2016-01-03 08:05:18
Οι ειδικοί, ψυχολόγοι, παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, δικηγόροι αλλά και... ερασιτέχνες του είδους εδώ και χρόνια διαφωνούν για το τι πραγματικά σημαίνει και τι κατάλοιπα, άμεσα ή μακροχρόνια αφήνει ο χωρισμός των γονιών στα παιδιά.
Λουίζα Βογιατζή mypsychologist.gr
Οι απόψεις όχι μόνο διίστανται αλλά κυμαίνονται και μεταξύ ακραίων θέσεων.
Στο ένα άκρο βρίσκονται αυτοί που ισχυρίζονται ότι ένα διαζύγιο είναι αν όχι η χειρότερη, μία από τις χειρότερες καταστάσεις που μπορεί να βιώσει ένα παιδί, όσο «ήπιο» ή «ειρηνικό» και να είναι αυτό κι ότι αφήνει στο παιδί τραύματα που δεν μπορούν ποτέ να ξεπεραστούν εντελώς.
Στο αντίθετο άκρο βρίσκονται όσοι βλέπουν το διαζύγιο σαν μία επώδυνη μεν αλλά σε καμία περίπτωση αξεπέραστη εμπειρία από την οποία μπορεί ένα παιδί ακόμη και να ωφεληθεί και να βγει πιο ώριμο και πιο δυνατό.
Ισχύει το πρώτο, το δεύτερο ή κάτι στη μέση; Όπως και σ’ όλες τις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με τον ανθρώπινο ψυχισμό κάθε γενίκευση είναι ταυτόχρονα και μία απλούστευση που εκφράζει μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας.
Η χρονική στιγμή, ο τρόπος, η ποιότητα των σχέσεων της οικογένειας, το περιβάλλον, ο αριθμός των παιδιών, η ζωή πριν και μετά, η ηλικία, η προσωπικότητα και η γενετική προδιάθεση του παιδιού και πάρα πολλοί άλλοι πολύ λιγότερο προφανείς παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς βιώνεται το διαζύγιο, πώς αντιμετωπίζεται και πόσο επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση ενός παιδιού ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη αλλά και στο άμεσο μέλλον.
Αυτό που ξέρουμε με αρκετή βεβαιότητα –επειδή έχει επιβεβαιωθεί από έρευνες, μελέτες, προσωπικές μαρτυρίες- είναι ότι κάθε παιδί που βιώνει τον χωρισμό των γονιών του αισθάνεται, σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα πάντα με τους παραπάνω παράγοντες, πόνο, θλίψη, απογοήτευση, θυμό, ενοχές, ανασφάλεια, φόβο. Ξέρουμε ότι πολλά παιδιά χάνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, γίνονται εσωστρεφή, χάνουν το ενδιαφέρον τους για φίλους και δραστηριότητες που αγαπούσαν, άλλα γίνονται νευρικά, ευερέθιστα ή επιθετικά, αντιδρούν με άρνηση και εναντιωματική συμπεριφορά, δεν μπορούν να συγκεντρωθούν ή άλλα παρουσιάζουν φοβίες, διαταραχές ύπνου, σωματικούς πόνους, εφιάλτες. Υπάρχουν φυσικά και πολλά παιδιά που δεν παρουσιάζουν κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα αλλά παρόλα αυτά όταν ερωτηθούν μιλούν για τα αρνητικά τους συναισθήματα και τις δυσκολίες τους με το γεγονός του διαζυγίου. Όλα αυτά τα δύσκολα και δυσάρεστα συναισθήματα είναι έντονα στην αρχή, και ξεπερνιούνται αργά ή γρήγορα όταν το παιδί (και οι γονείς φυσικά) αποδεχτεί τη νέα κατάσταση και νιώσει ξανά ασφάλεια κι εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τους γονείς του (ή έστω τον ένα από τους δύο).
Αυτό για το οποίο ξέρουμε και μπορούμε να υποθέσουμε τα λιγότερα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες ενός διαζυγίου στα παιδιά και πιο συγκεκριμένα το αν και πώς επιδρά το διαζύγιο των γονιών στον τρόπο που βλέπουν, ζουν και αντιμετωπίζουν τα παιδιά αυτά, σαν ενήλικες πια, τις ερωτικές σχέσεις, την δέσμευση σε μία σχέση, το γάμο και την οικογένεια.
Πάνω σ’ αυτά ακριβώς τα ερωτήματα έριξε για πρώτη φορά περισσότερο φως μία έρευνα που ξεκίνησε την δεκαετία του ’70 στην Καλιφόρνια και διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια. Όταν ξεκίνησε η έρευνα τα παιδιά που λάμβαναν μέρος ήταν μεταξύ 13 και 18 ετών, και αποτελούσαν μία ομάδα παιδιών των οποίων οι γονείς είχαν πρόσφατα χωρίσει και μία ομάδα σύγκρισης με παιδιά από «ακέραιες» οικογένειες. Οι ερευνητές παρακολούθησαν επί πολλά χρόνια την ανάπτυξη των παιδιών αυτών μέχρι την ενήλικη ζωή τους και την εποχή που τα ίδια έφτασαν σε «ηλικία γάμου» και δημιουργίας οικογένειας. Η διαπίστωση των ερευνητών ήταν ότι η επίδραση ενός διαζυγίου δεν κρατάει μόνο για το χρονικό διάστημα που έπεται του διαζυγίου αλλά ότι είναι πολύ έντονη πολλά χρόνια μετά. Συνοψίζουν τα αποτελέσματα της έρευνας τους σε συγκεκριμένα σημεία της συναισθηματικής, κοινωνικής και ερωτικής ζωής:
-Εμπιστοσύνη στον έρωτα
Όταν έρχεται η στιγμή που ξεκινά η αναζήτηση συντρόφου τα παιδιά διαζυγίου μοιάζουν να βασανίζονται από έναν έντονο διχασμό ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη τους να αγαπήσουν και να δεθούν με κάποιον και τον μεγάλο φόβο τους, που συχνά αγγίζει τα όρια της πεποίθησης, ότι σε ό,τι αφορά τον έρωτα θα αποτύχουν όπως και οι γονείς τους. Χαρακτηριστική φράση: «πιστεύω πως ένα γάμος μπορεί να πετύχει. Για τους άλλους όμως, όχι για μένα»
-Αυτοεικόνα
Μια ευάλωτη αυτοεικόνα συνοδεύει, σύμφωνα με την έρευνα πάντα, τα παιδιά χωρισμένων γονιών και στην ενηλικίωση τους και εκδηλώνεται σαν φόβος. Φόβος να δείξουν αυτό που πραγματικά αισθάνονται και είναι, να μην απογοητεύσουν και να μην χάσουν τον σύντροφο τους, φόβος να αφεθούν στην όμορφη εμπειρία του έρωτα. Χαρακτηριστική φράση: «Κάθε νύχτα που πέφτω στο κρεβάτι μου και είμαι ευτυχισμένη νιώθω πανικό ότι την άλλη μέρα το πρωί όλα θα έχουν τελειώσει, ότι αυτό το τόσο ωραίο που έχω θα το χάσω»
-Αντιλήψεις για το γάμο
Όσον αφορά τον γάμο, οι ερευνητές υποθέτουν πως πολλά προβλήματα που εμφανίζουν τα παιδιά διαζευγμένων γονιών (π.χ. παντρεύονται πιο «βιαστικά» και διαλύουν πιο συχνά τον γάμο τους) οφείλονται στην έλλειψη ικανοποιητικού προτύπου ζευγαριού. Τα παιδιά παρατηρούν τους γονείς και μαθαίνουν απ’ αυτούς πώς συμπεριφέρονται οι σύζυγοι μεταξύ τους εσωτερικεύοντας τις εικόνες αυτές. Η εικόνα όμως των γονιών σαν ζευγάρι φαίνεται πως χάνεται από την μνήμη των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο και μαζί μ’ αυτήν το βασικό πρότυπο ζευγαριού, το οποίο λειτουργεί στην ενήλικη ζωή κάπως σαν πυξίδα για την δημιουργία σχέσεων. Χαρακτηριστική φράση: «Δεν ήμουν προετοιμασμένη. Η μητέρα μου δεν μου έμαθε ποτέ κάτι για τους άντρες εκτός από το να τους κακολογείς»
-Επιθυμία για παιδιά και οικογένεια
Η απόκτηση παιδιών και οικογένειας απασχολεί πολύ τους ανθρώπους που βίωσαν ένα διαζύγιο. Ένα μεγάλο ποσοστό θέλει να κάνει παιδιά και νιώθει έντονα την ανάγκη και την επιθυμία να διορθώσει μέσα από τα παιδιά αυτά, τα «λάθη» του παρελθόντος, να τους προσφέρει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ένα ακόμη μεγαλύτεροποσοστό όμως είναι αρνητικό ή τουλάχιστον πάρα πολύ επιφυλακτικό ως προς την απόκτηση παιδιών. Οι άνθρωποι αυτοί δηλώνουν ότι φοβούνται να μην γίνουν σαν τους γονείς τους. Χαρακτηριστική φράση: «Δεν ξέρω αν είμαι ικανός να έχω έναν καλό γάμο. Θα είχα τρομερές ενοχές αν το παιδί μου έπρεπε από δική μου ευθύνη να περάσει όσα πέρασα εγώ»
-Δύναμη κι ευαισθησία
Συνοπτικά, τα παιδιά διαζυγίου χαρακτηρίζονται σαν ενήλικες από έναν συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε ό,τι αφορά τις ερωτικές τους σχέσεις κι ενώ καταφέρνουν πολύ συχνά να ξεπεράσουν τον φόβο τους απέναντι στον έρωτα και τις ευθύνες μιας σχέσης μοιάζουν να μην μπορούν να απαλλαχθούν εντελώς από το φόβο της απώλειας. Φοβούνται ότι αυτό που αγαπούν περισσότερο απ’ όλα μπορεί μια μέρα να χαθεί. Η συνέπεια του φόβου αυτού είναι για πολλούς μία μοναχική ζωή.
Από την άλλη μεριά, η δοκιμασία του διαζυγίου και η αυτονομία, η αίσθηση ευθύνης για τον εαυτό τους, τα αδέρφια τους ή ακόμη και τους απεγνωσμένους γονείς τους που πολλά απ’ τα παιδιά αυτά απέκτησαν σε μικρή ηλικία τα κάνει πιο δυναμικούς και ανεξάρτητους ενήλικες. Χαρακτηριστική φράση: «Το διαζύγιο με έκανε ανεξάρτητο. Μπορώ να αντέξω κακοτυχίες και αποτυχίες, να συνεννοηθώ με δύσκολους ανθρώπους, να ρισκάρω. Χρειάστηκε από παιδί να σκέφτομαι και να αποφασίζω για μένα, να ανοίγω μόνος μου το δρόμο μου»
Μια τέτοια έρευνα γεννά βέβαια δεκάδες καινούργια ερωτήματα. Το βασικότερο ίσως είναι, τι μπορεί να μας προσφέρει η γνώση αυτών των αποτελεσμάτων σε μια εποχή που το ποσοστό των διαζυγίων παγκοσμίως συνεχώς αυξάνεται. Ίσως να μπορεί να μας κάνει πιο ευαίσθητους σαν γονείς αλλά και σαν κοινωνία απέναντι στα προβλήματα των παιδιών που βιώνουν το διαζύγιο. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε οικογένεια, κάθε γονιός , κάθε παιδί και κάθε διαζύγιο είναι διαφορετικό και δεν χωράει πάντα μέσα σε σχήματα στατιστικής. Όσο πιο κοντά είμαστε σε ανθρώπους που αγαπάμε και όσο περισσότερο προσπαθούμε να καταλάβουμε τι χρειάζονται τόσο καλύτερη στήριξη μπορούμε να προσφέρουμε.
Και κάτι ακόμη, για όσους είναι παιδιά διαζυγίου. Έστω κι αν πολλά ή κάποια από τα παραπάνω σας είναι γνώριμα, μην ξεχνάτε ότι δεν είστε οι γονείς σας. Θα κάνετε σίγουρα τα δικά σας λάθη αλλά δεν είστε καταδικασμένοι να κάνετε τα ίδια λάθη που έκαναν εκείνοι.
Στα μάτια των παιδιών τους, οι γονείς που χώρισαν απέτυχαν σε ένα από τα βασικότερα «καθήκοντα» της ενήλικης ζωής: έκαναν λάθος επιλογή συντρόφου, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τη σχέση, δεν είχαν αντοχή ή την ικανότητα να μείνουν πιστοί και αφοσιωμένοι. Αυτό το συναίσθημα, ότι οι γονείς απέτυχαν φαίνεται πως επηρεάζει την αντίληψη που έχει ένα παιδί για τον εαυτό του και την οικογένεια. «Αν οι γονείς μου απέτυχαν, μπορεί να αποτύχω κι εγώ, σαν εραστής, σαν σύζυγος, σαν γονιός.» Ενήλικας πια, χρειάζεται προσπάθεια κι επιμονή για να αποτινάξει κάποιος από πάνω του αυτή την αντίληψη. Tromaktiko
Λουίζα Βογιατζή mypsychologist.gr
Οι απόψεις όχι μόνο διίστανται αλλά κυμαίνονται και μεταξύ ακραίων θέσεων.
Στο ένα άκρο βρίσκονται αυτοί που ισχυρίζονται ότι ένα διαζύγιο είναι αν όχι η χειρότερη, μία από τις χειρότερες καταστάσεις που μπορεί να βιώσει ένα παιδί, όσο «ήπιο» ή «ειρηνικό» και να είναι αυτό κι ότι αφήνει στο παιδί τραύματα που δεν μπορούν ποτέ να ξεπεραστούν εντελώς.
Στο αντίθετο άκρο βρίσκονται όσοι βλέπουν το διαζύγιο σαν μία επώδυνη μεν αλλά σε καμία περίπτωση αξεπέραστη εμπειρία από την οποία μπορεί ένα παιδί ακόμη και να ωφεληθεί και να βγει πιο ώριμο και πιο δυνατό.
Ισχύει το πρώτο, το δεύτερο ή κάτι στη μέση; Όπως και σ’ όλες τις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με τον ανθρώπινο ψυχισμό κάθε γενίκευση είναι ταυτόχρονα και μία απλούστευση που εκφράζει μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας.
Η χρονική στιγμή, ο τρόπος, η ποιότητα των σχέσεων της οικογένειας, το περιβάλλον, ο αριθμός των παιδιών, η ζωή πριν και μετά, η ηλικία, η προσωπικότητα και η γενετική προδιάθεση του παιδιού και πάρα πολλοί άλλοι πολύ λιγότερο προφανείς παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς βιώνεται το διαζύγιο, πώς αντιμετωπίζεται και πόσο επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση ενός παιδιού ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη αλλά και στο άμεσο μέλλον.
Αυτό που ξέρουμε με αρκετή βεβαιότητα –επειδή έχει επιβεβαιωθεί από έρευνες, μελέτες, προσωπικές μαρτυρίες- είναι ότι κάθε παιδί που βιώνει τον χωρισμό των γονιών του αισθάνεται, σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα πάντα με τους παραπάνω παράγοντες, πόνο, θλίψη, απογοήτευση, θυμό, ενοχές, ανασφάλεια, φόβο. Ξέρουμε ότι πολλά παιδιά χάνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, γίνονται εσωστρεφή, χάνουν το ενδιαφέρον τους για φίλους και δραστηριότητες που αγαπούσαν, άλλα γίνονται νευρικά, ευερέθιστα ή επιθετικά, αντιδρούν με άρνηση και εναντιωματική συμπεριφορά, δεν μπορούν να συγκεντρωθούν ή άλλα παρουσιάζουν φοβίες, διαταραχές ύπνου, σωματικούς πόνους, εφιάλτες. Υπάρχουν φυσικά και πολλά παιδιά που δεν παρουσιάζουν κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα αλλά παρόλα αυτά όταν ερωτηθούν μιλούν για τα αρνητικά τους συναισθήματα και τις δυσκολίες τους με το γεγονός του διαζυγίου. Όλα αυτά τα δύσκολα και δυσάρεστα συναισθήματα είναι έντονα στην αρχή, και ξεπερνιούνται αργά ή γρήγορα όταν το παιδί (και οι γονείς φυσικά) αποδεχτεί τη νέα κατάσταση και νιώσει ξανά ασφάλεια κι εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τους γονείς του (ή έστω τον ένα από τους δύο).
Αυτό για το οποίο ξέρουμε και μπορούμε να υποθέσουμε τα λιγότερα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες ενός διαζυγίου στα παιδιά και πιο συγκεκριμένα το αν και πώς επιδρά το διαζύγιο των γονιών στον τρόπο που βλέπουν, ζουν και αντιμετωπίζουν τα παιδιά αυτά, σαν ενήλικες πια, τις ερωτικές σχέσεις, την δέσμευση σε μία σχέση, το γάμο και την οικογένεια.
Πάνω σ’ αυτά ακριβώς τα ερωτήματα έριξε για πρώτη φορά περισσότερο φως μία έρευνα που ξεκίνησε την δεκαετία του ’70 στην Καλιφόρνια και διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια. Όταν ξεκίνησε η έρευνα τα παιδιά που λάμβαναν μέρος ήταν μεταξύ 13 και 18 ετών, και αποτελούσαν μία ομάδα παιδιών των οποίων οι γονείς είχαν πρόσφατα χωρίσει και μία ομάδα σύγκρισης με παιδιά από «ακέραιες» οικογένειες. Οι ερευνητές παρακολούθησαν επί πολλά χρόνια την ανάπτυξη των παιδιών αυτών μέχρι την ενήλικη ζωή τους και την εποχή που τα ίδια έφτασαν σε «ηλικία γάμου» και δημιουργίας οικογένειας. Η διαπίστωση των ερευνητών ήταν ότι η επίδραση ενός διαζυγίου δεν κρατάει μόνο για το χρονικό διάστημα που έπεται του διαζυγίου αλλά ότι είναι πολύ έντονη πολλά χρόνια μετά. Συνοψίζουν τα αποτελέσματα της έρευνας τους σε συγκεκριμένα σημεία της συναισθηματικής, κοινωνικής και ερωτικής ζωής:
-Εμπιστοσύνη στον έρωτα
Όταν έρχεται η στιγμή που ξεκινά η αναζήτηση συντρόφου τα παιδιά διαζυγίου μοιάζουν να βασανίζονται από έναν έντονο διχασμό ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη τους να αγαπήσουν και να δεθούν με κάποιον και τον μεγάλο φόβο τους, που συχνά αγγίζει τα όρια της πεποίθησης, ότι σε ό,τι αφορά τον έρωτα θα αποτύχουν όπως και οι γονείς τους. Χαρακτηριστική φράση: «πιστεύω πως ένα γάμος μπορεί να πετύχει. Για τους άλλους όμως, όχι για μένα»
-Αυτοεικόνα
Μια ευάλωτη αυτοεικόνα συνοδεύει, σύμφωνα με την έρευνα πάντα, τα παιδιά χωρισμένων γονιών και στην ενηλικίωση τους και εκδηλώνεται σαν φόβος. Φόβος να δείξουν αυτό που πραγματικά αισθάνονται και είναι, να μην απογοητεύσουν και να μην χάσουν τον σύντροφο τους, φόβος να αφεθούν στην όμορφη εμπειρία του έρωτα. Χαρακτηριστική φράση: «Κάθε νύχτα που πέφτω στο κρεβάτι μου και είμαι ευτυχισμένη νιώθω πανικό ότι την άλλη μέρα το πρωί όλα θα έχουν τελειώσει, ότι αυτό το τόσο ωραίο που έχω θα το χάσω»
-Αντιλήψεις για το γάμο
Όσον αφορά τον γάμο, οι ερευνητές υποθέτουν πως πολλά προβλήματα που εμφανίζουν τα παιδιά διαζευγμένων γονιών (π.χ. παντρεύονται πιο «βιαστικά» και διαλύουν πιο συχνά τον γάμο τους) οφείλονται στην έλλειψη ικανοποιητικού προτύπου ζευγαριού. Τα παιδιά παρατηρούν τους γονείς και μαθαίνουν απ’ αυτούς πώς συμπεριφέρονται οι σύζυγοι μεταξύ τους εσωτερικεύοντας τις εικόνες αυτές. Η εικόνα όμως των γονιών σαν ζευγάρι φαίνεται πως χάνεται από την μνήμη των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο και μαζί μ’ αυτήν το βασικό πρότυπο ζευγαριού, το οποίο λειτουργεί στην ενήλικη ζωή κάπως σαν πυξίδα για την δημιουργία σχέσεων. Χαρακτηριστική φράση: «Δεν ήμουν προετοιμασμένη. Η μητέρα μου δεν μου έμαθε ποτέ κάτι για τους άντρες εκτός από το να τους κακολογείς»
-Επιθυμία για παιδιά και οικογένεια
Η απόκτηση παιδιών και οικογένειας απασχολεί πολύ τους ανθρώπους που βίωσαν ένα διαζύγιο. Ένα μεγάλο ποσοστό θέλει να κάνει παιδιά και νιώθει έντονα την ανάγκη και την επιθυμία να διορθώσει μέσα από τα παιδιά αυτά, τα «λάθη» του παρελθόντος, να τους προσφέρει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ένα ακόμη μεγαλύτεροποσοστό όμως είναι αρνητικό ή τουλάχιστον πάρα πολύ επιφυλακτικό ως προς την απόκτηση παιδιών. Οι άνθρωποι αυτοί δηλώνουν ότι φοβούνται να μην γίνουν σαν τους γονείς τους. Χαρακτηριστική φράση: «Δεν ξέρω αν είμαι ικανός να έχω έναν καλό γάμο. Θα είχα τρομερές ενοχές αν το παιδί μου έπρεπε από δική μου ευθύνη να περάσει όσα πέρασα εγώ»
-Δύναμη κι ευαισθησία
Συνοπτικά, τα παιδιά διαζυγίου χαρακτηρίζονται σαν ενήλικες από έναν συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε ό,τι αφορά τις ερωτικές τους σχέσεις κι ενώ καταφέρνουν πολύ συχνά να ξεπεράσουν τον φόβο τους απέναντι στον έρωτα και τις ευθύνες μιας σχέσης μοιάζουν να μην μπορούν να απαλλαχθούν εντελώς από το φόβο της απώλειας. Φοβούνται ότι αυτό που αγαπούν περισσότερο απ’ όλα μπορεί μια μέρα να χαθεί. Η συνέπεια του φόβου αυτού είναι για πολλούς μία μοναχική ζωή.
Από την άλλη μεριά, η δοκιμασία του διαζυγίου και η αυτονομία, η αίσθηση ευθύνης για τον εαυτό τους, τα αδέρφια τους ή ακόμη και τους απεγνωσμένους γονείς τους που πολλά απ’ τα παιδιά αυτά απέκτησαν σε μικρή ηλικία τα κάνει πιο δυναμικούς και ανεξάρτητους ενήλικες. Χαρακτηριστική φράση: «Το διαζύγιο με έκανε ανεξάρτητο. Μπορώ να αντέξω κακοτυχίες και αποτυχίες, να συνεννοηθώ με δύσκολους ανθρώπους, να ρισκάρω. Χρειάστηκε από παιδί να σκέφτομαι και να αποφασίζω για μένα, να ανοίγω μόνος μου το δρόμο μου»
Μια τέτοια έρευνα γεννά βέβαια δεκάδες καινούργια ερωτήματα. Το βασικότερο ίσως είναι, τι μπορεί να μας προσφέρει η γνώση αυτών των αποτελεσμάτων σε μια εποχή που το ποσοστό των διαζυγίων παγκοσμίως συνεχώς αυξάνεται. Ίσως να μπορεί να μας κάνει πιο ευαίσθητους σαν γονείς αλλά και σαν κοινωνία απέναντι στα προβλήματα των παιδιών που βιώνουν το διαζύγιο. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε οικογένεια, κάθε γονιός , κάθε παιδί και κάθε διαζύγιο είναι διαφορετικό και δεν χωράει πάντα μέσα σε σχήματα στατιστικής. Όσο πιο κοντά είμαστε σε ανθρώπους που αγαπάμε και όσο περισσότερο προσπαθούμε να καταλάβουμε τι χρειάζονται τόσο καλύτερη στήριξη μπορούμε να προσφέρουμε.
Και κάτι ακόμη, για όσους είναι παιδιά διαζυγίου. Έστω κι αν πολλά ή κάποια από τα παραπάνω σας είναι γνώριμα, μην ξεχνάτε ότι δεν είστε οι γονείς σας. Θα κάνετε σίγουρα τα δικά σας λάθη αλλά δεν είστε καταδικασμένοι να κάνετε τα ίδια λάθη που έκαναν εκείνοι.
Στα μάτια των παιδιών τους, οι γονείς που χώρισαν απέτυχαν σε ένα από τα βασικότερα «καθήκοντα» της ενήλικης ζωής: έκαναν λάθος επιλογή συντρόφου, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τη σχέση, δεν είχαν αντοχή ή την ικανότητα να μείνουν πιστοί και αφοσιωμένοι. Αυτό το συναίσθημα, ότι οι γονείς απέτυχαν φαίνεται πως επηρεάζει την αντίληψη που έχει ένα παιδί για τον εαυτό του και την οικογένεια. «Αν οι γονείς μου απέτυχαν, μπορεί να αποτύχω κι εγώ, σαν εραστής, σαν σύζυγος, σαν γονιός.» Ενήλικας πια, χρειάζεται προσπάθεια κι επιμονή για να αποτινάξει κάποιος από πάνω του αυτή την αντίληψη. Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι πεζοναύτες απέσυραν το ρομποτικό μουλάρι της Google
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ