2015-10-27 08:37:07
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς και εν συνεχεία η Γερμανική κατοχή. Θάνατος, πείνα, τρόμος, μαυραγορίτες, αντίσταση. Πάτρα, Μάιος 1941. Η εκλεκτή μεραρχία του Χίτλερ «κυριεύει» την Αχαΐα.
Μια μαθήτρια της 4ης Γυμνασίου γράφει στο χαρτί αυτά που βιώνει και τη συγκλονίζουν. Οι παιδικές ψυχές δίνουν τη δική τους αναμέτρηση με τον κατακτητή. «Το ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής» της Μαρίας Μανωλάκου, παιδί τότε, ρίχνει φως στο πώς η Πάτρα και οι άνθρωποί της βίωσαν τον πόλεμο και την κατοχή, δίνοντας παράλληλα μήνυμα αγώνα και αντίστασης.
Σήμερα θα γυρίσουμε στο ιστορικό παρελθόν μέσα από κάποια αποσπάσματα του βιβλίου..
Η Μαρία Μανωλάκου γράφει στον πρόλογό της, το 1983: «Τα μικρά Πατρινόπουλα που λίγο πριν ζητωκραύγαζαν για τη νίκη, βρέθηκαν ξάφνου μπροστά στον κατακτητή. Πολλά τον αντίκρισαν κλαίγοντας και μουτζώνοντας τον αγκυλωτό. Ανάμεσά τους και ένα κορίτσι δεκαπεντάχρονο που για να κρύψει το δάκρυ του, άρχισε να το ρίχνει στο χαρτί, να γράφει ημερολόγιο.
Καθώς η μαύρη μπότα των Ναζί κρατούσε στους δρόμους της Πάτρας, το δέος που συγκλόνιζε τα παιδιά, μέρα με τη μέρα γινότανε ερώτημα, ένα πελώριο ΓΙΑΤΙ. Κι εκείνο το ΓΙΑΤΙ, ευθύς που ανοίξανε τα σχολεία, δεν άργησε να γίνει κραυγή – όρκος κι απόφαση και κραυγή για τη λευτεριά μας».
Το ημερολόγιο της Μαρίας Μανωλάκου που μετέδωσε η ΕΡΤ, στην εκπομπή «Γνωστά και άγνωστα κείμενα της πεζογραφίας μας», ξεκινά στις 10 Μαΐου 1941
«Τώρα γυρίζουμε στην Πάτρα. Καημένε μουντζούρη. Εσύ που μας πήγαινες σε τόσες χαρές, κουβάλα τώρα τους σκλάβους. Γι’ αυτό η μάνα μου και η θεία μου ξανάβαλα τα πένθιμα, για τη σκλαβιά. Και μου ρίχνουν κάτι ματιές σαν να μου λένε: «αν σε έβλεπε ο πατέρας σου…».
«Αχ ναι, ο πατέρας ήταν παλληκάρι, ενώ εγώ και μόνο που τους είδα στον Ψαθόπυργο πήγα να κρεπάρω. Μα όχι δεν κλαίω…ειν’ απ΄τον καπνό. Ψέματα, ποιον καπνό, απ΄τη φούρκα μου είναι, αδύνατο να το χωνέψω πως είμαστε σκλάβοι […] Να΄τοι πάλι οι κατάμαυροι χάροι. Μπαίνουμε στο σταθμό. Κλαίει άλλος Έλληνας. Ελένη; Αυτοί βλέπουν, Ελένη. Ντροπή, τι θα’ λεγε ο πατέρας…»
14 Μαΐου 1941
«[….] Πώς θα περάσει η βραδιά; Έξω Μάης, χαρά Θεού και να΄σαι μαντρωμένος! Η θεία Φανούλα κάνει την αδιάφορη. Ξέρω τι λαχταρά η καρδούλα της, μια βόλτα στο μόλο, μα πάει κι ο μόλος μας, τον έφραξαν οι Ούνοι. Όλο μετράει και ξαναμετράει τους πόντους στη φανέλα του στρατιώτη, θείτσα μου πού στρατός και ποιος θα τη φορέσει; Δεν σάλεψε καθόλου που πέρασε η περίπολος γκαπ – γκουπ στον έρημο δρόμο Η αφήγηση συνεχίζεται λίγο πιο κάτω με τον βομβαρδισμό της Πάτρας από τους Ιταλούς, στι; 28 Οκτωβρίου 1940
Βράδυ.
[…] Αναρωτιέμαι λοιπόν ξανά και ξανά, έλα Χριστέ μου..πώς έγιναν όλα τούτα τα φοβερά; Σαν αστραπή. Εκεί που μας έδειχνα ο καμπούρης την κυρία Σλήμαν, με τα στολίδια της ωραίας Ελένης – και δώσ’ του εμείς χάχανα από κάτου – ξάφνου…γουρλώνει τα μάτια, του πέφτει το βιβλίο. Είχε δει τις μπόμπες απ’ το παράθυρο, τις είδαμε κι εμείς. Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Η γη να τρέμει, τα κορίτσια να κλαίνε, αεροπλάνα, σειρήνες, πανδαιμόνιο. Μας κλείνουν την πόρτα του σχολείου, πηδάμε τον φράκτη, έξω η πόλη να καίγεται.Όλοι τρέχανε να γλιτώσουμε στα χωράφια. Φύγαμε κι εμείς άρον άρον για το χωριό. Πόλεμος με την Ιταλία!...Και μετά ο φοβερός κεραυνός. Ο Χίτλερ»
Άνοιξη 1941 - Η πόλη ερημώνει
15 Μαΐου 1941
«Τι νέκρα κι αυτή!Έκανα μια βόλτα σ΄όλη τη γειτονιά κι έπαθα κρυοπάγημα τρίτου βαθμού. Μια βδομάδα τώρα που γυρίσαμε, φύλλο δεν κουνιέται. Εκεί στο χωριό, δεν την καταλαβαίνεις τη σκλαβιά, ενώ εδώ, κάθε βήμα σου τη θυμίζει. Το μπακάλικο κλειστό, το γαλατάδικο κλειστό, ο καρβουνιάρης κλειστός και στο Μαρκάτο, μόνο εκεί κάτι γίνεται».
24 Μαϊου 1941
«Συναγερμός στην Κολοκοτρώνη. Κυρά Νικόλαινα στο μαγαζί, άρα..γάλα ενόψει!Χαρά εμείς…κατσαρόλα και βουή να προλάβω, μη μου πάρουν τη σειρά. Στο γαλατάδικο λες και είχε δώσει ραντεβού όλη η γειτονίτσα μας, πρώτη φορά που βλεπόμαστε μετά την κατοχή. Μόνο που μείναμε..με τα φιλιά και τις κατσαρόλες.
-Πού γάλα, πού τέτοιο καλό, μας έκοψε τη φόρα η κυρά Νικόλαινα, δεν αφήνουν τίποτα για μας οι αφορεσμένοι. Έτσι τ΄άνοιξε λέει, για παρηγοριά (ωραία παρηγοριά, γαλατάδικο χωρίς γάλα).»
Τον Ιούνιο του 1941 το σχολείο ξανανοίγει.
11 Ιουνίου 1941
«Όχι αυτό δεν είναι το σχολείο που ξέραμε. Είναι κάτι άλλο,σαν τι δεν ξέρω, πάντως αλλιώτικο. Μόλις γυρίζω από την πιο παράξενη μέρα της ζωής μου. Πρωί,πρωί το καλαμπούρι έδινε κι έπαιρνε. Το Α΄Αρρένων πείραζε το Αρσάκειο.ΤΟ Αρσάκειο δούλευε εμάς τα Γυμνάσια (περνάς από το πρώτο, βρωμάει το χνώτο, περνάς από το δεύτερο, αμπέλι ξέφραφο). Τέλος Πάντων τα ξέρουμε αυτά, γινόταν το σώσε. Όλα καλά ώσπου να φτάσουμε στο σχολείο. Με το έμπα στην αυλή πάει το κέφι. Πόσες μαυροφόρες..Ένα σωρό κορίτσια έχουν τους δικούς τους χαμένους στον πόλεμο, μαύρισε το μάτι μας, κι η καρδιά μας. Τι να πεις και τι να κάνεις σε τέτοια συφορά, τρέξαμε βέβαια κοντά τους, μ’αντί για παρηγορία, κλαίγαμε μαζί τους κι εμείς.»
Πάτρα και «μαύρη» αγορά
30 Οκτωβρίου 1941
«Ο κόσμος πουλάει…πουλάει…πουλάει…Κι αυτός αγοράζει…αγοράζει..αγοράζει. Βούτηξε κιόλας το τρίτο σερβίτσιο, το πέμπτο χαλί και το δεύτερο σπίτι. Και μας κορδώνεται κι από πάνου πως είναι ατσίδας. Κι όλοι οι άλλοι που ξεπουλάνε το έχει τους γιατί, γιατί ψοφάνε της πείνας, είναι κορόιδα. Άκου θράσος[…]
Κι εμείς να΄χουμε την ανάγκη του, γιατί τα ντουλάπια μας όλο κι αδειάζουν..».
12 Δεκεμβρίου 1941
«Και τώρα πώς γράφουν μαθηματικά; Μπόμπες σειρήνες, αντιαεροπορικά, συμμαχική συναυλία!Όλη τη νύχτα η Πάτρα χοροπήδαγε, κανείς δεν έκλεισε μάτι απόψε. Τ΄αυτιά μου βουίζουν ακόμα, πού μυαλό για διαγώνισμα με τέτοιο πατατράκ, εξισώσεις, ημίτονα, συνημίτονα, όλα πάνε περίπατο πετάξανε με τ’ άεροπλάνα…»
Η Μαρία Μανωλάκου γεννήθηκε στην Πάτρα όπου και έμενε. Έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 2009. Ως μαθήτρια συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στο εφηβικό της ημερολόγιο έχει διασωθεί η εμπειρία της εκείνης της εποχής Η Μαρία Μανωλάκου έγραψε ποίηση, πεζογραφία αλλά και κείμενα για το ραδιόφωνο.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Από το Ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής», δεύτερη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε. Αθήνα.
Πηγή
Tromaktiko
Μια μαθήτρια της 4ης Γυμνασίου γράφει στο χαρτί αυτά που βιώνει και τη συγκλονίζουν. Οι παιδικές ψυχές δίνουν τη δική τους αναμέτρηση με τον κατακτητή. «Το ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής» της Μαρίας Μανωλάκου, παιδί τότε, ρίχνει φως στο πώς η Πάτρα και οι άνθρωποί της βίωσαν τον πόλεμο και την κατοχή, δίνοντας παράλληλα μήνυμα αγώνα και αντίστασης.
Σήμερα θα γυρίσουμε στο ιστορικό παρελθόν μέσα από κάποια αποσπάσματα του βιβλίου..
Η Μαρία Μανωλάκου γράφει στον πρόλογό της, το 1983: «Τα μικρά Πατρινόπουλα που λίγο πριν ζητωκραύγαζαν για τη νίκη, βρέθηκαν ξάφνου μπροστά στον κατακτητή. Πολλά τον αντίκρισαν κλαίγοντας και μουτζώνοντας τον αγκυλωτό. Ανάμεσά τους και ένα κορίτσι δεκαπεντάχρονο που για να κρύψει το δάκρυ του, άρχισε να το ρίχνει στο χαρτί, να γράφει ημερολόγιο.
Καθώς η μαύρη μπότα των Ναζί κρατούσε στους δρόμους της Πάτρας, το δέος που συγκλόνιζε τα παιδιά, μέρα με τη μέρα γινότανε ερώτημα, ένα πελώριο ΓΙΑΤΙ. Κι εκείνο το ΓΙΑΤΙ, ευθύς που ανοίξανε τα σχολεία, δεν άργησε να γίνει κραυγή – όρκος κι απόφαση και κραυγή για τη λευτεριά μας».
Το ημερολόγιο της Μαρίας Μανωλάκου που μετέδωσε η ΕΡΤ, στην εκπομπή «Γνωστά και άγνωστα κείμενα της πεζογραφίας μας», ξεκινά στις 10 Μαΐου 1941
«Τώρα γυρίζουμε στην Πάτρα. Καημένε μουντζούρη. Εσύ που μας πήγαινες σε τόσες χαρές, κουβάλα τώρα τους σκλάβους. Γι’ αυτό η μάνα μου και η θεία μου ξανάβαλα τα πένθιμα, για τη σκλαβιά. Και μου ρίχνουν κάτι ματιές σαν να μου λένε: «αν σε έβλεπε ο πατέρας σου…».
«Αχ ναι, ο πατέρας ήταν παλληκάρι, ενώ εγώ και μόνο που τους είδα στον Ψαθόπυργο πήγα να κρεπάρω. Μα όχι δεν κλαίω…ειν’ απ΄τον καπνό. Ψέματα, ποιον καπνό, απ΄τη φούρκα μου είναι, αδύνατο να το χωνέψω πως είμαστε σκλάβοι […] Να΄τοι πάλι οι κατάμαυροι χάροι. Μπαίνουμε στο σταθμό. Κλαίει άλλος Έλληνας. Ελένη; Αυτοί βλέπουν, Ελένη. Ντροπή, τι θα’ λεγε ο πατέρας…»
14 Μαΐου 1941
«[….] Πώς θα περάσει η βραδιά; Έξω Μάης, χαρά Θεού και να΄σαι μαντρωμένος! Η θεία Φανούλα κάνει την αδιάφορη. Ξέρω τι λαχταρά η καρδούλα της, μια βόλτα στο μόλο, μα πάει κι ο μόλος μας, τον έφραξαν οι Ούνοι. Όλο μετράει και ξαναμετράει τους πόντους στη φανέλα του στρατιώτη, θείτσα μου πού στρατός και ποιος θα τη φορέσει; Δεν σάλεψε καθόλου που πέρασε η περίπολος γκαπ – γκουπ στον έρημο δρόμο Η αφήγηση συνεχίζεται λίγο πιο κάτω με τον βομβαρδισμό της Πάτρας από τους Ιταλούς, στι; 28 Οκτωβρίου 1940
Βράδυ.
[…] Αναρωτιέμαι λοιπόν ξανά και ξανά, έλα Χριστέ μου..πώς έγιναν όλα τούτα τα φοβερά; Σαν αστραπή. Εκεί που μας έδειχνα ο καμπούρης την κυρία Σλήμαν, με τα στολίδια της ωραίας Ελένης – και δώσ’ του εμείς χάχανα από κάτου – ξάφνου…γουρλώνει τα μάτια, του πέφτει το βιβλίο. Είχε δει τις μπόμπες απ’ το παράθυρο, τις είδαμε κι εμείς. Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Η γη να τρέμει, τα κορίτσια να κλαίνε, αεροπλάνα, σειρήνες, πανδαιμόνιο. Μας κλείνουν την πόρτα του σχολείου, πηδάμε τον φράκτη, έξω η πόλη να καίγεται.Όλοι τρέχανε να γλιτώσουμε στα χωράφια. Φύγαμε κι εμείς άρον άρον για το χωριό. Πόλεμος με την Ιταλία!...Και μετά ο φοβερός κεραυνός. Ο Χίτλερ»
Άνοιξη 1941 - Η πόλη ερημώνει
15 Μαΐου 1941
«Τι νέκρα κι αυτή!Έκανα μια βόλτα σ΄όλη τη γειτονιά κι έπαθα κρυοπάγημα τρίτου βαθμού. Μια βδομάδα τώρα που γυρίσαμε, φύλλο δεν κουνιέται. Εκεί στο χωριό, δεν την καταλαβαίνεις τη σκλαβιά, ενώ εδώ, κάθε βήμα σου τη θυμίζει. Το μπακάλικο κλειστό, το γαλατάδικο κλειστό, ο καρβουνιάρης κλειστός και στο Μαρκάτο, μόνο εκεί κάτι γίνεται».
24 Μαϊου 1941
«Συναγερμός στην Κολοκοτρώνη. Κυρά Νικόλαινα στο μαγαζί, άρα..γάλα ενόψει!Χαρά εμείς…κατσαρόλα και βουή να προλάβω, μη μου πάρουν τη σειρά. Στο γαλατάδικο λες και είχε δώσει ραντεβού όλη η γειτονίτσα μας, πρώτη φορά που βλεπόμαστε μετά την κατοχή. Μόνο που μείναμε..με τα φιλιά και τις κατσαρόλες.
-Πού γάλα, πού τέτοιο καλό, μας έκοψε τη φόρα η κυρά Νικόλαινα, δεν αφήνουν τίποτα για μας οι αφορεσμένοι. Έτσι τ΄άνοιξε λέει, για παρηγοριά (ωραία παρηγοριά, γαλατάδικο χωρίς γάλα).»
Τον Ιούνιο του 1941 το σχολείο ξανανοίγει.
11 Ιουνίου 1941
«Όχι αυτό δεν είναι το σχολείο που ξέραμε. Είναι κάτι άλλο,σαν τι δεν ξέρω, πάντως αλλιώτικο. Μόλις γυρίζω από την πιο παράξενη μέρα της ζωής μου. Πρωί,πρωί το καλαμπούρι έδινε κι έπαιρνε. Το Α΄Αρρένων πείραζε το Αρσάκειο.ΤΟ Αρσάκειο δούλευε εμάς τα Γυμνάσια (περνάς από το πρώτο, βρωμάει το χνώτο, περνάς από το δεύτερο, αμπέλι ξέφραφο). Τέλος Πάντων τα ξέρουμε αυτά, γινόταν το σώσε. Όλα καλά ώσπου να φτάσουμε στο σχολείο. Με το έμπα στην αυλή πάει το κέφι. Πόσες μαυροφόρες..Ένα σωρό κορίτσια έχουν τους δικούς τους χαμένους στον πόλεμο, μαύρισε το μάτι μας, κι η καρδιά μας. Τι να πεις και τι να κάνεις σε τέτοια συφορά, τρέξαμε βέβαια κοντά τους, μ’αντί για παρηγορία, κλαίγαμε μαζί τους κι εμείς.»
Πάτρα και «μαύρη» αγορά
30 Οκτωβρίου 1941
«Ο κόσμος πουλάει…πουλάει…πουλάει…Κι αυτός αγοράζει…αγοράζει..αγοράζει. Βούτηξε κιόλας το τρίτο σερβίτσιο, το πέμπτο χαλί και το δεύτερο σπίτι. Και μας κορδώνεται κι από πάνου πως είναι ατσίδας. Κι όλοι οι άλλοι που ξεπουλάνε το έχει τους γιατί, γιατί ψοφάνε της πείνας, είναι κορόιδα. Άκου θράσος[…]
Κι εμείς να΄χουμε την ανάγκη του, γιατί τα ντουλάπια μας όλο κι αδειάζουν..».
12 Δεκεμβρίου 1941
«Και τώρα πώς γράφουν μαθηματικά; Μπόμπες σειρήνες, αντιαεροπορικά, συμμαχική συναυλία!Όλη τη νύχτα η Πάτρα χοροπήδαγε, κανείς δεν έκλεισε μάτι απόψε. Τ΄αυτιά μου βουίζουν ακόμα, πού μυαλό για διαγώνισμα με τέτοιο πατατράκ, εξισώσεις, ημίτονα, συνημίτονα, όλα πάνε περίπατο πετάξανε με τ’ άεροπλάνα…»
Η Μαρία Μανωλάκου γεννήθηκε στην Πάτρα όπου και έμενε. Έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 2009. Ως μαθήτρια συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στο εφηβικό της ημερολόγιο έχει διασωθεί η εμπειρία της εκείνης της εποχής Η Μαρία Μανωλάκου έγραψε ποίηση, πεζογραφία αλλά και κείμενα για το ραδιόφωνο.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Από το Ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής», δεύτερη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε. Αθήνα.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Προσοχή: Αν σας έρθει αυτό το μήνυμα στο viber μην το ανοίξετε
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ