανονική λειτουργία και δράση της με άξιους ηγούμενους και ιερομόναχους, οι οποίοι την οδήγησαν σε ύψος θρησκευτικού και εθνικού μεγαλείου έως το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, οπότε εγκαταλείφτηκε από τους μοναχούς που κατέφυγαν ως πρόσφυγες μαζί με όλον τον ελληνισμό στη Μητέρα Ελλάδα.
Όμως, κουράστηκα, παιδιά μου, από την τρανή μου αφήγηση! Εξάλλου δεν έχω να σας πω κάτι ακόμα γι' αυτό το θέμα. Θα με συγχωρέσετε κι εσείς και οι υπόλοιποι που θα αποσυρθώ με την πρεσβυτέρα στην οικία μας.
Σας καληνυχτίζουμε όλους! Καλόν ύπνο να έχετε! Να ξεκουραστείτε καλά, γιατί αύριο μας περιμένει όλους μια κουραστική, αλλά ευχάριστη μέρα στο πανηγύρι!
-Καλό βράδυ σε όλους! ευχήθηκε και η πρεσβυτέρα.
-Καληνύχτα σας! τους είπαν όλοι και τους ξεπροβόδισαν μέχρι την πόρτα.
-Καληνύχτα, πάτερ! ευχήθηκαν και τα παιδιά. Ευχαριστούμε πολύ για όσα μας είπες!
-Να είστε καλά, παιδιά μου!... Την ευχή μου να' χετε όλοι!...
Έξω άκουγες τον ήσυχο ψίθυρο του ανέμου να αγκαλιάζει τις δυο σκιές της νύχτας, που απομακρύνονταν στο βάθος, σε μια μουσική κυματιστή, που έσμιγε με το φως του φεγγαριού και ξαναχωριζότανε από τα ακαθόριστα μουρμουρητά τους που έστελναν τον χαιρετισμό τους ήσυχα σ' εκείνους που τους παρακολουθούσαν.
Η νύχτα άφηνε τα υπνωτικά ίχνη της φιλαρέσκειας της στον κουρασμένο κόσμο του αραιοκατοικημένου Βερμίου, γέρνοντας στους ψηλούς φωτισμούς του ουρανού, με την αιώνια και παντοτινή πάντα στροφή της στο τιμόνι του χρόνου.
Η Παναγία Σουμελά (Απόσπασμα από το βραβευμένο βιβλίο της Παρθένας Τσοκτουρίδου «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο»
Tromaktiko
-Πες μας ότι γνωρίζεις για το Μοναστήρι αυτό, πάτερ! παρακάλεσαν όλα τα παιδιά.
-Το Μοναστήρι αυτό ήταν πολύ φημισμένο και ξακουσμένο, παιδιά μου! Δεν υπάρχει Πόντιος που να μην έτρεφε και τρέφει μεγάλη πίστη κι ευλάβεια σ' αυτό. Όπως οι χριστιανοί πηγαίνουν - όσοι μπορούν και θέλουν - στα Ιεροσόλυμα ως προσκυνητές στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, έτσι σχεδόν υπήρχε μεγάλη επιθυμία κι ευλάβεια σε κάθε Πόντιο να επισκεφθεί το Μοναστήρι αυτό και να προσκυνήσει την άγια και θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, η οποία είναι αρχαιότατη και μία από τις τρεις εικόνες που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
-Που βρίσκεται τώρα αυτή η εικόνα; ρώτησε η Παρεσούλα.
-Η εικόνα αυτή βρίσκεται ως πρόσφυγας μαζί μ' εμάς!
-Που; ρώτησαν όλα μαζί τα παιδιά.
-Εδώ στην ελεύθερη πατρίδα μας, την Ελλάδα, όπου οι Πόντιοι της κτίσαμε νέα κατοικία, νέο Μοναστήρι, στην Καστανιά της Βέροιας, σε μια ωραία και ψηλή τοποθεσία, που μοιάζει κάπως μ' εκείνη του όρους Μελά.
-Πες μας, σε παρακαλώ, την ιστορία της! Πως έγινε αυτό; ρώτησε η Παρθενίτσα.
-Κατά την Μικρασιατική καταστροφή, οι καλόγεροι του Μοναστηριού, προβλέποντας την εγκατάλειψη της Μονής από τους ίδιους, καθώς και την ερήμωση μα και τη λεηλάτηση της από τους Τούρκους, είχαν κρύψει κάπου εκεί κατά το παρεκκλησάκι της αγίας Βαρβάρας την εικόνα αυτή σε ασφαλές μέρος.
Αργότερα, αρκετά χρόνια μετά την ειρήνη και την αποκατάσταση καλών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, οι καλόγεροι που ήρθαν κι αυτοί πρόσφυγες στην Ελλάδα, ζήτησαν με τη βοήθεια της κυβέρνησης μας άδεια από την Τουρκική κυβέρνηση να πάνε να την φέρουν.
Πραγματικά, η άδεια δόθηκε και τον Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια τριάντα ένα ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος είχε κρύψει την εικόνα και άλλα ιερά αντικείμενα προτού εγκαταλείψουν τη Μονή, αναχώρησε για την Τραπεζούντα με δυο άλλους συνοδούς Πόντιους, με σκοπό να φτάσουν στο Μοναστήρι, να ξεθάψουν την εικόνα και να τη φέρουν στην Ελλάδα.
Η αποστολή έφτασε στον τόπο που ήταν κρυμμένα τα ιερά κειμήλια. Με πολύ κόπο ανασκάψανε και τα βρήκαν. Ήταν η σεπτή εικόνα της Παναγίας, ο Τίμιος Σταυρός των Κομνηνών και το ιερό Ευαγγέλιο του Χριστόφορου. Ο Αμβρόσιος και οι συνοδοί του επέστρεψαν στην Αθήνα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους φέρνοντας τα ιερά κειμήλια της Μονής. Τα παρέδωσαν στον αείμνηστο Μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος τα έθεσε στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για κοινό προσκύνημα και κατόπιν τα τοποθέτησε στο Βυζαντινό Μουσείο. Εκεί παρέμειναν έως το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα.
-Κι έπειτα τι απέγιναν; ρώτησε ο Παντελής.
-Το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα ο αείμνηστος Πρόεδρος Φίλων Κτενίδης του Σωματείου των Ποντίων «Παναγία Σουμελά» τα ζήτησε από το Βυζαντινό Μουσείο, τα παρέλαβε και προσκόμισε την ιερή εικόνα με μεγάλες τιμές και παρατάξεις στα υψώματα της Καστανιάς Βέροιας, όπου με τη φροντίδα του Σωματείου έγινε η θεμελίωση μικρού Ναού της Παναγίας Σουμελά.
Η θεμελίωση έγινε τον Δεκαπενταύγουστο της ίδιας χρονιάς και κατόπιν η εικόνα επιστράφηκε στην Αθήνα και τοποθετήθηκε πάλι στο Βυζαντινό Μουσείο. Στο μεταξύ το Σωματείο της Παναγίας Σουμελά με τους άξιους ηγέτες του εργάζονταν εντατικά, για τη γρήγορη αποπεράτωση του μικρού Ναού της Παναγίας Σουμελά, που θεμελιώθηκε στην Καστανιά.
Χάρη, λοιπόν, στις εντατικές εκείνες προσπάθειες του Σωματείου, το ζήλο και την ευλάβεια των μελών του, η εκκλησία αποπερατώθηκε σ' ένα χρόνο και ήταν έτοιμη πια να δεχθεί την οριστική εγκατάσταση της σεπτής εικόνας της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βέροιας.
Τον Αύγουστο του χίλια εννιακόσια πενήντα δύο, η επιτροπή του Σωματείου ζήτησε από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών να επιτρέψει τη μετακόμιση της εικόνας της Παναγίας και των άλλων κειμηλίων στο Μοναστήρι της Καστανιάς. Έτσι, δόθηκε η άδεια και τα ιερά κειμήλια από το Βυζαντινό Μουσείο πρώτα μεταφέρθηκαν στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου έμειναν για ένα τριήμερο σε κοινό προσκύνημα των πιστών. Χιλιάδες Αθηναίοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, με συνωστισμό πήγαιναν και χαιρετούσαν την Ποντιώτισσα Παναγία.
Ύστερα, μεταφέρθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών, παραλήφθηκε από την επιτροπή και άρχισε πια το ταξίδι με το τρένο. Στις έξι Αυγούστου έφτασε στην Κατερίνη, όπου οι Πόντιοι κάτοικοι της επέμειναν να κρατήσουν την εικόνα στην εκκλησία τους για να τη χαιρετίσουν. Εκεί έμεινε σε κοινό προσκύνημα πάλι τρεις μέρες και έγινε λειτουργία. Στις εννέα του μήνα ξεκίνησε και στον Γιδά έγινε στάση, όπου πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν να την προσκυνήσουν.
Τέλος, έφτασε στην Βέροια, όπου έμεινε πάλι τρεις μέρες στο ναό του Αγίου Αντωνίου και ακολούθησε κοινό προσκύνημα και αρχιερατική λειτουργία. Στις δεκατρείς Αυγούστου η εικόνα έφτασε πια στην καινούργια εκκλησία της Καστανιάς και τοποθετήθηκε εκεί. Στις δεκατέσσερις το βράδυ, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, έγινε μεγάλος εσπερινός από τους μητροπολίτες, Σερρών Κωνσταντίνο και Βέροιας Αλέξανδρο.
Στις δεκαπέντε Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έγινε μεγαλόπρεπη αρχιερατική λειτουργία από τους δυο μητροπολίτες, δώδεκα ιερείς και έγινε μεγάλο πανηγύρι. Παραβρέθηκαν στη λειτουργία οι πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές από την Θεσσαλονίκη και την Βέροια, αλλά και από πολλούς νομούς του κράτους.
Οι προσκυνητές που παραβρέθηκαν στο πρώτο εκείνο πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά, υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες πάνω - κάτω. Στις δεκαέξι του μήνα ο δεσπότης Κωνσταντίνος έψαλλε μνημόσυνα υπέρ των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και των συνδρομητών της Μονής. Έτσι, λοιπόν, έγινε η εγκατάσταση της Παναγίας Σουμελά του Πόντου στην Ελλάδα.
Από τότε, κάθε χρόνο, στις δεκαπέντε Αυγούστου γιορτάζεται η μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου στο ωραίο αυτό τοπίο, όπου χρόνο με το χρόνο συρρέουν περισσότεροι προσκυνητές, όχι μόνο Πόντιοι, αλλά και άλλοι Έλληνες, από όλα τα τμήματα της Ελλάδας, για να προσκυνήσουν με ευλάβεια την άγια και θαυματουργή εικόνα της Ποντιώτισσας Παναγίας. Για τη στέγαση και διαμονή τους, η Επιτροπή μερίμνησε να κτιστούν ξενώνες, τους οποίους και φροντίζει. Ο περίβολος του ναού δεντροφυτεύτηκε, κτίστηκε βρύση με άφθονο νερό κι ολοένα έγιναν και γίνονται νέες τουριστικές εργασίες.
Από τον Δεκαπενταύγουστο του δύο χιλιάδες δέκα μέχρι σήμερα, σε κλίμα συγκίνησης και κατάνυξης τελείται επίσης, κατόπιν άδειας της Τουρκικής κυβέρνησης, η Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά στον Πόντο, με αντίγραφο της εικόνας που υπάρχει στο Βέρμιο, από τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος λέει με νόημα να κρατήσουμε σαν αναμμένη λαμπάδα την ελπίδα στου Σουμελιώτικου Δεκαπενταύγουστου, ν' ανθίσει πλούσια μέσα μας και να φέρει κι άλλο.αμήν!
-Πολύ συγκλονιστικά όλα όσα μας είπες, παπα-Γιώργη! είπε ο Ορφέας. Σε διακόψαμε όμως στην αναφορά σου για την επίσκεψη σου στην Σουμελιώτισσα Παναγία στον Πόντο. Συνέχισε το! Πρέπει να ήταν αρκετά ενδιαφέρον!
-Είχα πει, λοιπόν, πως έφτασα στον απόκρημνο βράχο μέσα με μια μεγάλη και βαθιά σπηλιά, μέσα στην οποία είναι κτισμένη η Μονή. Ο βράχος αυτός απέχει δώδεκα ώρες περίπου πεζοπορία από την Τραπεζούντα και βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Μελά.
Η Μονή ονομάστηκε Σουμελά από την προφορά του Ποντιακού γλωσσικού ιδιώματος. Η λέξη είναι σύνθετη από το «σου», που προέρχεται από την πρόθεση «εις» και τη γενική του άρθρου «του», δηλαδή «εις του» και με αποκοπή του «ει» και την αφαίρεση του «τ=σου» και «Μελά» έγινε η σύνθεση «Σουμελά».
Επομένως, «Σουμελά» σημαίνει «εις του Μελά». Δηλαδή, πάμε εις του Μελά. Σιγά - σιγά όμως η φράση προφερόμενη ως μια λέξη από τους κατοίκους της περιοχής αποτέλεσε μια λέξη, τη λέξη «Σουμελά», που πήρε και την έννοια ουσιαστικού ονόματος. Έτσι, λοιπόν, προήλθε το όνομα της Μονής από τους κατοίκους των γύρω χωριών της Εξαρχίας Σουμελά.
Και τώρα θα σας περιγράψω την Μονή όσο καλύτερα μπορώ και μάλιστα όπως ήταν προπολεμικά. Από τη ρίζα του απόκρημνου και σχεδόν κάθετου βράχου, αρχίζουμε ν' ανεβαίνουμε τα λαξευτά πέτρινα σκαλοπάτια. Τα μετράμε ανεβαίνοντας και είναι ενενήντα τρία. Το ενενηκοστό τρίτο σκαλοπάτι είναι σε ύψος περίπου πενήντα μέτρων προς την παρειά του βράχου. Ατενίζοντας προς τα κάτω μας πιάνει ίλιγγος. Ευτυχώς στο τελευταίο αυτό σκαλοπάτι υπάρχει η είσοδος προς τη Μονή.
Μέσα στο χώρο της σπηλιάς είναι κτισμένη η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μόλις μπαίνεις αριστερά. Κατόπιν, σε προέκταση, δεξιά, βλέπουμε τη βρύση με τη λεκάνη, όπου συγκεντρώνονταν οι σταλαματιές που έσταζαν από το βράχο κι αποτελούσαν αγίασμα θαυματουργό. Οι σταλαματιές αυτές έχουν την ιστορία τους, για την οποία θα σας αναφέρω παρακάτω. Λίγο πίσω από τη βρύση είναι ο φούρνος. Προχωρώντας στο βάθος βλέπουμε τα δωμάτια των καλόγερων, επιπλωμένα και στρωμένα με βαρύτιμα περσικά χαλιά.
Πολυτελέστερα και πλουσιότερα είναι επιπλωμένο το Ηγουμενείο, όπου φυλάγονταν η πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής και όπου, εκτός από σπουδαία ιστορικά, θρησκευτικά και άλλα πολύτιμα και δυσεύρετα βιβλία, φυλάγονταν επίσης και πολλά ιστορικά έγγραφα - Χρυσόβουλα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, των Τσάρων της Ρωσίας, ως και πολλά φιρμάνια των Σουλτάνων. Προς τη δυτική πλευρά της σπηλιάς είναι κτισμένος φούρνος για την καθημερινή αρτοδότηση των καλόγερων, του προσωπικού της Μονής και των προσκυνητών, που στεγάζονταν κι αναπαύονταν σε ευρύχωρους και άνετους ξενώνες.
Η εκκλησία, όπως σας είπα, είναι στην ανατολική πλευρά. Μπαίνοντας μέσα βλέπουμε πολλά αφιερώματα και ιερά σκεύη - ασημένια μανουάλια με πελώριες λαμπάδες, πέντε απ' τις οποίες, λένε, ότι είναι αφιέρωμα του σουλτάνου Σελίμ.
Επίσης, βλέπουμε ασημένιες εικόνες, πολυτελή πολυέλαιο, κομψά κι απέριττα στασίδια, απλό μα ωραίο τέμπλο, αναλόγια των ψαλτών με πολλά εκκλησιαστικά βιβλία των ιερών Ακολουθιών, ασημένιο Ευαγγέλιο και δισκοπότηρα στο Ιερό πάνω στην Αγία Τράπεζα, θόλος απλός και χαλκοσκέπαστος από φύλλα χρυσού, δώρο κι αφιέρωμα πάλι του ίδιου σουλτάνου που προανέφερα.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά ήταν πλουσιότατη. Είχε παντού σχεδόν μετόχια και κτήματα στην Τραπεζούντα, στα Πλάτανα και σε πολλά χωριά της Εξαρχίας. Από τα Μετόχια εκείνα, τα οποία το Ηγουμενείο νοίκιαζε σε διάφορους, η Μονή αποκόμιζε πολλά προϊόντα ή χρήματα. Πλουσιότατα ήταν τα κτήματα τους στα Πλάτανα, όπου είχε εκτεταμένους ελαιώνες και κάθε χρόνο τα ζώα της Μονής - περίπου δέκα με δεκαπέντε μουλάρια - μετέφερναν σ' αυτήν νόστιμες παχιές ελιές κι ολόκληρα βαρέλια και τενεκέδες από ελαιόλαδα Πλάτανας, που ήταν φημισμένα σε όλη την Τουρκία για την άριστη ποιότητα τους.
Εκτός όμως από τα εισοδήματα εκείνα, κατά καιρούς, εκπρόσωποι της Μονής από καλόγερους ταξίδευαν στη Ρωσία κι επισκέπτονταν τους εκεί εγκατεστημένους ομογενείς ή και Ρώσους, από τους οποίους ζητούσαν τη συνδρομή για το Μοναστήρι.
Μπορούμε να πούμε πως υπήρξε καιρός που το Μοναστήρι αυτό έγινε πλουσιότατο και ήταν σαν ένα μικρό κράτος. Ο ηγούμενος είχε μεγάλη επιρροή στους κατοίκους της Εξαρχίας και τους υποστήριζε, όταν ήταν ανάγκη, από τις Τουρκικές Αρχές.
Σπουδαιότεροι ηγούμενοι που διοίκησαν κατά καιρούς τη Μονή και φημίζονται για τη δράση τους, υπήρξαν ο Χατζη-Παρθένιος, ο Άνθιμος, ο Ιγνάτιος, ο Γερβάσιος και άλλοι. Η Μονή Σουμελά, κατά τα παλιότερα χρόνια, προτού ιδρυθεί η Ιερή Μητρόπολη Ροδοπόλεως, ήταν θρησκευτικό και εθνικό κέντρο όλων των χωριών της Εξαρχίας, των οποίων οι Έλληνες χριστιανοί κάτοικοι με θάρρος κι ελπίδα ατένιζαν σ' αυτό.
Ο Χριστιανισμός κι ο Ελληνισμός είχαν βαθιά τις ρίζες τους σε όλη την περιοχή. Τα χωριά της Εξαρχίας ήταν όλα σχεδόν ελληνικά και ελάχιστα ήταν τα αμιγή Τουρκικά, οι Τούρκοι των οποίων ελάχιστα γνωρίζοντας την Τουρκική γλώσσα, μιλούσαν κι αυτοί μαζί με τους συγχωριανούς τους Ρωμιούς το ποντιακό ιδίωμα.
Η Μονή Σουμελά κατά τα χρόνια της Εξαρχίας διατηρούσε και εσωτερική Ιερατική Σχολή, όπου φοιτούσαν από διάφορα χωριά και ένας ή δύο μαθητές, με αντικειμενικό σκοπό να καταρτίζονται για παπάδες και δάσκαλοι στα χωριά τους.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά είναι αρχαιότατη και αρχίζει από τη χρονιά τριακόσια ογδόντα μετά Χριστό η εγκατάσταση της Εικόνας της Παναγίας στο σπήλαιο του όρους Μελά. Η ίδρυση Μοναστηριού σ' αυτό και η επάνδρωση του με ιερομόναχους στηρίζεται βέβαια σε ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά και στην παράδοση.
Ένας παλιός ηγούμενος της Μονής που λεγόταν Παρθένιος Μεταξόπουλος, παρακάλεσε κι ανέθεσε σ' ένα φίλο του λόγιο και ιστορικό, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που έμενε τότε στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας, κατά τον δέκατο έκτο αιώνα, να γράψει για την ιστορία της Μονής.
Για ευκολία του έστειλε και όλα τα σχετικά έγγραφα και άλλα στοιχεία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του Μοναστηριού. Ο Καυσοκαλυβίτης ενδιαφέρθηκε κι έγραψε την ιστορία της Μονής Σουμελά, που λίγο αργότερα τυπώθηκε στη Λειψία της Γερμανίας το έτος χίλια επτακόσια εβδομήντα πέντε.
Το βιβλίο αυτό λέει πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε τρεις εικόνες της Θεοτόκου με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Απ' αυτές, η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα Πελοποννήσου στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Η δεύτερη βρίσκεται στη Μονή του Κύκκου στην Κύπρου και η Τρίτη στη Μονή Σουμελά.
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς όπου κι αν πήγαινε, τη μία από τις τρεις εικόνες την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Κάποτε ήρθε στην Αθήνα, επισκέφτηκε την Ακρόπολη μαζί με την εικόνα του και πήγε και στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας κοντά στην Ακρόπολη. Από την Αθήνα κατόπιν, πήγε στη Θήβα κι έμεινε εκεί. Συνέβηκε όμως ν' αρρωστήσει και προαισθάνθηκε τον θάνατο του. Τότε κάλεσε κάποιο φίλο του Ανανία, του έδωσε την εικόνα κι ανάθεσε σ' αυτόν την φροντίδα της.
Ο Ανανίας την έθεσε σε κοινό προσκύνημα στην Θήβα. Αλλά τότε άρχισαν τα καθημερινά θαύματα της Μεγαλόχαρης. Πολλοί άρρωστοι ανάπηροι, μισοπαράλυτοι, κουφοί, βουβοί, τυφλοί και ψυχοπαθείς, που κατέφευγαν στη χάρη και στην ευσπλαχνία της, θεραπεύονταν.
Οι Θηβαίοι και οι κάτοικοι των χωριών της περιφέρειας που ευεργετήθηκαν τόσο πλούσια από τη χάρη της, της έκτισαν περίλαμπρο ναό, όπου αναστήλωσαν την άγια εικόνα και την ονόμασαν «Παναγία η Αθηναία», γιατί από εκεί πέρασε πρώτα ο Απόστολος Λουκάς και την έφερε στη Θήβα. Αργότερα, όμως, άγνωστο το «πως», η εικόνα βρέθηκε και στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας στην Ακρόπολη της Αθήνας.
Κατά το έτος τριακόσια εβδομήντα εννέα μετά Χριστό, ζούσε στην Αθήνα ένας ευσεβής και καλός χριστιανός μαζί με τον ανεψιό του, που ονομαζότανε Σωτήριχος. Μια νύχτα η Παναγία φανερώθηκε σε όνειρο στο Βασίλειο και του είπε:
-Είμαι η Παναγία η Αθηνιώτισσα. Εσύ και ο ανεψιός σου να αφήσετε ότι έχετε από τα υπάρχοντα σας, ν' αλλάξετε τα ονόματα σας, να γίνετε μοναχοί και ν' ακολουθήσετε όπου θα σας δείξω και θα σας οδηγήσω.
Το πρωί ο Βασίλειος ήταν εκστατικός από το ολοζώντανο όραμα της νύχτας. Κάλεσε τον ανεψιό του και του το διηγήθηκε. Αμέσως άλλαξαν τα κοσμικά τους ονόματα και πήραν τα καλογερικά. Ο Βασίλειος πήρε το όνομα Βαρνάβας και ο Σωτήριχος πήρε το όνομα Σωφρόνιος. Μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και πήραν τον δρόμο της Θήβας.
Όταν έφτασαν στη Θήβα και μπήκαν στο ναό, είδαν την εικόνα της Αθηνιώτισσας θρονιασμένη εκεί. Μετά το όνειρο, φαίνεται πως από τη Μονή της Ακρόπολης της Αθήνας πέταξε στη Θήβα και θρονιάστηκε στο ναό της εκεί.
Στο ναό της Θήβας ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος γονυπέτησαν και προσεύχονταν. Τότε, ξαφνικά, από το μέρος όπου ήταν θρονιασμένη η εικόνα, άκουσαν τη φωνή της Μεγαλόχαρης που έλεγε:
-Τέκνα μου, ακολουθείτε με θάρρος και πίστη προς Ανατολάς. Εγώ τώρα πηγαίνω προς το όρος Μελά, που διάλεξα για κατοικία μου μαζί με σας.
Μόλις σταμάτησε η φωνή, είδαν την άγια εικόνα να πετάει από τη θέση της, να βγαίνει από την Εκκλησία και πετώντας αδιάκοπα προς τα ύψη, να κατευθύνεται ανατολικά. Την παρακολούθησαν με θαυμασμό και έκσταση στο ουράνιο ταξίδι της, ώσπου απομακρύνθηκε πολύ και δεν την έβλεπαν πια.
Έτσι, η άγια εικόνα πετώντας πάνω από στεριές και θάλασσες πήγε και κάθισε στη σπηλιά του όρους Μελά στον Πόντο.
-Πω, πω!.... Αληθινά συγκινητικό! είπε ο Ορφέας.
-Θαύμα! ψιθύρισε η Παρεσούλα.
-Συνέχισε, πάτερ! Μίλα μας! Πες μας κι άλλα! παρακάλεσε η Παρθενίτσα.
-Και βέβαια θα σας πω κι άλλα πολλά, παιδιά μου! Ακούστε με προσοχή, λοιπόν!... Ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος, ύστερα από το θαύμα αυτό, εκτελώντας την προσταγή της Θεοτόκου, ετοιμάστηκαν για το μακρινό και δύσκολο ταξίδι τους να πάνε να συναντήσουν την εικόνα στου Μελά.
Με πεζοπορία πολλών ημερών έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Αποβιβάστηκαν σε πλοίο για την Τραπεζούντα, όπου έφτασαν μετά από δεκατρείς ημέρες και αναπαύτηκαν εκεί για λίγες μέρες. Πήγαν και προσκύνησαν στη μητρόπολη την Χρυσοκέφαλο Παναγία και την αγία κάρα του αγίου Ευγενίου.
Παίρνουν ύστερα τον δρόμο δίπλα στον ποταμό Πυξίτη και βαδίζουν στο εσωτερικό. Κάποια μέρα φτάνουν στο χωριό Κοσπιδή και μπαίνουν σ' ένα μαγαζάκι να φάνε κάτι και να ξεκουραστούν. Εκεί ζήτησαν πληροφορίες για το όρος Μελά. Ο φιλόξενος μαγαζάτορας, που τη στιγμή εκείνη φίλευε τους ξένους με φρέσκα ψάρια, τους είπε:
-Τα ψάρια αυτά που τρώτε είναι από το ποτάμι που κατεβαίνει από το όρος Μελά.
Εκείνοι μόλις τ' άκουσαν, τραντάχτηκαν από χαρά. Ο χωρικός τους έδωσε οδηγίες για τον δρόμο που θ' ακολουθούσαν. Τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν.
Σύμφωνα με τις οδηγίες που πήραν, ακολούθησαν την κοίτη του ποταμού κι ύστερα από πορεία περίπου τεσσάρων ωρών έφτασαν σε μια ακροποταμιά, όπου νυχτώθηκαν και διανυκτέρευσαν. Το πρωί, όταν ξημέρωσε και φώτισε ο ήλιος, πέρασαν το ποτάμι και είδαν ψηλά στα θεόρατα έλατα και άλλα δέντρα να προβάλλει η κορυφή του βουνού. Οι δυο μοναχοί χάρηκαν και είπαν μέσα τους πως εκεί τους περίμενε η Μεγαλόχαρη.
Με πολύ κόπο ανέβηκαν διασχίζοντας το κατάπυκνο δάσος από δένδρα και συνεχόμενους θάμνους, γιατί δεν υπήρχε δρόμος μα ούτε μονοπάτι φτάνοντας τέλος στη ρίζα του βουνού, του οποίου πριν, είδαν την κορυφή. Εκεί αντίκρισαν στην πλαγιά του ένα πελώριο βράχο, που καταμεσής του άνοιγε μια μεγάλη σπηλιά και με πλατιά επιφάνεια προς τα έξω. Τώρα ήταν πλέον βέβαιοι πως εκεί θα έβρισκαν την εικόνα. Τους κατέλαβε όμως αγωνία για το πως θα έφταναν έως τη σπηλιά, επειδή ο βράχος ήταν απότομος και σχεδόν κάθετος.
Δεν φαινόταν κανένας τρόπος ν' ανεβούν, επειδή το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν αρκετά ψηλό. Βάλθηκαν τότε να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν την Παναγιά να κάνει πάλι το θαύμα της. Πραγματικά, κάποια στιγμή ένα τρίξιμο κι ένας κρότος σαν βούισμα ακούστηκε. Ένα τεράστιο και θεόρατο έλατο ξεριζώθηκε, κατέβηκε κι έπεσε στη ρίζα του βράχου ακουμπώντας σ' αυτόν λοξά με την κορυφή έως την είσοδο της σπηλιάς σχηματίζοντας γέφυρα.
Οι πατέρες σταυροκοπήθηκαν κι ανέβηκαν στη σπηλιά, όπου είδαν κοπάδια χελιδονιών που πετούσαν και μπαινόβγαιναν. Τα χελιδόνια με την ανεπάντεχη αυτή επίσκεψη ανθρώπων στο λημέρι τους ξαφνιάστηκαν και τρομαγμένα έφυγαν και δεν ξανάρθαν.
Την ώρα που βρίσκονταν πια οι ξένοι μας εκεί στη σπηλιά, κάποια στιγμή ο ουρανός έλαμψε στον ορίζοντα σαν αστραπή κι ένα πλούσιο φως πλημμύρισε σ' αυτή. Τότε οι μοναχοί είδαν στον θόλο της την εικόνα ακουμπισμένη σε μια εσοχή, που σχηματίζονταν στο ψηλότερο μέρος του. Οι καλόγεροι αμέσως άρχισαν την καθαριότητα της σπηλιάς από τα σκουπίδια και τις ακαθαρσίες των πουλιών, που ζούσαν εκεί. Βλέποντας πως η παραμονή τους εκεί θα ήταν πολύ δύσκολη για την έλλειψη νερού, προσευχήθηκαν με κατάνυξη στην Παναγία κι αμέσως άρχισαν να στάζουν πυκνές σταγόνες νερού κάτω από τον βράχο, όπου ήταν θρονιασμένη η εικόνα.
Οι σταγόνες εκείνες έσταζαν αδιάκοπα έως το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα που ερημώθηκε το Μοναστήρι από τους μοναχούς του, οι οποίοι έφυγαν και αυτοί πρόσφυγες στην Ελλάδα. Το νερό τους συγκεντρωνότανε σε ντεπόζιτο και αποτελούσε πλούσια βρύση, που έτρεχε μέσα σε πέτρινη λεκάνη.
Ο πατριώτης μας από τη Λαραχανή κύριος Λευτέρης, ο οποίος ήταν βουλευτής, το χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα επισκέφτηκε την Πατρίδα και πήγε στου Σουμελά, απ' όπου έφερε από τη λεκάνη εκείνη ένα κομμάτι πέτρας, που έχει πάνω της σκαλιστό σταυρό και το παρέδωσε στη Μονή Παναγίας Σουμελά Καστανιάς.
-Μίλα μας, παπα-Γιώργη, για την οικοδόμηση του Μοναστηριού! είπε ο Παντελής.
-Ναι! Θα συνέχιζα μ' αυτό το θέμα έτσι κι αλλιώς!... Ακούστε!... Από τη μεριά εκείνη, που οι καλόγεροι έφτασαν στη σπηλιά, το έτος τριακόσια ογδόντα μετά Χριστό, άρχισαν οι εργασίες για την οικοδόμηση του Μοναστηριού. Πρώτα - πρώτα οι δυο καλόγεροι έχτισαν ένα πρόχειρο κελί στο βάθος της σπηλιάς για κατοικία τους και για την προσευχή τους.
Γρήγορα μαθεύτηκε στην περιφέρεια πως η εικόνα της Παναγίας πέταξε από την Αθήνα και ήρθε στου Μελά, όπου εγκαταστάθηκαν και οι δυο καλόγεροι Αθηναίοι. Οι χωρικοί, με ευλάβεια έσπευσαν να την επισκεφτούν και να βοηθήσουν τους καλόγερους για την οικοδόμηση εκκλησίας του Μοναστηριού.
Έτσι, κουβάλησαν υλικά και πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία. Στην αρχή, με την επιθυμία των καλόγερων έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, για να κάνουν την καθημερινή τους προσευχή, ώσπου να χτιστεί μεγάλη εκκλησία της Θεοτόκου. Το εκκλησάκι αυτό το καθαγίασαν ιερείς, που τους έστειλε ο Επίσκοπος Τραπεζούντας.
Στη συνέχεια όμως, άρχισε η οικοδόμηση μεγάλου Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μέσα στη σπηλιά, που ήταν άλλωστε και ο καθαυτό σκοπός των μοναχών σύμφωνα με την εντολή της Μεγαλόχαρης. Ο Ναός αυτός, με τη βοήθεια των ευλαβών χριστιανών κατοίκων της περιοχής, αποπερατώθηκε και ειδοποιήθηκε σχετικά ο Επίσκοπος Τραπεζούντας για τα εγκαίνια.
Ο Επίσκοπος ανέβηκε με συνοδεία πολλών ιερέων και του ηγεμόνα της Τραπεζούντας Αυγουστάλιου Κουρτίκιου - Ρωμαίου διοικητή - και καθαγίασε τον ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το τριακόσια ογδόντα έξι μετά Χριστό. Η τελετή των εγκαινίων έγινε μεγαλόπρεπα με την παρουσία των επισήμων και τη συρροή άπειρου πλήθους από τα χωριά.
Η φήμη της Μεγαλόχαρης στο νέο της Μοναστήρι, πολύ γρήγορα διαδόθηκε παντού - όχι μόνο στον Πόντο, αλλά και σε όλη τη Μικρασία. Από παντού έρχονταν προσκυνητές και άρρωστοι. Ζητούσαν την ευσπλαχνία και τη χάρη της Θεοτόκου για να γιατρευτούν. Τα αλλεπάλληλα θαύματά της έφερναν κοντά της αρρώστους από λογής ασθένειες, οι οποίοι έβρισκαν τη θεραπεία τους.
-Έκαναν κι εκεί, όπως εδώ κάθε χρόνο, τον Δεκαπενταύγουστο λειτουργία; ρώτησε ο Παντελής.
-Βεβαίως! Αδιάκοπα και κάθε χρόνο στην πανήγυρη της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο οι χριστιανοί Έλληνες πήγαιναν στη Μονή να χαιρετίσουν τη μνήμη της. Οι προσκυνητές εκείνοι της έφερναν μάλιστα και πολλά αφιερώματα, όπως δώρα και χρήματα. Τα χωριά και πολλές πόλεις της αφιέρωναν πολλά κτήματα, «μετόχια» λεγόμενα, για τη συντήρηση των Μοναχών της και για την τελειοποίηση των χτισιμάτων των κτιρίων και των ξενώνων της.
-Ε, τότε, ήταν πλούσια η Μονή, πάτερ! είπε ο Ορφέας.
-Ασφαλώς! Η Μονή πλούτισε γρήγορα και τόσο πολύ ώστε ο πλούτος της στάθηκε αιτία να γίνει ο στόχος των ληστών. Κάποτε, μετά από πολλά χρόνια, έγινε μια επιδρομή από τρεις άπιστους ληστές, οι οποίοι μάλωναν για την εικόνα της Παναγίας, επειδή ο καθένας τους ήθελε να την πάρει ο ίδιος.
Στο τέλος, συμφώνησαν να την κομματιάσουν στα τρία και να πάρει ο καθένας το ένα τρίτο. Ξαφνικά όμως, ο ένας το μετάνιωσε και παραιτήθηκε από το μερίδιο του. Τότε, οι άλλοι δύο αποφάσισαν να τη μοιραστούν εξίσου. Ο ένας σήκωσε το τσεκούρι του και κατάφερε δυνατό χτύπημα στη μέση της εικόνας, ακριβώς για να γίνει δίκαιη μοιρασιά.
Τι συνέβηκε, όμως; Με το χτύπημα, σαν να' πεσε κεραυνός. Άναψε αμέσως όλο το δάσος και κάηκαν τα έλατα. Μαζί τους κάηκαν και οι δυο ληστές. Ο τρίτος που δεν θέλησε μερίδιο σώθηκε. Ύστερα απ' αυτό, η εικόνα πέταξε και θρονιάστηκε στη θέση της στο ναό. Άλλοι λένε πως ο ευσεβής ληστής την πήγε εκεί. Μια βαθιά εντομή που υπάρχει και σήμερα ακόμη στη μέση της εικόνας είναι πολύ ευδιάκριτη και αποδίδεται στην τσεκουριά εκείνη του ληστή.
-Πω, πω!... Συγκλονιστικό!....Και τι απέγινε η Μονή έπειτα από εκείνη την καταστροφή, πάτερ; ρώτησε ο Παντελής.
-Μετά την καταστροφή εκείνη, για πολλά χρόνια η Μονή έμεινε έρημη και ακατοίκητη. Ύστερα όμως ιδρύθηκε ξανά και πολλοί νέοι καλόγεροι και μάλιστα αρκετοί μορφωμένοι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν εκεί.
Η πρόοδος και η δράση του Μοναστηριού έγινε και πάλι φημισμένη και έφθασε ξανά σε ψηλό επίπεδο κι εκπλήρωση του χριστιανικού και εθνικού του προορισμού. Δεύτερη λεηλασία όμως και καταστροφή την ξαναβρήκε, που δεν άφησε ούτε ίχνη της ωραίας αίγλης και της προόδου που είχε. Τη φορά εκείνη, η καταστροφή έγινε από τους Πέρσες, κατά τους πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Περσών. Και μετά την ολοκληρωτική εκείνη καταστροφή, επί δυο αιώνες και περισσότερο, η Μονή έμεινε ακατοίκητη και παντέρημη μέχρι το εξακόσια εξήντα τέσσερα μετά Χριστό, οπότε η Παναγία ευδόκησε να ιδρυθεί ξανά ο οίκος της.
-Ακολούθησε κι άλλη καταστροφή μετέπειτα; ρώτησε ο Ορφέας.
-Όχι, ευτυχώς! Από τότε η Μονή άρχισε την κανονική λειτουργία και δράση της με άξιους ηγούμενους και ιερομόναχους, οι οποίοι την οδήγησαν σε ύψος θρησκευτικού και εθνικού μεγαλείου έως το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, οπότε εγκαταλείφτηκε από τους μοναχούς που κατέφυγαν ως πρόσφυγες μαζί με όλον τον ελληνισμό στη Μητέρα Ελλάδα.
Όμως, κουράστηκα, παιδιά μου, από την τρανή μου αφήγηση! Εξάλλου δεν έχω να σας πω κάτι ακόμα γι' αυτό το θέμα. Θα με συγχωρέσετε κι εσείς και οι υπόλοιποι που θα αποσυρθώ με την πρεσβυτέρα στην οικία μας.
Σας καληνυχτίζουμε όλους! Καλόν ύπνο να έχετε! Να ξεκουραστείτε καλά, γιατί αύριο μας περιμένει όλους μια κουραστική, αλλά ευχάριστη μέρα στο πανηγύρι!
-Καλό βράδυ σε όλους! ευχήθηκε και η πρεσβυτέρα.
-Καληνύχτα σας! τους είπαν όλοι και τους ξεπροβόδισαν μέχρι την πόρτα.
-Καληνύχτα, πάτερ! ευχήθηκαν και τα παιδιά. Ευχαριστούμε πολύ για όσα μας είπες!
-Να είστε καλά, παιδιά μου!... Την ευχή μου να' χετε όλοι!...
Έξω άκουγες τον ήσυχο ψίθυρο του ανέμου να αγκαλιάζει τις δυο σκιές της νύχτας, που απομακρύνονταν στο βάθος, σε μια μουσική κυματιστή, που έσμιγε με το φως του φεγγαριού και ξαναχωριζότανε από τα ακαθόριστα μουρμουρητά τους που έστελναν τον χαιρετισμό τους ήσυχα σ' εκείνους που τους παρακολουθούσαν.
Η νύχτα άφηνε τα υπνωτικά ίχνη της φιλαρέσκειας της στον κουρασμένο κόσμο του αραιοκατοικημένου Βερμίου, γέρνοντας στους ψηλούς φωτισμούς του ουρανού, με την αιώνια και παντοτινή πάντα στροφή της στο τιμόνι του χρόνου.
Η Παναγία Σουμελά (Απόσπασμα από το βραβευμένο βιβλίο της Παρθένας Τσοκτουρίδου «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο»
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Λιάτσος – Καρποντίνη: «Κρυβόμασταν τον πρώτο καιρό»
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΟΛΑ όσα προβλέπει η ΣΥΜΦΩΝΙΑ Ελλάδας - ESM
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ