2015-12-28 00:02:15
Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 28 Δεκεμβρίου
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΣΙΜΩΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ.
Του εν τη πέτρα ασκήσατος και μύρον αναβλύσαντος
όστις ανεπαύθη το ασνζ -1257 έτος από Χριστού, Δεκεμβρίου κη.
Συγγραφείς μεν υπό Ησαϊου μοναχού μεταγραφείς δε υπό Νικηφόρου ιερομόναχου Χίου.
Ούτος ό όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Σίμων, ότι μεν είναι άγιος και θεοφόρος και σημειοφόρος, το ηξεύρομεν βεβαιότατα από τους ασκητικούς αγώνας, οπού ηγωνίσθη επί γης, και από τα θαύματα οπού ετέλεσε και ζών και μετά θάνατον, και μάλιστα από το εξαίρετον χάρισμα οπού του έδωκεν ο Θεός να αναβλύζει μύρον ό τάφος του, καθώς ποτέ και του μεγαλομάρτυρας Δημητρίου του Μυροβλύτου∙ ότι μεν είναι τοιούτος ό όσιος Σίμων, το ηξεύρομεν, λέγω, βεβαιότατα∙ ποία δε ητον ή πατρίς του, και ποίοι ήσαν οί γονείς του, και ποταπή εστάθη ή ανατροφή του και ή παιδαγωγία του, δεν μας το φανέρωσε καμία ιστορία, ουδέ παράδοσις∙ προς τούτοις ουδέ που πρώτον έκαμεν αρχήν των ασκητικών του αγώνων.
Μακαριά υπακοή
Εις δε το Άγιο Όρος του Άθωνος ελθών, πόσην προθυμία είχε εις την αρετή, αυτά τα πράγματα το έδειξαν ύστερον ότι ερχόμενος εδώ, δεν φρόντισε άλλο, παρά να εύρη πνευματικόν γέροντα δια να υποταχθεί, ηξεύροντας την συμβουλήν του θείου εκείνου πατρός την λέγουσα ότι χωρίς υπακοής αδύνατον εστί σωθήναι τίνα∙ τον δε γέροντα όπου εζήτει, τον ήθελε όχι μόνον ενάρετον, αλλά και αυστηρό ενάρετον μεν, δια να ηξεύρη να τον οδηγή εις την σωτηρίαν του, αυστηρό δε και ακριβή εις την άσκησιν, δια να μη συγκαταβαίνη ευκόλως εις την ασθένειαν του υποτακτικού του. Περιέρχεται λοιπόν και γυρίζει όλα τα πνευματικά φροντιστήρια του Αγίου Όρους, ήγουν μοναστήρια και ασκητήρια, ως ή διψώσα έλαφος, δια να εύρη πηγή ύδατος ζώντος- ανταμώνει τους πλέον ενάρετους, περιεργάζεται του κάθε ενός τάς εξαίρετους άρετάς∙ τέλος πάντων ευρίσκει τον ποθούμενον ευρίσκει, λέγω, γέροντα, άνθρωπον εις μεν την ηλικία και την χρηστοήθεια και την σεμνότητα, γέροντα, εις δε την ανδρεία και τον τόνο της ψυχής, νεάζοντα.
Λοιπόν, ανακαλύπτει εις αυτόν τον σκοπό του, και βάνοντας μετάνοιαν, μένει εις την υποταγή του πλην, τόσον καλώς και ακριβώς υπετάχθη, ώστε οπού όλα τα προστάγματα του γέροντος, ως θεού εντολάς τα τελείωνε το γρηγορότερο, χωρίς καμία περιέργεια ό δε γέροντας η δια την αυστηρίαν του ή και δια δοκιμήν και γυμνασία και προκοπή του Σίμωνος, όχι μόνον τον ύβριζεν, αλλά και τον έδερνε μερικές φορές, και αυτός ό μακάριος μετά πάσης χαράς και ευχαριστίας τα εδέχετο και τα υπέμενε όλα∙ μάλιστα δε, και ζημία του το νόμιζε, όταν δεν έπασχε τα τοιαύτα- όθεν και πλέον τον αγάπα, παρά οπού αγαπούν οί παίδες τους φυσικούς γονείς τους. Ιδέτε, αδελφοί, σημείον απλούστατης ψυχής, και αξίας δια τον Χριστόν ποτέ μεν κοιμωμένου του γέροντος, εκαταφίλει αυτός τους πόδας του από αγάπη και ευλάβεια, άλλοτε δε, ελλείποντος εκείνου, εφίλει τον τόπον οπού έκοιματο ή ύστατο προσευχόμενος- έλεγε δε και εις τους άλλους ό αοίδιμος, ότι τον Θεόν πρέπει να τον άγαπώμεν, διατί μας έπλασε εκ του μη όντως εις το είναι, τον δε γέροντα μας, διατί μας ξανάπλασε τρόπον τινά, και μας εκαινούργωσε το κατ' εικόνα του Θεού, οπού ήτον συντετριμμένον από πολλάς αμαρτίας. Ώ ψυχής όντως θείας! Ώ συνέσεως υψηλής! Ω ταπεινώσεως βαθύτατης!
Από τοιαύτας λοιπόν άρετάς, έγινε περιβόητος εις ολίγον καιρόν ό Σίμων εις όλον το Όρος, όθεν εις μεν τους συνομήλικος του ήτον σεβάσμιος, εις δε τους γεροντότερους του αγαπητός, και ήτον να ιδή τινάς γεροντική φρόνησιν εις νεαρά ηλικία, άσκησιν ασύγκριτον εις τους αγώνας, τελειότητα εις την φρόνησιν, άλας πνευματικόν εις τον λόγον, συστολήν εις το βλέμμα, σεμνότητα εις το περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εις το φρόνημα, μεγαλοψυχία εις τους πειρασμούς, ελευθεριότητα εις την γνώμην, διάκρισιν θαυμαστή εις όλα του τα έργα, και επί πάσι τοις άλλοις, ήτον να ίδη τινάς λάμπουσα εις αυτόν την μακαρία άγάπην, την ρίζαν και το τέλος πασών των αρετών. Αυτά στοχαζόμενοι όσοι τον έβλεπαν, θαυμάζοντες έλεγαν ω μακαριά υποταγή, ποταπούς κάμνεις τους αγαπώντας σε! Διότι καθώς λέγουν οί θείοι πατέρες, ή μεν υψοποιός ταπείνωσις, γεννάται από την άγίαν και χριστομίμητον υπακοή, ή δε πάνσοφος διάκρισης, γεννάται από την μακαρία ταπείνωσιν αυτά τα θεία προτερήματα βλέπων και ό τίμιος εκείνος γέρων, ότι πλούτισε ό υποτακτικός του Σίμων από την άδολο και καθαράν του υπακοή, μετέβαλε την προτέραν του αυστηρότητα εις ημερότητα, και εις το έξης ούτε τον ύβριζε, ούτε τον πρόσταζε, άλλ' ούτε τον δίδασκε πλέον ωσάν υποτακτικό του, αλλά τον τιμά ως αδελφόν, και ως διδάσκαλο τον εσυμβουλεύετο, χρείας ούσης. Τι το εντεύθεν; Δεν ευχαριστείται εις τοσαύτην τιμήν ό ταπεινόφρων Σίμων, μάλιστα δε και ελυπείτο και θλίβετο δια τούτο. Τι κάμνει λοιπόν; Ζητεί με θερμή δέησιν άδεια από τον γέροντα του να αναχώρηση, δια να ησυχάζει μόνος του.
Του έδωκε την άδεια ό γέροντας, αλλά με λύπην και πόνο της καρδίας του δια την στέρησίν του, ότι δεν τον είχε πλέον ως μαθητή, καθώς είπομεν, άλλ' ως συναγωνιστή εις τάς αρετάς.
Αγώνες στην ησυχία
Αφού έφυγε από τον γέροντα του, ζητεί τόπον ερημικό δια να ησυχάσει, οπού να μη τον ηξεύρη τινάς, και ύστερον από πολλήν έρευνα ευρήκε, θεία νεύσει, κατά τον πόθον του, ένα σπήλαιον πλησίον εις το ιερόν μοναστήριον οπού καλείται Σιμώπετρα (το οποίον έκτισε μετά καιρόν ούτος ό άγιος Σίμων, καθώς θέλομε ειπούμεν έμπροσθεν). Άφ' ου δε εις το σπήλαιον κατοίκησε, αρματώθη πλέον να πολεμήση με τους αόρατους εχθρούς, τους δαίμονας∙ και επειδή ό πόλεμος ήτον κατά των πνευμάτων της πονηρίας, έλαβε και αυτός εναντίον τους τα πνευματικά άρματα του αγαθού και αγίου Πνεύματος∙ ποία ταύτα; Τον σταυρόν, την προσευχήν, την πίστιν, την υπομονή, την νηστείαν και ολην την πνευματικήν πανοπλία. Άλλα, τις να διηγηθή αξίως τους αγώνας και τα παλαίσματα και όλον τον φοβερόν εκείνον πόλεμο, και τέλος πάντων την νίκην οπού έκαμε κατά του διαβόλου; Ένα μόνον να πούμε από τα πολλά, είναι αρκετόν να φανέρωση τα λοιπά.
Προσηύχετο μίαν νύκτα ό Άγιος, και ιδού μετεμορφώθη ό μιαρός δαίμων εις ένα μεγαλώτατο και φοβερώτατο δράκοντα, και φαίνεται έμπροσθεν του, και άνοιγε το στόμα του δια να τον καταπίη, άλλα μην έχοντας έξουσίαν παρά θεού, δεν τον κατάπινε, αμή τον έδερνε εις τες πλάτες με την ουρά του∙ και τόσον πολλά και σκληρά τον έδειρε, ώστε οπού έπεσε ό Άγιος εις την γήν μισοπεθαμένος∙ και κατά μεν το σώμα εκείτετο επί γης ώσεί νεκρός, κατά δε την ψυχήν ανέβαινε εις τον ούρανόν ψάλλοντας τα εξής προφητικά λόγια∙ εν τω έγγίζειν έπ' έμέ κακούντας του φαγείν τάς σάρκας μου, εγώ δε ώσεί κωφός ουκ ήκουον, και ώσει άλαλος ουκ ανοίγω το στόμα αυτού". Και ό μεν φοβερός εκείνος δράκων, δεν έπαυσε, άλλ' έδερνε ακόμη τον Αγιον κείμενον εις την γήν, με σκοπό, η να τον θανάτωση τελείως, αν του δοθή αδεία παρά θεού, η καν να τον φοβίση να φυγή από το σπήλαιον. Ό δε Άγιος γνωρίζοντας ότι δεν ήτον αισθητός δράκων, αλλά νοητός, ότι δηλαδή είναι ό άρχέκακος εκείνος όφις, ό κοινός εχθρός του ανθρωπίνου γένους, είπε προς αυτόν τα ακόλουθα∙ "ω καταραμένε, Τι φθονείς το πλάσμα του θεού; Δεν ξέρεις, ταλαίπωρε, ότι δι' έμέ κατέβη από τους ουρανούς ο θεός, και έγινε άνθρωπος, και δια την δική μου αγάπη ενεπαίχθη, ερραπίσθη, και τέλος πάντων εσταυρώθη, και απέθανε ό αθάνατος; Δεν φοβείσαι την σφραγίδα του βαπτίσματος; Δεν τρέμεις τον τύπον του τιμίου Σταυρού, οπού φορώ επάνω μου; Δεν ξέρεις τα ιερά λόγια οπού λέγουν, ιδού δέδωκα ύμίν την έξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπιών και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού; όθεν και εγώ με όλον οπού κείτομαι ωσάν νεκρός, με όλον τούτο, επί σε την ασπίδα και τον βασιλίσκον επιβήσομαι, και καταπατήσω σε τον λέοντα και δράκοντα τον αρχέκακο επιτιμά σοι Κύριος Σαβαώθ∙ υπάγε οπίσω μου, σατανά∙ επίτιμη σοι ή Κυρία του Αθωνος τούτου∙ απόστα άπ' εμού". Ακόμη δεν είχε τελείωση τους θείους λόγους τούτους ό Άγιος, και ό φαινόμενος δράκων έγινε άφαντος∙ και μετά τούτο φως θείον και ουράνιο άστραψε, και εγεμίσθη από την φωτοχυσία το σπήλαιον, και εύωδία θαυμαστή και άρρητος ήλθε, από τα όποια επληρώθη ή καρδία του Όσιου από θεϊκή ευφροσύνη και αγαλλίαση έπειτα και φωνή θεία άκουσε άνωθεν οπού του έλεγε "ανδρίζου και ίσχυε, υπήκοε και πιστέ θεράπον του εμού Υιού"∙ και, (ω του θαύματος!) όχι μόνον ψυχική ευφροσύνη έλαβε παρά της Θεομήτορος, αλλά και σωματική θεραπεία, ότι πριν ακόμη να εξημέρωση, ευρέθη όλος υγιής. Κατά Τι το θαύμα του προφήτου Δανιήλ είναι ανώτερο από τούτο του οσίου Σίμωνος; Τι του μεγάλου Αντωνίου ό Σίμων κατά το θαύμα τούτο κατώτερος;
Ό αστήρ της Νέας Βηθλεέμ
Έμεινε λοιπόν πάλιν εις το σπήλαιον ό ιερός Σίμων (καθώς και ό μέγας Αντώνιος εις το μνήμα), αγωνιζόμενος πολλούς χρόνους και υπομένων πάσαν κακοπάθεια, και πολλοί από πολλά μέρη του Όρους πήγαιναν εις αυτόν (ου γαρ δύναται, κατά το θείον λόγιον, πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη), και ωφελούντο ψυχή τε και σώματι διότι και διακρίσεως χαρίσματι επλούτει, δια να εξηγεί τας θείας Γραφάς και να δίδει και αλλάς ψυχωφελείς σύμβουλος, και προορατικού χαρίσματος αξιωθείς, πρόλεγε τα μέλλοντα. Πλην, αυτός εις ταύτα παντελώς δεν ηρέσκετο ούτε ευχαριστείτο, μισώντας ως ταπεινόφρων την εξ ανθρώπων τιμήν και αποφεύγοντας την ενόχλησιν των πολλών, επειδή του εγίνετο εμπόδιο εις την ησυχία του∙ δια το όποιο αίτιο, και διελογίζετο να αναχώρηση εις τόπον ερημικότερο. Άλλ' ό θεός οπού προνοεί και φροντίζει δια την κοινή ωφέλεια των ανθρώπων, τον εμπόδισε από τον τοιούτον σκοπό, με το μέσον της πανάχραντου αυτού Μητρός∙ και τι λογής, έρχομαι να το διηγηθώ και προσέχετε, ότι κατά άλήθειαν, πολλής προσοχής είναι άξιον.
Εκεί οπού μίαν νύκτα προσηύχετο ό Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτο από φωτοχυσία θεϊκή, και αισθάνετο πολλήν ευωδία, και ελάμβανε πνευματικήν ευφροσύνη ακούει δε και θείαν φωνή οπού του έλεγε ετζι∙ "Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ και λάτρι του Υιού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθηκα σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομά σου". Ό δε ταπεινότατος Σίμων, δεν πιστεύει εις την οπτασία φοβείται μήπως είναι τέχνη του πονηρού και παγίδα∙ διότι έτρεμε πολλά τον λόγον οπού λέγει ό Απόστολος, ότι ό αρχέκακος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός∙ δι' αυτήν την αιτία είχε πάλιν τον ίδιον σκοπό, και εστοχάζετο πάλιν, που να υπάγη να ησυχάσει. Ήσαν δε τότε ημέραι οπού πλησίαζε ή εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος Χριστού∙ και μίαν νύκτα προβαίνοντας έξω από το σπήλαιον, βλέπει θέαμα φοβερόν του φαίνεται ωσάν να εχωρίζετο ένας αστήρ από τον ούρανόν, και εστέκετο επάνω εις την αντικρύ πέτραν, όπου είναι τώρα κτισμένο το σεβάσμιον μοναστήριον αυτήν την οπτασία πολλές νύκτες την έβλεπε ο Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο μήπως είναι καμία πλάνη του εχθρού- ωστόσο, ήλθε αυτή ή κυρία νύκτα των Γενεθλίων του Χριστού, και τότε δεν βλέπει μόνον τον αστέρα, ότι κατέβει άνωθεν και στάθηκε αντικρύ επάνω της πέτρας, αλλά ακούει και θείαν φωνή οπού του έλεγε ετσι∙ "εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιο σου και να σώσεις ψυχάς, και πρόσεχε καλώς∙ μην απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου∙ βλέπε, μη αμφίβαλε, δια να μη πάθης κανένα κακόν". Ακούει δε την θείαν ταύτην και αγγελική φωνή τρεις φορές, οπού έλεγε τα αυτά λόγια∙ όθεν γίνεται όλος έντρομος και ενθουσιών, και του εφαίνετο (καθώς έλεγε αυτός ύστερον εις τους μαθητάς του), ότι ευρέθη εκεί εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας μαζί με τους ποιμένας, και ήκουσε μελωδία αγγελική οπού έψαλλαν εκείνα τα θεοχαρίτωτα λόγια∙ "δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία∙ μη φοβείστε υμείς, ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλη, ήτις εσται παντί τω λαω". Τότε λέγει, άρχισε να μου φεύγει ο τρόμος και ή εκστασις και ευφραινόμην πνευματικώς, ωσάν να έβλεπα παρούσα την Δέσποινα Θεοτόκο και τον δίκαιον Ιωσήφ με τους υιούς του, και τον Κύριόν μας νήπιο εσπαργανωμένον μέσα εις την φάτνη.
Οι πρώτοι υποτακτικοί
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες από τα Χριστούγεννα, και ιδού έρχονται προς αυτόν τρεις άνδρες κοσμικοί, αυτάδελφοι και πλούσιοι (επειδή και ή φήμη του έφθασε έως και εις την Μακεδονία και Θεσσαλία), και εξαγορεύσαντες όλους τους λογισμούς τους εις τον Όσιο, προσπίπτουν εις τους πόδας του και τον παρακαλούν να τους δεχθή εις υποταγή ο δε Όσιος εσυλλογίζετο με τον εαυτόν του και έλεγε, ίσως αυτοί είναι οι συνεργοί μου εις το να κτίσω το κοινόβιο μου, κατά την οπτασία όπου είδον, όμως δεν εσυγκατέβη ευθύς να τους δεχθή, αλλά πάσχισε με διαφόρους λόγους να τους δίωξη από λόγου του∙ εκείνοι δε, ωσάν οπού ήσαν θεόθεν απεσταλμένοι, δεν έφευγαν, αλλά του έλεγαν, δέξαι μας εδώ ολίγας ημέρας δια την αγάπην του Χριστού, και αν δεν ευχαριστηθής, τότε δίωξε μας.
Με τοιαύτας υποσχέσεις λοιπόν, εκαταπείσθη και τους κράτησε εις την υπακοή του Χριστού, και μετά την κανονική δοκιμασία, τους ένδυσε το αγγελικόν σχήμα των μοναχών, και ιερουργήσας τους κοινώνησε την αχράντων Κοινωνίαν, και ύστερον από το δείπνο τους φανέρωσε και τον δικό του λογισμόν, επειδή τους είχε εις το εξής ως τέκνα του γνήσια∙ τους διηγήθη δηλαδή κατά πλάτος την θεϊκή οπτασία εκείνη, και τους όρκισε να μη το ειπούν εις τίνα, έως οπού ζή εκείνος∙ μετά ταύτα τους λέγη, φανερό είναι, ω τέκνα μου, ότι ό προνοητής Θεός σας έστειλε εδώ επί τούτου, όχι μόνον δια να σώσετε τάς ψυχάς σας, αλλά δια να φέρετε και τον πλούτο σας, δια να γένη το κοινόβιο κατά την θεϊκή θέλησιν. Υπάγετε λοιπόν να εύρετε οικοδόμους, και να τους φέρετε εις κατασκευήν του μοναστηρίου
Ό μαθητής πού σώθηκε από την κατακρήμνιση
Πήγαν εκείνοι, ευρήκαν, έφεραν τους 11 οικοδόμους. Ό δε Όσιος πρώτον μεν δείχνει εις αυτούς τον τόπον οπού εβούλετο να θεμελίωση την έκκλησίαν, έπειτα και την επίλοιπο οικοδομήν άλλ' εκείνοι βλέποντες το απόκρημνο και κινδυνώδες του τόπου, του αποκρίνονται∙ τι λέγεις, άββά; Χωρατεύεις ή αληθεύεις; Των αδυνάτων είναι να επιχειρισθούμεν αυτού οίκοδομήν, επειδή και στοχαζόμεθα, ότι μέλλει να κινδυνεύση όχι μόνον ή εδική μας ζωή, αλλά και εκείνων οπού έχουν να κατοικήσουν εις αυτόν τον τόπον τον επικίνδυνο επειδή δε ό Άγιος με πολλούς και διάφορους λόγους δεν τους κατάπεισε να επιχειρισθούν τα οικοδομήματα, πρόσταξε και τους έβαλαν τράπεζαν δια να γευθούν.
Και εκείνοι μεν έτρωγαν, ένας δε από τους μαθητάς του Όσιου, εκεί οπού τους κερνούσε το κρασί όρθιος, φθόνω του πονηρού, δεν ήξεύρω πώς υπεσκελίσθη, και έπεσε κάτω από την πέτραν εις το άμετρο εκείνο βάθος, κρατώντας εις το ένα χέρι το αγγείο οπού είχε το κρασί, και εις το άλλο το ποτήριον γεμάτο και τούτο βλέποντες οι οικοδόμοι, έλαβον αιτία και έλεγαν εις τον Όσιο μετά θυμού∙ δια τι, άββά, επεχειρίσθης τοιαύτα πράγματα, και έγινες αιτία του τοιούτου φόνου; Άλλα και αν θέλαμε συμφωνήσωμε εις τον σκοπό σου και ημείς, πόσοι άλλοι έμελλον να φονευθούν έπειτα;
Ό δε Άγιος σιωπώντας προσηύχετο εις την Κυρία Θεοτόκο εκ βάθους ψυχής, δια να μη καταισχύνη βουλή πτωχού τω πνεύματι∙ και (ω των ανέκφραστων θαυμάσιων σου, Δέσποινα! Τις δύναται να ύμνηση τα μεγαλεία σου;) δεν πέρασε μισή ώρα, και ιδού ήρχετο από το άλλο μέρος ο κρημνισθείς αδελφός, όλος υγιής και παντάπασιν άβλαβης, τη βοήθεια της παναμώμου Παρθένου, βαστώντας το ποτήριον και το αγγείο με το κρασί, όχι μόνον ασύντριφτα, αλλά και χωρίς να χυθή τελείως το κρασί. Και τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οί πρώην αυθάδεις οικοδόμοι, έφριξαν και τρόμαξαν, και έπεσαν εις τους πόδας του Αγίου, ζητούντες συγχώρησιν, λέγοντες∙ Τώρα γνωρίσαμε, πάτερ, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού∙ και δεν στάθηκαν έως εδώ, αλλά τον βίασαν, και τους κούρευσε όλους μοναχούς.
Πίστη πού κινεί όρη
Έκαμαν λοιπόν αρχήν οί καλοί ούτοι οικοδόμοι να κτίζουν το μοναστήριον με προθυμία και επειδή χρειάζονταν πολλές και μεγάλες πέτρες δια τα θεμέλια και τάς γωνίας, πρόσταξε ό Όσιος να σηκώσουν μίαν μεγαλωτάτη πέτρα οπού ήτον εκεί πλησίον, δια να την βάλουν εις την γωνία του θεμελίου∙ εκείνοι δε πάλιν αστοχήσαντες την πρώτη θαυματουργία του Όσιου, κρυφογελούσαν, βλέποντες ένας τον άλλον, νομίζοντες ότι χωρατεύει, επειδή και έβλεπον, ότι δεν ητον δυνατόν να μετασαλευθη ή μεγαλωτάτη εκείνη πέτρα οπού τους έλεγε ό δε Άγιος όταν είδεν ότι δεν ακούουν, πηγαίνει μόνος του εκεί οπού ήτον ή πέτρα, και άφ' ου την σφράγισε με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, την σηκώνει εις τους ώμους του, χωρίς να του βοηθήση άλλος τινάς, και την φέρει και την στερεώνει εις την γωνία του θεμελίου οπού ήτον χρεία∙ και ούτως έδειξε με το έργον ό θαυμάσιος, εκείνο οπού είπεν ό Κύριος μας με τον λόγον εις τους Αποστόλους του∙ "Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω ορει τούτω, αρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και αρθήσεται, και βληθήσεται"∙ διότι άνθρωπος κατεξηραμένος από την σκληραγωγία και την άσκησιν, και όπου μόνον το δέρμα βαστούσε τα κόκαλα, να σήκωση τόσον βάρος, όπου τόσοι άνθρωποι το εστοχάζοντο αδύνατον καν να την σαλεύσουν, δεν είναι ολοφάνερο, πώς κατάστησε τον εαυτόν του όργανον της παντουργού δεξιάς του Υψίστου, και ενήργει δι' αυτού ό Θεός τα παράδοξα ταύτα;
Ή μεταστροφή των πειρατών
Αλλά και το ακόλουθο θαύμα του Όσίου, τούτο το ίδιον μας βεβαιώνει∙ ότι άφ' ου πλέον εκτίσθη και εκατοικίσθη από πολλούς το μοναστήριον (το όποιον ωνόμασε ό Όσιος Νέαν Βηθλεέμ, δια τον φανέτα αστέρα), ήλθον μίαν φοράν Σαρακηνοί κάτω εις τον λιμένα του μοναστηρίου τούτου. Ό Άγιος φοβηθείς μήπως και ανέβουν επάνω και κατακαύσουν το μοναστήριον, προλαμβάνει και παίρνει τινάς μαθητάς του, και κατεβαίνει εις προυπάντησίν τους, έχοντας και μερικά δώρα να τους δώση∙ οί δε, ελαβον τα δώρα, αλλά εζήτουν και τους θησαυρούς του μοναστηρίου, και μη γνωρίζοντες τον Αγιον, δια το ευτελές του σχήματος του, τον βίαζαν να τους δείξη τον ηγούμενον και αυτός απεκρίθη με πραείαν φωνή εγώ ο ταπεινός είμαι ό ηγούμενος, πλην, αλλά δεν εχομεν από αυτά οπού φορούμε και αυτοί θυμωθέντες ώρμησαν επάνω του, ωσάν θηρία αγρία, και ένας από αυτούς, ό πλέον φονικώτερος των άλλων, έβγαλε το σπαθί του, δια να κόψη την ίεράν του Όσίου κεφαλήν άλλ' ό Θεός εξαποστείλας τον αγγελον αυτού, ερρύσατο τον Όσιων του∙ ότι μεν χειρ του αυθάδους εκείνου, έμεινε κρεμάμενη κατάξηρος, οί δε λοιποί αορασία επατάχθησαν και ετυφλώθησαν όλοι.
Τότε δη αλαλάζοντες την συρικήν φωνή αυτών, Αλλάχ, Αλλάχ, και μεταβαλόντες την θηριωδία εις θρηνωδία και την αγριότητα εις ημερότητα, έκλαιον πικρώς και παρακαλούν θερμώς τον Αγιον λέγοντες∙ ελέησον ημάς, άββα, να υγιάνωμεν και να γένωμεν όλοι χριστιανοί. Ό δε φιλάνθρωπος δούλος του φιλανθρωποτάτου Δεσπότου, και μιμητής του ανεξίκακου διδασκάλου του Χριστού, στέλνει ευθύς ένα του μαθητή, και φέρνει ελαιον από την κανδήλα του Χριστού και αλείφοντας τα ομμάτια τους σταυροειδούς, ομοίως και την ξηραμένη χείρα του αυθάδους εκείνου, και προσευξάμενος, ευθύς ιατρεύθησαν όλοι∙ όθεν όχι μόνον βαπτίσθηκαν καθώς υπεσχέθησαν, αλλά μετά καιρόν εκουρεύθησαν και μοναχοί εις την αυτήν μονήν του Όσίου και ευδοκίμησαν.
Οι τελευταίες διδασκαλίες
Αλλά όταν έφθασε ό αοίδιμος Σίμων εις βαθύτατο γήρας, και ήλθε πλέον ό καιρός δια να υπάγη εις τον ποθούμενο του Χριστόν, προείδε την ωραν της όσιας αυτού εκδημίας προς Κύριον, και κράζει τους Ιερούς μαθητάς του, και τους κατηχεί την ολουστέραν κατήχησιν, λέγων "ιδού αδελφοί και τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, οπού μέλλω να χωρισθώ από εσάς, άλλ' ως φρόνιμοι, δεν πρέπει να λυπήστε∙ ένα μεν, ότι ολίγος καιρός περνά, και πάλιν ανταμωνόμεθα∙ άλλο δε, ότι εάν και λάβω καμία παρρησίαν προς Θεόν, θέλω σας επισκέπτωμαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμό ορατό και αόρατο πλην, εάν και εσείς φυλάττεται την παράδοσιν της κοινοβιακής ζωής οπού είδατε, και την ευταξία της εκκλησίας και όλα, όσα σας δίδαξα και με λόγον και με έργον, ούτω θέλω έχω και εγώ την φροντίδα σας. Μην αγαπάτε πλούτο πρόσκαιρο φεύγετε την κενοδοξίαν μην απατάσθε εις χορτασία κοιλίας∙ μη φέρετε εις το κοινόβιο αγένεια πρόσωπα∙ διατί είδατε τι έκαμε ο μέγας Ευθύμιος εις τον άγιον Σάββα, οπού αγκαλά και τον ήξερε πώς ήτον εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος, με όλον τούτο δεν τον κράτησε εις το κοινόβιο του∙ γράφει δε και εις το Γεροντικό, ότι τέσσαρες λαύρες, τον παλαιόν καιρόν, ερημώθηκαν, εξ αιτίας των αγένειων καθώς και ο θεοφόρος πατήρ ημών Αθανάσιος της μεγίστης Λαύρας, εκατηράσατο εκείνους τους προεστούς οπού ήθελαν δεχθούν αγένεια καν τε και βασιλόπουλα ήθελαν είναι∙ να είστε ειρηνικοί∙ φιλόξενοι∙ να επιτελήτε τάς εορτάς πνευματικώς και όχι κοσμικώς∙ να μη καταγίνεστε δηλαδή εις ταύτας τάς ημέρας εις αργολογίας και χωρατά και γέλια∙ επειδή και ή εορτή είναι φωτισμός και αγιασμός της ψυχής, ο όποιος γεννάται από την σιωπή και προσευχήν και ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων εις τάς ακολουθίας της εκκλησίας να ψάλλετε με σεμνότητα και ευλάβεια, και όχι με βοές άτακτες∙ να ευλαβείστε και τον ηγούμενον με όλη σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττεται και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε∙ είδε μη, να απολογήσθε εσείς εις εκείνο το φοβερόν και πάνδημο Κριτήριο".
Ταύτα και αλλά τοιαύτα λέγοντος του Όσίου, οι αδελφοί όλοι και μαθηταί του, περιτριγυρίζοντες αυτόν έκλαιαν απαρηγόρητα δια την στέρησίν του∙ αυτός δε προσευξάμενος εις την Παναγίαν Τριάδα, τον ένα Θεόν, δια να φύλαξη αυτούς εν τοις αυτού προστάγμασι και μετά τον θάνατον του, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και πάντων των αγίων, σιώπησε, και την νύκτα εκείνη παρέδωκε την άγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Το δε πρωί είδον όλοι το πανόσιό του πρόσωπον, οπού έλαμψε υπέρ τον ήλιον, όθεν μετά ψαλμωδιών και ύμνων, και μεγάλης ευλάβειας, ενταφίασαν το πολύαθλό του σώμα, ως έπρεπε.
Ή ίαση της θυγατέρας του βασιλέως
Ήκμαζε δε ούτος ο ιερός Σίμων εις τον ιγ' αιώνα, εις τους χρόνους οπού βασίλευαν εις την Ασία ό Θεόδωρος ό Λάσκαρης, ό Ιωάννης Δούκας Βατατζής και ό Θεόδωρος ό Νέος Λάσκαρης σύγχρονος ων με τον Νικηφόρο τον Βλεμμύδη, με τον Κωνσταντίνο τον Καβάσιλα, με τον αγιον Μελέτιο τον Ομολογητή και Γαλακτίωνα∙ εις τους χρόνους εκείνους διέλαμψε ως αστήρ λαμπρότατος ό όσιος Σίμων, και έκανε καθ' έκάστην άπειρα θαύματα, και διαφόρους ασθενείας θεράπευε, και όχι μόνον όταν ζούσε, αλλά και μετά την κοίμησιν αυτού-καθώς ιάτρευσε και την θυγατέρα του βασιλέως Ιωάννου του επιλεγομένου Ούγγλεσι.
Ούτος ό Ιωάννης βασίλευεν εις το δυτικό μέρος της Σερβίας, δηλαδή εις την Μπόσιναν και τα πέριξ αυτής μέρη∙ αυτός είχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, και ητον εις μεγάλην λύπην, δια τούτο και πολλάκις εδέετο του Θεού υπέρ αυτής, και τους πλέον ενάρετους οπού ήξευρεν έβανε προς αυτόν μεσίτας∙ αλλά θέλοντας ό Θεός να κάμη εκείνο οπού ύστερον έγινε (καθώς θέλομε το διηγηθούμε ακολούθως), δεν εισήκουσε τάς δεήσεις τους. Άπορων δε ό βασιλεύς Τι να κάμη, και λυπούμενος, ήκουσε εν μια των ήμερων, οπού έλεγε το δαιμόνιον εις μάτην, ω Βασιλεύ, κοπιάζεις∙ εάν δεν ελθη ό Σίμων από το ορός του Αθωνος, εγώ δεν βγαίνω. Τότε ό βασιλεύς εύρων τινας μοναχούς αγιορείτες, εξέταξεν αυτούς περί του αγίου Σίμωνος, και μαθών παρ' αυτών πάντα τα περί αυτού, και ότι προ ολίγων χρόνων έκοιμήθη εν Κυρίω, και ότι ενεργεί θαύματα καθ' έκάστην, και αναβλύζει μύρον ό τάφος του, εχάρη πολλά και παρευθύς εισελθών εις την εκκλησία του παλατιού του, έπεσε εις προσευχήν προς τον Θεόν και προς τον Αγιον. Προσευχομένου λοιπόν του βασιλέως μετά πίστεως και ευλάβειας, και ζητούντος την ίασιν της θυγατρός του παρά του Θεού δια μεσιτείας του οσίου Σίμωνος, φώναξε το πονηρόν δαιμόνιον, και κλαίον γοερώς έρριψε την κόρη κατά γης, και πολλά σπάραξαν αυτήν, βγήκε ευθύς, και έμεινε ανενόχλητος, τη χάριτι του Χριστού, έως τέλους της ζωής της δοξάζουσα τον Θεόν και τον παρ' αυτού δοξασθέντα θείον Σίμωνα. Ό δε βασιλεύς ίδών το θαύμα και την ταχεία αντίληψιν του Όσιου, και γνωρίσας καλώς την πολλήν εκείνου προς Θεόν παρρησίαν, δεν έκαμε την ευχαριστία προς τον ευεργέτη του με λόγια μόνον ευχαριστήρια, άλλα Τι; Γράφει παρευθύς εις την Σύναξιν του Αγίου Όρους, και παρακαλεί θερμώς να του χαρίσουν το μονύδριον του αγίου Σίμωνος, δια να το κτίση βασιλικώς και μεγαλοπρεπώς, προς ανταμοιβή πρέπουσα του θείου του ευεργέτου Σίμωνος, και δια να κηρύττεται λαμπρώς το θαύμα του Αγίου οπού έκαμε εις την θυγατέρα του∙ το όποιον και έγινε μετά γνώμης και αδείας των αγιορειτών, καθώς φαίνεται έως της σήμερον, και μετόχια πάμπολλα αγόρασε εις διαφόρους τόπους, και μετά χρυσοβούλλων τα αφιέρωσε εις την ίεράν μονήν ταύτην. Και ταύτα μεν τελειώνουν έως εδώ∙ αλλά επειδή και ή ακόλουθος διήγησις είναι ωραία και ψυχωφελής, δεν είναι δίκαιον να την παραιτήσωμεν, διό και την προσθέτομε δια την εξ αυτής ώφέλειαν.
Ό γιος του βασιλέως πού έγινε μοναχός
Εις τον καιρόν τούτου του βασιλέως Ιωάννου Ούγγλεσι, είχον οί Τούρκοι την καθέδρα της εξουσίας τους εις το Ικόνιο, πόλιν της Ανατολής, και έκαμναν εις τους τόπους των Ρωμαίων βασιλέων μεγάλους αφανισμούς∙ άφ' ου δε έκαμαν άγάπην με αυτούς, ήλθον και εις τα μέρη της Σερβίας, και αφάνιζαν και εκείνους τους τόπους και ώρμησαν να πολεμήσουν τούτον τον Ιωάννη και λοιπόν εξ ανάγκης εκινήθη και αυτός εναντίον τους, ομού με τον αυτάδελφων του Κράλην, και εις μεν την αρχήν τους νίκησαν, ύστερον δε λαβόντες θάρρος από την προτέρα νίκη αμερίμνησαν, και τούτο παρατηρήσαντες οί Τούρκοι, ώρμησαν έξαφνα κατ' αυτών μίαν νύκτα, και άλλους μεν φόνευσαν, άλλοι δε από την σάστισίν τους έπεσαν μέσα εις τον ποταμόν Ταίναρο, τον νυν λεγόμενο Τούντζαν, και αθλίως πνίγηκαν. Μετά δε των άλλων εθανατώθη και ό ίδιος βασιλεύς Ιωάννης, και εις το εξής ώρμησαν πλέον ανεμπόδιστος οί Τούρκοι εις τους τόπους της Σερβίας, και έκαμαν ανεκδιήγητα κακά. Ό δε υιός του βασιλέως Ιωάννου, ή από τους μεγάλους φόβους, ή από την καλήν του γνώμην δια την σωτηρίαν του, άφησε τα βασίλεια, και πήγε ως εις λιμένα σωτήρων εις το Αγιον Όρος, και προσκυνήσας αγνώριστος τα εκεί μοναστήρια και ασκητήρια, ήλθε τέλος πάντων και εις το δικό του μοναστήριον του αγίου Σίμωνος∙ εκεί δε ελθών έστειλε τον πορτάρη προς τον ηγούμενον, να του φανέρωση πώς έχει να του ειπή λόγον και απελθών εκείνος ανήγγειλε εις τον ηγούμενον, ότι ένας νεανίας, την όψιν ωραίος, το σχήμα φοβερός, κατά τα φορέματα πτωχός, κατά τον λόγον εύτακτος, κατά τάς αποκρίσεις φρόνιμος, και κατά το φαινόμενο θεοφοβούμενος και δούλος Χριστού, ζητεί να συνομιλήση με την αγιωσύνην σου∙ ό δε ηγούμενος είπε εις τον πορτάρη, ας ελθη∙ και εισελθών και ειπών εκείνο οπού ήθελε, Έμεινε εις το μοναστήριον ικανάς ημέρας∙ και ίδών την ευταξία των μοναχών, την ταπείνωσιν, την ευτέλεια των φορεμάτων, την υπακοή κατά πάντα εις τον ήγούμενον, την προθυμία εις τάς ακολουθίας, την σιωπή, την τάξιν της Εκκλησίας και τα λοιπά, δόξασε τον Θεόν και τότε προσκαλεστείς από τον ήγούμενον ερωτάται, εάν τον αρέσει το μοναστήριον και οί τάξες του∙ ό δε νέος απεκρίθη, πολλά καλά μου αρέσουν, πάτερ. Λοιπόν (τον ερωτώ πάλιν), μένεις και εσύ εδώ, ως και οί λοιποί, δια την ελπιζομένην βασιλείαν του Χριστού; Ναι, απεκρίθη, μένω με την άγίαν σου εύχήν. Τον ερωτώ πάλιν ό ηγούμενος∙ ποίον εργόχειρο ηξεύρεις να κάμνης, τέκνον; Ό δε απεκρίθη, κηπουρός είμαι, πάτερ∙ και λοιπόν μένεις έως τέλους της ζωής σου, να σκαπτής, να φυτεύης, να ποτίζης και να κοπιάζης χειμώνα και καλοκαιρι εις τον κήπο δια την αδελφότητα, ή μάλλον ειπείν δια τον Χριστόν; Υπόσχομαι, του απεκρίθη, όλα αυτά να τα κάμνω∙ και βαλών μετάνοιαν, εδιωρίσθη εις τον κήπο μετά δε τριών χρόνων δοκιμασία, έγινε μοναχός, προκόπτων καθ' εκάστην, και αναβάσεις τιθέμενος εν τη καρδία αυτού, κατά τον Δαβίδ, ταπεινούμενος και υπακούων εις όλους τους αδελφούς.
Τι το εντεύθεν; Δεν ύπέφερεν ό εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων διάβολος, να βλέπει του βασιλέως τον υίόν κηπουρό, με τόσους κόπους και με τόση ταπείνωσιν λοιπόν αρματώνεται κατ' αυτού με ολην του την πανοπλία και πρώτον μεν έσπειρε εις αυτόν πονηρούς λογισμούς, και άρχισε να μετανοή δια το έργον οπού εκαταπιάσθη, και να συλλογίζεται, ότι δεν τελειώνει ογλήγορα, αλλά έχει να περάση με αυτό όλη του ή ζωή∙ έπειτα και εις μίσος των αδελφών τον εκίνησε, και εις αμέλεια της προσευχής και των άλλων της ασκήσεως έργων τον έφερε, και άλλα πολλά του προξένησε όμως δεν ευχαριστείται να τον πολεμή από ένα μέρος μόνον, αλλά κινεί και από το άλλο μέρος τους αδελφούς να οργίζονται και να θυμώνουν κατ' αυτού, και να τον υβρίζουν, πώς είναι ανάξιος του έργου οπού υπεσχέθη, πώς εν αμέλεια εργάζεται τους κήπους, πώς έγινε προς αυτούς αίτιος σκανδάλων και ταραχών και ταύτα μεν ό εχθρός, Ο δε μακάριος εις μεν τους αδελφούς άλλον λόγον δεν έλεγε, παρά τούτον μόνον, συγχωρήσατε μοι, πατέρες, και θέλω βάλω τώρα αρχήν καλήν του έργου∙ προς δε τον διάβολο αρματώθη με το ανίκητο άρμα του Χριστού, το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με∙ με τούτο το βέλος πλήγωνε , κάθε ώραν τον σατανά, και έδιωχνε εις όλας τάς ημέρας της ζωής του πάσαν την δύναμιν του εχθρού- και τοιουτοτρόπως αγωνιζόμενος, νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλο διάβολο, και έγινε εις όλον το ύστερον δοχείον των αρετών και σκεύος εκλεκτόν του αγίου Πνεύματος∙ τόσον οπού ηξιώθη και αποκαλύψεως θείας περί του τέλους και της προς Θεόν έκδημίας του∙ διότι έφάνη εις αυτόν ο Κύριος ημών, και τον προσκάλεσε να υπάγη να κληρονομήση την ούράνιον βασιλεία, αντί της πρόσκαιρου βασιλείας οπού καταφρόνησε. όθεν ασθενήσας ολίγον, απέστειλεν ένα των αδελφών, να ειπή εις τον ήγούμενον να του ειπή λόγον μυστικόν ο δε ελθών προς αυτόν είπε∙ Τι έχεις, τέκνον; Δια Τι με προσκάλεσες; Σε προσκάλεσα, πάτερ, απεκρίθη, ότι ό Χριστός με προσκαλεί να υπάγω προς αυτόν μετά λίγη ώραν, να απολαύσω τον μισθό μου κατά τα έργα μου∙ ήξερε λοιπόν, πάτερ, ότι εγώ είμαι ο βασιλεύς και κτίτωρ ταύτης της ιεράς μονής∙ εγώ είμαι ό υιός του βασιλέως Ιωάννου. Και ταύτα άκουσας ο ηγούμενος κατεπλάγη, και θαύμασε την τελείαν αυτού υπακοή και ταπείνωσιν και πώς, τέκνον μου, του λέγει, δεν μας το φανέρωσας, μόνον το απεσιώπησας; Πώς δεν μου το ανήγγειλας κατά μυστικόν τρόπον, ότι εσύ είσαι εκείνος, οπού δια μέσου σου κατοικούμε ημείς εδώ; Ό δε απεκρίθη, και ανίσως σας το έλεγα, ότι είμαι ό βασιλεύς, δεν ήθελα κερδίσω τον Κύριον και Θεόν μου Ίησούν Χριστόν, διότι δια μέσου της τιμής πού θέλετε μου αποδίδετε, κινδύνευα να χάσω την σωτηρίαν μου∙ και ταύτα ειπών, έκοιμήθη. Ποιήσαντες δε αγρυπνία ολονύκτιο οι αδελφοί, έθαψαν το πρωί εκείνο το πολύαθλο σώμα του βασιλέως μεν πρότερον, ύστερον δε κηπουρού γενομένου δια τον Κύριον, μετά υμνωδιών, θυμιαμάτων τε και φωτοχυσίας μεγάλης, εν τω κοιμητήριο των αδελφών, καθώς αυτός παρήγγειλε, δοξάζοντες τον Θεόν οπού τον ενεδυνάμωσεν ούτω καλώς να αγωνισθή, και αντί της επιγείου βασιλείας οπού άφησε, να γένη κληρονόμος της ουρανίου βασιλείας. Και τα μεν περί του Υιού του βασιλέως Ιωάννου τοιαύτα, ακούσατε δε και ολίγα τινά θαυμάσια του οσίου Σίμωνος από τα πολλά οπού τέλεσε μετά ταύτα, δια να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν έχει προς θεόν ό Άγιος, και έπειτα θέλομε τελειώσωμεν την διήγησιν.
Ή διόρθωση του ασεβούς μονάχου
Ένας από τους αδελφούς της ιεράς του Όσιου μονής, ανευλαβής ων και δύσπιστος, εξερνούσεν από την δυσώδη κοιλίαν του βλάσφημα λόγια κατά του Όσίου, λέγοντας τον πλανεμένο και κολασμένο, και δεν ήθελε να συνεορτάζη μαζί με τους λοιπούς την ετήσιο εορτή του Αγίου∙ όθεν μίαν φοράν οπού εώρταζον όλοι οι πατέρες την μνήμην του Όσίου, φεύγοντας αυτός από τον ναό και από την ιερά εκείνη ακολουθία, πήγε εις το κελλίον του και έκοιμάτο, και εκεί φαίνεται εις τον ύπνον του ό Άγιος όλος αστραπόμορφος, με πρόσωπον δεδοξασμένον και εκλαμπρόν, έχων μαζί του και άλλους δύο από τους πρώτους και ηγιασμένους μαθητάς του, και του λέγει∙ δεν σου αρέσει αυτή ή δόξα, ω μιαρέ; Ου δεδόξασται το δεδοξασμένο; Και παρευθύς νεύοντας εις τους μαθητάς του λέγει∙ βάλλετε κάτω αυτόν τον άπιστον, αυτόν τον βλάσφήμον και βάνοντες τον εκείνοι κάτω, του έφάνη, ότι του κτύπησε εις τους πόδας με την ράβδο του μερικές ραβδιές, και από τους πόνους και τον υπέρμετρον φόβον εξυπνήσας, βλέπει τους πόδας του ωσάν να τον πονούσαν και εγερθείς ευθύς τρέχει έντρομος εις την έκκλησίαν, και πίπτοντας κατά γης, βάνει μετάνοιαν εις τον ηγούμενον, όλος ηλλοιωμένος και συγχωρήσατε μοι, πατέρες, φωνάζει∙ τώρα γνώρισα ότι ό Θεός εν αλήθεια μεγάλως δόξασε τον όσιο πατέρα ημών Σίμωνα∙ τώρα, τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ίσα με τους παλαιούς οσίους Αντώνιο, Ευθύμιο, Σάββα και τους λοιπούς∙ ευχαριστώ σοι, άγιε του Θεού, οπού με λύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνη μου, και με έβγαλες από την κόλασιν, τον ταλαίπωρο. Ταύτα βοών μετά δακρύων, διηγήθην εν μέσω της εκκλησίας την φοβεράν εκείνη δόξα του, Όσιου, και τα εξής εις πλάτος, και όλοι δόξασαν τον Θεόν, τον μη θέλοντα τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν
Οί αδελφοί που απαλλάχτηκαν από τον πειρασμό
Άλλος τις αδελφός εκ της αυτής μονής του Όσίου, επολεμείτο πολλά υπό του δαίμονος της πορνείας, και προσπίπτοντας μετ' ευλάβειας έμπροσθεν της ιεράς αυτού εικόνος, δέεται τούτου θερμώς μετά δακρύων να του σήκωση αυτόν τον πόλεμο, και χριστείς με το ελαιον της ιεράς αυτού κανδήλας, ηλευθερώθη από το πονηρόν δαιμόνιον της πορνείας.
Άλλοτε πάλιν εις την εορτή του Αγίου, όταν εψάλλετο ό μεγάλος εσπερινός μετά μέλους, εμβήκεν εις τον ναό ένας αδελφός εκ της του Ολύμπου μονής του αγίου Διονυσίου, Σάββας ονόματι, εις το να ασπασθή την θείαν εικόνα του Όσίου, και βλέποντας ότι δεν ήτον ή μεγάλη είκών εις το προσκυνητάριο, άλλ' ή μικρή, στρέφει πίσω με θυμό, λέγων καθ' εαυτόν, ότι δεν έμενε ευχαριστημένος να προσκυνή την μικράν εικόνα του Αγίου∙ έλεγε δε ταύτα, καθώς άνθρωπος απλούς και αγράμματος όπου ήτον. Πηγαίνει λοιπόν εις το κελλίον οπού του εδόθη δια να αναπαυθή, και πίπτοντας να κοιμηθή, βλέπει εις τον ύπνον του, ότι άνοιξε ή στέγη του κελλίου, και έφάνη Ένας όφις φοβερός και δύσμορφος, πυρ εβγάλων από τους οφθαλμούς του, και καπνό πολύν και βρωμερό εκπνέων από τους μυκτήράς του∙ ό όποιος άνοιγε το στόμα του να τον καταπίη, λέγοντας προς αυτόν δεν σε άρεσε ή μικρά εικών του Αγίου, αλλά αναχώρησες με θυμό; Ιδού όμως τώρα οπού εγώ έχω να σε καταρροφήξω και ώρμησεν από την στέγη εις αυτόν, με βοή φοβεράν, δια να τον καταπίη∙ ό ταλαίπωρος Σάββας από τον πολύν φόβον και τρόμο, φώναξε μεγάλως∙ άγιε Σίμων, βοήθει μοι, και ξυπνώντας όλος έντρομος και πεφοβισμένος, τρέχει εις την έκκλησίαν, και πίπτοντας γονυκλιτώς εις την εικόνα του Αγίου, ασπάζεται αυτήν πολλάκις, ώστε οπού όλοι οι εκεί παρόντες έθαύμασαν του ανδρός την άλλοίωσιν και την όψιν την νεκρική οπού είχε. εμβαίνοντας λοιπόν μέσα εις το αγιον βήμα, εδιηγήθη εκείνο οπού έπαθε υπό του σατανά δια την απιστία του και αμάθεια. Τότε του λέγει ένας αδελφός∙ ή μικρά είκών, πάτερ, δεν έχει καμία διαφορά από την μεγάλην, εάν ή πίστις και ή ευλάβεια γίνεται με πόθον ζέοντα, με νουν καθαρόν, και με σώμα αγνό όθεν πρόσεχε από του νυν και εις το εξής να αποδίδης πάντοτε την οφειλομένη τιμήν προς τους αγίους και προς τάς ιεράς αυτών εικόνας, είτε μικρός, είτε μεγάλας∙ και ούτω πληροφορηθείς ό αδελφός, έδωκε δόξα εις τον Θεόν, και ευχαριστία εις τον άγιο.
Ή δόξα του Αγίου
Άλλος τις αδελφός, Γεράσιμος το όνομα, έστεκε εις την παννυχίδα του Όσιου με πολλήν ευλάβεια και πόθον ανείκαστον, ακροαζόμενος τα ανδραγαθήματα του Όσιου∙ τους πειρασμούς οπού δοκίμασε από τον διάβολο την υπακοή οπού έκαμε εις τον θείον του γέροντα∙ την μεγάλην υπομονή οπού είχε∙ ταύτα λέγω και τα λοιπά άκούων, εθαύμασε και απορούσε εις τον εαυτόν του, διότι δεν είχεν ακούσει ταύτα ποτέ∙ Τι ουν γίνεται; Εν τω καιρώ της λιτής, εξήλθον όλοι εις τον νάρθηκα, οί ψάλται ομού και ό ιερεύς μετά του διακόνου, βαστάζων και την εικόνα του Αγίου, κατά το έθος της μονής∙ ό δε αδελφός εκείνος δεν βγήκε, άλλ' έμεινε εν τω ναό συλλογιζόμενος την δόξα οπού έχουν οί άγιοι, όχι μόνον εις τους ουρανούς, αλλά και εις την γήν. Ταύτα και τοιαύτα διαλογιζόμενος ό Γεράσιμος, (ω του θαύματος!) βλέπει ολοφάνερα με τους σωματικούς οφθαλμούς μίαν νεφέλη, της οποίας το είδος ήταν ακατανόητο και ή θεωρία λαμπρόχρυσος, ήτις σκέπαζε όλον το θυσιαστήριο ομού και την εικόνα του Όσίου οπού ήτον εις το σύνθρονο, και όλα τα φώτα, και πάντας τους εκεί ευρεθέντες, και έστεκε τρόπον τινά, και φώτιζε πάντα, έως ου τελείωσε ή λιτή. όταν δε άνοιξε ή πύλη του νάρθηκος, και άρχισε ό δεξιός χορός να ψάλλη τα αποστίχου, επάρθη ή θεία εκείνη θεωρία της νεφέλης εις τα ύψη, και έμεινε πάλιν το ιερόν, καθώς και το πρότερον. Τότε ό αδελφός εκείνος εδιηγήθη την δρασιν εις άλλον αδελφόν, όστις και του είπε με λύπην πολλήν διατί, αδελφέ, δεν έδωκες είδησιν και εις εμέ, να θεωρήσω την δόξα ταύτην του Αγίου; Και εκείνος του άπεκρίθη∙ δεν μου έκανε καρδίαν, αγαπητέ, όχι μόνον το σώμα μου να μετατοπίσω, άλλ' ουδέ τους agioritikesmnimes
Μνήμη 28 Δεκεμβρίου
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΣΙΜΩΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ.
Του εν τη πέτρα ασκήσατος και μύρον αναβλύσαντος
όστις ανεπαύθη το ασνζ -1257 έτος από Χριστού, Δεκεμβρίου κη.
Συγγραφείς μεν υπό Ησαϊου μοναχού μεταγραφείς δε υπό Νικηφόρου ιερομόναχου Χίου.
Ούτος ό όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Σίμων, ότι μεν είναι άγιος και θεοφόρος και σημειοφόρος, το ηξεύρομεν βεβαιότατα από τους ασκητικούς αγώνας, οπού ηγωνίσθη επί γης, και από τα θαύματα οπού ετέλεσε και ζών και μετά θάνατον, και μάλιστα από το εξαίρετον χάρισμα οπού του έδωκεν ο Θεός να αναβλύζει μύρον ό τάφος του, καθώς ποτέ και του μεγαλομάρτυρας Δημητρίου του Μυροβλύτου∙ ότι μεν είναι τοιούτος ό όσιος Σίμων, το ηξεύρομεν, λέγω, βεβαιότατα∙ ποία δε ητον ή πατρίς του, και ποίοι ήσαν οί γονείς του, και ποταπή εστάθη ή ανατροφή του και ή παιδαγωγία του, δεν μας το φανέρωσε καμία ιστορία, ουδέ παράδοσις∙ προς τούτοις ουδέ που πρώτον έκαμεν αρχήν των ασκητικών του αγώνων.
Μακαριά υπακοή
Εις δε το Άγιο Όρος του Άθωνος ελθών, πόσην προθυμία είχε εις την αρετή, αυτά τα πράγματα το έδειξαν ύστερον ότι ερχόμενος εδώ, δεν φρόντισε άλλο, παρά να εύρη πνευματικόν γέροντα δια να υποταχθεί, ηξεύροντας την συμβουλήν του θείου εκείνου πατρός την λέγουσα ότι χωρίς υπακοής αδύνατον εστί σωθήναι τίνα∙ τον δε γέροντα όπου εζήτει, τον ήθελε όχι μόνον ενάρετον, αλλά και αυστηρό ενάρετον μεν, δια να ηξεύρη να τον οδηγή εις την σωτηρίαν του, αυστηρό δε και ακριβή εις την άσκησιν, δια να μη συγκαταβαίνη ευκόλως εις την ασθένειαν του υποτακτικού του. Περιέρχεται λοιπόν και γυρίζει όλα τα πνευματικά φροντιστήρια του Αγίου Όρους, ήγουν μοναστήρια και ασκητήρια, ως ή διψώσα έλαφος, δια να εύρη πηγή ύδατος ζώντος- ανταμώνει τους πλέον ενάρετους, περιεργάζεται του κάθε ενός τάς εξαίρετους άρετάς∙ τέλος πάντων ευρίσκει τον ποθούμενον ευρίσκει, λέγω, γέροντα, άνθρωπον εις μεν την ηλικία και την χρηστοήθεια και την σεμνότητα, γέροντα, εις δε την ανδρεία και τον τόνο της ψυχής, νεάζοντα.
Λοιπόν, ανακαλύπτει εις αυτόν τον σκοπό του, και βάνοντας μετάνοιαν, μένει εις την υποταγή του πλην, τόσον καλώς και ακριβώς υπετάχθη, ώστε οπού όλα τα προστάγματα του γέροντος, ως θεού εντολάς τα τελείωνε το γρηγορότερο, χωρίς καμία περιέργεια ό δε γέροντας η δια την αυστηρίαν του ή και δια δοκιμήν και γυμνασία και προκοπή του Σίμωνος, όχι μόνον τον ύβριζεν, αλλά και τον έδερνε μερικές φορές, και αυτός ό μακάριος μετά πάσης χαράς και ευχαριστίας τα εδέχετο και τα υπέμενε όλα∙ μάλιστα δε, και ζημία του το νόμιζε, όταν δεν έπασχε τα τοιαύτα- όθεν και πλέον τον αγάπα, παρά οπού αγαπούν οί παίδες τους φυσικούς γονείς τους. Ιδέτε, αδελφοί, σημείον απλούστατης ψυχής, και αξίας δια τον Χριστόν ποτέ μεν κοιμωμένου του γέροντος, εκαταφίλει αυτός τους πόδας του από αγάπη και ευλάβεια, άλλοτε δε, ελλείποντος εκείνου, εφίλει τον τόπον οπού έκοιματο ή ύστατο προσευχόμενος- έλεγε δε και εις τους άλλους ό αοίδιμος, ότι τον Θεόν πρέπει να τον άγαπώμεν, διατί μας έπλασε εκ του μη όντως εις το είναι, τον δε γέροντα μας, διατί μας ξανάπλασε τρόπον τινά, και μας εκαινούργωσε το κατ' εικόνα του Θεού, οπού ήτον συντετριμμένον από πολλάς αμαρτίας. Ώ ψυχής όντως θείας! Ώ συνέσεως υψηλής! Ω ταπεινώσεως βαθύτατης!
Από τοιαύτας λοιπόν άρετάς, έγινε περιβόητος εις ολίγον καιρόν ό Σίμων εις όλον το Όρος, όθεν εις μεν τους συνομήλικος του ήτον σεβάσμιος, εις δε τους γεροντότερους του αγαπητός, και ήτον να ιδή τινάς γεροντική φρόνησιν εις νεαρά ηλικία, άσκησιν ασύγκριτον εις τους αγώνας, τελειότητα εις την φρόνησιν, άλας πνευματικόν εις τον λόγον, συστολήν εις το βλέμμα, σεμνότητα εις το περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εις το φρόνημα, μεγαλοψυχία εις τους πειρασμούς, ελευθεριότητα εις την γνώμην, διάκρισιν θαυμαστή εις όλα του τα έργα, και επί πάσι τοις άλλοις, ήτον να ίδη τινάς λάμπουσα εις αυτόν την μακαρία άγάπην, την ρίζαν και το τέλος πασών των αρετών. Αυτά στοχαζόμενοι όσοι τον έβλεπαν, θαυμάζοντες έλεγαν ω μακαριά υποταγή, ποταπούς κάμνεις τους αγαπώντας σε! Διότι καθώς λέγουν οί θείοι πατέρες, ή μεν υψοποιός ταπείνωσις, γεννάται από την άγίαν και χριστομίμητον υπακοή, ή δε πάνσοφος διάκρισης, γεννάται από την μακαρία ταπείνωσιν αυτά τα θεία προτερήματα βλέπων και ό τίμιος εκείνος γέρων, ότι πλούτισε ό υποτακτικός του Σίμων από την άδολο και καθαράν του υπακοή, μετέβαλε την προτέραν του αυστηρότητα εις ημερότητα, και εις το έξης ούτε τον ύβριζε, ούτε τον πρόσταζε, άλλ' ούτε τον δίδασκε πλέον ωσάν υποτακτικό του, αλλά τον τιμά ως αδελφόν, και ως διδάσκαλο τον εσυμβουλεύετο, χρείας ούσης. Τι το εντεύθεν; Δεν ευχαριστείται εις τοσαύτην τιμήν ό ταπεινόφρων Σίμων, μάλιστα δε και ελυπείτο και θλίβετο δια τούτο. Τι κάμνει λοιπόν; Ζητεί με θερμή δέησιν άδεια από τον γέροντα του να αναχώρηση, δια να ησυχάζει μόνος του.
Του έδωκε την άδεια ό γέροντας, αλλά με λύπην και πόνο της καρδίας του δια την στέρησίν του, ότι δεν τον είχε πλέον ως μαθητή, καθώς είπομεν, άλλ' ως συναγωνιστή εις τάς αρετάς.
Αγώνες στην ησυχία
Αφού έφυγε από τον γέροντα του, ζητεί τόπον ερημικό δια να ησυχάσει, οπού να μη τον ηξεύρη τινάς, και ύστερον από πολλήν έρευνα ευρήκε, θεία νεύσει, κατά τον πόθον του, ένα σπήλαιον πλησίον εις το ιερόν μοναστήριον οπού καλείται Σιμώπετρα (το οποίον έκτισε μετά καιρόν ούτος ό άγιος Σίμων, καθώς θέλομε ειπούμεν έμπροσθεν). Άφ' ου δε εις το σπήλαιον κατοίκησε, αρματώθη πλέον να πολεμήση με τους αόρατους εχθρούς, τους δαίμονας∙ και επειδή ό πόλεμος ήτον κατά των πνευμάτων της πονηρίας, έλαβε και αυτός εναντίον τους τα πνευματικά άρματα του αγαθού και αγίου Πνεύματος∙ ποία ταύτα; Τον σταυρόν, την προσευχήν, την πίστιν, την υπομονή, την νηστείαν και ολην την πνευματικήν πανοπλία. Άλλα, τις να διηγηθή αξίως τους αγώνας και τα παλαίσματα και όλον τον φοβερόν εκείνον πόλεμο, και τέλος πάντων την νίκην οπού έκαμε κατά του διαβόλου; Ένα μόνον να πούμε από τα πολλά, είναι αρκετόν να φανέρωση τα λοιπά.
Προσηύχετο μίαν νύκτα ό Άγιος, και ιδού μετεμορφώθη ό μιαρός δαίμων εις ένα μεγαλώτατο και φοβερώτατο δράκοντα, και φαίνεται έμπροσθεν του, και άνοιγε το στόμα του δια να τον καταπίη, άλλα μην έχοντας έξουσίαν παρά θεού, δεν τον κατάπινε, αμή τον έδερνε εις τες πλάτες με την ουρά του∙ και τόσον πολλά και σκληρά τον έδειρε, ώστε οπού έπεσε ό Άγιος εις την γήν μισοπεθαμένος∙ και κατά μεν το σώμα εκείτετο επί γης ώσεί νεκρός, κατά δε την ψυχήν ανέβαινε εις τον ούρανόν ψάλλοντας τα εξής προφητικά λόγια∙ εν τω έγγίζειν έπ' έμέ κακούντας του φαγείν τάς σάρκας μου, εγώ δε ώσεί κωφός ουκ ήκουον, και ώσει άλαλος ουκ ανοίγω το στόμα αυτού". Και ό μεν φοβερός εκείνος δράκων, δεν έπαυσε, άλλ' έδερνε ακόμη τον Αγιον κείμενον εις την γήν, με σκοπό, η να τον θανάτωση τελείως, αν του δοθή αδεία παρά θεού, η καν να τον φοβίση να φυγή από το σπήλαιον. Ό δε Άγιος γνωρίζοντας ότι δεν ήτον αισθητός δράκων, αλλά νοητός, ότι δηλαδή είναι ό άρχέκακος εκείνος όφις, ό κοινός εχθρός του ανθρωπίνου γένους, είπε προς αυτόν τα ακόλουθα∙ "ω καταραμένε, Τι φθονείς το πλάσμα του θεού; Δεν ξέρεις, ταλαίπωρε, ότι δι' έμέ κατέβη από τους ουρανούς ο θεός, και έγινε άνθρωπος, και δια την δική μου αγάπη ενεπαίχθη, ερραπίσθη, και τέλος πάντων εσταυρώθη, και απέθανε ό αθάνατος; Δεν φοβείσαι την σφραγίδα του βαπτίσματος; Δεν τρέμεις τον τύπον του τιμίου Σταυρού, οπού φορώ επάνω μου; Δεν ξέρεις τα ιερά λόγια οπού λέγουν, ιδού δέδωκα ύμίν την έξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπιών και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού; όθεν και εγώ με όλον οπού κείτομαι ωσάν νεκρός, με όλον τούτο, επί σε την ασπίδα και τον βασιλίσκον επιβήσομαι, και καταπατήσω σε τον λέοντα και δράκοντα τον αρχέκακο επιτιμά σοι Κύριος Σαβαώθ∙ υπάγε οπίσω μου, σατανά∙ επίτιμη σοι ή Κυρία του Αθωνος τούτου∙ απόστα άπ' εμού". Ακόμη δεν είχε τελείωση τους θείους λόγους τούτους ό Άγιος, και ό φαινόμενος δράκων έγινε άφαντος∙ και μετά τούτο φως θείον και ουράνιο άστραψε, και εγεμίσθη από την φωτοχυσία το σπήλαιον, και εύωδία θαυμαστή και άρρητος ήλθε, από τα όποια επληρώθη ή καρδία του Όσιου από θεϊκή ευφροσύνη και αγαλλίαση έπειτα και φωνή θεία άκουσε άνωθεν οπού του έλεγε "ανδρίζου και ίσχυε, υπήκοε και πιστέ θεράπον του εμού Υιού"∙ και, (ω του θαύματος!) όχι μόνον ψυχική ευφροσύνη έλαβε παρά της Θεομήτορος, αλλά και σωματική θεραπεία, ότι πριν ακόμη να εξημέρωση, ευρέθη όλος υγιής. Κατά Τι το θαύμα του προφήτου Δανιήλ είναι ανώτερο από τούτο του οσίου Σίμωνος; Τι του μεγάλου Αντωνίου ό Σίμων κατά το θαύμα τούτο κατώτερος;
Ό αστήρ της Νέας Βηθλεέμ
Έμεινε λοιπόν πάλιν εις το σπήλαιον ό ιερός Σίμων (καθώς και ό μέγας Αντώνιος εις το μνήμα), αγωνιζόμενος πολλούς χρόνους και υπομένων πάσαν κακοπάθεια, και πολλοί από πολλά μέρη του Όρους πήγαιναν εις αυτόν (ου γαρ δύναται, κατά το θείον λόγιον, πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη), και ωφελούντο ψυχή τε και σώματι διότι και διακρίσεως χαρίσματι επλούτει, δια να εξηγεί τας θείας Γραφάς και να δίδει και αλλάς ψυχωφελείς σύμβουλος, και προορατικού χαρίσματος αξιωθείς, πρόλεγε τα μέλλοντα. Πλην, αυτός εις ταύτα παντελώς δεν ηρέσκετο ούτε ευχαριστείτο, μισώντας ως ταπεινόφρων την εξ ανθρώπων τιμήν και αποφεύγοντας την ενόχλησιν των πολλών, επειδή του εγίνετο εμπόδιο εις την ησυχία του∙ δια το όποιο αίτιο, και διελογίζετο να αναχώρηση εις τόπον ερημικότερο. Άλλ' ό θεός οπού προνοεί και φροντίζει δια την κοινή ωφέλεια των ανθρώπων, τον εμπόδισε από τον τοιούτον σκοπό, με το μέσον της πανάχραντου αυτού Μητρός∙ και τι λογής, έρχομαι να το διηγηθώ και προσέχετε, ότι κατά άλήθειαν, πολλής προσοχής είναι άξιον.
Εκεί οπού μίαν νύκτα προσηύχετο ό Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτο από φωτοχυσία θεϊκή, και αισθάνετο πολλήν ευωδία, και ελάμβανε πνευματικήν ευφροσύνη ακούει δε και θείαν φωνή οπού του έλεγε ετζι∙ "Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ και λάτρι του Υιού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθηκα σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομά σου". Ό δε ταπεινότατος Σίμων, δεν πιστεύει εις την οπτασία φοβείται μήπως είναι τέχνη του πονηρού και παγίδα∙ διότι έτρεμε πολλά τον λόγον οπού λέγει ό Απόστολος, ότι ό αρχέκακος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός∙ δι' αυτήν την αιτία είχε πάλιν τον ίδιον σκοπό, και εστοχάζετο πάλιν, που να υπάγη να ησυχάσει. Ήσαν δε τότε ημέραι οπού πλησίαζε ή εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος Χριστού∙ και μίαν νύκτα προβαίνοντας έξω από το σπήλαιον, βλέπει θέαμα φοβερόν του φαίνεται ωσάν να εχωρίζετο ένας αστήρ από τον ούρανόν, και εστέκετο επάνω εις την αντικρύ πέτραν, όπου είναι τώρα κτισμένο το σεβάσμιον μοναστήριον αυτήν την οπτασία πολλές νύκτες την έβλεπε ο Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο μήπως είναι καμία πλάνη του εχθρού- ωστόσο, ήλθε αυτή ή κυρία νύκτα των Γενεθλίων του Χριστού, και τότε δεν βλέπει μόνον τον αστέρα, ότι κατέβει άνωθεν και στάθηκε αντικρύ επάνω της πέτρας, αλλά ακούει και θείαν φωνή οπού του έλεγε ετσι∙ "εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιο σου και να σώσεις ψυχάς, και πρόσεχε καλώς∙ μην απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου∙ βλέπε, μη αμφίβαλε, δια να μη πάθης κανένα κακόν". Ακούει δε την θείαν ταύτην και αγγελική φωνή τρεις φορές, οπού έλεγε τα αυτά λόγια∙ όθεν γίνεται όλος έντρομος και ενθουσιών, και του εφαίνετο (καθώς έλεγε αυτός ύστερον εις τους μαθητάς του), ότι ευρέθη εκεί εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας μαζί με τους ποιμένας, και ήκουσε μελωδία αγγελική οπού έψαλλαν εκείνα τα θεοχαρίτωτα λόγια∙ "δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία∙ μη φοβείστε υμείς, ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλη, ήτις εσται παντί τω λαω". Τότε λέγει, άρχισε να μου φεύγει ο τρόμος και ή εκστασις και ευφραινόμην πνευματικώς, ωσάν να έβλεπα παρούσα την Δέσποινα Θεοτόκο και τον δίκαιον Ιωσήφ με τους υιούς του, και τον Κύριόν μας νήπιο εσπαργανωμένον μέσα εις την φάτνη.
Οι πρώτοι υποτακτικοί
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες από τα Χριστούγεννα, και ιδού έρχονται προς αυτόν τρεις άνδρες κοσμικοί, αυτάδελφοι και πλούσιοι (επειδή και ή φήμη του έφθασε έως και εις την Μακεδονία και Θεσσαλία), και εξαγορεύσαντες όλους τους λογισμούς τους εις τον Όσιο, προσπίπτουν εις τους πόδας του και τον παρακαλούν να τους δεχθή εις υποταγή ο δε Όσιος εσυλλογίζετο με τον εαυτόν του και έλεγε, ίσως αυτοί είναι οι συνεργοί μου εις το να κτίσω το κοινόβιο μου, κατά την οπτασία όπου είδον, όμως δεν εσυγκατέβη ευθύς να τους δεχθή, αλλά πάσχισε με διαφόρους λόγους να τους δίωξη από λόγου του∙ εκείνοι δε, ωσάν οπού ήσαν θεόθεν απεσταλμένοι, δεν έφευγαν, αλλά του έλεγαν, δέξαι μας εδώ ολίγας ημέρας δια την αγάπην του Χριστού, και αν δεν ευχαριστηθής, τότε δίωξε μας.
Με τοιαύτας υποσχέσεις λοιπόν, εκαταπείσθη και τους κράτησε εις την υπακοή του Χριστού, και μετά την κανονική δοκιμασία, τους ένδυσε το αγγελικόν σχήμα των μοναχών, και ιερουργήσας τους κοινώνησε την αχράντων Κοινωνίαν, και ύστερον από το δείπνο τους φανέρωσε και τον δικό του λογισμόν, επειδή τους είχε εις το εξής ως τέκνα του γνήσια∙ τους διηγήθη δηλαδή κατά πλάτος την θεϊκή οπτασία εκείνη, και τους όρκισε να μη το ειπούν εις τίνα, έως οπού ζή εκείνος∙ μετά ταύτα τους λέγη, φανερό είναι, ω τέκνα μου, ότι ό προνοητής Θεός σας έστειλε εδώ επί τούτου, όχι μόνον δια να σώσετε τάς ψυχάς σας, αλλά δια να φέρετε και τον πλούτο σας, δια να γένη το κοινόβιο κατά την θεϊκή θέλησιν. Υπάγετε λοιπόν να εύρετε οικοδόμους, και να τους φέρετε εις κατασκευήν του μοναστηρίου
Ό μαθητής πού σώθηκε από την κατακρήμνιση
Πήγαν εκείνοι, ευρήκαν, έφεραν τους 11 οικοδόμους. Ό δε Όσιος πρώτον μεν δείχνει εις αυτούς τον τόπον οπού εβούλετο να θεμελίωση την έκκλησίαν, έπειτα και την επίλοιπο οικοδομήν άλλ' εκείνοι βλέποντες το απόκρημνο και κινδυνώδες του τόπου, του αποκρίνονται∙ τι λέγεις, άββά; Χωρατεύεις ή αληθεύεις; Των αδυνάτων είναι να επιχειρισθούμεν αυτού οίκοδομήν, επειδή και στοχαζόμεθα, ότι μέλλει να κινδυνεύση όχι μόνον ή εδική μας ζωή, αλλά και εκείνων οπού έχουν να κατοικήσουν εις αυτόν τον τόπον τον επικίνδυνο επειδή δε ό Άγιος με πολλούς και διάφορους λόγους δεν τους κατάπεισε να επιχειρισθούν τα οικοδομήματα, πρόσταξε και τους έβαλαν τράπεζαν δια να γευθούν.
Και εκείνοι μεν έτρωγαν, ένας δε από τους μαθητάς του Όσιου, εκεί οπού τους κερνούσε το κρασί όρθιος, φθόνω του πονηρού, δεν ήξεύρω πώς υπεσκελίσθη, και έπεσε κάτω από την πέτραν εις το άμετρο εκείνο βάθος, κρατώντας εις το ένα χέρι το αγγείο οπού είχε το κρασί, και εις το άλλο το ποτήριον γεμάτο και τούτο βλέποντες οι οικοδόμοι, έλαβον αιτία και έλεγαν εις τον Όσιο μετά θυμού∙ δια τι, άββά, επεχειρίσθης τοιαύτα πράγματα, και έγινες αιτία του τοιούτου φόνου; Άλλα και αν θέλαμε συμφωνήσωμε εις τον σκοπό σου και ημείς, πόσοι άλλοι έμελλον να φονευθούν έπειτα;
Ό δε Άγιος σιωπώντας προσηύχετο εις την Κυρία Θεοτόκο εκ βάθους ψυχής, δια να μη καταισχύνη βουλή πτωχού τω πνεύματι∙ και (ω των ανέκφραστων θαυμάσιων σου, Δέσποινα! Τις δύναται να ύμνηση τα μεγαλεία σου;) δεν πέρασε μισή ώρα, και ιδού ήρχετο από το άλλο μέρος ο κρημνισθείς αδελφός, όλος υγιής και παντάπασιν άβλαβης, τη βοήθεια της παναμώμου Παρθένου, βαστώντας το ποτήριον και το αγγείο με το κρασί, όχι μόνον ασύντριφτα, αλλά και χωρίς να χυθή τελείως το κρασί. Και τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οί πρώην αυθάδεις οικοδόμοι, έφριξαν και τρόμαξαν, και έπεσαν εις τους πόδας του Αγίου, ζητούντες συγχώρησιν, λέγοντες∙ Τώρα γνωρίσαμε, πάτερ, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού∙ και δεν στάθηκαν έως εδώ, αλλά τον βίασαν, και τους κούρευσε όλους μοναχούς.
Πίστη πού κινεί όρη
Έκαμαν λοιπόν αρχήν οί καλοί ούτοι οικοδόμοι να κτίζουν το μοναστήριον με προθυμία και επειδή χρειάζονταν πολλές και μεγάλες πέτρες δια τα θεμέλια και τάς γωνίας, πρόσταξε ό Όσιος να σηκώσουν μίαν μεγαλωτάτη πέτρα οπού ήτον εκεί πλησίον, δια να την βάλουν εις την γωνία του θεμελίου∙ εκείνοι δε πάλιν αστοχήσαντες την πρώτη θαυματουργία του Όσιου, κρυφογελούσαν, βλέποντες ένας τον άλλον, νομίζοντες ότι χωρατεύει, επειδή και έβλεπον, ότι δεν ητον δυνατόν να μετασαλευθη ή μεγαλωτάτη εκείνη πέτρα οπού τους έλεγε ό δε Άγιος όταν είδεν ότι δεν ακούουν, πηγαίνει μόνος του εκεί οπού ήτον ή πέτρα, και άφ' ου την σφράγισε με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, την σηκώνει εις τους ώμους του, χωρίς να του βοηθήση άλλος τινάς, και την φέρει και την στερεώνει εις την γωνία του θεμελίου οπού ήτον χρεία∙ και ούτως έδειξε με το έργον ό θαυμάσιος, εκείνο οπού είπεν ό Κύριος μας με τον λόγον εις τους Αποστόλους του∙ "Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω ορει τούτω, αρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και αρθήσεται, και βληθήσεται"∙ διότι άνθρωπος κατεξηραμένος από την σκληραγωγία και την άσκησιν, και όπου μόνον το δέρμα βαστούσε τα κόκαλα, να σήκωση τόσον βάρος, όπου τόσοι άνθρωποι το εστοχάζοντο αδύνατον καν να την σαλεύσουν, δεν είναι ολοφάνερο, πώς κατάστησε τον εαυτόν του όργανον της παντουργού δεξιάς του Υψίστου, και ενήργει δι' αυτού ό Θεός τα παράδοξα ταύτα;
Ή μεταστροφή των πειρατών
Αλλά και το ακόλουθο θαύμα του Όσίου, τούτο το ίδιον μας βεβαιώνει∙ ότι άφ' ου πλέον εκτίσθη και εκατοικίσθη από πολλούς το μοναστήριον (το όποιον ωνόμασε ό Όσιος Νέαν Βηθλεέμ, δια τον φανέτα αστέρα), ήλθον μίαν φοράν Σαρακηνοί κάτω εις τον λιμένα του μοναστηρίου τούτου. Ό Άγιος φοβηθείς μήπως και ανέβουν επάνω και κατακαύσουν το μοναστήριον, προλαμβάνει και παίρνει τινάς μαθητάς του, και κατεβαίνει εις προυπάντησίν τους, έχοντας και μερικά δώρα να τους δώση∙ οί δε, ελαβον τα δώρα, αλλά εζήτουν και τους θησαυρούς του μοναστηρίου, και μη γνωρίζοντες τον Αγιον, δια το ευτελές του σχήματος του, τον βίαζαν να τους δείξη τον ηγούμενον και αυτός απεκρίθη με πραείαν φωνή εγώ ο ταπεινός είμαι ό ηγούμενος, πλην, αλλά δεν εχομεν από αυτά οπού φορούμε και αυτοί θυμωθέντες ώρμησαν επάνω του, ωσάν θηρία αγρία, και ένας από αυτούς, ό πλέον φονικώτερος των άλλων, έβγαλε το σπαθί του, δια να κόψη την ίεράν του Όσίου κεφαλήν άλλ' ό Θεός εξαποστείλας τον αγγελον αυτού, ερρύσατο τον Όσιων του∙ ότι μεν χειρ του αυθάδους εκείνου, έμεινε κρεμάμενη κατάξηρος, οί δε λοιποί αορασία επατάχθησαν και ετυφλώθησαν όλοι.
Τότε δη αλαλάζοντες την συρικήν φωνή αυτών, Αλλάχ, Αλλάχ, και μεταβαλόντες την θηριωδία εις θρηνωδία και την αγριότητα εις ημερότητα, έκλαιον πικρώς και παρακαλούν θερμώς τον Αγιον λέγοντες∙ ελέησον ημάς, άββα, να υγιάνωμεν και να γένωμεν όλοι χριστιανοί. Ό δε φιλάνθρωπος δούλος του φιλανθρωποτάτου Δεσπότου, και μιμητής του ανεξίκακου διδασκάλου του Χριστού, στέλνει ευθύς ένα του μαθητή, και φέρνει ελαιον από την κανδήλα του Χριστού και αλείφοντας τα ομμάτια τους σταυροειδούς, ομοίως και την ξηραμένη χείρα του αυθάδους εκείνου, και προσευξάμενος, ευθύς ιατρεύθησαν όλοι∙ όθεν όχι μόνον βαπτίσθηκαν καθώς υπεσχέθησαν, αλλά μετά καιρόν εκουρεύθησαν και μοναχοί εις την αυτήν μονήν του Όσίου και ευδοκίμησαν.
Οι τελευταίες διδασκαλίες
Αλλά όταν έφθασε ό αοίδιμος Σίμων εις βαθύτατο γήρας, και ήλθε πλέον ό καιρός δια να υπάγη εις τον ποθούμενο του Χριστόν, προείδε την ωραν της όσιας αυτού εκδημίας προς Κύριον, και κράζει τους Ιερούς μαθητάς του, και τους κατηχεί την ολουστέραν κατήχησιν, λέγων "ιδού αδελφοί και τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, οπού μέλλω να χωρισθώ από εσάς, άλλ' ως φρόνιμοι, δεν πρέπει να λυπήστε∙ ένα μεν, ότι ολίγος καιρός περνά, και πάλιν ανταμωνόμεθα∙ άλλο δε, ότι εάν και λάβω καμία παρρησίαν προς Θεόν, θέλω σας επισκέπτωμαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμό ορατό και αόρατο πλην, εάν και εσείς φυλάττεται την παράδοσιν της κοινοβιακής ζωής οπού είδατε, και την ευταξία της εκκλησίας και όλα, όσα σας δίδαξα και με λόγον και με έργον, ούτω θέλω έχω και εγώ την φροντίδα σας. Μην αγαπάτε πλούτο πρόσκαιρο φεύγετε την κενοδοξίαν μην απατάσθε εις χορτασία κοιλίας∙ μη φέρετε εις το κοινόβιο αγένεια πρόσωπα∙ διατί είδατε τι έκαμε ο μέγας Ευθύμιος εις τον άγιον Σάββα, οπού αγκαλά και τον ήξερε πώς ήτον εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος, με όλον τούτο δεν τον κράτησε εις το κοινόβιο του∙ γράφει δε και εις το Γεροντικό, ότι τέσσαρες λαύρες, τον παλαιόν καιρόν, ερημώθηκαν, εξ αιτίας των αγένειων καθώς και ο θεοφόρος πατήρ ημών Αθανάσιος της μεγίστης Λαύρας, εκατηράσατο εκείνους τους προεστούς οπού ήθελαν δεχθούν αγένεια καν τε και βασιλόπουλα ήθελαν είναι∙ να είστε ειρηνικοί∙ φιλόξενοι∙ να επιτελήτε τάς εορτάς πνευματικώς και όχι κοσμικώς∙ να μη καταγίνεστε δηλαδή εις ταύτας τάς ημέρας εις αργολογίας και χωρατά και γέλια∙ επειδή και ή εορτή είναι φωτισμός και αγιασμός της ψυχής, ο όποιος γεννάται από την σιωπή και προσευχήν και ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων εις τάς ακολουθίας της εκκλησίας να ψάλλετε με σεμνότητα και ευλάβεια, και όχι με βοές άτακτες∙ να ευλαβείστε και τον ηγούμενον με όλη σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττεται και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε∙ είδε μη, να απολογήσθε εσείς εις εκείνο το φοβερόν και πάνδημο Κριτήριο".
Ταύτα και αλλά τοιαύτα λέγοντος του Όσίου, οι αδελφοί όλοι και μαθηταί του, περιτριγυρίζοντες αυτόν έκλαιαν απαρηγόρητα δια την στέρησίν του∙ αυτός δε προσευξάμενος εις την Παναγίαν Τριάδα, τον ένα Θεόν, δια να φύλαξη αυτούς εν τοις αυτού προστάγμασι και μετά τον θάνατον του, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και πάντων των αγίων, σιώπησε, και την νύκτα εκείνη παρέδωκε την άγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Το δε πρωί είδον όλοι το πανόσιό του πρόσωπον, οπού έλαμψε υπέρ τον ήλιον, όθεν μετά ψαλμωδιών και ύμνων, και μεγάλης ευλάβειας, ενταφίασαν το πολύαθλό του σώμα, ως έπρεπε.
Ή ίαση της θυγατέρας του βασιλέως
Ήκμαζε δε ούτος ο ιερός Σίμων εις τον ιγ' αιώνα, εις τους χρόνους οπού βασίλευαν εις την Ασία ό Θεόδωρος ό Λάσκαρης, ό Ιωάννης Δούκας Βατατζής και ό Θεόδωρος ό Νέος Λάσκαρης σύγχρονος ων με τον Νικηφόρο τον Βλεμμύδη, με τον Κωνσταντίνο τον Καβάσιλα, με τον αγιον Μελέτιο τον Ομολογητή και Γαλακτίωνα∙ εις τους χρόνους εκείνους διέλαμψε ως αστήρ λαμπρότατος ό όσιος Σίμων, και έκανε καθ' έκάστην άπειρα θαύματα, και διαφόρους ασθενείας θεράπευε, και όχι μόνον όταν ζούσε, αλλά και μετά την κοίμησιν αυτού-καθώς ιάτρευσε και την θυγατέρα του βασιλέως Ιωάννου του επιλεγομένου Ούγγλεσι.
Ούτος ό Ιωάννης βασίλευεν εις το δυτικό μέρος της Σερβίας, δηλαδή εις την Μπόσιναν και τα πέριξ αυτής μέρη∙ αυτός είχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, και ητον εις μεγάλην λύπην, δια τούτο και πολλάκις εδέετο του Θεού υπέρ αυτής, και τους πλέον ενάρετους οπού ήξευρεν έβανε προς αυτόν μεσίτας∙ αλλά θέλοντας ό Θεός να κάμη εκείνο οπού ύστερον έγινε (καθώς θέλομε το διηγηθούμε ακολούθως), δεν εισήκουσε τάς δεήσεις τους. Άπορων δε ό βασιλεύς Τι να κάμη, και λυπούμενος, ήκουσε εν μια των ήμερων, οπού έλεγε το δαιμόνιον εις μάτην, ω Βασιλεύ, κοπιάζεις∙ εάν δεν ελθη ό Σίμων από το ορός του Αθωνος, εγώ δεν βγαίνω. Τότε ό βασιλεύς εύρων τινας μοναχούς αγιορείτες, εξέταξεν αυτούς περί του αγίου Σίμωνος, και μαθών παρ' αυτών πάντα τα περί αυτού, και ότι προ ολίγων χρόνων έκοιμήθη εν Κυρίω, και ότι ενεργεί θαύματα καθ' έκάστην, και αναβλύζει μύρον ό τάφος του, εχάρη πολλά και παρευθύς εισελθών εις την εκκλησία του παλατιού του, έπεσε εις προσευχήν προς τον Θεόν και προς τον Αγιον. Προσευχομένου λοιπόν του βασιλέως μετά πίστεως και ευλάβειας, και ζητούντος την ίασιν της θυγατρός του παρά του Θεού δια μεσιτείας του οσίου Σίμωνος, φώναξε το πονηρόν δαιμόνιον, και κλαίον γοερώς έρριψε την κόρη κατά γης, και πολλά σπάραξαν αυτήν, βγήκε ευθύς, και έμεινε ανενόχλητος, τη χάριτι του Χριστού, έως τέλους της ζωής της δοξάζουσα τον Θεόν και τον παρ' αυτού δοξασθέντα θείον Σίμωνα. Ό δε βασιλεύς ίδών το θαύμα και την ταχεία αντίληψιν του Όσιου, και γνωρίσας καλώς την πολλήν εκείνου προς Θεόν παρρησίαν, δεν έκαμε την ευχαριστία προς τον ευεργέτη του με λόγια μόνον ευχαριστήρια, άλλα Τι; Γράφει παρευθύς εις την Σύναξιν του Αγίου Όρους, και παρακαλεί θερμώς να του χαρίσουν το μονύδριον του αγίου Σίμωνος, δια να το κτίση βασιλικώς και μεγαλοπρεπώς, προς ανταμοιβή πρέπουσα του θείου του ευεργέτου Σίμωνος, και δια να κηρύττεται λαμπρώς το θαύμα του Αγίου οπού έκαμε εις την θυγατέρα του∙ το όποιον και έγινε μετά γνώμης και αδείας των αγιορειτών, καθώς φαίνεται έως της σήμερον, και μετόχια πάμπολλα αγόρασε εις διαφόρους τόπους, και μετά χρυσοβούλλων τα αφιέρωσε εις την ίεράν μονήν ταύτην. Και ταύτα μεν τελειώνουν έως εδώ∙ αλλά επειδή και ή ακόλουθος διήγησις είναι ωραία και ψυχωφελής, δεν είναι δίκαιον να την παραιτήσωμεν, διό και την προσθέτομε δια την εξ αυτής ώφέλειαν.
Ό γιος του βασιλέως πού έγινε μοναχός
Εις τον καιρόν τούτου του βασιλέως Ιωάννου Ούγγλεσι, είχον οί Τούρκοι την καθέδρα της εξουσίας τους εις το Ικόνιο, πόλιν της Ανατολής, και έκαμναν εις τους τόπους των Ρωμαίων βασιλέων μεγάλους αφανισμούς∙ άφ' ου δε έκαμαν άγάπην με αυτούς, ήλθον και εις τα μέρη της Σερβίας, και αφάνιζαν και εκείνους τους τόπους και ώρμησαν να πολεμήσουν τούτον τον Ιωάννη και λοιπόν εξ ανάγκης εκινήθη και αυτός εναντίον τους, ομού με τον αυτάδελφων του Κράλην, και εις μεν την αρχήν τους νίκησαν, ύστερον δε λαβόντες θάρρος από την προτέρα νίκη αμερίμνησαν, και τούτο παρατηρήσαντες οί Τούρκοι, ώρμησαν έξαφνα κατ' αυτών μίαν νύκτα, και άλλους μεν φόνευσαν, άλλοι δε από την σάστισίν τους έπεσαν μέσα εις τον ποταμόν Ταίναρο, τον νυν λεγόμενο Τούντζαν, και αθλίως πνίγηκαν. Μετά δε των άλλων εθανατώθη και ό ίδιος βασιλεύς Ιωάννης, και εις το εξής ώρμησαν πλέον ανεμπόδιστος οί Τούρκοι εις τους τόπους της Σερβίας, και έκαμαν ανεκδιήγητα κακά. Ό δε υιός του βασιλέως Ιωάννου, ή από τους μεγάλους φόβους, ή από την καλήν του γνώμην δια την σωτηρίαν του, άφησε τα βασίλεια, και πήγε ως εις λιμένα σωτήρων εις το Αγιον Όρος, και προσκυνήσας αγνώριστος τα εκεί μοναστήρια και ασκητήρια, ήλθε τέλος πάντων και εις το δικό του μοναστήριον του αγίου Σίμωνος∙ εκεί δε ελθών έστειλε τον πορτάρη προς τον ηγούμενον, να του φανέρωση πώς έχει να του ειπή λόγον και απελθών εκείνος ανήγγειλε εις τον ηγούμενον, ότι ένας νεανίας, την όψιν ωραίος, το σχήμα φοβερός, κατά τα φορέματα πτωχός, κατά τον λόγον εύτακτος, κατά τάς αποκρίσεις φρόνιμος, και κατά το φαινόμενο θεοφοβούμενος και δούλος Χριστού, ζητεί να συνομιλήση με την αγιωσύνην σου∙ ό δε ηγούμενος είπε εις τον πορτάρη, ας ελθη∙ και εισελθών και ειπών εκείνο οπού ήθελε, Έμεινε εις το μοναστήριον ικανάς ημέρας∙ και ίδών την ευταξία των μοναχών, την ταπείνωσιν, την ευτέλεια των φορεμάτων, την υπακοή κατά πάντα εις τον ήγούμενον, την προθυμία εις τάς ακολουθίας, την σιωπή, την τάξιν της Εκκλησίας και τα λοιπά, δόξασε τον Θεόν και τότε προσκαλεστείς από τον ήγούμενον ερωτάται, εάν τον αρέσει το μοναστήριον και οί τάξες του∙ ό δε νέος απεκρίθη, πολλά καλά μου αρέσουν, πάτερ. Λοιπόν (τον ερωτώ πάλιν), μένεις και εσύ εδώ, ως και οί λοιποί, δια την ελπιζομένην βασιλείαν του Χριστού; Ναι, απεκρίθη, μένω με την άγίαν σου εύχήν. Τον ερωτώ πάλιν ό ηγούμενος∙ ποίον εργόχειρο ηξεύρεις να κάμνης, τέκνον; Ό δε απεκρίθη, κηπουρός είμαι, πάτερ∙ και λοιπόν μένεις έως τέλους της ζωής σου, να σκαπτής, να φυτεύης, να ποτίζης και να κοπιάζης χειμώνα και καλοκαιρι εις τον κήπο δια την αδελφότητα, ή μάλλον ειπείν δια τον Χριστόν; Υπόσχομαι, του απεκρίθη, όλα αυτά να τα κάμνω∙ και βαλών μετάνοιαν, εδιωρίσθη εις τον κήπο μετά δε τριών χρόνων δοκιμασία, έγινε μοναχός, προκόπτων καθ' εκάστην, και αναβάσεις τιθέμενος εν τη καρδία αυτού, κατά τον Δαβίδ, ταπεινούμενος και υπακούων εις όλους τους αδελφούς.
Τι το εντεύθεν; Δεν ύπέφερεν ό εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων διάβολος, να βλέπει του βασιλέως τον υίόν κηπουρό, με τόσους κόπους και με τόση ταπείνωσιν λοιπόν αρματώνεται κατ' αυτού με ολην του την πανοπλία και πρώτον μεν έσπειρε εις αυτόν πονηρούς λογισμούς, και άρχισε να μετανοή δια το έργον οπού εκαταπιάσθη, και να συλλογίζεται, ότι δεν τελειώνει ογλήγορα, αλλά έχει να περάση με αυτό όλη του ή ζωή∙ έπειτα και εις μίσος των αδελφών τον εκίνησε, και εις αμέλεια της προσευχής και των άλλων της ασκήσεως έργων τον έφερε, και άλλα πολλά του προξένησε όμως δεν ευχαριστείται να τον πολεμή από ένα μέρος μόνον, αλλά κινεί και από το άλλο μέρος τους αδελφούς να οργίζονται και να θυμώνουν κατ' αυτού, και να τον υβρίζουν, πώς είναι ανάξιος του έργου οπού υπεσχέθη, πώς εν αμέλεια εργάζεται τους κήπους, πώς έγινε προς αυτούς αίτιος σκανδάλων και ταραχών και ταύτα μεν ό εχθρός, Ο δε μακάριος εις μεν τους αδελφούς άλλον λόγον δεν έλεγε, παρά τούτον μόνον, συγχωρήσατε μοι, πατέρες, και θέλω βάλω τώρα αρχήν καλήν του έργου∙ προς δε τον διάβολο αρματώθη με το ανίκητο άρμα του Χριστού, το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με∙ με τούτο το βέλος πλήγωνε , κάθε ώραν τον σατανά, και έδιωχνε εις όλας τάς ημέρας της ζωής του πάσαν την δύναμιν του εχθρού- και τοιουτοτρόπως αγωνιζόμενος, νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλο διάβολο, και έγινε εις όλον το ύστερον δοχείον των αρετών και σκεύος εκλεκτόν του αγίου Πνεύματος∙ τόσον οπού ηξιώθη και αποκαλύψεως θείας περί του τέλους και της προς Θεόν έκδημίας του∙ διότι έφάνη εις αυτόν ο Κύριος ημών, και τον προσκάλεσε να υπάγη να κληρονομήση την ούράνιον βασιλεία, αντί της πρόσκαιρου βασιλείας οπού καταφρόνησε. όθεν ασθενήσας ολίγον, απέστειλεν ένα των αδελφών, να ειπή εις τον ήγούμενον να του ειπή λόγον μυστικόν ο δε ελθών προς αυτόν είπε∙ Τι έχεις, τέκνον; Δια Τι με προσκάλεσες; Σε προσκάλεσα, πάτερ, απεκρίθη, ότι ό Χριστός με προσκαλεί να υπάγω προς αυτόν μετά λίγη ώραν, να απολαύσω τον μισθό μου κατά τα έργα μου∙ ήξερε λοιπόν, πάτερ, ότι εγώ είμαι ο βασιλεύς και κτίτωρ ταύτης της ιεράς μονής∙ εγώ είμαι ό υιός του βασιλέως Ιωάννου. Και ταύτα άκουσας ο ηγούμενος κατεπλάγη, και θαύμασε την τελείαν αυτού υπακοή και ταπείνωσιν και πώς, τέκνον μου, του λέγει, δεν μας το φανέρωσας, μόνον το απεσιώπησας; Πώς δεν μου το ανήγγειλας κατά μυστικόν τρόπον, ότι εσύ είσαι εκείνος, οπού δια μέσου σου κατοικούμε ημείς εδώ; Ό δε απεκρίθη, και ανίσως σας το έλεγα, ότι είμαι ό βασιλεύς, δεν ήθελα κερδίσω τον Κύριον και Θεόν μου Ίησούν Χριστόν, διότι δια μέσου της τιμής πού θέλετε μου αποδίδετε, κινδύνευα να χάσω την σωτηρίαν μου∙ και ταύτα ειπών, έκοιμήθη. Ποιήσαντες δε αγρυπνία ολονύκτιο οι αδελφοί, έθαψαν το πρωί εκείνο το πολύαθλο σώμα του βασιλέως μεν πρότερον, ύστερον δε κηπουρού γενομένου δια τον Κύριον, μετά υμνωδιών, θυμιαμάτων τε και φωτοχυσίας μεγάλης, εν τω κοιμητήριο των αδελφών, καθώς αυτός παρήγγειλε, δοξάζοντες τον Θεόν οπού τον ενεδυνάμωσεν ούτω καλώς να αγωνισθή, και αντί της επιγείου βασιλείας οπού άφησε, να γένη κληρονόμος της ουρανίου βασιλείας. Και τα μεν περί του Υιού του βασιλέως Ιωάννου τοιαύτα, ακούσατε δε και ολίγα τινά θαυμάσια του οσίου Σίμωνος από τα πολλά οπού τέλεσε μετά ταύτα, δια να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν έχει προς θεόν ό Άγιος, και έπειτα θέλομε τελειώσωμεν την διήγησιν.
Ή διόρθωση του ασεβούς μονάχου
Ένας από τους αδελφούς της ιεράς του Όσιου μονής, ανευλαβής ων και δύσπιστος, εξερνούσεν από την δυσώδη κοιλίαν του βλάσφημα λόγια κατά του Όσίου, λέγοντας τον πλανεμένο και κολασμένο, και δεν ήθελε να συνεορτάζη μαζί με τους λοιπούς την ετήσιο εορτή του Αγίου∙ όθεν μίαν φοράν οπού εώρταζον όλοι οι πατέρες την μνήμην του Όσίου, φεύγοντας αυτός από τον ναό και από την ιερά εκείνη ακολουθία, πήγε εις το κελλίον του και έκοιμάτο, και εκεί φαίνεται εις τον ύπνον του ό Άγιος όλος αστραπόμορφος, με πρόσωπον δεδοξασμένον και εκλαμπρόν, έχων μαζί του και άλλους δύο από τους πρώτους και ηγιασμένους μαθητάς του, και του λέγει∙ δεν σου αρέσει αυτή ή δόξα, ω μιαρέ; Ου δεδόξασται το δεδοξασμένο; Και παρευθύς νεύοντας εις τους μαθητάς του λέγει∙ βάλλετε κάτω αυτόν τον άπιστον, αυτόν τον βλάσφήμον και βάνοντες τον εκείνοι κάτω, του έφάνη, ότι του κτύπησε εις τους πόδας με την ράβδο του μερικές ραβδιές, και από τους πόνους και τον υπέρμετρον φόβον εξυπνήσας, βλέπει τους πόδας του ωσάν να τον πονούσαν και εγερθείς ευθύς τρέχει έντρομος εις την έκκλησίαν, και πίπτοντας κατά γης, βάνει μετάνοιαν εις τον ηγούμενον, όλος ηλλοιωμένος και συγχωρήσατε μοι, πατέρες, φωνάζει∙ τώρα γνώρισα ότι ό Θεός εν αλήθεια μεγάλως δόξασε τον όσιο πατέρα ημών Σίμωνα∙ τώρα, τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ίσα με τους παλαιούς οσίους Αντώνιο, Ευθύμιο, Σάββα και τους λοιπούς∙ ευχαριστώ σοι, άγιε του Θεού, οπού με λύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνη μου, και με έβγαλες από την κόλασιν, τον ταλαίπωρο. Ταύτα βοών μετά δακρύων, διηγήθην εν μέσω της εκκλησίας την φοβεράν εκείνη δόξα του, Όσιου, και τα εξής εις πλάτος, και όλοι δόξασαν τον Θεόν, τον μη θέλοντα τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν
Οί αδελφοί που απαλλάχτηκαν από τον πειρασμό
Άλλος τις αδελφός εκ της αυτής μονής του Όσίου, επολεμείτο πολλά υπό του δαίμονος της πορνείας, και προσπίπτοντας μετ' ευλάβειας έμπροσθεν της ιεράς αυτού εικόνος, δέεται τούτου θερμώς μετά δακρύων να του σήκωση αυτόν τον πόλεμο, και χριστείς με το ελαιον της ιεράς αυτού κανδήλας, ηλευθερώθη από το πονηρόν δαιμόνιον της πορνείας.
Άλλοτε πάλιν εις την εορτή του Αγίου, όταν εψάλλετο ό μεγάλος εσπερινός μετά μέλους, εμβήκεν εις τον ναό ένας αδελφός εκ της του Ολύμπου μονής του αγίου Διονυσίου, Σάββας ονόματι, εις το να ασπασθή την θείαν εικόνα του Όσίου, και βλέποντας ότι δεν ήτον ή μεγάλη είκών εις το προσκυνητάριο, άλλ' ή μικρή, στρέφει πίσω με θυμό, λέγων καθ' εαυτόν, ότι δεν έμενε ευχαριστημένος να προσκυνή την μικράν εικόνα του Αγίου∙ έλεγε δε ταύτα, καθώς άνθρωπος απλούς και αγράμματος όπου ήτον. Πηγαίνει λοιπόν εις το κελλίον οπού του εδόθη δια να αναπαυθή, και πίπτοντας να κοιμηθή, βλέπει εις τον ύπνον του, ότι άνοιξε ή στέγη του κελλίου, και έφάνη Ένας όφις φοβερός και δύσμορφος, πυρ εβγάλων από τους οφθαλμούς του, και καπνό πολύν και βρωμερό εκπνέων από τους μυκτήράς του∙ ό όποιος άνοιγε το στόμα του να τον καταπίη, λέγοντας προς αυτόν δεν σε άρεσε ή μικρά εικών του Αγίου, αλλά αναχώρησες με θυμό; Ιδού όμως τώρα οπού εγώ έχω να σε καταρροφήξω και ώρμησεν από την στέγη εις αυτόν, με βοή φοβεράν, δια να τον καταπίη∙ ό ταλαίπωρος Σάββας από τον πολύν φόβον και τρόμο, φώναξε μεγάλως∙ άγιε Σίμων, βοήθει μοι, και ξυπνώντας όλος έντρομος και πεφοβισμένος, τρέχει εις την έκκλησίαν, και πίπτοντας γονυκλιτώς εις την εικόνα του Αγίου, ασπάζεται αυτήν πολλάκις, ώστε οπού όλοι οι εκεί παρόντες έθαύμασαν του ανδρός την άλλοίωσιν και την όψιν την νεκρική οπού είχε. εμβαίνοντας λοιπόν μέσα εις το αγιον βήμα, εδιηγήθη εκείνο οπού έπαθε υπό του σατανά δια την απιστία του και αμάθεια. Τότε του λέγει ένας αδελφός∙ ή μικρά είκών, πάτερ, δεν έχει καμία διαφορά από την μεγάλην, εάν ή πίστις και ή ευλάβεια γίνεται με πόθον ζέοντα, με νουν καθαρόν, και με σώμα αγνό όθεν πρόσεχε από του νυν και εις το εξής να αποδίδης πάντοτε την οφειλομένη τιμήν προς τους αγίους και προς τάς ιεράς αυτών εικόνας, είτε μικρός, είτε μεγάλας∙ και ούτω πληροφορηθείς ό αδελφός, έδωκε δόξα εις τον Θεόν, και ευχαριστία εις τον άγιο.
Ή δόξα του Αγίου
Άλλος τις αδελφός, Γεράσιμος το όνομα, έστεκε εις την παννυχίδα του Όσιου με πολλήν ευλάβεια και πόθον ανείκαστον, ακροαζόμενος τα ανδραγαθήματα του Όσιου∙ τους πειρασμούς οπού δοκίμασε από τον διάβολο την υπακοή οπού έκαμε εις τον θείον του γέροντα∙ την μεγάλην υπομονή οπού είχε∙ ταύτα λέγω και τα λοιπά άκούων, εθαύμασε και απορούσε εις τον εαυτόν του, διότι δεν είχεν ακούσει ταύτα ποτέ∙ Τι ουν γίνεται; Εν τω καιρώ της λιτής, εξήλθον όλοι εις τον νάρθηκα, οί ψάλται ομού και ό ιερεύς μετά του διακόνου, βαστάζων και την εικόνα του Αγίου, κατά το έθος της μονής∙ ό δε αδελφός εκείνος δεν βγήκε, άλλ' έμεινε εν τω ναό συλλογιζόμενος την δόξα οπού έχουν οί άγιοι, όχι μόνον εις τους ουρανούς, αλλά και εις την γήν. Ταύτα και τοιαύτα διαλογιζόμενος ό Γεράσιμος, (ω του θαύματος!) βλέπει ολοφάνερα με τους σωματικούς οφθαλμούς μίαν νεφέλη, της οποίας το είδος ήταν ακατανόητο και ή θεωρία λαμπρόχρυσος, ήτις σκέπαζε όλον το θυσιαστήριο ομού και την εικόνα του Όσίου οπού ήτον εις το σύνθρονο, και όλα τα φώτα, και πάντας τους εκεί ευρεθέντες, και έστεκε τρόπον τινά, και φώτιζε πάντα, έως ου τελείωσε ή λιτή. όταν δε άνοιξε ή πύλη του νάρθηκος, και άρχισε ό δεξιός χορός να ψάλλη τα αποστίχου, επάρθη ή θεία εκείνη θεωρία της νεφέλης εις τα ύψη, και έμεινε πάλιν το ιερόν, καθώς και το πρότερον. Τότε ό αδελφός εκείνος εδιηγήθη την δρασιν εις άλλον αδελφόν, όστις και του είπε με λύπην πολλήν διατί, αδελφέ, δεν έδωκες είδησιν και εις εμέ, να θεωρήσω την δόξα ταύτην του Αγίου; Και εκείνος του άπεκρίθη∙ δεν μου έκανε καρδίαν, αγαπητέ, όχι μόνον το σώμα μου να μετατοπίσω, άλλ' ουδέ τους agioritikesmnimes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Cello : Cydia tweak new ...μια νέα 3D εμπειρία στην μουσική
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Για ποιο λόγο στολίζουμε έλατο τα Χριστούγεννα;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ