2015-11-09 05:54:08
Η Αθήνα γιορτάζει, η Αθήνα τρέχει, η Αθήνα... ζει στους ρυθμούς του 33ου αυθεντικού Μαραθωνίου.
Της διαδρομής, από τον τύμβο του Μαραθώνα, ως το Παναθηναϊκό Στάδιο, το «Καλλιμάρμαρο», εις ανάμνηση της πορείας ενός Αθηναίου οπλίτη, που δεν ήταν φυσικά ο Φειδιππίδης, που αρματωμένος έτρεξε για να ανακοινώσει στους Αθηναίους την είδηση της νίκης των ανδρών του Μιλτιάδη επί των Περσών το 490 π.Χ., αναφωνώντας «νενικήκαμεν», πριν ξεψυχήσει.
Όταν όμως ακούς τη λέξη «Μαραθώνιος», δεν σου έρχεται στο μυαλό, ούτε ο Αθηναίος οπλίτης, ούτε ο δρομέας Φειδιππίδης, που καθιέρωσε το «Σπάρταθλο».
Μονομιάς, στο άκουσμα της λέξης «Μαραθώνιος», έρχεται στο νου η εικόνα εκείνου του νερουλά από το Μαρούσι, του «μυστακοφόρου» με τη φουστανέλα, στην περίφημη φωτογραφία του Άλμπερτ Μάγιερ, του φωτογράφου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 1896.
Είναι ο Σπύρος Λούης, ο άνθρωπος που έγινε ήρωας και «ημίθεος» για μία μέρα, με τους Αθηναίους να είναι έτοιμοι ακόμα και να γκρεμίσουν τα τείχη της πόλης όπως γινόταν στην Αρχαιότητα, αφού ο 24χρονος νερουλάς, έκανε τους Έλληνες περήφανους, μιας και η νίκη στο Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων, αποτελούσε... «εθνική υπόθεση».
Ήταν τόση η «κάψα» των επιφανών Ελλήνων για να είναι ελληνικής καταγωγής ο νικητής του Μαραθωνίου, του αγωνίσματος που αποτέλεσε ιδέα των Μισέλ Μπραλ και Πιέρ ντε Κουμπερντέν, που ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν «γη και ύδωρ» στα πόδια του νικητή.
Οι κουρείς πρόσφεραν δωρεάν ξυρίσματα εφ’ όρου ζωής, οι ράφτες ακριβά κοστούμια, ο Σπυρίδωνας Παυλίδης υποσχόταν να δώσει στο νικητή του Μαραθωνίου τόση σοκολάτα όσο και το βάρος του, ενώ ο Γεώργιος Αβέρωφ, έταζε ακόμα και το χέρι της κόρης του.
Ολυμπιονίκης για τα μάτια μιας Ελένης
Το γεγονός πως ο νικητής του Μαραθωνίου θα γινόταν αυτόματα «εθνικός ήρωας», έδωσε στην αγαπημένη του 24χρονου τότε Μαρουσιώτη, Ελένη, την ιδέα για να συμμετάσχει ο καλός της.
Οι γονείς της Ελένης, δεν ήθελαν για γαμπρό των φτωχό νερουλά, που βοηθούσε τον πατέρα του να κουβαλάει νερό από σπίτι σε σπίτι, σε μια φτωχή Αθήνα που δεν είχε καν κεντρικό υδρευτικό δίκτυο.
Έτσι η Ελένη σκέφτηκε, πως θα μπορούσε ο αγαπημένος της Σπύρος, να γίνει αποδεκτός από το οικογενειακό της περιβάλλον, αν συμμετείχε και κέρδιζε τον αγώνα και φυσικά τη δόξα και το χρυσάφι, που έταζαν τότε όλοι στον νικητή.
Στους αγώνες από το... παράθυρο
Ο μετέπειτα πρώτος νικητής του Μαραθωνίου, δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του. Γεννημένος στις 12 Ιαουναρίου του 1873 στο Μαρούσι, ο Λούης, είχε σκληραγωγηθεί στη δουλειά από μικρός. Οι διαδρομές που έκανε, φορτωμένος με λίτρα νερό καθημερινά, ήταν η μόνη προπόνηση, για τον άνθρωπο που έγινε ο γρηγορότερος Μαραθωνοδρόμος του κόσμου το 1896.
Στους πρώτους προκριματικούς αγώνες που έγιναν αρχές Μαρτίου του 1896, για να βγουν οι έξι Έλληνες συμμετέχοντες στο Μαραθώνιο, ο Λούης δεν πήρε καν μέρος. Νικητής τότε ήταν ο δρομέας Χαρίλαος Βασιλάκος – δεύτερος στους Ολυμπιακούς-.
Ωστόσο, όταν αποφασίστηκε οι αθλητές που θα τρέξουν για την Ελλάδα να είναι δέκα και όχι έξι τελικά, έγιναν και δεύτεροι, συμπληρωματικοί αγώνες. Εκεί ο Σπύρος Λούης δεν τα κατάφερε, αφού τερμάτισε πέμπτος.
Ο υπεύθυνος όμως του Μαραθωνίου, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, που ήξερε τον Λούη, αφού είχε υπάρξει διοικητής του στο στρατό, κατάφερε να βάλει τον Λούη στους αγώνες από το... παράθυρο.
«Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα για τσιγάρα στο Σύνταγμα και επέστρεφε σε 20 λεπτά» φαίνεται πως είχε πει τότε ο Παπαδιαμαντόπουλος, για να στηρίξει τη συμμετοχή του πρώην στρατιώτη του.
Στην αγκαλιά του βασιλιά
Στις 29 Μαρτίου του 1896 θα ξεκινήσουν από τον τύμβο του Μαραθώνα, 25 δρομείς στον πρώτο Μαραθώνιο της ιστορίας. Γάλλοι, Αυστραλοί, Ούγγροι και Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους ο κορυφαίος δρομέας της εποχής Χαρίλαος Βασιλάκος και φυσικά ο Σπύρος Λούης.
Ο Λούης στο Πικέρμι, ήταν ανάμεσα στους τελευταίους, αν και φαίνεται πως είπε σε όσους τον ενημέρωσαν για τη μεγάλη διαφορά «δεν πειράζει, θα τους περάσω όλους».
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο βρίσκονται 70.000 θεατές, ο Σπύρος Λούης μπαίνει πρώτος και επικρατεί η απόλυτη σιγή.
Ο Σπύρος Λούης θα τερματίσει και θα βρεθεί στην αγκαλιά του βασιλιά των Ελλήνων, Γεωργίου.
Μετά από 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ο Λούης θα κόψει το νήμα του τερματισμού πρώτος απ’ όλους και θα χαρίσει εθνική υπερηφάνεια σε ένα φτωχό και ταλαιπωρημένο έθνος.
Ο κόσμος θα τον σηκώσει στα χέρια, θα τον σκεπάσει με την ελληνική σημαία και θα κλάψει από χαρά, την ώρα που ο ντυμένος τσολιάς νερουλάς, θα ακούει τον εθνικό ύμνο από το πρώτο σκαλί του βάθρου.
Η αμφισβήτηση της νίκης
Πολλά είχαν γραφτεί για το αν ήταν «καθαρός» ο Σπύρος Λούης και αν άξιζε όντως τη νίκη.
Η αλήθεια είναι πως η νίκη του θα αμφισβητηθεί, αφού θεωρήθηκε αδιανόητο το γεγονός πως πέρασε τον Χαρίλαο Βασιλάκο, ο οποίος ήταν ο κορυφαίος στα προκριματικά.
Ο Βασιλάκος απόρησε διότι όπως είχε πει, δεν είχε δει ποτέ τον Λούη να τον περνάει στο αγώνα.
Τα «κάρα» που λέγεται πως τον κουβάλησαν σε ένα μεγάλο μήκος της διαδρομής, τα «χωράφια» από τα οποία θεωρείται πως έκοψε δρόμο και το «παλάτι» που θεωρείται πως κάλυψε την αλήθεια, θα αποτελούν πάντα τα φαντάσματα που θα πλανώνται πάνω από τη συγκεκριμένη νίκη, χωρίς να είναι κανείς ικανός να αποκαλύψει τη πραγματικά συνέβη.
Ο Βασιλάκος πάντως, δεν θα καταθέσει ένσταση και θα αφήσει ο Λούη να απολαμβάνει τις δάφνες του νικητή.
Ένα γαϊδούρι ήταν αρκετό
Ο Σπύρος Λούης έζησε σαν θεός για μόλις μία μέρα. Η νίκη του ήταν ένα πραγματικό πυροτέχνημα, αφού μετά από το «Καλιμάρμαρο» εξαφανίστηκε.
Όλοι του έταζαν χρυσάφι, όλοι ήθελαν έστω και να τους σφίξουν το χέρι, ήταν άλλωστε ο νέος λαϊκός ήρωας, όλοι ήθελαν να αγγίξουν ένα μέρος του κορμιού του και ήταν διατεθειμένοι να του χαρίσουν τα πάντα.
Μπροστά στα χρυσάφια, τα πλούτη, τα αξιώματα και τις τιμές, εκείνος έμεινε απαθής. Ζήτησε μόνο ένα γαϊδουράκι, για να μπορεί να βοηθάει τον πατέρα του να μεταφέρει νερό.
Ο Σπύρος Λούης έμεινε στο Μαρούσι, συνέχισε να είναι νερουλάς και τελικά παντρεύτηκε την αγαπημένη Ελένη, την αφορμή που τον οδήγησε να γίνει Ολυμπιονίκης.
Μόνο το 1936 θα βρεθεί και πάλι στο προσκήνιο, όταν ντυμένος τσολιάς, όπως τότε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, θα μπει με την ελληνική σημαία στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, προσφέροντας σε μια πράξη «τραγικής ειρωνείας», ένα κλαδί ελιάς, το σύμβολο της Ειρήνης, στον Αδόλφο Χίτλερ.
Θα φύγει από τη ζωή το 1940. Ο τάφος του στο Μαρούσι, με τους 5 Ολυμπιακούς κύκλους χαραγμένους επάνω και το ασημένιο κύπελλο του Μπραλ, που πούλησε ο εγγονός του αλλά αγόρασε το 2012 το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προσφέροντας το στο ελληνικό κράτος, θα είναι αυτά που θα θυμίζουν για πάντα... τον φτωχό νερουλά Μαραθωνοδρόμο.
Πηγή
Tromaktiko
Της διαδρομής, από τον τύμβο του Μαραθώνα, ως το Παναθηναϊκό Στάδιο, το «Καλλιμάρμαρο», εις ανάμνηση της πορείας ενός Αθηναίου οπλίτη, που δεν ήταν φυσικά ο Φειδιππίδης, που αρματωμένος έτρεξε για να ανακοινώσει στους Αθηναίους την είδηση της νίκης των ανδρών του Μιλτιάδη επί των Περσών το 490 π.Χ., αναφωνώντας «νενικήκαμεν», πριν ξεψυχήσει.
Όταν όμως ακούς τη λέξη «Μαραθώνιος», δεν σου έρχεται στο μυαλό, ούτε ο Αθηναίος οπλίτης, ούτε ο δρομέας Φειδιππίδης, που καθιέρωσε το «Σπάρταθλο».
Μονομιάς, στο άκουσμα της λέξης «Μαραθώνιος», έρχεται στο νου η εικόνα εκείνου του νερουλά από το Μαρούσι, του «μυστακοφόρου» με τη φουστανέλα, στην περίφημη φωτογραφία του Άλμπερτ Μάγιερ, του φωτογράφου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 1896.
Είναι ο Σπύρος Λούης, ο άνθρωπος που έγινε ήρωας και «ημίθεος» για μία μέρα, με τους Αθηναίους να είναι έτοιμοι ακόμα και να γκρεμίσουν τα τείχη της πόλης όπως γινόταν στην Αρχαιότητα, αφού ο 24χρονος νερουλάς, έκανε τους Έλληνες περήφανους, μιας και η νίκη στο Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων, αποτελούσε... «εθνική υπόθεση».
Ήταν τόση η «κάψα» των επιφανών Ελλήνων για να είναι ελληνικής καταγωγής ο νικητής του Μαραθωνίου, του αγωνίσματος που αποτέλεσε ιδέα των Μισέλ Μπραλ και Πιέρ ντε Κουμπερντέν, που ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν «γη και ύδωρ» στα πόδια του νικητή.
Οι κουρείς πρόσφεραν δωρεάν ξυρίσματα εφ’ όρου ζωής, οι ράφτες ακριβά κοστούμια, ο Σπυρίδωνας Παυλίδης υποσχόταν να δώσει στο νικητή του Μαραθωνίου τόση σοκολάτα όσο και το βάρος του, ενώ ο Γεώργιος Αβέρωφ, έταζε ακόμα και το χέρι της κόρης του.
Ολυμπιονίκης για τα μάτια μιας Ελένης
Το γεγονός πως ο νικητής του Μαραθωνίου θα γινόταν αυτόματα «εθνικός ήρωας», έδωσε στην αγαπημένη του 24χρονου τότε Μαρουσιώτη, Ελένη, την ιδέα για να συμμετάσχει ο καλός της.
Οι γονείς της Ελένης, δεν ήθελαν για γαμπρό των φτωχό νερουλά, που βοηθούσε τον πατέρα του να κουβαλάει νερό από σπίτι σε σπίτι, σε μια φτωχή Αθήνα που δεν είχε καν κεντρικό υδρευτικό δίκτυο.
Έτσι η Ελένη σκέφτηκε, πως θα μπορούσε ο αγαπημένος της Σπύρος, να γίνει αποδεκτός από το οικογενειακό της περιβάλλον, αν συμμετείχε και κέρδιζε τον αγώνα και φυσικά τη δόξα και το χρυσάφι, που έταζαν τότε όλοι στον νικητή.
Στους αγώνες από το... παράθυρο
Ο μετέπειτα πρώτος νικητής του Μαραθωνίου, δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του. Γεννημένος στις 12 Ιαουναρίου του 1873 στο Μαρούσι, ο Λούης, είχε σκληραγωγηθεί στη δουλειά από μικρός. Οι διαδρομές που έκανε, φορτωμένος με λίτρα νερό καθημερινά, ήταν η μόνη προπόνηση, για τον άνθρωπο που έγινε ο γρηγορότερος Μαραθωνοδρόμος του κόσμου το 1896.
Στους πρώτους προκριματικούς αγώνες που έγιναν αρχές Μαρτίου του 1896, για να βγουν οι έξι Έλληνες συμμετέχοντες στο Μαραθώνιο, ο Λούης δεν πήρε καν μέρος. Νικητής τότε ήταν ο δρομέας Χαρίλαος Βασιλάκος – δεύτερος στους Ολυμπιακούς-.
Ωστόσο, όταν αποφασίστηκε οι αθλητές που θα τρέξουν για την Ελλάδα να είναι δέκα και όχι έξι τελικά, έγιναν και δεύτεροι, συμπληρωματικοί αγώνες. Εκεί ο Σπύρος Λούης δεν τα κατάφερε, αφού τερμάτισε πέμπτος.
Ο υπεύθυνος όμως του Μαραθωνίου, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, που ήξερε τον Λούη, αφού είχε υπάρξει διοικητής του στο στρατό, κατάφερε να βάλει τον Λούη στους αγώνες από το... παράθυρο.
«Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα για τσιγάρα στο Σύνταγμα και επέστρεφε σε 20 λεπτά» φαίνεται πως είχε πει τότε ο Παπαδιαμαντόπουλος, για να στηρίξει τη συμμετοχή του πρώην στρατιώτη του.
Στην αγκαλιά του βασιλιά
Στις 29 Μαρτίου του 1896 θα ξεκινήσουν από τον τύμβο του Μαραθώνα, 25 δρομείς στον πρώτο Μαραθώνιο της ιστορίας. Γάλλοι, Αυστραλοί, Ούγγροι και Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους ο κορυφαίος δρομέας της εποχής Χαρίλαος Βασιλάκος και φυσικά ο Σπύρος Λούης.
Ο Λούης στο Πικέρμι, ήταν ανάμεσα στους τελευταίους, αν και φαίνεται πως είπε σε όσους τον ενημέρωσαν για τη μεγάλη διαφορά «δεν πειράζει, θα τους περάσω όλους».
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο βρίσκονται 70.000 θεατές, ο Σπύρος Λούης μπαίνει πρώτος και επικρατεί η απόλυτη σιγή.
Ο Σπύρος Λούης θα τερματίσει και θα βρεθεί στην αγκαλιά του βασιλιά των Ελλήνων, Γεωργίου.
Μετά από 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ο Λούης θα κόψει το νήμα του τερματισμού πρώτος απ’ όλους και θα χαρίσει εθνική υπερηφάνεια σε ένα φτωχό και ταλαιπωρημένο έθνος.
Ο κόσμος θα τον σηκώσει στα χέρια, θα τον σκεπάσει με την ελληνική σημαία και θα κλάψει από χαρά, την ώρα που ο ντυμένος τσολιάς νερουλάς, θα ακούει τον εθνικό ύμνο από το πρώτο σκαλί του βάθρου.
Η αμφισβήτηση της νίκης
Πολλά είχαν γραφτεί για το αν ήταν «καθαρός» ο Σπύρος Λούης και αν άξιζε όντως τη νίκη.
Η αλήθεια είναι πως η νίκη του θα αμφισβητηθεί, αφού θεωρήθηκε αδιανόητο το γεγονός πως πέρασε τον Χαρίλαο Βασιλάκο, ο οποίος ήταν ο κορυφαίος στα προκριματικά.
Ο Βασιλάκος απόρησε διότι όπως είχε πει, δεν είχε δει ποτέ τον Λούη να τον περνάει στο αγώνα.
Τα «κάρα» που λέγεται πως τον κουβάλησαν σε ένα μεγάλο μήκος της διαδρομής, τα «χωράφια» από τα οποία θεωρείται πως έκοψε δρόμο και το «παλάτι» που θεωρείται πως κάλυψε την αλήθεια, θα αποτελούν πάντα τα φαντάσματα που θα πλανώνται πάνω από τη συγκεκριμένη νίκη, χωρίς να είναι κανείς ικανός να αποκαλύψει τη πραγματικά συνέβη.
Ο Βασιλάκος πάντως, δεν θα καταθέσει ένσταση και θα αφήσει ο Λούη να απολαμβάνει τις δάφνες του νικητή.
Ένα γαϊδούρι ήταν αρκετό
Ο Σπύρος Λούης έζησε σαν θεός για μόλις μία μέρα. Η νίκη του ήταν ένα πραγματικό πυροτέχνημα, αφού μετά από το «Καλιμάρμαρο» εξαφανίστηκε.
Όλοι του έταζαν χρυσάφι, όλοι ήθελαν έστω και να τους σφίξουν το χέρι, ήταν άλλωστε ο νέος λαϊκός ήρωας, όλοι ήθελαν να αγγίξουν ένα μέρος του κορμιού του και ήταν διατεθειμένοι να του χαρίσουν τα πάντα.
Μπροστά στα χρυσάφια, τα πλούτη, τα αξιώματα και τις τιμές, εκείνος έμεινε απαθής. Ζήτησε μόνο ένα γαϊδουράκι, για να μπορεί να βοηθάει τον πατέρα του να μεταφέρει νερό.
Ο Σπύρος Λούης έμεινε στο Μαρούσι, συνέχισε να είναι νερουλάς και τελικά παντρεύτηκε την αγαπημένη Ελένη, την αφορμή που τον οδήγησε να γίνει Ολυμπιονίκης.
Μόνο το 1936 θα βρεθεί και πάλι στο προσκήνιο, όταν ντυμένος τσολιάς, όπως τότε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, θα μπει με την ελληνική σημαία στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, προσφέροντας σε μια πράξη «τραγικής ειρωνείας», ένα κλαδί ελιάς, το σύμβολο της Ειρήνης, στον Αδόλφο Χίτλερ.
Θα φύγει από τη ζωή το 1940. Ο τάφος του στο Μαρούσι, με τους 5 Ολυμπιακούς κύκλους χαραγμένους επάνω και το ασημένιο κύπελλο του Μπραλ, που πούλησε ο εγγονός του αλλά αγόρασε το 2012 το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προσφέροντας το στο ελληνικό κράτος, θα είναι αυτά που θα θυμίζουν για πάντα... τον φτωχό νερουλά Μαραθωνοδρόμο.
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Και όμως... κάποτε και αυτά ήταν μόδα [photos]
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ