2016-02-28 16:06:38
Του Γρηγορίου Αλ. Πασπάτη - Liberal.gr
Διευθύνω ένα ιατρικό τμήμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Κρήτη που έχει αξιολογηθεί ότι μπορεί να δίδει πλήρη ειδίκευση, δηλαδή να εκπαιδεύει γιατρούς που δεν γνωρίζουν το συγκεκριμένο αντικείμενο και να τους παραδίδει στη κοινωνία επαρκείς ιατρικά. Για τον λόγο αυτό δικαιούμαι ή μάλλον υποχρεούμαι να παρεμβαίνω σε θέματα που αφορούν στο σύστημα υγείας.
Τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε μια διαρκή δοκιμασία κόπωσης και υπολείπονται σαφώς του ρόλου τους, εξαιτίας και της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσής τους, παράγοντες που, μαζί με άλλους, διαμορφώνουν εικόνα ανεπάρκειας και μιζέριας για το ελληνικό σύστημα υγείας, ενώ και ο πληθωρισμός των προσδοκιών του κόσμου για τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας γίνεται μέρος του προβλήματος, αφού οι τελευταίες υποβαθμίζονται διαρκώς κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας των νοσοκομείων.
Τα μεγάλα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία, που δεν ξεπερνούν τα 20, φέρουν το βάρος του 90% της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας υγείας και σημαντικού μέρους της πρωτοβάθμιας μέσω των τμημάτων των επειγόντων περιστατικών. Τα τμήματα αιχμής των νοσοκομείων αυτών υποβαθμίζονται διαρκώς σε σχέση και με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, αφού δεν προσλαμβάνεται νέο ιατρικό δυναμικό, δεν αγοράζεται νέα τεχνολογία, ενώ και το υφιστάμενο καταθλιπτικό περιβάλλον και συναίσθημα σε συνδυασμό με την ελλειπή ερευνητική χρηματοδότηση έχουν πλήξει σημαντικά την ακαδημαϊκότητα (κινητήριος μοχλός της επιστήμης) που αποτυπώνεται με τη μείωση των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων σε διεθνή έγκριτα περιοδικά.
Χρειάζονται γιατροί, χρειάζεται νοσηλευτικό προσωπικό, χρειάζεται να διατεθούν κονδύλια, συνηθισμένες και χιλιοειπωμένες διαπιστώσεις. Εκτός όμως από αυτά τα πράγματι σημαντικά, πρέπει να γίνουν και άλλα που δεν χρειάζονται οικονομικό κόστος, αλλά πολιτικό. Και ίσως αυτά είναι τα πιο δύσκολα.
Στις αναπτυγμένες χώρες που υποτίθεται ότι ανήκουμε, η ιατρική πράξη στα μεγάλα νοσοκομεία συναρτάται σε σημαντικό βαθμό με την ηλικία. Άλλες ιατρικές πράξεις επιβάλλεται να κάνει ένας ειδικευμένος γιατρός στην ηλικία της δεκαετίας των 35 - 45 ετών, άλλες σε εκείνη της δεκαετίας των 45 - 55 και άλλες στην καταληκτήρια των 55 - 65 ετών. Οι νεώτεροι γιατροί οφείλουν να αντιμετωπίσουν την καθημερινή εξαντλητική νοσοκομειακή δουλειά και οι ωριμότεροι να διευθύνουν και να ασχοληθούν με την εκπαίδευση, δηλαδή με τη συνέχεια της ιατρικής. Με τη διακοπή των προσλήψεων το 2009 πρακτικά έχει σταματήσει η είσοδος νέων ειδικευμένων γιατρών στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, χάθηκε δηλαδή η συνέχεια της ιατρικής εκπαίδευσης, της ιατρικής συνέχειας.
Η ελληνική πολιτεία προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εμβαλωματικά και αναποτελεσματικά με το θεσμό των επικουρικών γιατρών, η διαδικασία πρόσληψης των οποίων δεν περιλαμβάνει επιστημονικά κριτήρια, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό και με το βραχύβιο της παραμονής τους στο σύστημα, καθιστά την παρουσία τους μόνο διαχειριστική και χωρίς προοπτικές. Η εκπαίδευση των γιατρών και ειδικά των επεμβατικών πρέπει να είναι διαρκής και όχι αποσπασματική. Στην Ελλάδα έχουμε ήδη χάσει μια γενιά γιατρών, αφού αξιωματικά έχει τεθεί εκτός νοσοκομείων μετά την ολοκλήρωση της ειδίκευσης τους. Αναρωτιέμαι ποιοι θα χειρουργούν μετά από 15 χρόνια, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. Ίσως η πρόσληψη των νέων ειδικευμένων γιατρών για μια πενταετία και με σαφή επιστημονικά κριτήρια ανάλογα με τη ζητούμενη θέση να αποτελούσε μια καλή αρχή συζήτησης.
Όλα αυτά επιδεινώνονται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου συνεργικά με την ανυπαρξία συντονιστών διευθυντών επιλεγμένων με πανελλήνιες προκηρύξεις στα μεγάλα και κομβικά ιατρικά τμήματα, τα κριτήρια επιλογής των οποίων θα πρέπει να είναι εξαιρετικά αυστηρά για τμήματα που χορηγούν πλήρη ειδικότητα. Απαιτούμενο θα πρέπει να είναι η ύπαρξη ερευνητικού, εκπαιδευτικού και κύρια κλινικού έργου με δυνατότητα κήρυξης των θέσεων ως άγονες σε περίπτωση μη κάλυψης των κριτηρίων. Η τοποθέτηση των διευθυντών των μεγάλων κλινικών από το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου και βάσει της επετηρίδας είναι απλά ΤΡΑΓΙΚΗ.
Αλλά στη χώρα μας και οι νέοι γιατροί εισάγονται στα νοσοκομεία για ειδίκευση με τη διαδικασία της επετηρίδας και όχι με αξιολόγηση, όπως γίνεται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Επιβάλλεται η επιλογή των ανειδίκευτων γιατρών μετά από εξετάσεις και προσωπική συνέντευξη του υποψηφίου με το αντίστοιχο τμήμα. Οι καθεστωτικές όμως δυνάμεις σε όλα τα κόμματα, αλλά και στην ιατρική κοινότητα, την αξιολόγηση αυτή την πολέμησαν λυσσαλέα για πολλά χρόνια και τώρα φθάσαμε στο σημείο οι καλύτεροι νέοι γιατροί μας που σπούδασαν με τα χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου στα ελληνικά πανεπιστήμια να ασκούν την ιατρική στα νοσοκομεία της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης και της Μεγάλης Βρετανίας και όχι στα ελληνικά.
Τα παραπάνω προβλήματα φαίνεται να μην γίνονται εύκολα αντιληπτά από την κυβέρνηση και πολύ περισσότερο από την κοινωνία, η οποία αντικειμενικώς αδυνατεί να τα αντιληφθεί και να τα καταλάβει.
Είναι υποχρέωση όμως της Πολιτείας μας να δημιουργήσει ένα θωρακισμένο δημόσιο σύστημα υγείας στα μεγάλα νοσοκομεία, όπου η διαχείριση του ιατρικού δυναμικού θα γίνεται με καθαρά ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια, μετά από αξιολόγηση, όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, αν φιλοδοξούμε να συγκαταλεγόμαστε σε αυτές, για το καλό του μέσου Έλληνα πολίτη και ιδιαίτερα αυτού που βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία.
Από την παρούσα κυβέρνηση δεν διαφαίνεται ότι θα ληφθούν μέτρα για την ποιοτική αναβάθμιση των μεγάλων δημοσίων νοσοκομείων, ενώ και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λειτούργησε εμβαλωματικά και αποσπασματικά στον τομέα αυτόν, τακτική που είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει.
Η επιστημονική δημιουργία και άμιλλα στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και η επαναφορά σ΄ αυτά του καλύτερου ιατρικού δυναμικού που φεύγει εκτός Ελλάδας είναι θέμα επιβίωσης των μεγάλων νοσοκομείων της χώρας. Είναι θέμα επιβίωσης όλων μας.
* Ο κ. Γρηγόριος Αλ. Πασπάτης είναι γαστρεντερολόγος, Συν. Διευθυντής ΕΣΥ και τ. Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου.
ΥΓ: Τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που επισκέπτομαι μεγάλα νοσοκομεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ και βλέπω τη ψαλίδα που ανοίγει σε σχέση με τα ελληνικά νοσοκομεία στο τομέα της παροχής ιατρικών υπηρεσιών, της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης των ιατρών και ιδιαίτερα στο τομέα της πληροφορικής με κυριεύει ένα συναίσθημα θλίψης. Η θλίψη γίνεται πλέον έντονη, σκεπτόμενος ότι ο μέσος Έλληνας πολίτης αγνοεί την πραγματικότητα.
medispin
Διευθύνω ένα ιατρικό τμήμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Κρήτη που έχει αξιολογηθεί ότι μπορεί να δίδει πλήρη ειδίκευση, δηλαδή να εκπαιδεύει γιατρούς που δεν γνωρίζουν το συγκεκριμένο αντικείμενο και να τους παραδίδει στη κοινωνία επαρκείς ιατρικά. Για τον λόγο αυτό δικαιούμαι ή μάλλον υποχρεούμαι να παρεμβαίνω σε θέματα που αφορούν στο σύστημα υγείας.
Τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε μια διαρκή δοκιμασία κόπωσης και υπολείπονται σαφώς του ρόλου τους, εξαιτίας και της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσής τους, παράγοντες που, μαζί με άλλους, διαμορφώνουν εικόνα ανεπάρκειας και μιζέριας για το ελληνικό σύστημα υγείας, ενώ και ο πληθωρισμός των προσδοκιών του κόσμου για τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας γίνεται μέρος του προβλήματος, αφού οι τελευταίες υποβαθμίζονται διαρκώς κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας των νοσοκομείων.
Τα μεγάλα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία, που δεν ξεπερνούν τα 20, φέρουν το βάρος του 90% της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας υγείας και σημαντικού μέρους της πρωτοβάθμιας μέσω των τμημάτων των επειγόντων περιστατικών. Τα τμήματα αιχμής των νοσοκομείων αυτών υποβαθμίζονται διαρκώς σε σχέση και με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, αφού δεν προσλαμβάνεται νέο ιατρικό δυναμικό, δεν αγοράζεται νέα τεχνολογία, ενώ και το υφιστάμενο καταθλιπτικό περιβάλλον και συναίσθημα σε συνδυασμό με την ελλειπή ερευνητική χρηματοδότηση έχουν πλήξει σημαντικά την ακαδημαϊκότητα (κινητήριος μοχλός της επιστήμης) που αποτυπώνεται με τη μείωση των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων σε διεθνή έγκριτα περιοδικά.
Χρειάζονται γιατροί, χρειάζεται νοσηλευτικό προσωπικό, χρειάζεται να διατεθούν κονδύλια, συνηθισμένες και χιλιοειπωμένες διαπιστώσεις. Εκτός όμως από αυτά τα πράγματι σημαντικά, πρέπει να γίνουν και άλλα που δεν χρειάζονται οικονομικό κόστος, αλλά πολιτικό. Και ίσως αυτά είναι τα πιο δύσκολα.
Στις αναπτυγμένες χώρες που υποτίθεται ότι ανήκουμε, η ιατρική πράξη στα μεγάλα νοσοκομεία συναρτάται σε σημαντικό βαθμό με την ηλικία. Άλλες ιατρικές πράξεις επιβάλλεται να κάνει ένας ειδικευμένος γιατρός στην ηλικία της δεκαετίας των 35 - 45 ετών, άλλες σε εκείνη της δεκαετίας των 45 - 55 και άλλες στην καταληκτήρια των 55 - 65 ετών. Οι νεώτεροι γιατροί οφείλουν να αντιμετωπίσουν την καθημερινή εξαντλητική νοσοκομειακή δουλειά και οι ωριμότεροι να διευθύνουν και να ασχοληθούν με την εκπαίδευση, δηλαδή με τη συνέχεια της ιατρικής. Με τη διακοπή των προσλήψεων το 2009 πρακτικά έχει σταματήσει η είσοδος νέων ειδικευμένων γιατρών στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, χάθηκε δηλαδή η συνέχεια της ιατρικής εκπαίδευσης, της ιατρικής συνέχειας.
Η ελληνική πολιτεία προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εμβαλωματικά και αναποτελεσματικά με το θεσμό των επικουρικών γιατρών, η διαδικασία πρόσληψης των οποίων δεν περιλαμβάνει επιστημονικά κριτήρια, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό και με το βραχύβιο της παραμονής τους στο σύστημα, καθιστά την παρουσία τους μόνο διαχειριστική και χωρίς προοπτικές. Η εκπαίδευση των γιατρών και ειδικά των επεμβατικών πρέπει να είναι διαρκής και όχι αποσπασματική. Στην Ελλάδα έχουμε ήδη χάσει μια γενιά γιατρών, αφού αξιωματικά έχει τεθεί εκτός νοσοκομείων μετά την ολοκλήρωση της ειδίκευσης τους. Αναρωτιέμαι ποιοι θα χειρουργούν μετά από 15 χρόνια, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. Ίσως η πρόσληψη των νέων ειδικευμένων γιατρών για μια πενταετία και με σαφή επιστημονικά κριτήρια ανάλογα με τη ζητούμενη θέση να αποτελούσε μια καλή αρχή συζήτησης.
Όλα αυτά επιδεινώνονται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου συνεργικά με την ανυπαρξία συντονιστών διευθυντών επιλεγμένων με πανελλήνιες προκηρύξεις στα μεγάλα και κομβικά ιατρικά τμήματα, τα κριτήρια επιλογής των οποίων θα πρέπει να είναι εξαιρετικά αυστηρά για τμήματα που χορηγούν πλήρη ειδικότητα. Απαιτούμενο θα πρέπει να είναι η ύπαρξη ερευνητικού, εκπαιδευτικού και κύρια κλινικού έργου με δυνατότητα κήρυξης των θέσεων ως άγονες σε περίπτωση μη κάλυψης των κριτηρίων. Η τοποθέτηση των διευθυντών των μεγάλων κλινικών από το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου και βάσει της επετηρίδας είναι απλά ΤΡΑΓΙΚΗ.
Αλλά στη χώρα μας και οι νέοι γιατροί εισάγονται στα νοσοκομεία για ειδίκευση με τη διαδικασία της επετηρίδας και όχι με αξιολόγηση, όπως γίνεται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Επιβάλλεται η επιλογή των ανειδίκευτων γιατρών μετά από εξετάσεις και προσωπική συνέντευξη του υποψηφίου με το αντίστοιχο τμήμα. Οι καθεστωτικές όμως δυνάμεις σε όλα τα κόμματα, αλλά και στην ιατρική κοινότητα, την αξιολόγηση αυτή την πολέμησαν λυσσαλέα για πολλά χρόνια και τώρα φθάσαμε στο σημείο οι καλύτεροι νέοι γιατροί μας που σπούδασαν με τα χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου στα ελληνικά πανεπιστήμια να ασκούν την ιατρική στα νοσοκομεία της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης και της Μεγάλης Βρετανίας και όχι στα ελληνικά.
Τα παραπάνω προβλήματα φαίνεται να μην γίνονται εύκολα αντιληπτά από την κυβέρνηση και πολύ περισσότερο από την κοινωνία, η οποία αντικειμενικώς αδυνατεί να τα αντιληφθεί και να τα καταλάβει.
Είναι υποχρέωση όμως της Πολιτείας μας να δημιουργήσει ένα θωρακισμένο δημόσιο σύστημα υγείας στα μεγάλα νοσοκομεία, όπου η διαχείριση του ιατρικού δυναμικού θα γίνεται με καθαρά ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια, μετά από αξιολόγηση, όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, αν φιλοδοξούμε να συγκαταλεγόμαστε σε αυτές, για το καλό του μέσου Έλληνα πολίτη και ιδιαίτερα αυτού που βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία.
Από την παρούσα κυβέρνηση δεν διαφαίνεται ότι θα ληφθούν μέτρα για την ποιοτική αναβάθμιση των μεγάλων δημοσίων νοσοκομείων, ενώ και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λειτούργησε εμβαλωματικά και αποσπασματικά στον τομέα αυτόν, τακτική που είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει.
Η επιστημονική δημιουργία και άμιλλα στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και η επαναφορά σ΄ αυτά του καλύτερου ιατρικού δυναμικού που φεύγει εκτός Ελλάδας είναι θέμα επιβίωσης των μεγάλων νοσοκομείων της χώρας. Είναι θέμα επιβίωσης όλων μας.
* Ο κ. Γρηγόριος Αλ. Πασπάτης είναι γαστρεντερολόγος, Συν. Διευθυντής ΕΣΥ και τ. Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου.
ΥΓ: Τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που επισκέπτομαι μεγάλα νοσοκομεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ και βλέπω τη ψαλίδα που ανοίγει σε σχέση με τα ελληνικά νοσοκομεία στο τομέα της παροχής ιατρικών υπηρεσιών, της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης των ιατρών και ιδιαίτερα στο τομέα της πληροφορικής με κυριεύει ένα συναίσθημα θλίψης. Η θλίψη γίνεται πλέον έντονη, σκεπτόμενος ότι ο μέσος Έλληνας πολίτης αγνοεί την πραγματικότητα.
medispin
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποια πόλη απαγόρευσε το έθνικ φαγητό γιατί αλλοιώνει την κουλτούρα της
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ