2015-12-08 11:59:06
Το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς είναι μεγάλο και έγινε... περισσότερο αντιληπτό με την κρίση. Το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ευρώπης κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οι γυναίκες στην Ευρώπη είναι μία από τις πιο ευάλωτες ομάδες για να βρεθούν στο όριο της φτώχειας. Επίσης, τα παιδιά. Για τα ζητήματα αυτά απαντά η γενική γραμματέας του Eurochild, ενός δικτύου που προσπαθεί να πετύχει αυτόν τον στόχο.
Συνολικά 122 εκατ. άτομα στην Ευρώπη βρίσκονται σε κίνδυνο να βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας, το ένα τέταρτο της Αναπτυγμένης Ευρώπης. Βέβαια, δεν είναι το είδος της απόλυτης φτώχειας που ξέρουμε σε άλλα μέρη του κόσμου. Αλλά είναι η σχετική φτώχεια.
Η διαφορά απόλυτης και σχετικής φτώχειας
Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο κόσμος βγάζει λιγότερο από $1.90 την ημέρα. Είναι αυτοί που δεν έχουν φαγητό, νερό, σπίτι, ρούχα ή φάρμακα. Δίνουν καθημερινά αγώνα για να ζήσουν. Ζουν στην απόλυτη φτώχεια.
Άλλοι βγάζουν λιγότερα από όσα χρειάζονται για να διατηρήσουν το μίνιμουμ επίπεδο ζωής στον τόπο όπου ζουν, αλλά αρκετά σε σχέση με την προαναφερθείσα περίπτωση. Για παράδειγμα, η Μαριάν λαμβάνει κατά 60% λιγότερα από ότι ο μέσος εργαζόμενος στην χώρα της. Ο Λουίς δεν μπορεί να διαθέσει τα βασικά με βάση τα δεδομένα της δικής του κοινωνίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πεινάει αλλά δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα για να πάρει κρέας ή να πληρώσει λογαριασμούς ή απρόσμενα έξοδα. Αμφότεροι αντιμετωπίζουν δυσκολίες (ανεργία, κακές συνθήκες στέγασης, εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης) και πιθανή περιθωριοποίηση από την κοινωνία. Αυτοί βιώνουν την σχετική φτώχεια και στόχος είναι ως το 2020 να μειωθεί ο αριθμός τους στην Ευρώπη κατά 20 εκατ. ανθρώπους.
Αυτοί που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας είναι εκείνοι που είχαν περισσότερες δυσκολίες να βρουν δουλειά. Τα νούμερά τους αυξήθηκαν πέρυσι. Είναι κατά 12 εκατομμύρια περισσότερες οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας και μπορεί να βρεθούν στα όριά της κατά την διάρκεια της κρίσης. Συνολικά το ένα τέταρτο των γυναικών σε όλη την ΕΕ διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Η Ντομινίκ ζει στα προάστια του Παρισιού και μετά από 18 χρόνια εργασίας ως διευθύντρια ενός κέντρου αναψυχής, έχασε τη δουλειά της. Αυτή είναι η ιστορία σχεδόν των μισών ανέργων της Ευρώπης, του 25,4% σύμφωνα με την Eurostat. Ιδίως στις γυναίκες το πρόβλημα είναι πιο έντονο. «Εδώ και τέσσερα χρόνια ζω με περίπου 500 ευρώ τον μήνα, τα χρήματα του επιδόματος αλληλεγγύης. Έχω να πληρώσω 500 ευρώ ενοίκιο για ένα στούντιο 16 τετραγωνικών μέτρων. Το επίδομα ενοικίου δεν ξεπερνά τα 300 ευρώ. Αφού πληρώσω τις υποχρεώσεις αυτές, μου απομένει μόλις ένα ευρώ τη μέρα για να ζήσω».
Η Ντομινίκ τελικά βρήκε μια προσωρινή δουλειά ως μαγείρισσα στο “Κοινωνικό Παντοπωλείο του Μοντρέιγ”, μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες κοινότητες έξω από το Παρίσι. Αυτό ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2013. Πέρυσι βοήθησε 390 ευάλωτες οικογένειες να συμμετέχουν στα εργαστήριά του και να αγοράζουν προϊόντα από τα ράφια του σε μειωμένες τιμές. Η επικεφαλής του, Βαλερί Νορμαντ, ανέφερε: «Οι άνθρωποι που έχουμε εδώ, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο, αντιπροσωπεύουν περίπου χίλια άτομα. Περισσότεροι από τους μισούς είναι γυναίκες. Το 20% είναι άνθρωποι που έχουν μια δουλειά αλλά δίνουν αγώνα για να τα βγάλουν πέρα ως το τέλος του μήνα. Αλλά νομίζω ότι η κρίση αποδυναμώνει αυτούς που είναι ήδη στο χείλος του γκρεμού και δεν τους επιτρέπει να βελτιώσουν την κατάστασή τους».
Η Ντομινίκ βγάζει 800 ευρώ μηνιαίως, 20% κάτω από το Γαλλικό Όριο της Φτώχειας – μια κατάσταση που αντιμετωπίζουν πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη χώρα. Πάνω από τους μισούς από αυτούς είναι γυναίκες. Σε εθνικό επίπεδο, αυτό ισοδυναμεί με το 14.3% όλων των Γαλλίδων. Αν επεκτείνουμε αυτό σε όλη την Ευρώπη, τότε προκύπτει το στοιχειό σοκ ότι 45 εκατ. γυναίκες κινδυνεύουν να βρεθούν σε επίπεδα φτώχειας.
Οι διαφορές του ορίου της φτώχειας ανά χώρα
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το 6.7% του ευρωπαϊκού πληθυσμού βγάζει λιγότερα από ό,τι το αποκαλούμενο “όριο της φτώχειας”, που αλλάζει και κατά συνέπεια διαφέρει από χώρα σε χώρα. Το όριο μπορεί για παράδειγμα να είναι από 103 ευρώ το μηνά στη Ρουμανία, στα 1.600 στο Λουξεμβούργο ή τα 786 στην Ιταλία.
Όμως αυτό που δεν αλλάζει είναι το κόστος της κοινωνικής πρόνοιας. Η Γαλλία δαπανά σχεδόν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ (24,5%) για αυτούς που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 19,6%. Συνεπώς, είναι ποσό ζωτικής σημασίας για την επανένταξη στην κοινωνία ανθρώπων όπως η Ντομινίκ.
Η άποψη της γεν. γραμματέως του Eurochild
Στο Real Economy και το euronews μίλησε μια γυναίκα που βρίσκεται στην καρδιά αυτής της μάχης ενάντια στη φτώχεια. Η Τζάνα Χεϊνσγουόρθ είναι η Γενική Γραμματέας του Eurochild, ενός δικτύου οργανώσεων που εργάζονται (με και) για τα παιδιά σε ολόκληρη την γηραιά ήπειρο. Η ίδια τονίζει:
«Υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις φύλα σε όλη την Ευρώπη σήμερα. Και αυτό δεν είναι μόνο σε σχέση με την πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας και το χάσμα της διαφοράς των μισθών, που είναι ακόμα πολύ διαδεδομένο. Νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται η κοινωνία είναι μια ισορροπία ανάμεσα στα φύλα. Όχι μόνο στην αγορά εργασίας αλλά επίσης και στις κοινωνίες μας. Οι γυναίκες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση επειδή υπάρχει διαδεδομένη διάκριση στην αγορά εργασίας. Επίσης, είναι είναι πολύ πιο πιθανό να διακόψουν την καριέρα τους και επειδή ακριβώς αναλαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις δουλειές του σπιτιού, είναι πιο περιορισμένη η διαθεσιμότητά τους».
Σε ερώτηση αν αρκεί το ύψος των κονδυλίων που πηγαίνουν για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος και φτάνουν στο 20% της ευρωπαϊκής χρηματοδότης, απαντά: «Νομίζω ότι είναι πολύ περισσότερο από την χρηματοδότηση. Είναι το ζήτημα της αλλαγής νοοτροπίας και πρέπει να συμβεί αυτό από κάτω προς τα πάνω. Βεβαίως η ΕΕ έχει έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, όχι μόνο σε σχέση με την χρηματοδότηση αλλά και σε σχέση με τις αλλαγές στη νομοθεσία. Αυτό που δυστυχώς βλέπουμε σήμερα είναι ότι με την παρούσα κατάσταση της λιτότητας και της οικονομικής κρίσης, απουσιάζει η πίεση. Αισθάνονται ότι δεν είναι πλέον μια προτεραιότητα. Αν όμως θέλουμε να έχουμε μακροπρόθεσμα οικονομική ανάπτυξη, θα πρέπει να κρατήσουμε ως μία από τις προτεραιότητές μας την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στην κοινωνία υπάρχει ένας μύθος για τεμπέληδες ενήλικες που δεν θέλουν να δουλέψουν και αυτό δεν είναι και τόσο πολύ η πραγματικότητα. Μπορεί να μην είναι σε θέση να κρατήσουν μια δουλειά επειδή έχουν να φροντίσουν παιδιά ή ηλικιωμένους, ή επειδή υπάρχουν ζητήματα με τις συγκοινωνίες που πρέπει να πάρουν για να πάνε στην εργασία τους, ενώ παράλληλα έχουν να πάνε τα παιδιά στο σχολείο και να τα πάρουν από εκεί. Οι κοινωνίες μας δεν έχουν δημιουργηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζουν τον κόσμο να παραμένουν στην αγορά εργασίας με την πάροδο του χρόνου».
Ο κίνδυνος να χαθούν οι επόμενες γενιές
Περισσότερα παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες ζουν σε συνθήκες φτώχειας στην Ευρώπη. Αυτά τα παιδιά πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα για την επισφαλή κατάσταση της απασχόλησης των γονέων τους και φυσικά τις περικοπές που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις. Πώς μπορούν οι μελλοντικοί πολίτες να γίνουν παραγωγικές μηχανές για την οικονομική μας ανάπτυξη;
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός 13χρονου από την Σόφια. Πρόσφατα μετακόμισε με την οικογένειά του σε άλλο σπίτι. Οι γονείς του γίνουν καθημερινή μάχη για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά προβλήματα. Η μετακόμιση, το σχολείο και η εκπαίδευση τον βοηθούν να προχωρήσει μπροστά. Ο ίδιος και οι γονείς του τα κατάφεραν χάρη στην βοήθεια της «SAPI», μιας οργάνωσης που είναι μέλος του “«Εθνικού Δικτύου για τα Παιδιά»”: http://nmd.bg/en/. Η διευθύντριά της Ντάνι Κόλεβα λέει: «Η κυβέρνηση πρέπει να υποστηρίζει τους οργανισμούς μας και τις κοινωνικές αρχές για να παρέχουν επαρκείς υπηρεσίες για τα ευάλωτα παιδιά και τις οικογένειες. Αυτό χρειάζεται μια συστηματική προσέγγιση. Χρειάζεται να συνεργαστούν διαφορετικοί τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και οι κοινωνικές υπηρεσίες».
Αυτό είναι κλειδί όταν πάνω από τα μισά παιδιά της Βουλγαρίας βρίσκονται σε κίνδυνο. Σε 21 χώρες αυξήθηκαν τα σχετικά ποσοστά σε σχέση με το 2008. Η διόρθωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας και η υποστήριξη των οικογενειών με οφέλη και υπηρεσίες θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να βοηθήσει τα παιδιά.
Ο καθηγητής Ντουχόμιρ Μίνεφ εξηγεί: «Θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο λόγοι για την παιδική φτώχεια. Ο πρώτος είναι δυσλειτουργίες σε επίπεδο οικογένειας. Ο άλλος είναι δυσλειτουργίες σε κοινωνικό επίπεδο, η αδυναμία των θεσμών. Θα πρέπει όμως πρώτα από όλα να αποτρέψουμε την φτώχεια στους γονείς».
Αυτό είναι μέρος της δουλειάς της «Συμμαχίας για τα παιδιά και τη Νεολαία». Πρόκειται για μια ΜΚΟ που παρέχει υλική και ψυχολογική υποστήριξη στους γονείς και τα παιδιά που τα έχουν ανάγκη, μαζί με άτυπη εκπαίδευση. Αλλά για να αντιμετωπιστεί ουσιωδώς το πρόβλημα χρειάζονται περισσότερα.
Στην Ευρώπη πάνω από ένα στα τέσσερα παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό αντιπροσωπεύει 26 εκατομμύρια παιδιά. Αντέχει η Ευρώπη να χάσει μια ολόκληρη γενιά;
Η Ντάνι Κόλεβα σχολιάζει: «H Ευρώπη χάνει πολίτες που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην οικονομία της. Το πρόβλημα με την φτώχεια είναι ότι πραγματικά επηρεάζει τη μία γενιά και μετά την επόμενη, επομένως βλέπουμε ότι η Ευρώπη πηγαίνει προς το χειρότερο. Θα πρέπει να υποστηριχθεί από πραγματικές πράξεις, με έργα, προγράμματα και χρηματοδοτήσεις».
Επομένως τα 24,8 δισ. ευρώ που είναι να διατεθούν μέχρι το 2020 στην Ευρώπη για ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο θα μπορούσαν να βοηθήσουν οργανισμούς όπως ο «SAPI».
Η Τζάνα Χέινσγουόρθ σχολιάζει σε σχέση με τα παιδιά: «Οι μεγαλύτεροι αριθμοί είναι παιδιά που μεγαλώνουν σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένας από τους δύο γονείς, όμως ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός παιδιών μένουν σε σπίτια με γονείς που εργάζονται. Στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, το κόστος φροντίδας των παιδιών μπορεί να αφορά πάνω από το ένα τρίτο του οικογενειακού προϋπολογισμού. Αν μένεις με τα δύο τρίτα για να πληρώσεις για το σπίτι και όλες τις υπόλοιπες υπηρεσίες, είναι απίστευτα μεγάλη η πρόκληση να καταφέρεις να τα βγάλεις όλα σε πέρας.
Χρειάζονται επενδύσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της επένδυσης γίνεται όμως αντιληπτό μετά από 20 χρόνια. Ξέρουμε ότι οι πολιτικοί εκλέγονται για πέντε χρόνια και για να ολοκληρωθεί ο κύκλος, χρειάζεται μακρόπνοο όραμα. Αν δεν επενδύσουμε τώρα, τότε οι συνέπειες θα φέρουν πίσω όχι μόνο αυτήν την γενιά αλλά και την επόμενη. Και την μεθεπόμενη…».
Όσο για το πώς θα επιτευχθεί αυτό; «Θα μπορούσαμε να δούμε μια επικεντρωμένη στο παιδί στρατηγική που επενδύει στους μεγαλύτερους ανθρώπους, επειδή τα παιδιά και οι οικογένειες πολλές φορές εξαρτώνται όχι μόνο από την φροντίδα αλλά και την οικονομική στήριξη των μεγαλύτερων. Κατά κάποιον τρόπο συνδέεται όλο αυτό με τις εθνικές πολιτικές αλλά πολλές φορές με τα κατώτερα επίπεδα και αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες μας.
Αν έχουμε 26 εκατ. παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχειας στην Ευρώπη κάτι κάνουμε λάθος. Πρέπει να βάλουμε ως προτεραιότητα έναν στόχο, να μειώσουμε την φτώχεια. Στην συνέχεια, να δούμε έναν ολιστικό τρόπο πώς θα μειώσουμε την φτώχεια, όχι μόνο σε σχέση με τα χρήματα και την ενίσχυση του εισοδήματος, αλλά επίσης αναφορικά και με την πρόσβαση στην υγεία, την κατοικία, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και τον αθλητισμό, αλλά και την δημιουργία δημόσιων χώρων όπου τα παιδιά θα μπορούν να μεγαλώσουν και να ευημερούν».
Πηγή
Tromaktiko
Οι γυναίκες στην Ευρώπη είναι μία από τις πιο ευάλωτες ομάδες για να βρεθούν στο όριο της φτώχειας. Επίσης, τα παιδιά. Για τα ζητήματα αυτά απαντά η γενική γραμματέας του Eurochild, ενός δικτύου που προσπαθεί να πετύχει αυτόν τον στόχο.
Συνολικά 122 εκατ. άτομα στην Ευρώπη βρίσκονται σε κίνδυνο να βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας, το ένα τέταρτο της Αναπτυγμένης Ευρώπης. Βέβαια, δεν είναι το είδος της απόλυτης φτώχειας που ξέρουμε σε άλλα μέρη του κόσμου. Αλλά είναι η σχετική φτώχεια.
Η διαφορά απόλυτης και σχετικής φτώχειας
Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο κόσμος βγάζει λιγότερο από $1.90 την ημέρα. Είναι αυτοί που δεν έχουν φαγητό, νερό, σπίτι, ρούχα ή φάρμακα. Δίνουν καθημερινά αγώνα για να ζήσουν. Ζουν στην απόλυτη φτώχεια.
Άλλοι βγάζουν λιγότερα από όσα χρειάζονται για να διατηρήσουν το μίνιμουμ επίπεδο ζωής στον τόπο όπου ζουν, αλλά αρκετά σε σχέση με την προαναφερθείσα περίπτωση. Για παράδειγμα, η Μαριάν λαμβάνει κατά 60% λιγότερα από ότι ο μέσος εργαζόμενος στην χώρα της. Ο Λουίς δεν μπορεί να διαθέσει τα βασικά με βάση τα δεδομένα της δικής του κοινωνίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πεινάει αλλά δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα για να πάρει κρέας ή να πληρώσει λογαριασμούς ή απρόσμενα έξοδα. Αμφότεροι αντιμετωπίζουν δυσκολίες (ανεργία, κακές συνθήκες στέγασης, εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης) και πιθανή περιθωριοποίηση από την κοινωνία. Αυτοί βιώνουν την σχετική φτώχεια και στόχος είναι ως το 2020 να μειωθεί ο αριθμός τους στην Ευρώπη κατά 20 εκατ. ανθρώπους.
Αυτοί που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας είναι εκείνοι που είχαν περισσότερες δυσκολίες να βρουν δουλειά. Τα νούμερά τους αυξήθηκαν πέρυσι. Είναι κατά 12 εκατομμύρια περισσότερες οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας και μπορεί να βρεθούν στα όριά της κατά την διάρκεια της κρίσης. Συνολικά το ένα τέταρτο των γυναικών σε όλη την ΕΕ διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Η Ντομινίκ ζει στα προάστια του Παρισιού και μετά από 18 χρόνια εργασίας ως διευθύντρια ενός κέντρου αναψυχής, έχασε τη δουλειά της. Αυτή είναι η ιστορία σχεδόν των μισών ανέργων της Ευρώπης, του 25,4% σύμφωνα με την Eurostat. Ιδίως στις γυναίκες το πρόβλημα είναι πιο έντονο. «Εδώ και τέσσερα χρόνια ζω με περίπου 500 ευρώ τον μήνα, τα χρήματα του επιδόματος αλληλεγγύης. Έχω να πληρώσω 500 ευρώ ενοίκιο για ένα στούντιο 16 τετραγωνικών μέτρων. Το επίδομα ενοικίου δεν ξεπερνά τα 300 ευρώ. Αφού πληρώσω τις υποχρεώσεις αυτές, μου απομένει μόλις ένα ευρώ τη μέρα για να ζήσω».
Η Ντομινίκ τελικά βρήκε μια προσωρινή δουλειά ως μαγείρισσα στο “Κοινωνικό Παντοπωλείο του Μοντρέιγ”, μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες κοινότητες έξω από το Παρίσι. Αυτό ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2013. Πέρυσι βοήθησε 390 ευάλωτες οικογένειες να συμμετέχουν στα εργαστήριά του και να αγοράζουν προϊόντα από τα ράφια του σε μειωμένες τιμές. Η επικεφαλής του, Βαλερί Νορμαντ, ανέφερε: «Οι άνθρωποι που έχουμε εδώ, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο, αντιπροσωπεύουν περίπου χίλια άτομα. Περισσότεροι από τους μισούς είναι γυναίκες. Το 20% είναι άνθρωποι που έχουν μια δουλειά αλλά δίνουν αγώνα για να τα βγάλουν πέρα ως το τέλος του μήνα. Αλλά νομίζω ότι η κρίση αποδυναμώνει αυτούς που είναι ήδη στο χείλος του γκρεμού και δεν τους επιτρέπει να βελτιώσουν την κατάστασή τους».
Η Ντομινίκ βγάζει 800 ευρώ μηνιαίως, 20% κάτω από το Γαλλικό Όριο της Φτώχειας – μια κατάσταση που αντιμετωπίζουν πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη χώρα. Πάνω από τους μισούς από αυτούς είναι γυναίκες. Σε εθνικό επίπεδο, αυτό ισοδυναμεί με το 14.3% όλων των Γαλλίδων. Αν επεκτείνουμε αυτό σε όλη την Ευρώπη, τότε προκύπτει το στοιχειό σοκ ότι 45 εκατ. γυναίκες κινδυνεύουν να βρεθούν σε επίπεδα φτώχειας.
Οι διαφορές του ορίου της φτώχειας ανά χώρα
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το 6.7% του ευρωπαϊκού πληθυσμού βγάζει λιγότερα από ό,τι το αποκαλούμενο “όριο της φτώχειας”, που αλλάζει και κατά συνέπεια διαφέρει από χώρα σε χώρα. Το όριο μπορεί για παράδειγμα να είναι από 103 ευρώ το μηνά στη Ρουμανία, στα 1.600 στο Λουξεμβούργο ή τα 786 στην Ιταλία.
Όμως αυτό που δεν αλλάζει είναι το κόστος της κοινωνικής πρόνοιας. Η Γαλλία δαπανά σχεδόν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ (24,5%) για αυτούς που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 19,6%. Συνεπώς, είναι ποσό ζωτικής σημασίας για την επανένταξη στην κοινωνία ανθρώπων όπως η Ντομινίκ.
Η άποψη της γεν. γραμματέως του Eurochild
Στο Real Economy και το euronews μίλησε μια γυναίκα που βρίσκεται στην καρδιά αυτής της μάχης ενάντια στη φτώχεια. Η Τζάνα Χεϊνσγουόρθ είναι η Γενική Γραμματέας του Eurochild, ενός δικτύου οργανώσεων που εργάζονται (με και) για τα παιδιά σε ολόκληρη την γηραιά ήπειρο. Η ίδια τονίζει:
«Υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις φύλα σε όλη την Ευρώπη σήμερα. Και αυτό δεν είναι μόνο σε σχέση με την πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας και το χάσμα της διαφοράς των μισθών, που είναι ακόμα πολύ διαδεδομένο. Νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται η κοινωνία είναι μια ισορροπία ανάμεσα στα φύλα. Όχι μόνο στην αγορά εργασίας αλλά επίσης και στις κοινωνίες μας. Οι γυναίκες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση επειδή υπάρχει διαδεδομένη διάκριση στην αγορά εργασίας. Επίσης, είναι είναι πολύ πιο πιθανό να διακόψουν την καριέρα τους και επειδή ακριβώς αναλαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις δουλειές του σπιτιού, είναι πιο περιορισμένη η διαθεσιμότητά τους».
Σε ερώτηση αν αρκεί το ύψος των κονδυλίων που πηγαίνουν για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος και φτάνουν στο 20% της ευρωπαϊκής χρηματοδότης, απαντά: «Νομίζω ότι είναι πολύ περισσότερο από την χρηματοδότηση. Είναι το ζήτημα της αλλαγής νοοτροπίας και πρέπει να συμβεί αυτό από κάτω προς τα πάνω. Βεβαίως η ΕΕ έχει έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, όχι μόνο σε σχέση με την χρηματοδότηση αλλά και σε σχέση με τις αλλαγές στη νομοθεσία. Αυτό που δυστυχώς βλέπουμε σήμερα είναι ότι με την παρούσα κατάσταση της λιτότητας και της οικονομικής κρίσης, απουσιάζει η πίεση. Αισθάνονται ότι δεν είναι πλέον μια προτεραιότητα. Αν όμως θέλουμε να έχουμε μακροπρόθεσμα οικονομική ανάπτυξη, θα πρέπει να κρατήσουμε ως μία από τις προτεραιότητές μας την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στην κοινωνία υπάρχει ένας μύθος για τεμπέληδες ενήλικες που δεν θέλουν να δουλέψουν και αυτό δεν είναι και τόσο πολύ η πραγματικότητα. Μπορεί να μην είναι σε θέση να κρατήσουν μια δουλειά επειδή έχουν να φροντίσουν παιδιά ή ηλικιωμένους, ή επειδή υπάρχουν ζητήματα με τις συγκοινωνίες που πρέπει να πάρουν για να πάνε στην εργασία τους, ενώ παράλληλα έχουν να πάνε τα παιδιά στο σχολείο και να τα πάρουν από εκεί. Οι κοινωνίες μας δεν έχουν δημιουργηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζουν τον κόσμο να παραμένουν στην αγορά εργασίας με την πάροδο του χρόνου».
Ο κίνδυνος να χαθούν οι επόμενες γενιές
Περισσότερα παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες ζουν σε συνθήκες φτώχειας στην Ευρώπη. Αυτά τα παιδιά πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα για την επισφαλή κατάσταση της απασχόλησης των γονέων τους και φυσικά τις περικοπές που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις. Πώς μπορούν οι μελλοντικοί πολίτες να γίνουν παραγωγικές μηχανές για την οικονομική μας ανάπτυξη;
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός 13χρονου από την Σόφια. Πρόσφατα μετακόμισε με την οικογένειά του σε άλλο σπίτι. Οι γονείς του γίνουν καθημερινή μάχη για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά προβλήματα. Η μετακόμιση, το σχολείο και η εκπαίδευση τον βοηθούν να προχωρήσει μπροστά. Ο ίδιος και οι γονείς του τα κατάφεραν χάρη στην βοήθεια της «SAPI», μιας οργάνωσης που είναι μέλος του “«Εθνικού Δικτύου για τα Παιδιά»”: http://nmd.bg/en/. Η διευθύντριά της Ντάνι Κόλεβα λέει: «Η κυβέρνηση πρέπει να υποστηρίζει τους οργανισμούς μας και τις κοινωνικές αρχές για να παρέχουν επαρκείς υπηρεσίες για τα ευάλωτα παιδιά και τις οικογένειες. Αυτό χρειάζεται μια συστηματική προσέγγιση. Χρειάζεται να συνεργαστούν διαφορετικοί τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και οι κοινωνικές υπηρεσίες».
Αυτό είναι κλειδί όταν πάνω από τα μισά παιδιά της Βουλγαρίας βρίσκονται σε κίνδυνο. Σε 21 χώρες αυξήθηκαν τα σχετικά ποσοστά σε σχέση με το 2008. Η διόρθωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας και η υποστήριξη των οικογενειών με οφέλη και υπηρεσίες θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να βοηθήσει τα παιδιά.
Ο καθηγητής Ντουχόμιρ Μίνεφ εξηγεί: «Θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο λόγοι για την παιδική φτώχεια. Ο πρώτος είναι δυσλειτουργίες σε επίπεδο οικογένειας. Ο άλλος είναι δυσλειτουργίες σε κοινωνικό επίπεδο, η αδυναμία των θεσμών. Θα πρέπει όμως πρώτα από όλα να αποτρέψουμε την φτώχεια στους γονείς».
Αυτό είναι μέρος της δουλειάς της «Συμμαχίας για τα παιδιά και τη Νεολαία». Πρόκειται για μια ΜΚΟ που παρέχει υλική και ψυχολογική υποστήριξη στους γονείς και τα παιδιά που τα έχουν ανάγκη, μαζί με άτυπη εκπαίδευση. Αλλά για να αντιμετωπιστεί ουσιωδώς το πρόβλημα χρειάζονται περισσότερα.
Στην Ευρώπη πάνω από ένα στα τέσσερα παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό αντιπροσωπεύει 26 εκατομμύρια παιδιά. Αντέχει η Ευρώπη να χάσει μια ολόκληρη γενιά;
Η Ντάνι Κόλεβα σχολιάζει: «H Ευρώπη χάνει πολίτες που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην οικονομία της. Το πρόβλημα με την φτώχεια είναι ότι πραγματικά επηρεάζει τη μία γενιά και μετά την επόμενη, επομένως βλέπουμε ότι η Ευρώπη πηγαίνει προς το χειρότερο. Θα πρέπει να υποστηριχθεί από πραγματικές πράξεις, με έργα, προγράμματα και χρηματοδοτήσεις».
Επομένως τα 24,8 δισ. ευρώ που είναι να διατεθούν μέχρι το 2020 στην Ευρώπη για ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο θα μπορούσαν να βοηθήσουν οργανισμούς όπως ο «SAPI».
Η Τζάνα Χέινσγουόρθ σχολιάζει σε σχέση με τα παιδιά: «Οι μεγαλύτεροι αριθμοί είναι παιδιά που μεγαλώνουν σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένας από τους δύο γονείς, όμως ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός παιδιών μένουν σε σπίτια με γονείς που εργάζονται. Στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, το κόστος φροντίδας των παιδιών μπορεί να αφορά πάνω από το ένα τρίτο του οικογενειακού προϋπολογισμού. Αν μένεις με τα δύο τρίτα για να πληρώσεις για το σπίτι και όλες τις υπόλοιπες υπηρεσίες, είναι απίστευτα μεγάλη η πρόκληση να καταφέρεις να τα βγάλεις όλα σε πέρας.
Χρειάζονται επενδύσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της επένδυσης γίνεται όμως αντιληπτό μετά από 20 χρόνια. Ξέρουμε ότι οι πολιτικοί εκλέγονται για πέντε χρόνια και για να ολοκληρωθεί ο κύκλος, χρειάζεται μακρόπνοο όραμα. Αν δεν επενδύσουμε τώρα, τότε οι συνέπειες θα φέρουν πίσω όχι μόνο αυτήν την γενιά αλλά και την επόμενη. Και την μεθεπόμενη…».
Όσο για το πώς θα επιτευχθεί αυτό; «Θα μπορούσαμε να δούμε μια επικεντρωμένη στο παιδί στρατηγική που επενδύει στους μεγαλύτερους ανθρώπους, επειδή τα παιδιά και οι οικογένειες πολλές φορές εξαρτώνται όχι μόνο από την φροντίδα αλλά και την οικονομική στήριξη των μεγαλύτερων. Κατά κάποιον τρόπο συνδέεται όλο αυτό με τις εθνικές πολιτικές αλλά πολλές φορές με τα κατώτερα επίπεδα και αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες μας.
Αν έχουμε 26 εκατ. παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχειας στην Ευρώπη κάτι κάνουμε λάθος. Πρέπει να βάλουμε ως προτεραιότητα έναν στόχο, να μειώσουμε την φτώχεια. Στην συνέχεια, να δούμε έναν ολιστικό τρόπο πώς θα μειώσουμε την φτώχεια, όχι μόνο σε σχέση με τα χρήματα και την ενίσχυση του εισοδήματος, αλλά επίσης αναφορικά και με την πρόσβαση στην υγεία, την κατοικία, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και τον αθλητισμό, αλλά και την δημιουργία δημόσιων χώρων όπου τα παιδιά θα μπορούν να μεγαλώσουν και να ευημερούν».
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι επιλογές του Σίλβα για την Άρσεναλ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ