2015-12-03 21:17:05
Και μόλις σήμανε… τουριστική σιωπή στα νότια του Ρεθύμνου, οι άνθρωποι στα χωριά της Γιαλιάς με τις γνωστές παραλίες του Λιβυκού, μετρώνται και κάθε φορά «όλο και κάποιοι λείπουν». Στον Ασώματο, λίγα χιλιόμετρα πριν το μοναστήρι της Αντίστασης, του Πρέβελη, σήμερα μετά την τουριστική… βοή του καλοκαιριού οι άνθρωποι μπήκαν στους ρυθμούς του χειμώνα, οι λίγοι νέοι που έμειναν, τελειώνοντας η σεζόν, «έπεσαν» στα χωράφια και οι ηλικιωμένοι που είναι και η πλειοψηφία του πληθυσμού, κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους ή γιατί είναι ανήμποροι ή γιατί δεν έχουν που να πάνε Το 2001 η απογραφή …έβγαλε τους μόνιμους 207 μα από τότε, οι πολλοί «έφυγαν» ή άλλαξαν τόπο εγκατάστασης και έμειναν, άντε 20! «Δεν είμαστε είκοσι», τους μετρά στο μυαλό της κάνοντας ένα γρήγορο γύρο στο χωριό της η Βαγγελίτσα Παπαδάκη. «Μας «αποχαιρετούν» οι μεγάλοι χωριανοί, φεύγει ένας-ένας και όσο απομένουμε παίρνουμε σειρά», προσθέτει με θλίψη, γυρνώντας στο παρελθόν της ζωντάνιας. Χαρακτηριστικό της αναπάντεχης μείωσης του πληθυσμού είναι το γεγονός ότι «τους τελευταίους έξι μήνες κηδέψαμε οκτώ χωριανούς στο χωριό και στην Αθήνα…».
«Δεν είμαστε ούτε είκοσι άτομα», υπολογίζει η Βαγγελιώ Παπαδάκη στην πιάτσα του χωριού…
Όμως, η μορφή που μένει στη θύμηση όλων είναι αυτή του πρωτόπαπα, απροσκύνητου και ασυμβίβαστου Μιχάλη Γεωργουλάκη, που δημιούργησε από τα θεμέλια με πολύ κόπο και μεράκι το «Παπαγεωργουλάκειο Μουσείο» (δείτεεδώ) με ιστορικά, λαογραφικά και εκκλησιαστικά κειμήλια που συγκέντρωνε εξήντα χρόνια από παντού!
Ο ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ’55 ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ…
Είχε αφηγηθεί, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ανάμεσα στα άλλα στη βιογραφία του (Ρασοφόρος Ζορμπάς Ρέθυμνο 2012 σελ. 75,76,77,78,79) για τις συνθήκες ζωής στον Ασώματο το 1955: «Ο Ασώματος ήταν ο τελευταίος προορισμός για ένα αυτοκίνητο και στα Λευκόγεια, στου Μαριού και στη Μύρθιο δεν είχε πάει ακόμη λεωφορείο. Σκάβανε, τότε, το δρόμο… Εν τω μεταξύ, είχανε σκάψει κι είχανε φτάσει στο Ποροφάραγγο και εκεί χρειαζότανε το κομπρεσέρ. Βάζουν τα φουρνέλα, δούλευενε ο κόσμος μ’ ένα δεκάρικο μεροκάματο. Το μεροκάματο, βέβαια, δεν ήτανε ικανοποιητικό κι οι άνθρωποι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέσα στον ήλιο…
O αντάρτης πρωτόπαπας Μιχάλης Γεωργουλάκης
»Ο επικεφαλής πλήρωνε τους εργάτες υπερωρίες και οι δέκα δραχμές γινότανε είκοσι. Και κάποια μέρα, τέλη του ’54, ο δρόμος ήρθε στον Ασώματο. Καταλαβαίνεις τι χορός γίνηκε στο χωριό! Καμπάνες παιχτήκανε, πετσέτες μοιραστήκανε, γλέντια γινήκανε. Είναι αδύνατο να φανταστείς τι σημαίνει αμαξωτός δρόμος σ’ ένα χωριό! Πριν έρθει ο δρόμος, για να πάμε στο Ρέθυμνο σηκωνόμαστονε μια ώρα νύκτα για να πάμε στην Κοξαρέ με τα πόδια ή με τα ζώα. Το χειμώνα, τα πράγματα ήτανε πολύ δύσκολα…»
«ΠΑΙΞΑΝΕ ΚΑΜΠΑΝΕΣ…»
»Δεν μπορείς να νιώσεις στο πετσί σου ένα τέτοιο γεγονός! Όταν ήρθενε στον Ασώματο το πρώτο αυτοκίνητο, το φορτώσανε γύρω-γύρω με πετσέτες, παίξανε καμπάνες και το βράδυ γίνηκενε μεγάλο γλέντι. Άκου να δεις και το άλλο, που ήτανε εντυπωσιακό: όταν ερχότανε το λεωφορείο, όλοι ήτανε στην πλατεία και το περιμένανε! Μόνο και μόνο για να είναι στην πλατεία όταν ερχότανε το λεωφορείο, είχανε κανονίσει από το προηγούμενο βράδυ τις δουλειές τους. Ή ελιές μαζεύανε ή χαρούπια, υποχρεωτικά σταματούσαν, ακριβώς για να βρεθούνε στην πλατεία, να δούνε τους ανθρώπους που άφηνε, Μαριανούς, Λευκογειανούς και Μυρθιανούς. Το τέρμα ήτανε ο Ασώματος. Φοβερές εμπειρίες! Το βράδυ τσακωνότανε οι χωριανοί ποιος θα φιλοξενήσει τον οδηγό και τον εισπράκτορα. Όλοι θέλανε να τους πάρουν στα σπίτια τους και να τους κοιμίσουν…».
Από τον Ασώματο με την πληθυσμιακή… φτώχεια, η θέα προς την κοιλάδα του Λιβυκού είναι μοναδική και κυριαρχούν οι απέραντοι ελαιώνες με τα μικρά ελαιόδεντρα, αποτέλεσμα του ευρύτατου προγράμματος αναδασμού της γης και της ύδρευσης. Όμως, το χωριουδάκι κάτω μια κορυφή του «Κρυονερίτη», και αυτό, όπως και τόσα άλλα… αγκομαχεί σε αριθμό μόνιμων κατοίκων. Μεγάλωσαν οι άνθρωποι που μένουν, χαμήλωσε ο πληθυσμός και οι πόρτες όταν σφαλίξουν ίσως να ανοίξουν μόνο το καλοκαίρι! Ευτυχώς, υπάρχει κίνηση στο αυτοκινητόδρομο…
Φωτογραφία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 στον Ασώματο. Καθήμενοι από αριστερά Στρατής Σουμπασάκης, Γιάννης Παπαδάκης και Θεόδωρος Σταυριανάκης και όρθιοι οι Μύρων Σουμπασάκης, Γιάννης Γκαλονάκης, Μιχάλης Γεωργουλάκης πριν βάλει το ράσο και Γιάννης Κυριακάκης, κληρικός σήμερα
Πηγή
Tromaktiko
«Δεν είμαστε ούτε είκοσι άτομα», υπολογίζει η Βαγγελιώ Παπαδάκη στην πιάτσα του χωριού…
Όμως, η μορφή που μένει στη θύμηση όλων είναι αυτή του πρωτόπαπα, απροσκύνητου και ασυμβίβαστου Μιχάλη Γεωργουλάκη, που δημιούργησε από τα θεμέλια με πολύ κόπο και μεράκι το «Παπαγεωργουλάκειο Μουσείο» (δείτεεδώ) με ιστορικά, λαογραφικά και εκκλησιαστικά κειμήλια που συγκέντρωνε εξήντα χρόνια από παντού!
Ο ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ’55 ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ…
Είχε αφηγηθεί, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ανάμεσα στα άλλα στη βιογραφία του (Ρασοφόρος Ζορμπάς Ρέθυμνο 2012 σελ. 75,76,77,78,79) για τις συνθήκες ζωής στον Ασώματο το 1955: «Ο Ασώματος ήταν ο τελευταίος προορισμός για ένα αυτοκίνητο και στα Λευκόγεια, στου Μαριού και στη Μύρθιο δεν είχε πάει ακόμη λεωφορείο. Σκάβανε, τότε, το δρόμο… Εν τω μεταξύ, είχανε σκάψει κι είχανε φτάσει στο Ποροφάραγγο και εκεί χρειαζότανε το κομπρεσέρ. Βάζουν τα φουρνέλα, δούλευενε ο κόσμος μ’ ένα δεκάρικο μεροκάματο. Το μεροκάματο, βέβαια, δεν ήτανε ικανοποιητικό κι οι άνθρωποι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέσα στον ήλιο…
O αντάρτης πρωτόπαπας Μιχάλης Γεωργουλάκης
»Ο επικεφαλής πλήρωνε τους εργάτες υπερωρίες και οι δέκα δραχμές γινότανε είκοσι. Και κάποια μέρα, τέλη του ’54, ο δρόμος ήρθε στον Ασώματο. Καταλαβαίνεις τι χορός γίνηκε στο χωριό! Καμπάνες παιχτήκανε, πετσέτες μοιραστήκανε, γλέντια γινήκανε. Είναι αδύνατο να φανταστείς τι σημαίνει αμαξωτός δρόμος σ’ ένα χωριό! Πριν έρθει ο δρόμος, για να πάμε στο Ρέθυμνο σηκωνόμαστονε μια ώρα νύκτα για να πάμε στην Κοξαρέ με τα πόδια ή με τα ζώα. Το χειμώνα, τα πράγματα ήτανε πολύ δύσκολα…»
«ΠΑΙΞΑΝΕ ΚΑΜΠΑΝΕΣ…»
»Δεν μπορείς να νιώσεις στο πετσί σου ένα τέτοιο γεγονός! Όταν ήρθενε στον Ασώματο το πρώτο αυτοκίνητο, το φορτώσανε γύρω-γύρω με πετσέτες, παίξανε καμπάνες και το βράδυ γίνηκενε μεγάλο γλέντι. Άκου να δεις και το άλλο, που ήτανε εντυπωσιακό: όταν ερχότανε το λεωφορείο, όλοι ήτανε στην πλατεία και το περιμένανε! Μόνο και μόνο για να είναι στην πλατεία όταν ερχότανε το λεωφορείο, είχανε κανονίσει από το προηγούμενο βράδυ τις δουλειές τους. Ή ελιές μαζεύανε ή χαρούπια, υποχρεωτικά σταματούσαν, ακριβώς για να βρεθούνε στην πλατεία, να δούνε τους ανθρώπους που άφηνε, Μαριανούς, Λευκογειανούς και Μυρθιανούς. Το τέρμα ήτανε ο Ασώματος. Φοβερές εμπειρίες! Το βράδυ τσακωνότανε οι χωριανοί ποιος θα φιλοξενήσει τον οδηγό και τον εισπράκτορα. Όλοι θέλανε να τους πάρουν στα σπίτια τους και να τους κοιμίσουν…».
Από τον Ασώματο με την πληθυσμιακή… φτώχεια, η θέα προς την κοιλάδα του Λιβυκού είναι μοναδική και κυριαρχούν οι απέραντοι ελαιώνες με τα μικρά ελαιόδεντρα, αποτέλεσμα του ευρύτατου προγράμματος αναδασμού της γης και της ύδρευσης. Όμως, το χωριουδάκι κάτω μια κορυφή του «Κρυονερίτη», και αυτό, όπως και τόσα άλλα… αγκομαχεί σε αριθμό μόνιμων κατοίκων. Μεγάλωσαν οι άνθρωποι που μένουν, χαμήλωσε ο πληθυσμός και οι πόρτες όταν σφαλίξουν ίσως να ανοίξουν μόνο το καλοκαίρι! Ευτυχώς, υπάρχει κίνηση στο αυτοκινητόδρομο…
Φωτογραφία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 στον Ασώματο. Καθήμενοι από αριστερά Στρατής Σουμπασάκης, Γιάννης Παπαδάκης και Θεόδωρος Σταυριανάκης και όρθιοι οι Μύρων Σουμπασάκης, Γιάννης Γκαλονάκης, Μιχάλης Γεωργουλάκης πριν βάλει το ράσο και Γιάννης Κυριακάκης, κληρικός σήμερα
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΤΟΙΜΟΠΟΛΕΜΟΙ... ΠΑΡΝΤΟ ΚΑΙ ΜΠΟΤΙΑ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ