2015-08-16 19:54:08
Νιόπαντρη 22 μέρες η Παρασκευή Κατσαντώνη με τον οπλαρχηγό της Αντίστασης Κυριάκο, εγκαταστάθηκαν στους Γουργούθους, μια μικρή οικιστική φωλιά με δεκαεφτά σπίτια στο «Κέντρος» στο Αμάρι, μέσα στο πράσινο με λίγες ψυχές. Η αρχή του τέλους για τον πανέμορφο οικισμό, άρχισε μετά το κάψιμο από τους βάρβαρους κατακτητές και οι Γουργούθοι άρχισαν να εγκαταλείπονται σταδιακά.
Στους λιγοστούς που έμειναν ήταν και το ζευγάρι με τα παιδιά τους. «Αφήνοντας», όμως, αυτή τη ζωή, πρώτα ο Κυριάκος και μετά η Παρασκευή, απόμεινε μόνο ο γιός τους Στέλιος, μέχρι που και αυτός πριν έξι χρόνια δεν άντεξε και μετεγκαταστάθηκε στις γειτονικές Βρύσες, κοντά στην αδερφή του. Τώρα, οι Γουργούθοι, χωρίς κατοίκους, μένουν παρέα με τα πετούμενα του ουρανού, τη μοναξιά και τις αναμνήσεις τους!
Στις 22 Αυγούστου του ’44, λοιπόν, ούτε το ολιγάριθμο χωριουδάκι έμεινε μακριά από το μένος αντεκδίκησης των δυνάμεων κατοχής. «Μετά το κάψιμο του χωριού, ενώ οι άλλοι εφύγανε, ο άντρας μου δεν ήθελενε να φύγει. Μόνο έσασενε το σπιτάκι-ν-του κι ούλοι λίγο-λίγο τα σάξανε και κάθουντονε. Ήτονε να χτίσουνε ΄κειά πέρα ένα χωριό να μας-ε-πάνε, κι όμως δεν εσυμφωνούσα’ οι χωριανοί…», αφηγήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Παρασκευή Κατσασντώνη (Νικητές στο Απόσπασμα, το Αμάρι στις φλόγες, σελ. 250).
ΛΕΗΛΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΥΡΠΟΛΗΣΑΝ
Οι Γερμανοί και σε αυτή τη περίπτωση, εφάρμοσαν την ίδια επιχειρησιακή τακτική, όπως και στα ολοκαυτώματα των άλλων εφτά χωριών του «Κέντρους». Πρώτα τα λεηλάτησαν κι ύστερα τα πυρπόλησαν και τους άντρες που συνέλαβαν τους οδήγησαν στο Καρδάκι όπου τους εκτέλεσαν με άλλους κατοίκους από το Καρδάκι και το Γερακάρι. Συγκινητική ήταν η εικόνα, που ο γέρο δάσκαλος Μιχάλης Γενεράλης, ο Αινείας των Γουργούθων όπως αποκαλείται από τον Σπύρο Μαρνιέρο, σήκωνε στους ώμους του την αιωνόβια μάνα του, την οποία κατάφερε να οδηγήσει, κατά τη διαδρομή, χωρίς να γίνει αντιληπτός, σε φιλικό του σπίτι Όταν οι συγκεντρωμένοι έφτασαν στο Καρδάκι, οι Γερμανοί επέλεξαν τον Στεφ. Ν. Μαρνιέρο, Βαγγ. Κουκλινό και Πέτρο Λενακάκη από τη Γρηγοριά. Ο Λενακάκης γλίτωσε από τις εκτελέσεις στα Σκούρβουλα λίγες μέρες πριν και κατέφυγε στο σπίτι του φίλου του Βαγγέλη Κουκλινού, στους Γουργούθους. Τους οδήγησαν στην κατοικία του Μανώλη Βλεπάκη από τον Κεφαλά Αποκορώνου, όπου είχαν συγκεντρώσει κι άλλους που είχαν συλλάβει σε χωράφια από διάφορα χωριά. Εκεί τους θανάτωσαν…
Αφηγείται η Παρασκευή Κατσαντώνη που έζησε τα άγρια γεγονότα: «Εδώ, το χωριό είχενε δεκαπέντε οικογένειες τότε. Όταν ήρθανε οι Γερμανοί και κάψανε το χωριό, ήμαστονε παντρεμένοι με το-ν-άντρα μου είκοσι δυο μέρες, κι ό,τι ‘χαμε και δεν είχαμε εκαήκανε ούλα. Και τα σπίθια μας, και τα πράματά μας και τα ρούχα μας, κι ούλα. Αυτή η καμαρικί απού ‘ναι απόξω ΄κει, μόνο αυτή δεν εχάλασενε. Κι έπειτα ούλα τα σπίθια στσι Γουργούθους κι άλλη μια καμαρικί πιο κάτω έμεινενε. Κι απόκειας ούλα εκαήκανε και μεσοχαλάσανε ούλα. Κεραμίδια, κεραμιδιαστά ούλα κάτω, πιθάρια… Νοικοκύρηδες εδώ ο Νικόλας ο Κατσαντώνης ο πεθερός μου. Ήτονε βοσκός κι είχενε πρόβατα πολλά κι είχανε σπίθια ωραία, γεμάτα. Κι ο Γενεράλης ο Μιχαλάκης, που ήτονε δάσκαλος και κάθουντονε στο πρώτο σπίτι του χωριού. Πλούσια σπίθια! Κι άλλοι απού ‘σανε, ήταν πιο δεύτεροι α’ αυτούς. Αλλά όλοι ζούσαμε καλά. Πολύ καλά! Καθένας είχε το χωραφάκι-ν-του, το πραματάκι-ν-του. Αλλά ούλοι εκαήκανε…γουργούθοι ερήμωση κατσαντώνη ωμότητες
«ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΕ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΛΕΟΣ!»
»Εμπήκανε οι Γερμανοί στο χωριό. Το λεηλατήσανε, μας εβγάλανε όλους, επήγαμε ούλα μας τα πράματα απέναντι σε μια-ν-αποθήκη απού ‘χανε. Επήγαμε ούλα μας τα προυκιά. ΔΕΉσανε βέβαια κοπελιές πολλές στσι Γουργούθους. Είχανε προίκες ωραίες, πλούσιες, τση παλιάς εποχής υφαντά και πράματα, άλλα πήρανε οι Γερμανοί, άλλα κλέψανε δικοί μας από γύρου-γύρου κι άλλα κάψανε…
»Εδώ, το σπίτι, όπως ήτονε αυτός ο καναπές που ‘ναι πέτρινος, ήτονε άλλος ένας προς τη-ν-άλλη γωνία του σπιθιού. Επιάσανε και βάλανε δυο μπόμπες. Αλλά αυτές οι μπόμπες επιάσανε τσι καναπέδες και δεν επιάσανε τσι τοίχους. Άμα ‘θελα πιάσουνε τσι τοίχους από ‘δω, ‘θελα χαλάσουνε το μισό χωριό. Οι Γουργούθοι είχανε δεκαπέντε οικογένειες κι ήτονε και δυο, τρεις, τέσσερις στο πέρα χωριό. Εκεί ‘τονε όλοι Μαρνέρηδες κι εδώ οι Κατσαντώνηδες, οι Γενεράληδες, Μαυρογιαννάκηδες και Τζωτζάκηδες…
»Απού τη-γ-καταστροφή δεν έμεινε τίποτα, έλεος! Ο άντρας μου βέβαια, έφυγενε από ‘δω αλλά ήτονε αποπέρα και έβλεπενε όλη τη-γ-κίνηση του χωριού. Αλλά ο κακομοίρης, ήτονε βέβαια και οπλαρχηγός, γερός άθρωπος, απ’ όλα! Ήτονε στη-ν-ομάδα του Πετρακογιώργη. Τη μέρα του καψίματος εθώριενε τσι Γερμανούς να πηγαίνουνε τα ίσα πάνω, τα ίσα κάτω και ψάχνανε να δούνε. Αλλά δεν εμπόριενε να χτυπήσει κιανένα γιατί ‘θελα μας εσκοτώσουνε ούλους εμάς ύστερα. Ήτανε κι αμέτρητοι οι Γερμανοί!... Το πρωί όμως εσηκωθήκανε οι Γερμανοί και κάνανε τη-ν-έφοδό τους να δούνε ίντα γίνεται. Θωρούνε το σπίτι αδειασμένο, τα παράθυρα βγαρμένα, όλα,όλα κι η πρώτη φωθιά που μπήκενε σ’ όλα τα χωριά, ήτονε στο σπίτι-ν-του…
»Έρχουνται οι Γερμανοί και μπαίνουνε μέσα στο μαγαζέ. Ήτονε κρασιά, ήτονε λάδια, ήτονε το ‘να, ήτονε τ΄άλλο! Και πιάσανε ύστερα σφυριά και σπάσανε τα πιθάρια και ρίξανε κάτω ό,τι δεν εκαίγουντονε.Τα σπάσανε και τα κάμανε κομματάκια και χυθήκανε τα λάδια και χυθήκανε οι τρυγιές. Σκεφτείτε ΄δα! Κι έρχουνται κι οι άλλοι και ντακέρνουνε το κάψιμο. Επήρανε τσ’ αθρώπους και μας εκατεβάσανε πρώτα στο Καρδάκι. Εκεί μας επήγανε. Εγώ ΄μουνα από ΄κει, απ’ το Καρδάκι ήτονε η γενέτειρά μου. Και δε μ’ αφήκανε από τέσσερα μέτρα να σθμώσω, να πάω να δω τη μάνα μου και το-μ-πατέρα μου. Μόνο μας είχανε εκεί καθηλώσει. Σε λιγάκι πάλι μας εντακάρανε, εμαζώνουντανε απού το Άνω Μέρος, απού τσι Βρύσες και μας-ε-πάνε όλους στο Μέρωνα. Από ‘κει διασπαρτήκαμε…»
Οι Γουργούθοι έρημοι σήμερα. Η σημαντική ιστορία τους αρχίζει να χάνεται μέσα στα ερείπια! Ένα τραγούδι που διασώζεται, αποτυπώνει την εικόνα τους μετά το κάψιμο από τους βάρβαρους ναζί:
Του Κέντρους αναστεναγμοί, κλάηματα τω’ Γουργούθω’
Γροικούνται στα Καρδάκαινα, Βρύσες, Μερτακονέδες.
Μα κι αητός λαβώθηκε αγρίμι γη βιτσίλα;
Μαύρο πουλί πετάχτηκε στο πλια ψηλό μουράκι:
«Μουδ’ αητός λαβώθηκε αγρίμι γη βιτσίλα΄
ο χάροντας ελάβωσε τρεις πράσινους χαράκους»!
Πηγή Tromaktiko
Στους λιγοστούς που έμειναν ήταν και το ζευγάρι με τα παιδιά τους. «Αφήνοντας», όμως, αυτή τη ζωή, πρώτα ο Κυριάκος και μετά η Παρασκευή, απόμεινε μόνο ο γιός τους Στέλιος, μέχρι που και αυτός πριν έξι χρόνια δεν άντεξε και μετεγκαταστάθηκε στις γειτονικές Βρύσες, κοντά στην αδερφή του. Τώρα, οι Γουργούθοι, χωρίς κατοίκους, μένουν παρέα με τα πετούμενα του ουρανού, τη μοναξιά και τις αναμνήσεις τους!
Στις 22 Αυγούστου του ’44, λοιπόν, ούτε το ολιγάριθμο χωριουδάκι έμεινε μακριά από το μένος αντεκδίκησης των δυνάμεων κατοχής. «Μετά το κάψιμο του χωριού, ενώ οι άλλοι εφύγανε, ο άντρας μου δεν ήθελενε να φύγει. Μόνο έσασενε το σπιτάκι-ν-του κι ούλοι λίγο-λίγο τα σάξανε και κάθουντονε. Ήτονε να χτίσουνε ΄κειά πέρα ένα χωριό να μας-ε-πάνε, κι όμως δεν εσυμφωνούσα’ οι χωριανοί…», αφηγήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Παρασκευή Κατσασντώνη (Νικητές στο Απόσπασμα, το Αμάρι στις φλόγες, σελ. 250).
ΛΕΗΛΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΥΡΠΟΛΗΣΑΝ
Οι Γερμανοί και σε αυτή τη περίπτωση, εφάρμοσαν την ίδια επιχειρησιακή τακτική, όπως και στα ολοκαυτώματα των άλλων εφτά χωριών του «Κέντρους». Πρώτα τα λεηλάτησαν κι ύστερα τα πυρπόλησαν και τους άντρες που συνέλαβαν τους οδήγησαν στο Καρδάκι όπου τους εκτέλεσαν με άλλους κατοίκους από το Καρδάκι και το Γερακάρι. Συγκινητική ήταν η εικόνα, που ο γέρο δάσκαλος Μιχάλης Γενεράλης, ο Αινείας των Γουργούθων όπως αποκαλείται από τον Σπύρο Μαρνιέρο, σήκωνε στους ώμους του την αιωνόβια μάνα του, την οποία κατάφερε να οδηγήσει, κατά τη διαδρομή, χωρίς να γίνει αντιληπτός, σε φιλικό του σπίτι Όταν οι συγκεντρωμένοι έφτασαν στο Καρδάκι, οι Γερμανοί επέλεξαν τον Στεφ. Ν. Μαρνιέρο, Βαγγ. Κουκλινό και Πέτρο Λενακάκη από τη Γρηγοριά. Ο Λενακάκης γλίτωσε από τις εκτελέσεις στα Σκούρβουλα λίγες μέρες πριν και κατέφυγε στο σπίτι του φίλου του Βαγγέλη Κουκλινού, στους Γουργούθους. Τους οδήγησαν στην κατοικία του Μανώλη Βλεπάκη από τον Κεφαλά Αποκορώνου, όπου είχαν συγκεντρώσει κι άλλους που είχαν συλλάβει σε χωράφια από διάφορα χωριά. Εκεί τους θανάτωσαν…
Αφηγείται η Παρασκευή Κατσαντώνη που έζησε τα άγρια γεγονότα: «Εδώ, το χωριό είχενε δεκαπέντε οικογένειες τότε. Όταν ήρθανε οι Γερμανοί και κάψανε το χωριό, ήμαστονε παντρεμένοι με το-ν-άντρα μου είκοσι δυο μέρες, κι ό,τι ‘χαμε και δεν είχαμε εκαήκανε ούλα. Και τα σπίθια μας, και τα πράματά μας και τα ρούχα μας, κι ούλα. Αυτή η καμαρικί απού ‘ναι απόξω ΄κει, μόνο αυτή δεν εχάλασενε. Κι έπειτα ούλα τα σπίθια στσι Γουργούθους κι άλλη μια καμαρικί πιο κάτω έμεινενε. Κι απόκειας ούλα εκαήκανε και μεσοχαλάσανε ούλα. Κεραμίδια, κεραμιδιαστά ούλα κάτω, πιθάρια… Νοικοκύρηδες εδώ ο Νικόλας ο Κατσαντώνης ο πεθερός μου. Ήτονε βοσκός κι είχενε πρόβατα πολλά κι είχανε σπίθια ωραία, γεμάτα. Κι ο Γενεράλης ο Μιχαλάκης, που ήτονε δάσκαλος και κάθουντονε στο πρώτο σπίτι του χωριού. Πλούσια σπίθια! Κι άλλοι απού ‘σανε, ήταν πιο δεύτεροι α’ αυτούς. Αλλά όλοι ζούσαμε καλά. Πολύ καλά! Καθένας είχε το χωραφάκι-ν-του, το πραματάκι-ν-του. Αλλά ούλοι εκαήκανε…γουργούθοι ερήμωση κατσαντώνη ωμότητες
«ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΕ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΛΕΟΣ!»
»Εμπήκανε οι Γερμανοί στο χωριό. Το λεηλατήσανε, μας εβγάλανε όλους, επήγαμε ούλα μας τα πράματα απέναντι σε μια-ν-αποθήκη απού ‘χανε. Επήγαμε ούλα μας τα προυκιά. ΔΕΉσανε βέβαια κοπελιές πολλές στσι Γουργούθους. Είχανε προίκες ωραίες, πλούσιες, τση παλιάς εποχής υφαντά και πράματα, άλλα πήρανε οι Γερμανοί, άλλα κλέψανε δικοί μας από γύρου-γύρου κι άλλα κάψανε…
»Εδώ, το σπίτι, όπως ήτονε αυτός ο καναπές που ‘ναι πέτρινος, ήτονε άλλος ένας προς τη-ν-άλλη γωνία του σπιθιού. Επιάσανε και βάλανε δυο μπόμπες. Αλλά αυτές οι μπόμπες επιάσανε τσι καναπέδες και δεν επιάσανε τσι τοίχους. Άμα ‘θελα πιάσουνε τσι τοίχους από ‘δω, ‘θελα χαλάσουνε το μισό χωριό. Οι Γουργούθοι είχανε δεκαπέντε οικογένειες κι ήτονε και δυο, τρεις, τέσσερις στο πέρα χωριό. Εκεί ‘τονε όλοι Μαρνέρηδες κι εδώ οι Κατσαντώνηδες, οι Γενεράληδες, Μαυρογιαννάκηδες και Τζωτζάκηδες…
»Απού τη-γ-καταστροφή δεν έμεινε τίποτα, έλεος! Ο άντρας μου βέβαια, έφυγενε από ‘δω αλλά ήτονε αποπέρα και έβλεπενε όλη τη-γ-κίνηση του χωριού. Αλλά ο κακομοίρης, ήτονε βέβαια και οπλαρχηγός, γερός άθρωπος, απ’ όλα! Ήτονε στη-ν-ομάδα του Πετρακογιώργη. Τη μέρα του καψίματος εθώριενε τσι Γερμανούς να πηγαίνουνε τα ίσα πάνω, τα ίσα κάτω και ψάχνανε να δούνε. Αλλά δεν εμπόριενε να χτυπήσει κιανένα γιατί ‘θελα μας εσκοτώσουνε ούλους εμάς ύστερα. Ήτανε κι αμέτρητοι οι Γερμανοί!... Το πρωί όμως εσηκωθήκανε οι Γερμανοί και κάνανε τη-ν-έφοδό τους να δούνε ίντα γίνεται. Θωρούνε το σπίτι αδειασμένο, τα παράθυρα βγαρμένα, όλα,όλα κι η πρώτη φωθιά που μπήκενε σ’ όλα τα χωριά, ήτονε στο σπίτι-ν-του…
»Έρχουνται οι Γερμανοί και μπαίνουνε μέσα στο μαγαζέ. Ήτονε κρασιά, ήτονε λάδια, ήτονε το ‘να, ήτονε τ΄άλλο! Και πιάσανε ύστερα σφυριά και σπάσανε τα πιθάρια και ρίξανε κάτω ό,τι δεν εκαίγουντονε.Τα σπάσανε και τα κάμανε κομματάκια και χυθήκανε τα λάδια και χυθήκανε οι τρυγιές. Σκεφτείτε ΄δα! Κι έρχουνται κι οι άλλοι και ντακέρνουνε το κάψιμο. Επήρανε τσ’ αθρώπους και μας εκατεβάσανε πρώτα στο Καρδάκι. Εκεί μας επήγανε. Εγώ ΄μουνα από ΄κει, απ’ το Καρδάκι ήτονε η γενέτειρά μου. Και δε μ’ αφήκανε από τέσσερα μέτρα να σθμώσω, να πάω να δω τη μάνα μου και το-μ-πατέρα μου. Μόνο μας είχανε εκεί καθηλώσει. Σε λιγάκι πάλι μας εντακάρανε, εμαζώνουντανε απού το Άνω Μέρος, απού τσι Βρύσες και μας-ε-πάνε όλους στο Μέρωνα. Από ‘κει διασπαρτήκαμε…»
Οι Γουργούθοι έρημοι σήμερα. Η σημαντική ιστορία τους αρχίζει να χάνεται μέσα στα ερείπια! Ένα τραγούδι που διασώζεται, αποτυπώνει την εικόνα τους μετά το κάψιμο από τους βάρβαρους ναζί:
Του Κέντρους αναστεναγμοί, κλάηματα τω’ Γουργούθω’
Γροικούνται στα Καρδάκαινα, Βρύσες, Μερτακονέδες.
Μα κι αητός λαβώθηκε αγρίμι γη βιτσίλα;
Μαύρο πουλί πετάχτηκε στο πλια ψηλό μουράκι:
«Μουδ’ αητός λαβώθηκε αγρίμι γη βιτσίλα΄
ο χάροντας ελάβωσε τρεις πράσινους χαράκους»!
Πηγή Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Επίτιμος δικηγόρος ο αείμνηστος Ντίνος Αργυρόπουλος!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ