Η Ελένη της κυρά-Θοδώρας ήταν έξυπνη, νοικοκυρά και πολύ καλή μαθήτρια. Όμως η ασχήμια της δεν περιγραφόταν εύκολα με λόγια, αν την αμολούσες από την κορφή του βουνού θα ξερίζωνε όλα τα δέντρα και θα σκούσε στη θάλασσα προκαλώντας τσουνάμι. Αν ήταν κριγιός θα ήταν περιζήτητη με τέτοια μύτη. Τα μαλλιά της κατσιασμένα και ψαλιδιασμένα. Τα μάτια της όμως ήταν πανέμορφα κυπαρισένια, μα κανείς δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει, γιατί τα έκρυβαν τα φουσκωμένα μάγουλα, μα και κανείς δεν έκανε τον κόπο να την κοιτάξει πάνω από ένα λεπτό. Όλοι την κορόιδευαν και δεν την έκαναν παρέα. Όλοι κοιτούσαν την επιφάνεια και κανείς δεν ασχολήθηκε με την ψυχή της, που ήταν μάλαμα. Μάλαμα, που το είχαν πικράνει… Από το δημοτικό, είχε ερωτευτεί τον συμμαθητή της τον Νικηφόρο και μέχρι που τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, ακόμα τον αγαπούσε. Αυτός σημασία δεν της έδινε. Είχε μάτια μόνο για την Πηνελόπη που ήταν πανέμορφη και στο τέλος της μαθητικής χρονιάς αρραβωνιάστηκαν και από ότι έμαθε αργότερα έκαναν και τρία παιδιά
. Πέρασε στο πανεπιστήμιο και ήταν η μόνη, όλοι οι άλλοι, δεν προχώρησαν και μικροπαντρεύτηκαν. Όταν έμαθαν πως θα φύγει για την πρωτεύουσα για να σπουδάσει, την περίπαιζαν και γελούσαν, εις βάρος της ασκημομούρας που ζωή δεν είχε στο χωριό και ήθελα να κάνει μεγάλη ζωή στην πολη, όπως έλεγαν. Οι γονείς της που την λάτρευαν και ήξεραν τι αξίζει η κόρη τους, την ενθάρυναν και έφυγαν μαζί για την πρωτεύουσα, για να σταθούν στο παιδί τους, μέχρι να συνηθίσει στη μεγαλούπολη. Συνήθισε η Ελένη, δεν έχανε μάθημα, τελείωσε τη σχολή της και τώρα ήταν στην ειδικότητα. Πλαστικός χειρούργος… Είχε αλλάξει η Ελένη, αδυνάτισε σιγά σιγά, έβαψε τα μαλλιά της ξανθά και η μύτη της, δεν είχε πια το κόκκαλο που πετιόταν. Τώρα τα υπέροχα μάτια της στόλιζαν το πρόσωπο που τόσο καιρό τα έκρυβαν η μύτη και τα μάγουλα. Ήθελε να γίνει όμορφη και τα κατάφερε… “Ενοιωθε μίσος γι” αυτούς που τη στεναχώρησαν στο παρελθόν, όταν έβαλε μαχαίρι πάνω της. Το μίσος της έδινε δύναμη, έγινε σκληρή, ήθελε να εκδικηθεί… Στο μυαλό της ήταν συνεχώς όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχε πατήσει στο χωριό της, να πάει κάποια στιγμή και να τους κάνει όλους να της ζητήσουν συγνώμη. Είχε αλλάξει η Ελένη αλλά όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Σαββάτο απόγευμα, ένα ταξί σταμάτησε έξω από το σπίτι της κυρά-Θοδώρας. Μια ψιλή ξανθιά κοπέλα βγήκε και προχώρησε προς το σπίτι. Την Κυριακή πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, όχι επειδή ήταν θρήσκοι, αλλά για να κουτσομπολέψουν ο ένας τον άλλον. Όταν έμπαινε ένας στην εκκλησία, όλοι γύριζαν και άρχισαν τα σούσουρα. Έτσι και εκείνη την Κυριακή. “Ολοι γύρισαν όταν ακούστηκε ο ήχος από τα γυναικεία τακούνια στο τσιμεντένιο πάτωμα… Ποια είναι αυτή η ψιλή όμορφη κοπέλα, που τόλμησε να έρθει με κοντό φουστάνι και κατακόκκινα χείλη στην εκκλησία; Εκείνη προχώρησε με ψηλά το κεφάλι, προσκύνησε την εικόνα, άναψε το κερί της και πάντα με ψηλά το κεφάλι, γύρισε και βγήκε στο προάυλιο. Έντονα τα συναισθήματα που άφησε πίσω της, βγαίνοντας. Οι γυναίκες ζήλεψαν, οι άντρες χτυποκάρδισαν… Έκανε μια βόλτα στο χωριό, τώρα που ήταν άδειο. Τίποτα σχεδόν δεν είχε αλλάξει, μόνο ανάμεσα στα μικρά καφενεία μια μικρή καφετέρια έκανε την εμφάνιση της. Χωρίς να το πολυσκεφτεί μπήκε μέσα, κάθισε και ζήτησε να της φέρουν ένα καφέ. Σε λίγο θα τελείωνε η εκκλησία και θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τους παλιούς της γνώριμους. Έτσι έγινε, λες και δώθηκε σήμα και όλοι, εκείνη την Κυριακή, ξέχασαν τα καφενεία και την πρέφα και πήγαν στην καφετέρεια. Τρωγόταν και μουρμούριζαν μεταξύ τους, ποια να είναι η νεοφερμένη, μέχρι που η κυρά-Θοδώρα μαζί με τον άντρα της μπήκαν μέσα και πήγαν στο τραπέζι που καθόταν, η όμορφη. Εκείνη σηκώθηκε και τους αγκάλιασε. - Μαμά, μπαμπά, τους είπε, ελάτε, καθήστε!!! Κόκκαλο όλοι, μα πάνω από όλους, ο Νικηφόρος, που την πλησίασε να της μιλίσει ζαλισμένος από το σοκ. Δεν τον γνώρισε. Πρώτα είδε ένα τεράστιο στομάχι να εμφανίζεται μπροστά της, και ένας γερασμένος άντρας με γκρίζα μαλλιά της έδωσε το χέρι. Δεν έμοιαζε τριάντα χρονών, αλλά πενήντα…Και η Πηνελόπη εκατό κιλά, είχε χάσει την ομορφιά της και οι άλλοι, όσοι είχαν μείνει στο χωριό, δεν ήταν αυτοί που γνώριζε στα παιδικά τους χρόνια… Στεναχωρέθηκε… Δεν χρειάζεται να κάνω κάτι για να εκδικηθώ εγώ, σκέφτηκε, τους εκδικήθηκε η ίδια η ζωή… Τους λυπήθηκε… Έννοιωσε ελεύθερη, δεν είχε μίσος πια για αυτούς που τόσο την πλήγωσαν, γιατί τώρα ήταν εκείνοι στη θέση που ήταν αυτή πριν δέκα χρόνια… Ένοιωσε, ελεύθερη και ευτυχισμένη, χωρίς ψυχοφθόρα συναισθήματα να μαυρίζουν τη μαλαματένια της καρδιά…Τα κυπαρισένια της μάτια βούρκωσαν και αμέσως τα μαύρα σύννεφα που είχαν σκεπάσει την καρδιά της τόσα χρόνια διαλύθηκαν. Χαμογέλασε και σκέφτηκε εκείνον, που την περιμένει στην Αθήνα και την αγαπάει γι” αυτό που ήταν πριν δέκα χρόνια… Αναδημοσιευσα Από Ρεθεμνος
molibixarti