2015-10-27 23:36:42
Δεν ήρθαμε σε αυτή τη ζωή για να μείνουμε μόνοι. Οφείλουμε να ζευγαρώνουμε. Πρώτα και κύρια για το δικό μας το καλό. Για να έχουμε, ας πούμε, κάποιον να μας σώσει αν τρώγοντας στραβοκαταπιούμε και κινδυνέψουμε να πνιγούμε. Για να έχουμε, ας πούμε, κάποιον να τρίβει την ευπαθή μέση μας, εκεί που δεν φτάνουν τα δικά μας χέρια. Αν λοιπόν η κοινωνία το βάζει ως όρο, αν λοιπόν η κοινωνία σου δίνει ένα περιθώριο να μην είσαι μόνος, το κάνει κατεξοχήν για σένα. Υπάρχει μια βαθιά χρηστικότητα στην συμπόρευση με έναν άλλο άνθρωπο στο πλάι σου.Αν τώρα εσύ δεν τα καταφέρεις να βρεις κάποιον να είστε μαζί, δικαίωμά σου μεν, με το ζόρι κανείς δεν θα σε ζευγαρώσει, αλλά από ένα σημείο και ύστερα ελπίζουμε να μην έχεις την απαίτηση να θεωρούμε ότι ανήκεις στο ίδιο είδος με εμάς.Όχι, δεν είμαστε πια το ίδιο.Ήθελες απομόνωση, απομονώσου ζώον.Έκανες τις επιλογές σου, θα υποστείς τις συνέπειες. Εμείς ως κοινωνία έτσι είμαστε δομημένοι. Κι επίσης εμείς ως κοινωνία προσπαθήσαμε να σε βοηθήσουμε. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που ζει μόνος, που δεν προσπάθησαν οι φίλοι του ή οι συγγενείς του να του βρουν ταίρι, που δεν κανόνισαν έτσι ή αλλιώς να βγει με τον ένα ή τον άλλο για να δουν αν ταιριάζουν.
Έτσι, και στον κόσμο του «Αστακού» όταν κάποιος έχει μείνει μόνος, στο ξενοδοχείο που τον πάνε έχει ένα ορισμένο διάστημα για να βρει ταίρι. Ειδάλλως θα μεταμορφωθεί σε ζώο. Ευτυχώς η επιλογή του ζώου στο οποίο θα μεταμορφωθεί ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον. Και αν ισχύει για κάθε ταινία πως όσο λιγότερα ξέρεις για αυτήν τόσο πιο ανοιχτός σε συγκινήσεις και ξαφνιάσματα είσαι, ειδικά για έργα σαν τον «Αστακό» θα ήταν τόσο πολύ καλύτερα να μην ξέρεις το βασικό τους εύρημα, θα ήταν τόσο πολύ καλύτερα να το ανακαλύπτεις στα πρώτα λεπτά της ταινίας και να μην έχεις πάει προετοιμασμένος από πριν. Έτσι, όταν στα πρώτα της λεπτά ο Κόλιν Φάρελ βρίσκεται στην υποδοχή του ξενοδοχείου και δίνει τα απαραίτητα για το τσεκ ιν στοιχεία κι έχει μαζί του ένα πολύ όμορφο σκυλί κι η υπάλληλος τον ρωτάει για το σκυλί κι εκείνος της λέει «Είναι ο αδελφός μου, ίσως τον θυμάστε, είχε έρθει εδώ πριν λίγα χρόνια αλλά δεν τα κατάφερε», προσπαθώ να φανταστώ πως θα ήταν να βλέπεις τη σκηνή μην ξέροντας τίποτα για την ταινία, προσπαθώ να φανταστώ την ευφορία που στερήθηκα γνωρίζοντας το βασικό εύρημα του έργου κι έχοντας ήδη δει σκηνή στο τρέιλερ. Διόλου απίθανο να μνημονεύω τη σκηνή εδώ με υποσυνείδητη εκδικητικότητα για να μη νιώσει κανείς την ευφορία που στερήθηκα. Αλλά τι ωραίο να ξεκινάς μια ταινία βλέποντας γαϊδούρια και σκύλους και να μην ξέρεις τίποτα για αυτή και να νομίζεις ότι αυτό που βλέπεις επιδέχεται μίας και μόνης ανάγνωσης, ότι πρόκειται αυτονόητα για -τι άλλο-, για γαϊδούρια και σκύλους.Εύγε.
Αν όμως αυτή είναι η νόρμα, αν αυτή είναι η νομιμότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει και η παρανομία. Δε νοείται νόμος χωρίς παρανομία, πρόκειται για δίπολο. Εκτός λοιπόν από το νόμο των πολλών και τον τρόπο των πολλών, υπάρχει και ο τρόπος των λιγότερων. Κι αν ο τρόπος τους είναι εκτός των θεσμικών πρέπει, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν έχουν τα δικά τους εξίσου άκαμπτα πρέπει, το δικό τους σύστημα, τις δικές τους ποινές. Στον «Αστακό» οι εκ πεποιθήσεως εργένηδες, οι μοναχικοί, ζουν στο δάσος κυνηγημένοι αλλά με τους δικούς τους εξίσου άγριους νόμους. Δυο κατηγορίες, δυο κοινωνικά σύνολα, δύο μορφές κοινωνικών πιέσεων. Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι με τους άλλους.
Ο «Αστακός» δεν είναι μόνο η μακράν πιο ρομαντική ταινία του Λάνθιμου, η σύγκριση με τις υπόλοιπες ταινίες του ως προς το θέμα αυτό θα ήταν ούτως ή άλλως σαν να κλέβεις εκκλησία. Όχι, ο «Αστακός» είναι βαθύτατα ρομαντική ταινία σε σύγκριση και με τις ταινίες των άλλων. Eίχαμε αναφερθεί παλιότερα με αφορμή δυο άλλα φιλμ στο πόσο πρόκληση είναι να μιλήσεις σήμερα για τον έρωτα με τρόπο διαφορετικό, χωρίς να αναπαριστάς κώδικες χιλιοειδωμένους. Οι καθαυτές ρομαντικές σκηνές στον «Αστακό» είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και κινηματογραφούνται με τυπικό λανθιμικό τρόπο, αντιδραματικά, αποστασιοποιημένα, σχεδόν ειρωνικά. Ένα απόλυτα ερωτευμένο ζευγάρι, ενώ θα έπρεπε να κρατηθεί δεν κρατιέται, κι αρχίζει να φιλιέται με πάθος, μπροστά σε άλλους. Προσποιείται ότι προσποιείται, προσποιείται ότι αναπαριστά το ερωτευμένο ζευγάρι ενώ είναι ερωτευμένο ζευγάρι, προσποιείται ότι αντιγράφει τον εξωτερικό κώδικα μιας συμπεριφοράς που κανονικά αντανακλά εντονότατα εσωτερικά συναισθήματα, ενώ δεν αντιγράφει μόνο τον εξωτερικό κώδικα, φιλιέται στα αλήθεια.
Αυτή η διάσταση προσομοίωσης και αληθινής πράξης κι αυτή η διερώτηση για τα μεταξύ τους όρια είναι συχνή στο έργο του Λάνθιμου. Στην «Κινέττα» ένας άντρας τραβολογάει μια γυναίκα αναπαριστώντας ένα έγκλημα, όντας ταυτόχρονα ο δράστης και ο αφηγητής. Την ώρα που την τραβολογάει δηλαδή διηγείται φωναχτά τι συμβαίνει, ενώ ένας τρίτος άνθρωπος τους κινηματογραφεί. Σαν μια ακόμη κινηματογραφική σκηνή κυνηγητού και βίας, όπου όμως δεν αποτελεί βία, είναι παράδοξη και σχεδόν κωμική, αποδομείται πλήρως η βία από το ότι όλα γίνονται στο σλοου μόσιον και από την ταυτόχρονη αφήγηση του δράστη. Στις «Άλπεις» πάλι, μια μικρή ομάδαειδικεύεται στο να βοηθά ανθρώπους που έχουν χάσει συγγενείς, συντρόφους ή φίλους να ξεπεράσουν πιο εύκολα την απώλεια, καθώς τα μέλη της υποδύονται τους ανθρώπους που έχουν οριστικά χαθεί. Κανονίζουν ραντεβού στα οποία φορούν τα ρούχα που εκείνοι φορούσαν, επαναλαμβάνουν λόγια που εκείνοι έλεγαν, φέρονται όπως εκείνοι φέρονταν. Αν στις προηγούμενες ταινίες αυτές οι παράταιρες προσομοιώσειςλειτουργούσαν με τρόπο υπονομευτικό της συγκίνησης, στον «Αστακό» όταν ο Φάρελ φιλιέται με την Βάις, το όλο σκηνικό παραμένει εντελώς παράταιρο, ψυχρό και υπονομευτικό, αλλά η συγκίνηση έρχεται να εκμεταλλευθεί αυτή την παραδοξότητα και να ανθίσει μέσα της και εξαιτίας της. Τους επιτρέπεται να μιμηθούν ένα φιλί και θα φιληθούν στα αλήθεια και θα χάσουν τον έλεγχο και οι κιθάρες δίπλα θα παίζουν κάτι άσχετο και η εικόνα μάταια θα προσπαθεί να αποδομήσει όσα γίνονται, αφού δεν γίνεται πια να αποδομηθεί, αυτοί οι δύο άνθρωποι φιλιούνται στα αλήθεια. Οι κοπέλες στο ξεκίνημα του «Attenberg»φιλιούνταν αντιγράφοντας τις κινήσεις που κάνει το ανθρώπινο στόμα όταν φιλά. Εδώ έχουμε ένα φιλί που είναι φιλί, ένα φιλί που χρησιμοποιεί την προσομοίωση ως πρόσχημα.
Αν μπορείς να καταλογίσεις κάτι στον «Αστακό» είναι μόνο ότι δεν είναι «Κυνόδοντας». Ο «Κυνόδοντας» είναι υποδειγματική ταινία, ταινία όπου όλα λειτουργούν, ταινία χωρίς απολύτως καμία τρύπα, χωρίς απολύτως καμία ανορθογραφία, χωρίς απολύτως κανένα ψεγάδι. Ωστόσο ενώ με την επόμενη του «Κυνόδοντα» ταινία, τις «Άλπεις», είχε επιβεβαιωθεί μεν η δυνατότητα για εξαιρετικές αρχικές ιδέες αλλά και διαφανεί ταυτόχρονα ο κίνδυνος οι εξαιρετικές αρχικές ιδές να χάσουν τελείως το δρόμο τους στην πορεία και να χαθούν, ευτυχώς ο «Αστακός» μπορεί να έχει λίγα τρωτά σημεία, αλλά συνολικά μιλώντας καθόλου δεν χάνει το δρόμο του και εξελίσσει την αρχική του ιδέα ως το τέλος της. Κι επειδή μιλάμε και ξαναμιλάμε για τον Λάνθιμο και στο σινεμά μιλάμε και ξαναμιλάμε για τους σκηνοθέτες, ωσάν το τι καλούνται να σκηνοθετήσουν να είναι μη σημαντικό, είναι ευτύχημα ότι γενικά έχουμε αρχίσει να μιλάμε και για την καθοριστική συμβολή του Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο. Όσο πειραματική κι αν ήταν η «Κινέττα» κι όσο αδόκιμη ενδεχομένως είναι η σύγκρισή της με τις τρεις επόμενες ταινίες του Λάνθιμου, είναι καταφανής η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια ταινία που μόνο αισθητικά έχει ενδιαφέρον και στις τρεις κατοπινές ταινίες, όπου ο Λάνθιμος από κοινού πλέον με τον Φιλίππου χτίζουν τον δικό τους αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό κόσμο, έναν κόσμο όπου μιλάει εντελώς για εμάς τους ίδιους, έναν κόσμο όπου βασικές συνθήκες της ζωής μας φωτίζονται υπό ένα φως αλλόκοτο, έναν κόσμο που μας ξενίζει αρχικά, μόνο και μόνο για να σκεφτούμε πόσο εντελώς μας αφορούν αυτά που λέει.
Για του λόγου το αληθές, όταν πήγα να δω την ταινία, στην ουρά για το εισιτήριο είναι μπροστά μου ένας άνδρας γύρω στα 45 - 50. Με ρωτάει αν έχω έρθει μόνος. Του απαντάω ναι. Με ρωτάει αν γίνεται να πούμε ότι είμαστε μαζί, γιατί το σινεμά τα δύο εισιτήρια μαζί τα δίνει φτηνότερα από τα δύο μεμονωμένα. Ζητάω όντως δύο εισιτήρια, τα παίρνουμε φτηνότερα, η σύντομη σχέση μας τερματίζεται εκεί, κανείς δεν θα μας μεταμόρφωνε σε ζώα που πήγαμε μόνοι μας, αλλά ένα κίνητρο για να μην είμαστε μόνοι μας (ή αντίστροφα μια ποινικοποίηση της μοναχικότητας) υπήρχε ήδη στο ταμείο πριν ξεκινήσει η ταινία.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Old Boy
Έτσι, και στον κόσμο του «Αστακού» όταν κάποιος έχει μείνει μόνος, στο ξενοδοχείο που τον πάνε έχει ένα ορισμένο διάστημα για να βρει ταίρι. Ειδάλλως θα μεταμορφωθεί σε ζώο. Ευτυχώς η επιλογή του ζώου στο οποίο θα μεταμορφωθεί ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον. Και αν ισχύει για κάθε ταινία πως όσο λιγότερα ξέρεις για αυτήν τόσο πιο ανοιχτός σε συγκινήσεις και ξαφνιάσματα είσαι, ειδικά για έργα σαν τον «Αστακό» θα ήταν τόσο πολύ καλύτερα να μην ξέρεις το βασικό τους εύρημα, θα ήταν τόσο πολύ καλύτερα να το ανακαλύπτεις στα πρώτα λεπτά της ταινίας και να μην έχεις πάει προετοιμασμένος από πριν. Έτσι, όταν στα πρώτα της λεπτά ο Κόλιν Φάρελ βρίσκεται στην υποδοχή του ξενοδοχείου και δίνει τα απαραίτητα για το τσεκ ιν στοιχεία κι έχει μαζί του ένα πολύ όμορφο σκυλί κι η υπάλληλος τον ρωτάει για το σκυλί κι εκείνος της λέει «Είναι ο αδελφός μου, ίσως τον θυμάστε, είχε έρθει εδώ πριν λίγα χρόνια αλλά δεν τα κατάφερε», προσπαθώ να φανταστώ πως θα ήταν να βλέπεις τη σκηνή μην ξέροντας τίποτα για την ταινία, προσπαθώ να φανταστώ την ευφορία που στερήθηκα γνωρίζοντας το βασικό εύρημα του έργου κι έχοντας ήδη δει σκηνή στο τρέιλερ. Διόλου απίθανο να μνημονεύω τη σκηνή εδώ με υποσυνείδητη εκδικητικότητα για να μη νιώσει κανείς την ευφορία που στερήθηκα. Αλλά τι ωραίο να ξεκινάς μια ταινία βλέποντας γαϊδούρια και σκύλους και να μην ξέρεις τίποτα για αυτή και να νομίζεις ότι αυτό που βλέπεις επιδέχεται μίας και μόνης ανάγνωσης, ότι πρόκειται αυτονόητα για -τι άλλο-, για γαϊδούρια και σκύλους.Εύγε.
Αν όμως αυτή είναι η νόρμα, αν αυτή είναι η νομιμότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει και η παρανομία. Δε νοείται νόμος χωρίς παρανομία, πρόκειται για δίπολο. Εκτός λοιπόν από το νόμο των πολλών και τον τρόπο των πολλών, υπάρχει και ο τρόπος των λιγότερων. Κι αν ο τρόπος τους είναι εκτός των θεσμικών πρέπει, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν έχουν τα δικά τους εξίσου άκαμπτα πρέπει, το δικό τους σύστημα, τις δικές τους ποινές. Στον «Αστακό» οι εκ πεποιθήσεως εργένηδες, οι μοναχικοί, ζουν στο δάσος κυνηγημένοι αλλά με τους δικούς τους εξίσου άγριους νόμους. Δυο κατηγορίες, δυο κοινωνικά σύνολα, δύο μορφές κοινωνικών πιέσεων. Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι με τους άλλους.
Ο «Αστακός» δεν είναι μόνο η μακράν πιο ρομαντική ταινία του Λάνθιμου, η σύγκριση με τις υπόλοιπες ταινίες του ως προς το θέμα αυτό θα ήταν ούτως ή άλλως σαν να κλέβεις εκκλησία. Όχι, ο «Αστακός» είναι βαθύτατα ρομαντική ταινία σε σύγκριση και με τις ταινίες των άλλων. Eίχαμε αναφερθεί παλιότερα με αφορμή δυο άλλα φιλμ στο πόσο πρόκληση είναι να μιλήσεις σήμερα για τον έρωτα με τρόπο διαφορετικό, χωρίς να αναπαριστάς κώδικες χιλιοειδωμένους. Οι καθαυτές ρομαντικές σκηνές στον «Αστακό» είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και κινηματογραφούνται με τυπικό λανθιμικό τρόπο, αντιδραματικά, αποστασιοποιημένα, σχεδόν ειρωνικά. Ένα απόλυτα ερωτευμένο ζευγάρι, ενώ θα έπρεπε να κρατηθεί δεν κρατιέται, κι αρχίζει να φιλιέται με πάθος, μπροστά σε άλλους. Προσποιείται ότι προσποιείται, προσποιείται ότι αναπαριστά το ερωτευμένο ζευγάρι ενώ είναι ερωτευμένο ζευγάρι, προσποιείται ότι αντιγράφει τον εξωτερικό κώδικα μιας συμπεριφοράς που κανονικά αντανακλά εντονότατα εσωτερικά συναισθήματα, ενώ δεν αντιγράφει μόνο τον εξωτερικό κώδικα, φιλιέται στα αλήθεια.
Αυτή η διάσταση προσομοίωσης και αληθινής πράξης κι αυτή η διερώτηση για τα μεταξύ τους όρια είναι συχνή στο έργο του Λάνθιμου. Στην «Κινέττα» ένας άντρας τραβολογάει μια γυναίκα αναπαριστώντας ένα έγκλημα, όντας ταυτόχρονα ο δράστης και ο αφηγητής. Την ώρα που την τραβολογάει δηλαδή διηγείται φωναχτά τι συμβαίνει, ενώ ένας τρίτος άνθρωπος τους κινηματογραφεί. Σαν μια ακόμη κινηματογραφική σκηνή κυνηγητού και βίας, όπου όμως δεν αποτελεί βία, είναι παράδοξη και σχεδόν κωμική, αποδομείται πλήρως η βία από το ότι όλα γίνονται στο σλοου μόσιον και από την ταυτόχρονη αφήγηση του δράστη. Στις «Άλπεις» πάλι, μια μικρή ομάδαειδικεύεται στο να βοηθά ανθρώπους που έχουν χάσει συγγενείς, συντρόφους ή φίλους να ξεπεράσουν πιο εύκολα την απώλεια, καθώς τα μέλη της υποδύονται τους ανθρώπους που έχουν οριστικά χαθεί. Κανονίζουν ραντεβού στα οποία φορούν τα ρούχα που εκείνοι φορούσαν, επαναλαμβάνουν λόγια που εκείνοι έλεγαν, φέρονται όπως εκείνοι φέρονταν. Αν στις προηγούμενες ταινίες αυτές οι παράταιρες προσομοιώσειςλειτουργούσαν με τρόπο υπονομευτικό της συγκίνησης, στον «Αστακό» όταν ο Φάρελ φιλιέται με την Βάις, το όλο σκηνικό παραμένει εντελώς παράταιρο, ψυχρό και υπονομευτικό, αλλά η συγκίνηση έρχεται να εκμεταλλευθεί αυτή την παραδοξότητα και να ανθίσει μέσα της και εξαιτίας της. Τους επιτρέπεται να μιμηθούν ένα φιλί και θα φιληθούν στα αλήθεια και θα χάσουν τον έλεγχο και οι κιθάρες δίπλα θα παίζουν κάτι άσχετο και η εικόνα μάταια θα προσπαθεί να αποδομήσει όσα γίνονται, αφού δεν γίνεται πια να αποδομηθεί, αυτοί οι δύο άνθρωποι φιλιούνται στα αλήθεια. Οι κοπέλες στο ξεκίνημα του «Attenberg»φιλιούνταν αντιγράφοντας τις κινήσεις που κάνει το ανθρώπινο στόμα όταν φιλά. Εδώ έχουμε ένα φιλί που είναι φιλί, ένα φιλί που χρησιμοποιεί την προσομοίωση ως πρόσχημα.
Αν μπορείς να καταλογίσεις κάτι στον «Αστακό» είναι μόνο ότι δεν είναι «Κυνόδοντας». Ο «Κυνόδοντας» είναι υποδειγματική ταινία, ταινία όπου όλα λειτουργούν, ταινία χωρίς απολύτως καμία τρύπα, χωρίς απολύτως καμία ανορθογραφία, χωρίς απολύτως κανένα ψεγάδι. Ωστόσο ενώ με την επόμενη του «Κυνόδοντα» ταινία, τις «Άλπεις», είχε επιβεβαιωθεί μεν η δυνατότητα για εξαιρετικές αρχικές ιδέες αλλά και διαφανεί ταυτόχρονα ο κίνδυνος οι εξαιρετικές αρχικές ιδές να χάσουν τελείως το δρόμο τους στην πορεία και να χαθούν, ευτυχώς ο «Αστακός» μπορεί να έχει λίγα τρωτά σημεία, αλλά συνολικά μιλώντας καθόλου δεν χάνει το δρόμο του και εξελίσσει την αρχική του ιδέα ως το τέλος της. Κι επειδή μιλάμε και ξαναμιλάμε για τον Λάνθιμο και στο σινεμά μιλάμε και ξαναμιλάμε για τους σκηνοθέτες, ωσάν το τι καλούνται να σκηνοθετήσουν να είναι μη σημαντικό, είναι ευτύχημα ότι γενικά έχουμε αρχίσει να μιλάμε και για την καθοριστική συμβολή του Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο. Όσο πειραματική κι αν ήταν η «Κινέττα» κι όσο αδόκιμη ενδεχομένως είναι η σύγκρισή της με τις τρεις επόμενες ταινίες του Λάνθιμου, είναι καταφανής η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια ταινία που μόνο αισθητικά έχει ενδιαφέρον και στις τρεις κατοπινές ταινίες, όπου ο Λάνθιμος από κοινού πλέον με τον Φιλίππου χτίζουν τον δικό τους αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό κόσμο, έναν κόσμο όπου μιλάει εντελώς για εμάς τους ίδιους, έναν κόσμο όπου βασικές συνθήκες της ζωής μας φωτίζονται υπό ένα φως αλλόκοτο, έναν κόσμο που μας ξενίζει αρχικά, μόνο και μόνο για να σκεφτούμε πόσο εντελώς μας αφορούν αυτά που λέει.
Για του λόγου το αληθές, όταν πήγα να δω την ταινία, στην ουρά για το εισιτήριο είναι μπροστά μου ένας άνδρας γύρω στα 45 - 50. Με ρωτάει αν έχω έρθει μόνος. Του απαντάω ναι. Με ρωτάει αν γίνεται να πούμε ότι είμαστε μαζί, γιατί το σινεμά τα δύο εισιτήρια μαζί τα δίνει φτηνότερα από τα δύο μεμονωμένα. Ζητάω όντως δύο εισιτήρια, τα παίρνουμε φτηνότερα, η σύντομη σχέση μας τερματίζεται εκεί, κανείς δεν θα μας μεταμόρφωνε σε ζώα που πήγαμε μόνοι μας, αλλά ένα κίνητρο για να μην είμαστε μόνοι μας (ή αντίστροφα μια ποινικοποίηση της μοναχικότητας) υπήρχε ήδη στο ταμείο πριν ξεκινήσει η ταινία.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Την συνέλαβαν για 265.000 ευρώ χρέη προς το Δημόσιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ