2016-03-23 21:44:16
Της Κωνσταντίνας Ποζουκίδου
Ξημέρωσε; Βγήκε ο ήλιος στον ουρανό; Να ανοίξω τα μάτια μου; Πόσες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου αυτά τα δευτερόλεπτα, από την ώρα που ξυπνάω μέχρι την στιγμή που ανοίγω τα μάτια… αχ, και να ήξερες!
Ίσως ήταν καλύτερα να ξέρεις, ίσως όμως και όχι! Μπορεί να βοηθούσε να ξέρεις τι αισθάνομαι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, παρά να περιμένω να καταλάβεις! Μήπως αυτά που πρέπει να εξηγήσουμε για να τα κατανοήσει ο άλλος, είναι αυτά που δεν τα κατανοούμε ούτε εμείς οι ίδιοι; Μήπως είναι αυτά που πρέπει να βρούμε το θάρρος να πούμε δυνατά, για να τα ακούσουμε στην πραγματικότητα εμείς;
Η σημαντικότερη, ίσως και η μοναδική μου, σκέψη είναι ο φόβος μου στην ουσία! Φοβάμαι… Ναι, φοβάμαι να ανοίξω τα μάτια και να μη σε δω στο διπλανό μαξιλάρι! Και όσο και αν σε αισθάνομαι… φοβάμαι μήπως δεν σε αντικρίσω! Νιώθω τη ζεστασιά του κορμιού σου πλάι μου, νιώθω το ελαφρύ βαθούλωμα του στρώματος προς τη μεριά σου, ακούω την αναπνοή σου που με κοιμίζει όταν ξαπλώνω στο στήθος σου Παρ΄όλα αυτά, φοβάμαι να χαλάσω τη μαγεία της αίσθησης και τη σιγουριά της άγνοιας, που επιφέρει το σκοτάδι των ματιών μου, και να αντικρίσω το φως! Γιατί αυτό, όσο σε φανερώνει άλλο τόσο σε παίρνει μακριά μου!
Θυμάσαι; Νύχτες ερχόσουν πάντα και πρωινά έφευγες. Έφευγες αθόρυβα! Και όσο και αν ήταν βαθύ το σκοτάδι και άκαρδη η νύχτα, εγώ άνοιγα την πόρτα δίχως φόβο και δισταγμό! Εγώ ξυπνούσα την ώρα που όλοι πήγαιναν για ύπνο. Εγώ κοιμόμουνα τις ώρες που θα έπρεπε να είμαι ξύπνια!
Εσύ ερχόσουν… ακάλεστος! Εσύ χτυπούσες και η αγκαλιά μου σε προσκαλούσε ξανά και ξανά! Πως ήσουν πάντα τόσο σίγουρος ότι θα σε δεχόμουν; Δική σου αυτοπεποίθηση λέγεται ή δική μου παράδοση; Γιατί αυτό έκανα. Σου παραδόθηκα άνευ όρων από την αρχή.
Και το χαιρόμουν, όσο περίεργο και να ακούγεται. Δεν με ένοιαζε που ζούσα μόνο για τότε. Δεν με πείραζε που ερχόσουν και έφευγες όταν ήθελες και μπορούσες. Δεν με απασχολούσε που αυτό που είχαμε δεν ήταν «κανονική» σχέση – ποιος την ορίζει αυτήν, άραγε; -. Εμένα μου αρκούσε που σε είχα τότε, που με αγαπούσες τις ώρες που μπορούσες.
Και ευχόμουν να μην σταματήσεις ποτέ να το κάνεις! Δεν σου το είπα ποτέ αλλά ήθελα απλά, να μην με αρνηθείς ποτέ σου. Ήθελα να με αγαπάς και να μείνεις στη ζωή μου όσο παράλληλοι και αν φαίνονταν οι δρόμοι μας!
Και να ‘μαι τώρα εδώ… ένα ακόμη πρωινό που παρακαλάω να μην ξημερώσει. Εύχομαι να μη βγει ο ήλιος και μαύρα σύννεφα να κατακλύσουν τον ουρανό! Να μην αφήσουν καθόλου φως να τρυπώσει στο δωμάτιο και σε ξυπνήσει. Γιατί δεν θέλω να ξυπνήσει κανείς από τους δυο μας! Όνειρο ζω… και συμμετέχεις και εσύ!
Τελικά θα κρατήσω τα μάτια μου κλειστά… καλύτερα να σε αισθάνομαι παρά να σε χάσω! Γιατί όσες μέρες και να περάσουν… εσύ να έρχεσαι να με βρίσκεις, να πιάνεις το χέρι μου και να κάνεις μαζί μου ακόμη ένα λάθος, το ωραιότερο όλων!
Κοιμάσαι δίπλα μου, έτσι δεν είναι;
αναπνοές
pestanea
Ξημέρωσε; Βγήκε ο ήλιος στον ουρανό; Να ανοίξω τα μάτια μου; Πόσες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου αυτά τα δευτερόλεπτα, από την ώρα που ξυπνάω μέχρι την στιγμή που ανοίγω τα μάτια… αχ, και να ήξερες!
Ίσως ήταν καλύτερα να ξέρεις, ίσως όμως και όχι! Μπορεί να βοηθούσε να ξέρεις τι αισθάνομαι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, παρά να περιμένω να καταλάβεις! Μήπως αυτά που πρέπει να εξηγήσουμε για να τα κατανοήσει ο άλλος, είναι αυτά που δεν τα κατανοούμε ούτε εμείς οι ίδιοι; Μήπως είναι αυτά που πρέπει να βρούμε το θάρρος να πούμε δυνατά, για να τα ακούσουμε στην πραγματικότητα εμείς;
Η σημαντικότερη, ίσως και η μοναδική μου, σκέψη είναι ο φόβος μου στην ουσία! Φοβάμαι… Ναι, φοβάμαι να ανοίξω τα μάτια και να μη σε δω στο διπλανό μαξιλάρι! Και όσο και αν σε αισθάνομαι… φοβάμαι μήπως δεν σε αντικρίσω! Νιώθω τη ζεστασιά του κορμιού σου πλάι μου, νιώθω το ελαφρύ βαθούλωμα του στρώματος προς τη μεριά σου, ακούω την αναπνοή σου που με κοιμίζει όταν ξαπλώνω στο στήθος σου Παρ΄όλα αυτά, φοβάμαι να χαλάσω τη μαγεία της αίσθησης και τη σιγουριά της άγνοιας, που επιφέρει το σκοτάδι των ματιών μου, και να αντικρίσω το φως! Γιατί αυτό, όσο σε φανερώνει άλλο τόσο σε παίρνει μακριά μου!
Θυμάσαι; Νύχτες ερχόσουν πάντα και πρωινά έφευγες. Έφευγες αθόρυβα! Και όσο και αν ήταν βαθύ το σκοτάδι και άκαρδη η νύχτα, εγώ άνοιγα την πόρτα δίχως φόβο και δισταγμό! Εγώ ξυπνούσα την ώρα που όλοι πήγαιναν για ύπνο. Εγώ κοιμόμουνα τις ώρες που θα έπρεπε να είμαι ξύπνια!
Εσύ ερχόσουν… ακάλεστος! Εσύ χτυπούσες και η αγκαλιά μου σε προσκαλούσε ξανά και ξανά! Πως ήσουν πάντα τόσο σίγουρος ότι θα σε δεχόμουν; Δική σου αυτοπεποίθηση λέγεται ή δική μου παράδοση; Γιατί αυτό έκανα. Σου παραδόθηκα άνευ όρων από την αρχή.
Και το χαιρόμουν, όσο περίεργο και να ακούγεται. Δεν με ένοιαζε που ζούσα μόνο για τότε. Δεν με πείραζε που ερχόσουν και έφευγες όταν ήθελες και μπορούσες. Δεν με απασχολούσε που αυτό που είχαμε δεν ήταν «κανονική» σχέση – ποιος την ορίζει αυτήν, άραγε; -. Εμένα μου αρκούσε που σε είχα τότε, που με αγαπούσες τις ώρες που μπορούσες.
Και ευχόμουν να μην σταματήσεις ποτέ να το κάνεις! Δεν σου το είπα ποτέ αλλά ήθελα απλά, να μην με αρνηθείς ποτέ σου. Ήθελα να με αγαπάς και να μείνεις στη ζωή μου όσο παράλληλοι και αν φαίνονταν οι δρόμοι μας!
Και να ‘μαι τώρα εδώ… ένα ακόμη πρωινό που παρακαλάω να μην ξημερώσει. Εύχομαι να μη βγει ο ήλιος και μαύρα σύννεφα να κατακλύσουν τον ουρανό! Να μην αφήσουν καθόλου φως να τρυπώσει στο δωμάτιο και σε ξυπνήσει. Γιατί δεν θέλω να ξυπνήσει κανείς από τους δυο μας! Όνειρο ζω… και συμμετέχεις και εσύ!
Τελικά θα κρατήσω τα μάτια μου κλειστά… καλύτερα να σε αισθάνομαι παρά να σε χάσω! Γιατί όσες μέρες και να περάσουν… εσύ να έρχεσαι να με βρίσκεις, να πιάνεις το χέρι μου και να κάνεις μαζί μου ακόμη ένα λάθος, το ωραιότερο όλων!
Κοιμάσαι δίπλα μου, έτσι δεν είναι;
αναπνοές
pestanea
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ξεσπά "εμφύλιος" στον Εργοτέλη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ