2015-09-05 19:42:06
Άλλαξε τη ζωή του στην Αθήνα από το 1972, αλλά την ξανάφερε στο χωριό του τα πέντε τελευταία χρόνια, καθώς τον υποχρέωσαν οι ανυπόφορες συνθήκες επιβίωσης που άρχισαν να φαίνονται. Ήταν η αρχή επιβολής των δυσβάστακτων μέτρων κατά του πληθυσμού, και ο βετεράνος της οικοδομής Νίκος Καμπουράκης γύρισε στον Πλατανέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου που «αδειάζει κάθε χρόνο και δεν έχει σωτηρία» και ξανάστησε το βιός του από την αρχή Αλλά, ούτε και ο ίδιος ανέμενε, μετά από σαράντα χρόνια περίπου συνεχούς παραμονής στην υδροκέφαλη πρωτεύουσα, ότι θα επέστρεφε και πάλι εκεί από όπου ξενιτεύτηκε, ζητώντας μια καλύτερη μοίρα! Και τούτο, επειδή, συνήθως όσοι μετανάστευαν για να αλλάξουν τη ζωή τους στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα την κάνουν στην πορεία του χρόνου δεύτερη και μόνιμη πατρίδα τους. Παρόλο αυτά, αν και δεν έχασε όλα τα χρόνια της απουσίας του την επαφή του με τη γενέτειρα, οι τελευταίες ανακατατάξεις στην κοινωνία, τον ανάγκασαν να πάρει το δρόμο της επιστροφής στα 82 του χρόνια για να περάσει το υπόλοιπο κομμάτι της ζωής του στη… σιγουριά του χωριού του…
Ο Νίκος Καμπουράκης, πατέρας δυο θυγατέρων και ενός άντρα και παππούς εννέα εγγονών και πέντε δισέγγονων, μοιράζεται σήμερα το χρόνο του ανάμεσα στον Πλατανέ και στην Αθήνα που είναι εγκατεστημένοι οι απόγονοί του. Ωστόσο, στον τόπο του που τον κατοικούν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, για να επιζήσει χρειάστηκε να επιστρέψει στις απασχολήσεις των νιάτων του που γνώρισε όσο ζούσε εκεί.
«Είμαι 87 χρονών και τον Οκτώβρη μπαίνω στα 88, γιατί γεννήθηκα επαέ το 1928», γυρίζει το χρόνο πίσω. «Τα χρόνια φεύγουνε σαν τον αέρα και δεν το νιώθεις. Αβάσταχτοι καιροί, όσοι τους ζήσαμε, δυστυχισμένοι και κακομοιριασμένοι. Περάσαμε κατοχή, ξυπολησιά, ανέχεια μα τούτηνέ η κατάσταση δεν παλεύεται. Με τα χαρούπια μεγαλώσαμε, τι άλλο να σου πω;»
Και αφού με τα βάσανα στην οικοδομή και την καθημερινή αγωνία, μετακατοχικά και μετεμφυλιακά, κατάφερε να κρατήσει όρθιο το σπίτι του, ξαφνικά άρχισε «η αντίστροφη μέτρηση για όλους μας και περισσότερο τους νέους», που ψάχνουν μια χαραμάδα για να δουν λίγο φως στο σκοτάδι που τους έριξε τον πολιτικό σύστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής. «Οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι», λέει ξεκάθαρα. «Δεν μπαίνουν στην πολιτική για να πάρουν το μηνιάτικό τους αλλά για να κλέψουν. Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα αλλιώς! Έχουμε και εμείς ευθύνη που τους ψηφίζουμε και ποιόν κλέβουν; Τον Έλληνα φορολογούμενο δεν κλέβουν;»
Στους ταλαιπωρημένους ώμους του… σηκώνει σκληρή δουλειά 38 χρόνια στις οικοδομές «μέρα και νύχτα», και σε αμέτρητες πολυκατοικίες στο λεκανοπέδιο άφησε το στίγμα της τέχνης του! Αλλά, γυρνώντας στο χωριό του, αντίκρισε μια εικόνα απογοήτευσης: θα έπρεπε να ζήσει με τους μετρημένους που απόμειναν, γιατί οι πολλοί που έφυγαν δεν ξαναγύρισαν, παρά σταδιακά και για λίγες μέρες και αρκετές πόρτες σφάλιξαν οριστικά και δεν ξανάνοιξαν!
ΠΩΣ ΘΑ ΖΗΣΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ;
Τακτικά φέρνει στη θύμησή του τις… δόξες του Πλατανέ, τότε που «ούλα τα σπίτια ήταν γεμάτα». Τώρα, ο ίδιος αναγκάστηκε να προσαρμοστεί κι ας τον «τρώει» η θλίψη βλέποντας την πληθυσμιακή κατάρρευση και την ερημιά. «Μα είναι να μην στενοχωριέσαι; Η κατοχή που έζησα ήταν κατοχή κι όσο κι αν υποφέραμε ζούσαμε γιατί σε έκανε η ανάγκη. Ο Γερμανός ήταν στο σβέρκο μας αλλά κάθε μέρα είχαμε γλέντια, είχε και τέσσερα με πέντε καφενεία το χωριό και υπήρχε κόσμος. Εδά, μόλις βουτήξει ο ήλιος, δε θωρείς άνθρωπο και στην εξοχή άμα πέσεις θα ποθάνεις ολομόναχος γιατί δεν κυκλοφορεί ψυχή…»
Νέοι ούτε για… δείγμα στο χωριουδάκι που αργοτελειώνει και ο Νίκος Καμποράκης ανησυχεί για το μέλλον των νέων ανθρώπων. «Στις εποχές μου ούτε φως υπήρχε, ούτε τηλέφωνα, τίποτα, ζούσαμε όπως ζούσαμε! Εδά δεν προλαβαίνεις να πληρώσεις τον ένα λογαριασμό και φτάνει ο άλλος! Πώς θα κάνουν οικογένειες οι νέοι; Πώς θα ζήσουν αυτοί και τα παιδιά που θα φέρουν στον κόσμο; Τους λυπάται η ψυχή μου!»
Εκείνο το πρωινό, ο παλαίμαχος εργολάβος και κατασκευαστής, αφού φρόντισε τα οικόσιτα στο σπίτι του, κατέβηκε μόνος τη ρούγα και βρέθηκε στο καφενείο της κυρίας Βαγγελιώς στην πλατεία. Μα δεν βρήκε εκεί παρά μόνο ένα επισκέπτη. Ήπιε το αναψυκτικό του και προχώρησε στη βρύση όπου κάθισε λίγη ώρα για να… δροσίσει δίπλα στο τρεχούμενο νερό την πολύχρονη ζωή του στα βάσανα και στη μοναξιά του…
Πηγή Tromaktiko
Ο Νίκος Καμπουράκης, πατέρας δυο θυγατέρων και ενός άντρα και παππούς εννέα εγγονών και πέντε δισέγγονων, μοιράζεται σήμερα το χρόνο του ανάμεσα στον Πλατανέ και στην Αθήνα που είναι εγκατεστημένοι οι απόγονοί του. Ωστόσο, στον τόπο του που τον κατοικούν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, για να επιζήσει χρειάστηκε να επιστρέψει στις απασχολήσεις των νιάτων του που γνώρισε όσο ζούσε εκεί.
«Είμαι 87 χρονών και τον Οκτώβρη μπαίνω στα 88, γιατί γεννήθηκα επαέ το 1928», γυρίζει το χρόνο πίσω. «Τα χρόνια φεύγουνε σαν τον αέρα και δεν το νιώθεις. Αβάσταχτοι καιροί, όσοι τους ζήσαμε, δυστυχισμένοι και κακομοιριασμένοι. Περάσαμε κατοχή, ξυπολησιά, ανέχεια μα τούτηνέ η κατάσταση δεν παλεύεται. Με τα χαρούπια μεγαλώσαμε, τι άλλο να σου πω;»
Και αφού με τα βάσανα στην οικοδομή και την καθημερινή αγωνία, μετακατοχικά και μετεμφυλιακά, κατάφερε να κρατήσει όρθιο το σπίτι του, ξαφνικά άρχισε «η αντίστροφη μέτρηση για όλους μας και περισσότερο τους νέους», που ψάχνουν μια χαραμάδα για να δουν λίγο φως στο σκοτάδι που τους έριξε τον πολιτικό σύστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής. «Οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι», λέει ξεκάθαρα. «Δεν μπαίνουν στην πολιτική για να πάρουν το μηνιάτικό τους αλλά για να κλέψουν. Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα αλλιώς! Έχουμε και εμείς ευθύνη που τους ψηφίζουμε και ποιόν κλέβουν; Τον Έλληνα φορολογούμενο δεν κλέβουν;»
Στους ταλαιπωρημένους ώμους του… σηκώνει σκληρή δουλειά 38 χρόνια στις οικοδομές «μέρα και νύχτα», και σε αμέτρητες πολυκατοικίες στο λεκανοπέδιο άφησε το στίγμα της τέχνης του! Αλλά, γυρνώντας στο χωριό του, αντίκρισε μια εικόνα απογοήτευσης: θα έπρεπε να ζήσει με τους μετρημένους που απόμειναν, γιατί οι πολλοί που έφυγαν δεν ξαναγύρισαν, παρά σταδιακά και για λίγες μέρες και αρκετές πόρτες σφάλιξαν οριστικά και δεν ξανάνοιξαν!
ΠΩΣ ΘΑ ΖΗΣΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ;
Τακτικά φέρνει στη θύμησή του τις… δόξες του Πλατανέ, τότε που «ούλα τα σπίτια ήταν γεμάτα». Τώρα, ο ίδιος αναγκάστηκε να προσαρμοστεί κι ας τον «τρώει» η θλίψη βλέποντας την πληθυσμιακή κατάρρευση και την ερημιά. «Μα είναι να μην στενοχωριέσαι; Η κατοχή που έζησα ήταν κατοχή κι όσο κι αν υποφέραμε ζούσαμε γιατί σε έκανε η ανάγκη. Ο Γερμανός ήταν στο σβέρκο μας αλλά κάθε μέρα είχαμε γλέντια, είχε και τέσσερα με πέντε καφενεία το χωριό και υπήρχε κόσμος. Εδά, μόλις βουτήξει ο ήλιος, δε θωρείς άνθρωπο και στην εξοχή άμα πέσεις θα ποθάνεις ολομόναχος γιατί δεν κυκλοφορεί ψυχή…»
Νέοι ούτε για… δείγμα στο χωριουδάκι που αργοτελειώνει και ο Νίκος Καμποράκης ανησυχεί για το μέλλον των νέων ανθρώπων. «Στις εποχές μου ούτε φως υπήρχε, ούτε τηλέφωνα, τίποτα, ζούσαμε όπως ζούσαμε! Εδά δεν προλαβαίνεις να πληρώσεις τον ένα λογαριασμό και φτάνει ο άλλος! Πώς θα κάνουν οικογένειες οι νέοι; Πώς θα ζήσουν αυτοί και τα παιδιά που θα φέρουν στον κόσμο; Τους λυπάται η ψυχή μου!»
Εκείνο το πρωινό, ο παλαίμαχος εργολάβος και κατασκευαστής, αφού φρόντισε τα οικόσιτα στο σπίτι του, κατέβηκε μόνος τη ρούγα και βρέθηκε στο καφενείο της κυρίας Βαγγελιώς στην πλατεία. Μα δεν βρήκε εκεί παρά μόνο ένα επισκέπτη. Ήπιε το αναψυκτικό του και προχώρησε στη βρύση όπου κάθισε λίγη ώρα για να… δροσίσει δίπλα στο τρεχούμενο νερό την πολύχρονη ζωή του στα βάσανα και στη μοναξιά του…
Πηγή Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νέα τραγωδία στο Αιγαίο: Έσβησε αγγελούδι 2 μηνών στο Αγαθονήσι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ